Monthly Archives: Σεπτεμβρίου 2008

Jacking It In For The Last Drive Now

Έτος 1987. Αθήνα, Αμπελόκηποι. Ο Βάιος παίζει βέλγικα βινύλια στο Maze και όσοι ανθεκτικοί κατάφεραν να εντοπίσουν το μαγαζί του πίσω από το ετοιμόρροπο τοιχάκι που το κρύβει, στο κατασκότεινο στενό κάπου στην Πανόρμου και Λαρίσης, πίνουν κονιάκ με κόκα κόλα καθισμένοι στα ψηλά σκαμπώ ή δίπλα στην κονσόλα του ήχου.

Έτος 2008. Αθήνα, Ερμού. Ο Χριστόφορος παίζει σιντί από όλο τον κόσμο στο PoP και όσοι ανθεκτικοί κατάφεραν να εντοπίσουν το μαγαζί του ανάμεσα στα δαιδαλώδη δρομάκια του κέντρου, στο σχετικά φωτισμένο στενό της Κλειτίου, πίνουν τεκίλες και Captain Morgan με κόκα κόλα καθισμένοι στα ψηλά σκαμπώ δίπλα από το μπαρ ή δίπλα από την πόρτα.

Οι ίδιοι ακριβώς άνθρωποι, στην ίδια πόλη, με σχεδόν 22 χρόνια να έχουν περάσει ανάμεσα στις δυο περιγραφές, πίνουν μέχρι τελικής πτώσης, χορεύουν ολονυχτίς, λένε μυστικά ή απλώς φωνάζουν ο ένας στο αυτί του άλλου γιατί από το θόρυβο δεν ακούγεται τίποτα εκεί μέσα, όπως και τότε. Είναι ευχαριστημένοι γιατί κάποιος αξιόπιστος τους διαβεβαίωσε πως υπάρχει ένα μέρος γι’αυτούς και τους φίλους τους στην κόλαση.

Το θέμα είναι να παραμένουμε όλοι μαζί. Από το Maze στο PoP κι ακόμα πάρα πέρα. Κι έτσι η κόλαση μπορεί να περιμένει λιγάκι ακόμα. Τουλάχιστον μέχρι το επόμενο κομμάτι.

 

(The Last Drive : Every Night)

 (Αφιερωμένο εξαιρετικά στον Treble και στον This_Heat22 της φωτογραφίας, από την Theorema του ίδιου κλισέ)

 

 

 

 

Στο φουαγιέ του χειμώνα

Grey’s Anatomy, Dr House, Ανεξιχνίαστες Υποθέσεις, The Experts, MTV, βροχερά βράδια γεμάτα τηλεοπτικό suspense, με τσιπς και κόκα κόλα στον καναπέ, ενίοτε και με γιαουρτωμένες φρουτοσαλάτες, μούσλι και τοστ. Αν παίζει και κανα μαγειρευτό ασορτί με το κρασί του ακόμα καλύτερα. Ένα συναρπαστικό φθινόπωρο γεννιέται με καισαρική @@ Στον προθάλαμο της εποχής, ο καναπές είναι μια ιδανική φωλιά στρωμένη με μαλακή κουβέρτα, έτοιμος για όλα, ανοιχτός και στις πιο απαιτητικές αγκαλιές, αδερφικός φίλος της κακοκαιρίας @@ «Κάθε θαύμα τρεις ημέρες» – είναι αξιοθαύμαστο πόσο λίγο διαρκούν οι εντυπώσεις κι επίσης πόσο δίκιο έχουν οι εμπνευστές παροιμιών @@ Σοφοί άνθρωποι @@ Οι σκέψεις υπνοβατούν. Μοιάζουν να περιμένουν το κρυστάλλινο χιόνι του χειμώνα να έρθει και να τις παγώσει μπας και διατηρηθούν καλύτερα @@ Οι φίλοι κάνουν botox, οι φίλες κάνουν δίαιτα, ο κόσμος κάνει παθητική αντίσταση σε ό,τι τον ζορίζει και το αφήνει για μετά ή για ποτέ @@ Πότε έρχεται η ώρα του μετά; @@ Spleen και σύγχρονη απάθεια, τα χαρακτηριστικά μιας εποχής που διέρχεται μια μόνιμη κρίση @@ «Ουδέν μονιμότερον του προσωρινού» – έξτρα σοφία στο κρυφό σακουλάκι που κανονικά θα έπρεπε να περιέχει ήλιο αλλά ξεμένει από απόθεμα όλο και πιο πολύ @@ Πορτοκαλιά φεγγάρια στα σύννεφα της φωτορύπανσης μιας μεγαλούπολης που μουγκρίζει σαν τον ταύρο έξω από την αρένα των καιρών @@ Ανυπόμονες ώρες, ίσα που κρατιούνται πριν ξεχυθούν εκτός ρολογιού κι αρχίσουν να μετράνε σε νιφάδες @@ Μ’αρέσει ο χειμώνας -έχει κάτι το ρομαντικά νωχελικό και μοναχικό που κάνει τις ασπόνδυλες εποχές στο πριν και στο μετά του να μοιάζουν με παρωχημένα ινδάλματα μιας ατέλειωτης εφηβείας που ήπιε το αθάνατο νερό και συνεχίζεται με πείσμα.

