Τσε Γκεβάρα

 Che-Guevara-Wallpapers-2010-3

(Κείμενο που δημοσιεύθηκε στο τεύχος 13 του περιοδικού UNFOLLOW τον Ιανουάριο 2013)

Την είδα που περίμενε γωνία Σόλωνος και Μασσαλίας. Μόλις μ’ έκοψε από μακριά, σήκωσε το χέρι και βγήκε στην άσφαλτο. Φρενάρισα και της έκανα νόημα. Άνοιξε την πόρτα και μπήκε στο ταξί.

«Κυψέλη», μου πέταξε και βολεύτηκε στο κάθισμα. «Οδός Σπετσών, τάδε αριθμός, πάμε».

Ρύθμισα το καθρεφτάκι να την βλέπω καλύτερα. Γύρω στα εξήντα, καλοβαλμένη, χωρίς κραγιόν. Μαύρα ρούχα, χοντρά γυαλιά σαν της Λoρήν Μπακόλ σε μια ταινία που δεν θυμάμαι πώς τη λέγανε. Μαντήλι στο κεφάλι, βαμμένη καστανή, λίγες ρυτίδες. Κομψή.

«Είναι ψηλά ή χαμηλά στη Σπετσών; Να πάμε από Τρικούπη ή να κατέβω από Πεδίο του Άρεως;», έκανα πως ψαχνόμουν για να πιάσω κουβέντα.

Τη διαδρομή την ήξερα κι από μόνος μου, δεν χρειαζόμουν χάρτη.

«Απ’ όπου θέλετε», απάντησε ανέκφραστα και ίσιωσε το γυαλί. «Απ’ όπου είναι πιο πολύς ο δρόμος».

«Πιο πολύς;».

Συνήθως οι πελάτες μου βιάζονται. Αυτή έκανε σαν να μην ήθελε να φτάσει.

«Ναι».

Κοίταξε έξω.

«Το όνομά σας, αν επιτρέπετε;», ρώτησα.

«Λία. Εκ του Λαοκρατία», δήλωσε με ύφος λυπημένης αριστοκράτισσας.

«Λαοκρατία; Τι όνομα είναι αυτό;».

«Έτσι βαφτίζαν τότε. Ελευθερία, Λαοκρατία. Δημοκρατία, τέτοια».

«Μάλιστα. Κι από πού είστε;», συνέχισα.

Μάλλον σήκωνε κουβέντα.

«Η καταγωγή μου, κατά κάποιον τρόπο, είναι από την Τασκένδη. Εκεί γεννήθηκα. Μετά το ’74 η οικογένειά μου επαναπατρίστηκε στην Αθήνα. Μαζί κι εγώ».

Η φωνή της είχε κάτι υπερβολικά επίσημο.

«Κομμουνιστές δηλαδή;», έκανα να αστειευτώ αλλά μου έκοψε το βήχα με μια πλάγια ματιά που τα έλεγε όλα.

«Όχι αστεία και όχι πολιτικές συζητήσεις εκ του προχείρου, παρακαλώ», πέταξε.

Έβγαλα φλας και έκοψα από το Αρχαιολογικό μουσείο για να βγω Μαυρομματαίων.

«Δεν βιάζεστε λοιπόν. Με τόση κίνηση βολικό μας πέφτει», άλλαξα κουβέντα.

«Σήμερα βιάζομαι λιγότερο από ποτέ», μουρμούρισε και άνοιξε το τσαντάκι της.

Έβγαλε μια ταμπακιέρα και με κοίταξε σαν να μου ζητούσε την άδεια.

«Ελεύθερα», την παρότρυνα και αμέσως άναψε τσιγάρο.

Κατέβασα το παράθυρο κι άναψα κι εγώ. Όλη αυτή την ώρα το ένα μάτι το είχα στην άσφαλτο και το άλλο στο πίσω κάθισμα. Έξω σχολάγανε τα μαγαζιά και οι δρόμοι ήταν πηγμένοι. Σταμάτησα στο κόκκινο και περίμενα. Κοίταξα πίσω. Στο χέρι της έλαμπε ένα διαμάντι σαν κοτρώνα. Το πρόσωπό της σκοτεινό. Μου φάνηκε ακόμα πιο ωραία.