(Marylin & Britney make a fine couple)

Μη μιλάς, μόνο άκου…

(Max Raabe – Tainted love)

(Jay Jay Johanson – Milan Madrid Chicago Paris)

(Antony & The Johnsons – Hope there’s someone)

Λόγια και ημέρες χωρίς ιδιαίτερη σημασία

ΣΚΗΝΗ 1: XX Bitter beer: η πιο εύγευστη και πικρή «του κόσμου», όπως με διαβεβαίωσε ο ευγενικός σερβιτόρος του παραδοσιακού βρυξελλιώτικου εστιατορίου Restobieres, με εξαιρετική τοπική κουζίνα και τη μεγαλύτερη κάβα μπύρας στην πόλη. Κυριακή μεσημέρι, ξέγνοιαστη λιακάδα στο κέντρο, η πιο πικρή μπύρα του κόσμου στο ποτήρι μου κι ένας κούκλος κόκκορας μπυράτος στο πιάτο μου. Ευδαιμονία.

ΣΚΗΝΗ 2: Μπαλκόνι ήσυχου συγκροτήματος στο Evere, κόσμος που έβγαλε βόλτα τα καλοχτενισμένα κατοικίδιά του οργώνει το οπτικό μου πεδίο, απόγευμα καθημερινής με συννεφιά και υγρασία. Λάσπες εδώ κι εκεί, ψιλόβροχο κι αγιάζι. «Οι αλεπούδες του πάρκου ήταν δύο τελικά, τα λαγουδάκια όμως έγιναν ένα». Ο καιρός περνά δίχως να υπολογίζει τυχόν παράπλευρες απώλειες.

ΣΚΗΝΗ 3: Αγκαλιάζω τη Ντενίζ που στέκεται σύριζα στο πεζοδρόμιο της rue Haute. Είναι πιο ψηλή από μένα. Μπροστά μας το υπαίθριο παζάρι του Σαββατοκύριακου. Εκατοντάδες περαστικοί χαζεύουν την απλωμένη πραμάτεια και προχωρούν σπρώχνοντας. Της δίνω ένα φιλί την ώρα που δίπλα μας περνά ένα φορτηγό. Δυο Άραβες μας κοιτάζουν και μας γιουχάρουν μισοαστεία μισοσοβαρά. «Λεσβιούλες!», φωνάζουν πειραχτικά στη μάνα και στην κόρη που ανταλλάσσουν τρυφερότητα και εύθυμα χαμόγελα διασκεδάζοντας με τους αθώους.