«Δεν φοβάστε μην σας κλέψουν, κυρία Λαοκρατία;», ξανάπιασα τη συζήτηση.

Κατάλαβε. Μάζεψε το στολισμένο χέρι και φύσηξε τον καπνό. Έξω έπεφτε νύχτα κι εκείνη φορούσε ακόμα τα γυαλιά.

«Πηγαίνω στην ολονυχτία του εγγονού μου. Τροχαίο, εικοσιενός. Δεν έχω άλλον», μίλησε σε λίγο από μόνη της.

«Λυπάμαι πολύ», ψέλλισα κι ήταν σαν να με είχε λούσει με ζεματιστό νερό.

«Εγώ να δεις πόσο λυπάμαι», ράγισε για μια στιγμή η φωνή της και τράβηξε μια τελευταία ρουφηξιά πριν τινάξει τη γόπα της στην άσφαλτο.

Τα νύχια της ήταν άβαφα. Το κέντρο ήταν πηγμένο. Πήγαινα με το πάσο μου, έπαιρνα σβάρνα τα στενά παρόλο που ήμουν αγχωμένος. Τελικά διέσχισα την Αλεξάνδρας και σταμάτησα στον Πανελλήνιο. Γύρισα και την ρώτησα αν ήθελε τσιγάρα. Είπε πως δεν ήθελε, είχε, κι έβηξε σαν βραχνό πουλί.

«Πάμε από Δροσοπούλου», μου είπε μόλις μπήκα στο ταξί.

Δεν ήταν από ‘κει ο δρόμος μας. Εκτέλεσα την εντολή χωρίς να μιλήσω. Την άφησα να κάνει το κουμάντο της. Ήξερε πως θα κάναμε κύκλο. Ήθελε να τον κάνουμε. Συνέχισα.

«Σταμάτα να κατέβω στο ξενοδοχείο Ασπίς, βρες κάπου να παρκάρεις κι έλα», με πρόσταξε απότομα λίγα στενά πιο κάτω.

Σκέφτηκα πως την είχε τρελάνει ο θάνατος και πως όφειλα να της κάνω ασυζητητί όλα τα χατίρια. Την άφησα στην είσοδο, πάρκαρα το ταξί μπροστά από ένα αστυνομικό τμήμα και ξαναγύρισα. Όταν μπήκα στο ξενοδοχείο η ρεσεψιονίστ μου είπε πως η κυρία με περίμενε στο 21, στον πρώτο. Ανατρίχιασα.

Ανέβηκα με τα πόδια πηδώντας δύο δύο τα σκαλιά. Δεν σκεφτόμουν τίποτα. Απλώς έψαξα, βρήκα το δωμάτιο και της χτύπησα μαλακά. Μου άνοιξε και τότε είδα πως δεν φορούσε τα γυαλιά της. Έκλεισε αμίλητη την πόρτα και με πήγε στο κρεβάτι. Κάθισε δίπλα μου και με βοήθησε να γδυθώ. Μετά σηκώθηκε, τράβηξε τις κουρτίνες και στο δωμάτιο έγινε μαύρο σκοτάδι. Εντελώς. Την άκουσα να γδύνεται. Σκέφτηκα πως είχε πολύ όμορφα μάτια. Και πως δεν με είχε φέρει εκεί μόνο για το αυτονόητο. Ζητούσε από μένα κάτι παραπανίσιο.

Τόσα χρόνια στο τιμόνι έχω δει ό, τι μπορεί να δει κανείς. Αλανιάρες, ελεύθερες, παντρεμένες, νέες, γριές, τα πάντα. Τέτοια περίπτωση δεν μου είχε ξανατύχει ποτέ. Ξάπλωσε δίπλα μου αγκομαχώντας σαν ανήμπορο ζώο. Με αγκάλιασε και πίεσε το κεφάλι μου πάνω στα πεσμένα βυζιά της. Ένιωσα την πλαδαρή σάρκα να τρέμει κάτω από το στόμα μου. Από τρόμο. Άρπαξα τα μπράτσα της και έμπηξα τα νύχια κάτω από τις μασχάλες της. Κι εκεί το δέρμα ήταν χαλαρό, μου θύμισε μισοπηγμένο ζελεδάκι.