ΣΚΗΝΗ 4: Delecta, βραδάκι Παρασκευής, γλυκός καιρός, οινοποσία. Καθισμένοι στα τραπεζάκια του πεζοδρομίου απολαμβάνουμε την κίνηση του δρόμου και τις εμβόλιμες νότες που ξεγλιστρούν από το εσωτερικό του μαγαζιού. Ένας μελαμψός πιτσιρίκος πλησιάζει και ζητά φωτιά. Του χαρίζω τον αναπτήρα, εμείς έχουμε κι άλλον. Με το που ανάβει, ένας περαστικός του ζητά φωτιά. Μας πλησιάζει και μου λέει: «την επόμενη φορά που θα μου ζητήσει φωτιά κάποιος, θα του χαρίσω με τη σειρά μου τον αναπτήρα». Γελάμε και η στιγμή απλώνεται εγκάρδια στον αέρα.

ΣΚΗΝΗ 5: Δευτέρα πρωί στο γραφείο. «Κόκκινα παπούτσια φοράς; Χμμμ… σέξυ!». «Τι παπούτσια είναι αυτά; Τι χαριτωμένα! Να δω το τακούνι;». «Απαπα… τι απαίσια παπούτσια. Σα να φοράς κοστούμι κι από κάτω σώβρακο!». De gustibus et de coloribus non disputandum est. Καλή εβδομάδα.

(Gorillaz: Clint Eastwood)

Να σκέφτεσαι αίφνης ότι έχεις κρανίο–και να μη χάνεις τα λογικά σου. Το νου σου, ε;

«Δεν υπάρχει έργο που να μην στρέφεται κατά του αυτουργού του: το ποίημα θα συντρίψει τον ποιητή, το σύστημα τον φιλόσοφο, το γεγονός τον άνθρωπο τις δράσης. Καταστρέφεται όποιος, ανταποκρινόμενος στην κλίση του, και επιτελώντας την κινείται στο εσωτερικό της ιστορίας, σώζεται μόνον εκείνος που θυσιάζει χαρίσματα και ταλέντα, ώστε, έχοντας αποποιηθεί την ανθρώπινη ιδιότητά του, να μπορεί να σεμνύνεται εντός του είναι.«

Ε.Μ. ΣΙΟΡΑΝ (1910-1995): Ο ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙΝ

 

Χάρτες

Χάρτες χαμένων θησαυρών, αστερισμών, τόπων κι εποχών. Χάρτες διαδρομών και κατευθύνσεων για όσους χάνουν ξαφνικά την πορεία τους και προσανατολίζονται δύσκολα μέσα στον κόσμο. Χάρτες-πυξίδες που οριοθετούν τον ορίζοντα και βάζουν το κάθε τι στη θέση του.

Χάρτες του κόσμου και των πλανητών φτιαγμένοι για να στηρίζουν το σύμπαν πάνω σε χρωματιστά χαρτιά με σαφείς μετρήσεις ακριβείας. Πάπυροι και παλίμψηστα από άλλους καιρούς αποκαλύπτουν τη μαγεία των αλχημιστών και των μάγων του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης.

 

Χάρτες που οδηγούν σε μυστικά περάσματα, χαμένα στα βάθη κάποιας μικρής πόλης, χτισμένης με πέτρα και ήλιο, κρυμμένης από τις εποχές, απαράλλαχτης μέσα στους αιώνες. Χάρτες που ανοίγουν δρόμους για το μέσα μας, δείχνοντάς μας μια διαδρομή σπαρμένη με εικόνες και λέξεις που φτιάχνουν το τελικό κολάζ της ζωής μας και αποκρυπτογραφούν το βαθύτερο νόημα των πραγμάτων.

(We Have A Map Of The Piano – Múm)

(Στην Αλέκα, που πιστεύει κι ονειρεύεται)