Τυλίχτηκε γύρω μου με την απελπισία του ανθρώπου που δεν έχει να χάσει τίποτα μιας και τα έχει ήδη χάσει όλα. Την ξέρω καλά αυτή την αίσθηση, μαυρίλα σκέτη.

Ήταν θερμή εκεί κάτω, με δέχτηκε εύκολα. Μπήκα μέσα της κι άρχισα να κουνιέμαι. Η ανάσα της μου θύμιζε το θόρυβο που κάνουν οι λαμαρίνες όταν τσουγκράνε μεταξύ τους και τσαλακώνονται στο κράσπεδο. Κάθε τόσο άφηνε έναν βαθύ λυγμό που δεν ήξερα αν ήταν από ευχαρίστηση ή από πόνο. Σχεδόν με τρόμαζε η κάθε κίνησή της. Ένιωθα πως στα χέρια μου κρατούσα έναν απαρηγόρητο άνθρωπο.

«Βρε τι έπαθα!», φώναξε ξαφνικά και με έσφιξε κι άλλο. «Πάει, χάθηκε, πάει!».

Η φωνή της ήταν σαν να έβγαινε από τον Άδη. Ανασηκώθηκα πάνω της και τότε ένιωσα τη σάρκα της να σφίγγεται γύρω μου σαν να μην ήθελε να με αφήσει να γλιστρήσω.

«Τρέχουν και σκοτώνονται», βόγκηξε λες και την είχε χτυπήσει αστροπελέκι. «Και τους μαζεύουν μετά, τους πεντάμορφους, και μας τους φέρνουν κομμάτια. Καταλαβαίνεις την καταστροφή; Νιώθεις την ασχήμια;».

Κατάλαβα πως έκλαιγε. Την έσφιξα πάνω μου και ένιωσα να μαλακώνω. Ούρλιαξε σαν να την μαχαίρωνα και πετάχτηκε μουγκρίζοντας από το κρεβάτι. Άκουσα να παρασέρνει κάποιο έπιπλο και μετά πήγε και κλείστηκε στο μπάνιο. Οι φωνές της έφταναν ως την άσφαλτο, ως την οδό Σπετσών όπου η ίδια δεν βιαζόταν να φτάσει, ως τα πέρατα του κόσμου κι ακόμα πιο μακριά. Σπάραζε. Κραύγαζε και έσπαγε ό, τι υπήρχε εκεί μέσα. Έκανε σαν αγρίμι που ξεψυχάει λαβωμένο.

Άναψα το φως και ντύθηκα στα μουγκά. Σε λίγο είχαν ησυχάσει απότομα όλα.

Βγήκε από το μπάνιο με το κεφάλι ψηλά και είδα πως τα μάτια της ήταν πρησμένα μα στεγνά. Γύρω της είχε τυλίξει μια πετσέτα. Στο χέρι με το δαχτυλίδι έσταζε μια κόκκινη γραμμή, αλλά δεν φαινόταν να την νοιάζει. Θαύμασα την αξιοπρέπειά της.

«Γύρνα από ‘κει να ντυθώ», με κεραυνοβόλησε.

Της γύρισα την πλάτη.

Βγήκαμε βουβοί στο δρόμο και περπατήσαμε μέχρι το ταξί. Παρόλο που δεν ήθελα, είχε επιμείνει να πληρώσει.

«Θέλω να πιάσω εκείνο το πουλί που έρχεται απ’ τον ουρανό και κλέβει τις ψυχές και να του στρίψω το λαρύγγι», ψέλλισε σαν να μην είχε άνθρωπο δίπλα της, σαν να μιλούσε με τη νύχτα.

Δεν είχα τι να της πω. Σιώπησα μπροστά στο μίσος και στην παραφροσύνη του πόνου. Σήκωσε τους ώμους και πήρε μια σαλεμένη έκφραση.

«Φύγε, θα περπατήσω», μου’ πε τελικά. «Είναι κοντά η Σπετσών. Με περιμένει ο Τσε Γκεβάρα».

About Theorema

Είμαι η Άντζελα Ανακόντα aka @FearOfFireflies

Posted on 8 Ιανουαρίου, 2013, in Unfollow and tagged . Bookmark the permalink. 28 Σχόλια.

  1. Ο Τσε Γκεβάρα.Χμ.Πρέπει επειγόντως ν’ ανοίξουμε εκείνο το τσιπουράδικο στα νησιά.

  2. Ναι. Θα είναι μια κάποια αρχή, νομίζω.

    • Μπήκατε κατευθείαν στο νόημα του βιβλίου, αγαπητέ.
      Ακριβώς για αυτό τον πόνο μιλάει. Για το μαρτύριο της τρομερής απώλειας.
      Και τις συνιστώσες τους (όχι, δεν κρύβεται πολιτικός υπαινιγμός εδώ).
      Καλωσορίσατε και σας ευχαριστώ.

  3. ααααααα από το βιβλίο που περιμένω πώς και πώς!

  4. Σερβιτορα εχετε ετοιμη! 😉
    Πολυ δυνατο!

  5. Προχθές το διάβασα στο χαρτί, σήμερα το ξαναδιάβασα στην οθόνη. Δεν ξέρω ποια φορά μού άρεσε πιο πολύ.
    Καλή χρονιά!

    • Καλή χρονιά και πολλές ευχαριστίες για τη διπλή ανάγνωση, Τσαλ! Χαίρομαι που το απόλαυσες με δύο διαφορετικούς τρόπους (στο χαρτί δείχνει καλύτερα νομίζω).

  6. Από τα καλύτερα κείμενα του τελευταίου Unfollow οφείλω να ομολογήσω.

  7. Το απέλαυσα ηλεκτρονικά, και χάρηκα την απεικονιστική δύναμη του λόγου… και το βάθος του σε τόσο μικρή φόρμα…

  8. Παρ’ότι εμφανώς αριστερό ήταν καλό. Βλέπετε δεν έχω παρωπίδες. (ΥΓ: Σάς έκανα και like)

    • Αυτό το σχόλιο το θεωρώ εξαιρετικά τιμητικό, κύριε Υπεύθυνε.
      Είναι μια μικρή κατάκτηση, όπως και να το κάνεις…
      Χαίρομαι που είστε ανοιχτόμυαλος και διαθέτετε λεπτό γούστο.
      Το Λάικ σας το παρατήρησα και ομολογώ πως αυτό το άβαταρ φώτισε θαυμάσια το μαυροπίνακά μου.
      Καλή χρονιά και τα σέβη μου, κύριε.

  9. Κωνσταντίνος Ηλιάδης

    Το διάβασα και στο UNFOLLOW και εδώ.

    Είναι ένα μικρό αριστούργημα που προετοιμάζει τον αναγνώστη για ένα σπουδαίο βιβλίο, παρότι και αυτόνομα στέκεται άψογα έτσι, ως διήγημα.

    Θα υπάρξει επόμενη προδημοσίευση αποσπάσματος, και πού;
    Γιατί δεν δημοσιεύετε το βιβλίο αποσπασματικά στο UNFOLLOW; Θα έχουμε έναν παραπάνω λόγο να το περιμένουμε κάθε μήνα!

    • Σας ευχαριστώ πολύ, καλή χρονιά και όλα τα σχετικά.
      Προδημοσίευση δεν ξέρω αν θα υπάρξει. Ποτέ δεν σχεδιάζω από πριν τι θα δημοσιεύσω και πού, πιστέψτε με!

      Οσο για την ιδέα του UNFOLLOW, με τιμάτε ιδιαίτερα, ομολογώ, όμως αν δημοσιεύσω το βιβλίο σε συνέχειες σε περιοδικό, τι να το κάνει μετά ο εκδότης;…

      Να το αγοράζετε ούτως ή άλλως λοιπόν το UNFOLLOW.
      Με ή χωρίς το μυθιστόρημά μου, παραμένει το καλύτερο περιοδικό της Ελλάδας αυτή τη στιγμή και χάρηκα πάρα πολύ που συμεμτείχα σε αυτό το τεύχος.

Σχολιάστε