Emotional intelligence singing

Τα ματόκλαδά σου λάμπουν

Οι ωραιότεροι συνδυασμοί της εποχής μας και οι πιο ενδιαφέρουσες απόπειρες όλων των εποχών γίνονται στην Ελλάδα. Συνδυασμοί ιδεών, εμπνεύσεων, ταλέντων, υλικών, χαρακτήρων, χρωμάτων κι αρωμάτων. Απόπειρες δολοφονιών, αυτοκτονιών, επιτεύξεων, δημιουργίας @@ Το καινούριο τεύχος του Λάιφο του Τσαγκαρουσιάνου πρόκειται να το επιμεληθεί ο Δημήτρης Παπαϊωάννου @@ Η Λένα Πλάτωνος έκανε συναυλία μαζί με τον Κωνσταντίνο Βήτα @@ Η Φλέρυ Νταντωνάκη τραγούδησε κομμάτια του Μάνου Χατζιδάκι και του Μάρκου Βαμβακάρη @@ Ο Γιάννης Τσαρούχης έκανε σκηνικά και κοστούμια για παραστάσεις του Κάρολου Κουν @@ Ο Γιώργος Χρονάς πήρε συνέντευξη από τη Μαλβίνα Κάραλη @@ Εσύ κι εγώ θα πάμε ζήσουμε στην Κέρκυρα.

Δεν έχει εικόνα, έχει μόνο ήχο. Γιατί είναι η πρώτη εκτέλεση και όχι μια διασκευή. Είναι ένα από τα καλύτερα τραγούδια όλων των εποχών, νομίζω. Σκέφτομαι το μέλλον και τολμώ να το κοιτάξω με μάτια που φέγγουν. Σαν ένα ταξίδι στη Μάλτα μοιάζουν οι σκέψεις. Εκεί όπου ο περαστικός είναι φίλος. Κι όλα λάμπουν.

Θέλεις τσάι;

Ονειρεύομαι το μπαλκόνι σου

Εκείνο το βράδυ του Ιουλίου καθίσαμε στο μπαλκόνι της ευτυχίας. Το συγκεκριμένο σημείο της πόλης έχει φιλοξενήσει τις καλύτερες στιγμές μου σε σπιτική στοργή και τα πιο αναστεναξιάρικα όνειρά μου σε περιόδους λιτότητας. Τρώγαμε τοστ, πίναμε τεκίλα και τζιν και προσπαθούσαμε να φτάσουμε στο ίδιο επίπεδο μέθης έτσι ώστε η νύχτα που επίκειτο να μας βρει στους δρόμους επί ίσοις όροις.

Ανέφελη βραδιά, καθαρή και ολόδική μας. Απέναντί μας ο Λυκαβηττός έλαμπε στα πορτοκαλιά του από νωρίς. Πιο κει η Αθήνα απλωνόταν ήσυχη και καλοκαιρινά ντυμένη. Κάτι ελαφρύ για το βράδυ, ένα αεράκι δροσιάς ίσως, πάνω από το φανελάκι και το τζιν και φτάνει. Ευτυχία.

Καθισμένοι στις πάνινες πολυθρόνες σαν βασιλιάδες στο χείλος του βαρελιού χαζεύαμε τα πεφταστέρια στον ουρανό και μετράγαμε πόσα είδε ο καθένας. Κανείς δε νίκησε, το παιχνίδι δεν έλαβε ποτέ τέλος -του χρόνου ελπίζω να ξαναπιάσουμε το νήμα και να συνεχίσουμε το μέτρημα από εκεί που το αφήσαμε φέτος. Από μέσα ακουγόταν ένα cd χειροποίητο, «που έφτιαχνε ατμόσφαιρα» και στο τέλος με ακολούθησε ως δώρο.

Παίζαμε με το κερί χωρίς να καίμε τα δάχτυλά μας και θαυμάζαμε τις γλάστρες και τη βεράντα της απέναντι, με εκείνα τα ωραία μαύρα φερ φορζέ καθίσματα. Στην αριστερή πλευρά του ουρανού κοιτούσαμε τα φωτισμένα αεροπλάνα που κατέφθαναν στην πόλη και στη δεξιά πλευρά ανιχνεύαμε πουλιά και τιτιβίσματα θερινής νυκτός.

Το αλκοόλ έρεε γλυκά μέσα στο στόμα, σαν μαλακή πλαστελίνη που λιώνει και γίνεται ζεστός χυμός. Τα χαμόγελα έλαμπαν πιο πολύ από τα ελάχιστα φωταγωγημένα παράθυρα της καλοκαιρινής Αθήνας και μας παρότρυναν να τα μεγαλώσουμε κι άλλο. Ο αέρας που έφτανε σε εκείνο το μπαλκόνι έμοιαζε με ιαχή πολέμου, ενός πολέμου που εξ ορισμού θα οδηγούσε στη νίκη. Και στις συμπτώσεις της ζωής που περίμεναν χαρούμενες στην άσφαλτο.

Ονειρεύομαι το μπαλκόνι σου γιατί εξακολουθώ να το βλέπω σαν μια μικρή κρυφή έκταση όπου όλα τα πράγματα ομορφαίνουν και γίνονται δυνατά. Ακόμα και τα αδύνατα. Την άλλη φορά θα σου φέρω λουλούδι.

(The Dresden Dolls: Missed me)

My panties are recycled

Μια-δυο φορές το χρόνο η Μarylin κάνει εκκαθάριση στη ντουλάπα της. Ψάχνει τη γκαρνταρόμπα της και αδειάζει τα συρτάρια πάνω στο διπλό κρεββάτι. Το γαλάζιο σατέν κάλυμά του γεμίζει τότε από κρεμάστρες με γυαλιστερά φορέματα, μπλούζες κεντημένες με πούλιες και χάντρες, παντελόνια με ρεβέρ, παγιέτες ή κροσσάκια, πουλόβερ με ηλεκτρισμένα μαλλιαρά στολίδια και υπεροπτικούς γιακάδες, γούνινα πορτοφολάκια βαμμένα σε φωσφοριζέ χρώματα, δαντελωτά εσώρουχα πολλαπλών χρήσεων, μεταξωτά νεγκλιζέ σε αισθησιακές αποχρώσεις και λεπτομέρειες που σκοτώνουν, νάυλον διχτυωτά καλσόν, ολομέταξα ή και βαμβακερά φουλάρια, μπαντάνες και παρεό με τροπικά φρούτα και χάντρινα γυαλιστερά τσαντάκια που δεν χωράνε παρά μόνο τα τσιγάρα της, άντε και μισό προφυλακτικό.

Η χαρά της λύκρας, του μερσεριζέ, του σατέν και του βαμβακερού κάνει πάρτι πάνω στο μαλακό κρεββάτι και ανάμεσα στα χέρια της καθώς αναμειγνύεται με την απαλότητα του μεταξιού και της δαντέλας, της γούνας και του ντεμί συνθετικού, του πλαστικού και του δερμάτινου. Υλικά και υφές, ένας άλλος εντυπωσιακός κι αισθησιακός κόσμος, μια πανδαισία μαγευτικών χρωμάτων κι αγγιγμάτων εμπλουτίζουν τη ζωή της Μarylin με όνειρα και σκέψεις για το μέλλον. Οι θερμοκρασίες των υλικών μπλέκονται άναρχα μεταξύ τους, ηλεκτρίζονται ερωτικά, και κάνουν το κοριτσίστικο δωμάτιο να μοιάζει με καμαρίνι φωτομοντέλου ή σεπαρέ φιλάρεσκης πόρνης που δοκιμάζει τον επόμενο ρόλο της για τη βόλτα πάνω στο podium του σπιτιού, το βράδυ.

Η Μarylin έχει άποψη. Αγοράζει πάντοτε τα ρούχα της από μεταχειρισμενάδικα και υπαίθριες αγορές. Αποφεύγει με σθένος τα καινούρια κομμάτια και τις μπουτίκ του κέντρου, γιατί πιστεύει πως το αφόρετο ρούχο είναι ρούχο νεκρό. Όσα αγοράζει από δεύτερο χέρι της δίνουν την αίσθηση πως την βοηθούν να έρχεται σε επαφή με ένα άλλο σώμα. Καθώς τα δοκιμάζει πίσω από τις εμπριμέ κουρτίνες των πρόχειρων δοκιμαστηρίων νομίζει πως χαϊδεύει με τη σειρά όλα εκείνα τα άγνωστα κορμιά που φιλοξένησε το ρούχο πριν από το δικό της σώμα. Δεν σιχαίνεται, δεν ανησυχεί. Πιστεύει πως τα ανακυκλωμένα ρούχα είναι η πιο έξυπνη εφεύρεση της εποχής και τα κυνηγά με πάθος.

Καμιά φορά, σκαλίζοντας σωρούς ρούχων στα καλάθια ενός μαγαζιού, τυχαίνει να ανακαλύπτει πραγματικά αριστουργήματα. Ολοκέντητα λινά φορέματα εποχής με γιγάντια λουλούδια στη θέση του στήθους, ψηλές πλαστικές μπότες-κοθόρνους που χόρεψαν ντίσκο κάτω από τη σκηνή των ABBA, μαλακά μποά κατευθείαν από τους λαιμούς των κύκνων του Hollywood, μίνι φουστίτσες από βισκόζη που επεβίωσαν μετά από τρελά rock n’ roll πάρτυ του ’60, χρωματιστές stretch μπλούζες που έγιναν ένα με κάποιο επίσης συνθετικό κορμί χορεύοντας Siouxsie, βελούδινα θεατρικά καπέλα που σίγουρα ξέμειναν από κάποια παράσταση και αδημονούν να ξαναφλερτάρουν με τους προβολείς της νύχτας.

Η ευτυχία της εκάστοτε ανακάλυψης δεν συγκρίνεται με τίποτα, ούτε καν με την γευστικότερη σοκολάτα ή με μια νύχτα παθιασμένου σεξ, μιας και η Μarylin γνωρίζει πως ασχολίες του είδους απεχθάνονται την ένδυση, και αυτή μόνο μέσα από τα ρούχα της μπορεί να αντλήσει την οποιαδήποτε ευχαρίστηση. Πόσο μάλλον την εντονότερη.

Καμιά φορά η Μarylin, όταν κάθεται στη στάση του λεωφορείου και περιμένει να πάψει η βροχή για να περπατήσει ως το σπίτι, παίζει μηχανικά με τα λαστιχάκια από το μανίκι της ή με κάποιο λυμένο κορδόνι του παλτού της. Τα αγγίζει τρυφερά την ώρα που ψιθυρίζει μελωδίες από παλιές ταινίες ή τραγούδια από το καμπαρέ. Αν βρει κάποιο κουμπί στο πεζοδρόμιο το αρπάζει περιχαρής και το χώνει ικανοποιημένη στην τσέπη της ζακέτας της. Αν διακρίνει ένα χαμένο γάντι να πλατσουρίζει στα νερά σκύβει και το μαζεύει τρυφερά. Όπως κάποιος θα περιμάζευε ένα κέρμα ή ένα χαμένο σκυλάκι από το δρόμο, έτσι και η Μarylin συλλέγει φορεμένα ρούχα ή κομμάτια από παραπεταμένα αξεσουάρ. Ξέρει πως όλο και κάπου θα της χρησιμεύσουν, ξεκινώντας από τη χαρά που της προσφέρουν από την ίδια κιόλας στιγμή της ανακάλυψής τους.

Ο κόσμος της Μarylin είναι σαν την ουρά του παγωνιού. Εντυπωσιακός. Φτιαγμένος από μεταχειρισμένες στιγμές ξένων ανθρώπων που, για κάποιο λόγο, αποφάσισαν να αποχωριστούν την ιστορία τους και να περάσουν σε κάτι καινούριο. Τότε έρχεται εκείνη και κάνει το παλιό τους καινούριο της, και το αγαπά, και το θαυμάζει. Και το κατέχει, όταν έρθει η ώρα του. Με τη σειρά της, στην αλυσίδα των πελατών. Αλάθητα καλαίσθητη και σοβαρή. Ενθουσιωδώς απλή και πιστή στο στυλ της. Ουράνια όμορφη μέσα στις δεύτερο χέρι στιγμές του  χυμώδους σώματός της, καθώς περιμένει να πάψει η βροχή.

 

Αρέσει σε %d bloggers: