Monthly Archives: Οκτώβριος 2008

Αξέχαστες ατάκες

«Μην το πεις σε κανέναν!» – «Οκ, μείνε ήσυχη…» – «Το είπες σε κάποιον;» – «Όχι. Μόνο στον άντρα μου και σε μερικούς απολύτως έμπιστους συναδέλφους…».

«Πετάτε πολύ συχνά εσείς. Όσοι χρησιμοποιούν αεροπλάνο τόσο συχνά αυξάνουν τις πιθανότητες να πεθάνουν σε αεροπορικό δυστύχημα!».

«Ο δικός σου καπνίζει πολύ.» – «Το ξέρω…» – «Από τι πέθανε ο πατέρας του, είπαμε;…».

«Πάρε σοκολατάκι.» – «Ευχαριστώ. Τέλεια είναι.» – «Φάε, για μας τα πήρα!» – «Τρία έφαγα, φτάνει!» «Τι τρία, καλέ; Τα τσάκισες!!!…» «Μα… τρία πήρα.» – «Ε, τα τσάκισες.».

«Θες ένα κομμάτι πίτα; Τώρα την έφτιαξα και χάρηκα που μου πέτυχε. Έλα να σε κεράσω.» – «Να με πεθάνεις θες; Μαγειρεύεις με τόσο αλάτι και τόσο λίπος που κάθε σου πρόσκληση θα μπορούσε να είναι πρόσκληση σε αυτοκτονία! Άλλη φορά να μη με ρωτάς αν θέλω πίτα, ρώτα με κατευθείαν αν θέλω να με σκοτώσεις με αυτά που φτιάχνεις!!!».

«Δεν σε χαιρέτησε ο καλός μου. Τι αγενής! Συγγνώμη!» – «Δεν πειράζει, δεν κολλάω σε τέτοια.» – «Πειράζει, αλλά εντάξει, κι ο δικός σου δεν είναι κανα υπόδειγμα ευγένειας, οπότε έχεις συνηθίσει…».

(Τeen Titans: Friends Forever)

Dear diary…

Τετάρτη, 14 Αυγούστου 1985. Απόψε το βράδυ βγήκα με τον Έντεχνο. Κατά διαβολική σύμπτωση είναι τα γενέθλιά μου: κλείνω τα δεκαέξι, αλλά δεν το ξέρει κανείς εκτός από τη φίλη μου. Ήρθαμε σε ένα μπαρ κοντά στο σπίτι μου και αράξαμε για ποτό στους καναπέδες. Κρατά στα χέρια του τη φωτογραφική μηχανή του και προσπαθεί διαρκώς να με βγάλει φωτογραφία αλλά εγώ όλο του λέω να περιμένει γιατί δεν είμαι έτοιμη. Φόρεσα το καλό κόκκινο πουλόβερ μου κι έπιασα τα μαλλιά μου αλογοουρά –δεν είμαι και χάλια. Ήθελα όμως να πάω στην τουαλέτα να βαφτώ λίγο, να φαίνομαι κάπως πιο σουλουπωμένη. Εκείνος με στοχεύει με την κάμερα και κάνει πως βγάζει φωτογραφίες, αλλά τελικά αυτό νομίζω πως είναι απλώς μια δικαιολογία για να με κοιτάζει με την άνεσή του.

Τον Έντεχνο τον γνώρισα ένα βράδυ στο μπαρ όπου έπαιζε περιστασιακά μουσική. Μου την έπεσε πολύ επιθετικά, με τσαμπουκά και ολίγη αγένεια. Όχι καμάκι, απλώς ατάκες που έδειχναν εξαιρετική αντιπάθεια προς το μέρος μου. Σα να του είχα σκοτώσει τη μάνα. Φαινόταν πως δεν με γούσταρε, κάτι του έκανα μάλλον και του την έσπαγα χοντρά. Δεν με άντεχε. Ό, τι έλεγα, εκείνος το αντίθετο. Ένα κομμάτι του ζήτησα μια μέρα και ίσα που δεν μου πέταξε το βινύλιο στα μούτρα. Πολλή τσαντίλα, δεν καταλάβαινα γιατί. Η κολλητή μου επέμενε πως ο Έντεχνος με γούσταρε και του έβγαινε έτσι, αλλά εγώ ήμουν σίγουρη πως έλεγε ό, τι να’ ναι, δεν την πίστευα με τίποτα.

Ένα βράδυ με ρώτησε αν ακούω ελληνικά κι εγώ, μπασμένη στο κλίμα του φτυσίματός του, του απάντησα πως ακούω μόνο ντίσκο. Έτσι, για να του τη σπάσω. Έπαθε πλάκα, από εκείνη τη στιγμή με κοίταζε και φρίκαρε. Εγώ ψιλοδιασκέδαζα με τη φάση, μου άρεσε να του την μπαίνω και να τον εκνευρίζω. Πέρασε λίγος καιρός και το βιολί βιολάκι. Της κολλητής μου ούτε που της έδινα σημασία όταν έσκιζε τα ρούχα της πως ο Έντεχνος είχε κολλήσει και δεν ήξερε πώς να φερθεί λόγω γουσταρίσματος.

Ένα βράδυ μείναμε στο μπαρ ως αργά και τελικά καταλήξαμε με παρέα σε ένα ξενυχτάδικο της εθνικής οδού, με σκυλάδικα, ξένα του θανάτου και γαβ γκαρσόνες να μοιράζουν μπόμπες σε ψηλά ποτήρια. Εγώ δεν είχα ξαναπάει ποτέ σε τέτοιο μαγαζί, αλλά ήταν μαζί ο Μάκης με το αμάξι κι έτσι μας πήγε για πλάκα να δούμε πώς είναι. Τον Έντεχνο δεν τον περιμέναμε, αλλά τελικά έσκασε μύτη μαζί με ένα άλλο παιδί από το μπαρ στο ξεκούδουνο. Καθίσαμε όλοι μαζί και πιάσαμε την κουβέντα. Πιο κει οι άλλοι μιλάγανε ένας Θεός ξέρει για τι, κι εγώ με τον Έντεχνο πιάσαμε κουβέντα για τα σχολεία και τους δασκάλους μας. Του έκανα την καμπόση, πως και καλά εγώ πήγαινα σε καλύτερο σχολείο από εκείνο που είχε βγάλει αυτός, πως το δικό του ήταν της πλάκας τότε, κι άλλα τέτοια χαζά. Δεν ξέρω γιατί, αλλά κάτι με είχε πιάσει και κόμπλαρα του κερατά. Έλεγα μαλακίες γιατί δεν μπορούσα να βρω τα λόγια να πω αυτό που σκεφτόμουν στο πίσω μέρος του μυαλού μου. Φερόμουν σα βλάκας γιατί δεν μπορούσα να φερθώ αλλιώς. Αυτός με άκουγε χαμογελώντας και κάθε τόσο μου έλεγε: «Είσαι μια ψηλομύτα κότα, τίγκα στην έπαρση!». Μετά με ρώτησε πόσων χρονών είμαι αλλά δεν απάντησα, δεν είναι ανάγκη να ξέρει και τα πάντα.

Η φάση συνεχίστηκε μέσα στην κατινιά και την κόντρα. Σε κάποια φάση που φωνάζαμε για ώρα ο ένας στο αυτί του άλλου ο Έντεχνος γυρνάει και μου σκάει ένα φιλί που κόντεψε να με στείλει στον άλλο κόσμο. Έτσι, στο ξαφνικό. Χωρίς προειδοποίηση, γύρισε και κόλλησε το στόμα του στο δικό μου ρουφώντας με με δύναμη. Η καρδιά μου πήγε να σπάσει, ένιωθα απίστευτη ζαλάδα κι εκείνος εκεί, να συνεχίζει να με φιλάει διαολεμένα καλά, τρυφερά και ζεστά κι όμως αφόρητα ερεθιστικά, χωρίς να με ακουμπάει αλλού –ούτε το χέρι δεν μου έπιασε. Τρελάθηκα. Δεν κατάλαβα τι μου είχε σκάσει στο ξαφνικό, είχα πάθει πλακάρα, κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε ένιωθα να τον θέλω όλο και περισσότερο. Αυτός φαινόταν να έχει πάθει το ίδιο. Στο διάλειμμα των φιλιών συνεχίζαμε το κράξιμο, αγώνας δρόμου οι ατάκες μας, πέφτανε σαν πρόκες μέσα στο τεντωμένο αυτί κι έπειτα ξανά μανά τα γλωσσόφιλα της κόλασης και το στομάχι κόμπος. Σε κάποια φάση ένιωσα τα πόδια μου να κόβονται, λυγίσανε τα γόνατά μου, έφαγα μια δυνατή σκουντιά από την κολλητή και σηκωθήκαμε και φύγαμε χωρίς να πούμε ούτε καληνύχτα.

Έκανα μέρες να ξαναδώ τον Έντεχνο, δεν είχα κουράγιο να βγω αμέσως μετά από εκείνο το βράδυ. Κάθε λεπτό της μέρας και της νύχτας νόμιζα πως θα έσπαγε η καρδιά μου. Ζούσα και ξαναζούσα τα φιλιά μας, μύριζα το μάγουλό του, έβλεπα τα μάτια του. Ένιωθα μια αφόρητη ένταση, έναν πανικό εντελώς ανεξήγητο και δυνατό. Σκεφτόμουν τον Έντεχνο και το βλέμμα του γινόταν χταπόδι που με έσφιγγε να με πνίξει. Έπαιρνα βαθιές ανάσες για να κατορθώσω να λειτουργήσω, τον σκεφτόμουν ασταμάτητα κάθε λεπτό, επίμονα, διαρκώς, τόσο κόλλημα με τον τύπο. Το πιο περίεργο είναι πως δεν ήταν από τα αγόρια που μου αρέσουν συνήθως. Δεν είχε τίποτα από όσα θεωρούσα γοητευτικά μέχρι τώρα. Ίσως αυτό να τον έκανε ακόμα πιο ακαταμάχητο στο κεφάλι μου, το γεγονός δηλαδή πως δεν μπορούσα να καταλάβω τι στο καλό του έβρισκα και τράβαγα τέτοιο ζόρι μαζί του. Τέλος πάντων, να μην τα πολυλογώ, πέρασα μερικές μέρες νοσοκομείου μέχρι να τον ξαναδώ. Σαν άρρωστη.

Ένα βράδυ, κάτι μέρες μετά, πήγαμε για ποτό στο γνωστό μπαράκι μαζί με τη φιλενάδα μου, ξέροντας πως θα τον δούμε εκεί. Τις προηγούμενες μέρες δεν της είχα πει με λεπτομέρειες τι ζημιά είχα πάθει με τον τύπο γιατί ήμουν σίγουρη πως θα με έκραζε. Συνεχώς μου λέει πως φλασάρω σε άσχετους, πως είμαι έτοιμη να ενδώσω απερίσκεπτα σε όποιον μου κάνει κλικ, και διάφορα τέτοια. Την ψιλοφοβόμουν γιατί αναγνωρίζω πως με ξέρει καλά, προτίμησα λοιπόν να το παίξω πιο άνετη από όσο ήμουν και να κρατήσω την ψυχραιμία μου. Όταν τον είδαμε κόντεψε να μου πέσει το ποτήρι με τη μπύρα. Μετά από αρκετή ώρα πήγαιν’ έλα, πέρασε με μια γαβάθα γεμάτη σύκα και μας πρόσφερε από ένα, σα να μην έτρεχε μία. Ήμουν στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Όλο το βράδυ προσπαθούσα να διατηρήσω την ψυχραιμία μου και να κάνω την αδιάφορη και την κουλ. Πέτυχε. Όσα βλέμματά του έπιανα με το πλάι των ματιών μου απέφυγα να τα ανταποδώσω. Τον κοιτούσα μόνο όταν είχε στραμμένο το βλέμμα κάπου αλλού. Έμεινα με την κολλητή μου όλο το βράδυ χωρίς να πάω ούτε για κατούρημα. Αν με πετύχαινε πουθενά είμαι σίγουρη πως θα έπεφτα στην αγκαλιά του. Γι’ αυτό δεν το κούνησα ούτε λεπτό από δίπλα της.

Προχτές το βράδυ τον είδα σε ένα άλλο μαγαζί με τους φίλους του. Κώλωσα αλλά παρέμεινα σοβαρή. Προς μεγάλη μου έκπληξη με πλησίασε και μου ζήτησε με τη μία το τηλέφωνό μου. Του το έδωσα με την ψυχή στο στόμα και απόψε βγήκαμε την πρώτη μας βόλτα μαζί. Φόρεσα το κόκκινο πουλόβερ γιατί όλοι μου λένε πως μου πάει πολύ. Προσπάθησα να γίνω όσο πιο όμορφη γινόταν. Μέχρι να περάσει η ώρα και να τον δω είχα ταχυκαρδία και ήμουν όλο νεύρα. Τώρα χαλάρωσα κάπως. Ελπίζω να πάει καλά η βραδιά. Ευτυχώς δεν έχουμε σχολείο κι έτσι θα μπορέσω να αργήσω κάπως απόψε, αν μου πει να πάμε καμιά βόλτα μαζί. Δεν ξέρω τι ακριβώς περιμένω από αυτόν τον τύπο, μάλλον τίποτα. Μου ρίχνει δώδεκα ολόκληρα χρόνια, δεν έχουμε τίποτα κοινό μεταξύ μας, ξέρω μόνο πως είναι τόσο σέξι που με κάνει και ξεχνάω κάθε σκοπό, παραλογίζομαι.

Αυτή τη στιγμή βρίσκομαι στις τουαλέτες. Ήρθα να βαφτώ αλλά τελικά έγραψα το κατεβατό μου κι ακόμα άβαφτη είμαι. Θα κόψω τη σελίδα αυτή τώρα και θα την χώσω στο μπουφάν της κολλητής μου καθώς θα βγαίνουμε έξω από το μαγαζί με τον Έντεχνο. Θα μπορέσει να διαβάσει όσα σκέφτηκα και όσα δεν τόλμησα να της πω από αγωνία μήπως μου βάλει τις φωνές και από ανασφάλεια για τον ίδιο μου τον εαυτό. Ψιλοντρεπόμουν κιόλας, για να πω την αλήθεια. Καταλαβαίνω γιατί με κράζει κάθε τόσο και πως θέλει μόνο το δικό μου καλό. Με αγαπάει και την αγαπάω όσο τίποτα στον κόσμο, αλλά πού και πού χρειάζεται να της τα γράφω για να τα ακούει καλύτερα. Πρέπει να ξέρει. Πρέπει. Μερικές φορές της λέω να μην αναζητά νοήματα και κρυμμένα μηνύματα εκεί όπου δεν υπάρχουν μα αυτή ούτε που με λαμβάνει υπόψη. Νομίζει πως ό, τι κι αν πω είναι γεμάτο πράγματα και θάματα που προσπαθώ να κρύψω γι’ αυτό και τα κωδικοποιώ και μετά προσπαθεί να εξηγήσει το κάθε τι. Καμία σχέση. Τώρα λοιπόν, θα της δώσω αυτήν εδώ τη σελίδα για να δει τι σημαίνει νόημα… Είμαι σίγουρη πως θα με καταλάβει, κι αυτό για μένα μετράει πολύ. Μπορώ να πω περισσότερο κι από τον Έντεχνο. Κι ας τον γουστάρω σαν άρρωστη, κι ας ζω για πάρτη του μέρες νοσοκομείου.

(Nelly Furtado: Maneater)

Με ανακατεμένα μαλλιά

Που και που, στο παράθυρο του τελευταίου ορόφου με τα πράσινα πατζούρια και τις κόκκινες κουρτίνες εμφανίζεται ένα λιγνό κορίτσι. Τα απογεύματα βγαίνει στο στενό μπαλκονάκι, κοιτάζει την πλατεία και τα γύρω στενά κι έπειτα ξαναμπαίνει μέσα και βάζει νερό για τσάι. Συνήθως περπατά ξυπόλητη και κυκλοφορεί με ένα κοντομάνικο φανελάκι. Όταν βράσει το νερό, βυθίζει στο φλυτζάνι της το σακουλάκι Lipton και παρατηρεί το διάφανο υγρό να βάφεται καφέ σκούρο. Εισπνέει με ανακούφιση τη μυρωδιά που αναδίνεται από το αχνιστό σκεύος και κάθεται στην μοναδική καρέκλα δίπλα στο τραπέζι της κουζίνας. Περιμένει να κρυώσει το τσάι της κι έπειτα αρχίζει να το ρουφά με μικρές κοφτές γουλιές. Όλη αυτή την ώρα ένας πράσινος μικρός παπαγάλος φτερουγίζει μέσα στο κεφάλι της.

 

Στον πρώτο όροφο του σπιτιού κατοικεί μια γηραιά κυρία. Τα κόκκινα πατζούρια του υπνοδωματίου της είναι σπασμένα αυτό όμως δεν φαίνεται να την ενοχλεί. Στην πλευρά της κουζίνας σκαρφαλώνει ένας κισσός που η γηραιά κυρία καμαρώνει μέρα νύχτα. Κάθε βδομάδα τον ποτίζει με ένα πλαστικό μπουκάλι από κόκα κόλα, εκτός αν βρέξει ενδιάμεσα, οπότε δεν χρειάζεται να κατέβει ως το ισόγειο. Στο μεσαίο δάχτυλο του αριστερού της χεριού λάμπει ένα μαβί ρουμπίνι καθώς αδειάζει τις τελευταίες σταγόνες στη ρίζα του φυτού.

Εννιά χρονών και ολομόναχος. Το απόγευμα, μετά το σχολείο, βγαίνει στο φρεσκοβαμμένο μπαλκόνι και απλώνει στο μάρμαρο τα Leggo του. Φτιάχνει πύργους και αποθήκες, με φανταχτερά χρώματα οπωσδήποτε, με κομψά σχήματα και μεγάλες εισόδους. Κάποτε ονειρεύεται να χτίσει μια ολόκληρη πόλη από Leggo. Τότε είναι σίγουρο πως θα χρησιμοποιήσει μόνο κόκκινα και πράσινα τουβλάκια και μέσα θα βάλει πολλά Playmobil. Η πόλη που θα χτίσει θα είναι πυκνοκατοικημένη και γεμάτη ουρανοξύστες. Από τον τελευταίο όροφο του πιο ψηλού κτιρίου θα κοιτάζει τα νεοκλασσικά της Αθήνας και θα γελάει δυνατά. Τέτοια σκέφτεται καθώς ολοκληρώνει ένα διώροφο γκαράζ για οχήματα της πυροσβεστικής.

Οι τοίχοι είχαν φρεσκοβαφτεί στο χρώμα της μανόλιας και τα πατζούρια κυπαρισσί. Ωραίο κτίριο. Έτσι γινότανε στην πόλη εκείνα τα χρόνια, πέτρινα όλα, καλοφτιαγμένα. Πενήντα χρόνια ζήσαμε στο σπίτι, μέχρι που πέθανε η γριά και το έγραψε του γιου μας. Εκείνος το άφηκε να ρημάξει, ανεπρόκοπος, χαραμοφάης. Εμένα με πήγε στης αδερφής μου, να το νοικιάσει δήθεν και τέτοια. Ερήμωσε το σπίτι, σαρκοφάγα λουλούδια και περικοκλάδες ξεπεταχτήκανε από τα παράθυρα, έτσι μαθαίνω. Αν έβλεπε η μάνα του την κατάντια του θα τον έκανε τ’ αλατιού. Εγώ δεν δύναμαι, έχω διαβήτη και διάφορες παθήσεις, χάνω μέρα με τη μέρα την όρασή μου και το κουτσό πόδι ασθενεί. Το σπίτι το θυμάμαι, δεν το βλέπω πια. Καλύτερα έτσι. Αναπολώ τη μανόλια κι οδύνομαι. Πάω μέσα τώρα, έπιασε αγιάζι και κάπως σα να κρύωσα.

 

Το σπίτι της κατάλευκο και σχεδόν άδειο. Στο πάτωμα είχε πήλινες γλάστρες με χρωματιστά κεριά και στους τοίχους κολλημένα χαρτόνια με ζωγραφιές της. Κοιμότανε κατάχαμα σε ένα στρώμα γεμάτο μαξιλάρες. Από το ταβάνι κρεμότανε μια μαριονέττα με φορεσιά μαρκησίας και ανακατεμένα μαλλιά. Δεν λέγαμε λέξη. Γδυνόταν σιωπηλά και με τραβούσε πάνω της. Κάθε νύχτα εναλλάξ, άγριο γαμήσι, τρυφερό γαμήσι, εγώ την ήθελα σαν τρελός κι εκείνη με ρούφαγε. Είχε κάτι παράξενο και αυτή η ίδια αλλά και το μέρος όπου βρισκόμασταν. Σαν να μην ήταν κομμάτια της πραγματικότητας. Σαν να το είχα φανταστεί το σκηνικό. Τα χαράματα με σήκωνε να φύγω. Άτσαλα, ξαφνικά. Μια μέρα της είπα πως την αγαπούσα και πως ήθελα να μείνω εκεί. Με έσπρωξε στην πόρτα λέγοντάς μου με παγωμένη φωνή: «Αν μείνεις εδώ θα γνωριστούμε. Οι καυλωτικές παραμύθες θέλουν επικίνδυνους συμπαίκτες. Αν μάθω πώς σε λένε, εξημερώθηκες».

(Siouxsie&The Banshees: Melt)

The comeback is black

(Grace Jones: Corporate Cannibal)

Treble the rebel (biography)

Sorry theorema για την παρέμβαση αλλά ένα σεντόνι μόνο θα απλώσω και θα φύγω…και αυτό κατόπιν προσκλήσεως του κ. Κ

http://herrkstories.wordpress.com/2008/10/27/%ce%b2%ce%b9%ce%bf%ce%b3%cf%81%ce%b1%cf%86%ce%b9%ce%ba%cf%8c/

Μια βιογραφία ένα σεντόνι λίγο αίμα και λίγο διαδίκτυο με χρώμα από blogging (as begging):

Treble the rebel

Treble the rebel

 

Treble the rebel

was born on 27th August 1906 in La Crosse, Wisconsin, the second child of George and Augusta Treble the rebel. His father was a timid character, subsumed beneath the domineering and puritanical Augusta, the main breadwinner and absolute matriarch of the Treble the rebel household.

Fanatically puritanical and blogger, Augusta railed daily about the moral state of the world, drumming into Treble and his brother, Henry, who was seven years Treble’s senior, the dangers of loose women and carnal lust. Her overpowering personality stunted Treble the rebel’s
psychological growth, and turned the naturally shy boy into a sexually confused, slightly effeminate young man who was destined to remain a virgin, obsessively devoted to his mother.

Augusta Treble the rebel became increasingly disgusted with the depravity of La Crosse, where she ran a grocery store with an iron fist, and moved the family to a secluded farm in rural Wisconsin. Treble the rebel’s father, George, died of a heart attack in 1940, but Augusta remained on the farm with her, by now, grown up sons, who worked as local handymen. Henry was the more rebellious of the two, but his attempts to break free of his mother’s influence ended suddenly when, following a brushfire near the farm, his body was discovered by police…


Treble the rebel was now alone on the farm writing posts on three wishes blog for the president of EEXI with his mother, the sole focus of her ire. Her health deteriorated, and she became more erratic than ever, accusing Treble the rebel of being useless like his father who was on of the best bloggers in Wisconsin (the master of the web), and then softening towards him, allowing him to share her blog. She suffered a stroke, and Treble the rebel cared for her despite her increasingly vicious demeanour.

When a more serious stroke caused her death on 29th December 1945, Treble the rebel was devastated, and became increasingly unhinged, turning her rooms in the farmhouse into shrines.

 

Treble became obsessed with anatomy texts, wartime stories of atrocities, cannibalism, sex change operations and anything concerning the dead and blogs. He took increasing interest in the local cemetery, where he met Gus, a gravedigger whom he befriended. He persuaded Gus to assist him to exhume some of the bodies there (and write some posts on three wishes blog), from which he removed strips of skin, whole breasts, genitalia and in some cases whole bodies, before carefully reburying the bodies. He kept these parts as trophies, which he kept in his home…

…His first victim was Mary Hogan, the matronly owner of the local tavern where Treble was a customer where he wrote several posts, who disappeared on 8th December1954 in mysterious circumstances. Locals claim that, later, Treble joked that she had stayed overnight with him, but no one took much notice of his jokes at the time, which were considered in poor taste…

 

To be continued in http://www.thebiographychannel.co.uk/biography_story/1113:1263/2/Ed_Gein.htm

 

Thx for the copy

Σιγά μη το μεταφράσω

Σειρά έχουν ο Indictos και η θεωρήμα

θεώρημα: Ευχαριστώ για την φιλοξενία

Ο άγγελος, το φίδι, το ασανσέρ και η σοκολάτα

Χτες είδα ένα δυστύχημα. Ένα αυτοκίνητο είχε συγκρουστεί με μια μηχανή και ο οδηγός της κείτονταν αναίσθητος στην άσφαλτο. Τριγύρω κόσμος, νοσοκομειακά, αστυνομικοί, γυαλιά, πλαστικά κομμάτια από τον προφυλακτήρα της μηχανής του. Η κυκλοφορία είχε μπλοκαριστεί για μερικά χιλιόμετρα. Ήταν απόγευμα. Ξάφνου, ένα ρυάκι σκούρο αίμα που έρεε δίπλα στο σώμα του σαν ψεύτικο, έγινε φίδι και χώθηκε βαθιά στο στομάχι μου. Μέχρι αργά τη νύχτα το φίδι με δάγκωνε και πονούσα. Κατά τα χαράματα το μόνο που μπόρεσα να αρθρώσω για τη σκηνή ήταν ένα μικρό «κάνε Θεέ μου να ζει». Από μέσα μου, βαθιά, από το μέρος όπου φώλιαζε το φίδι. Αυτό μόνο μπόρεσα. Ένα πνιγμένο τίποτα.

Ο άγγελος ήταν από παλιά δεμένος στο καπώ του φορτηγού. Κανείς δεν έμαθε ποτέ γιατί τον δέσανε ή ποιος. Είχαν περάσει αρκετά χρόνια από τότε που ο ασημένιος άγγελος πετούσε μαζί με το δρόμο, βλέποντας την κατεύθυνση νωρίτερα κι από τον οδηγό ακόμα, με μαλλιά ωραία, που ανέμιζαν στον αέρα. Κάποιοι έλεγαν πως ήταν γούρι, άλλοι πως συμβόλιζε κάποιο χαμό. Ένας συγχωριανός έλεγε πως το σκοινί χρησίμευσε μια φορά για να ρυμουλκήσουν το φορτηγό που είχε μείνει σε κάποιο χωράφι και δεν γινόταν να το τραβήξουν αλλιώς. Δεν έχει σημασία η πραγματική αιτία. Το μόνο που έχει σημασία πια είναι η εικόνα του σακατεμένου άγγελου στο καπώ του παλιού κόκκινου φορτηγού που τώρα στέκει αχρηστευμένο στην άκρη του αχυρώνα περιμένοντας. Κι εκείνο το σκοινί που είναι δεμένο γύρω απ’ τα πόδια του.

«Μια μέρα ήμουν μαζί της στο ασανσέρ. Γνωριζόμασταν χρόνια, μπορεί και είκοσι. Μιλούσαμε για κάτι άσχετο, ούτε καν θυμάμαι τι λέγαμε. Την κοίταζα που μίλαγε κι αισθανόμουν πολύ παράξενα. Δεν μπορούσα να καταλάβω πώς ακριβώς. Παράξενα πάντως, αμήχανα και κάπως δύσκολα. Τα μάτια της ήταν πιο πράσινα από ποτέ. Τα χείλη της γυάλιζαν στην άκρη, δεν θυμάμαι αν φορούσε κραγιόν ή αν τα είχε γλύψει. Ένιωσα ξαφνικά μια ακατανίκητη επιθυμία να την πλησιάσω και να την φιλήσω. Ήταν η πρώτη κι η τελευταία φορά που αφέθηκα να νιώσω κάτι τέτοιο γι’αυτήν. Δεν το έκανα φυσικά. Δεν θα της άρεσε και το ξέρω. Το θυμάμαι όμως σαν τώρα. Δεν το έχω πει σε κανέναν αυτό, μόνο σε σένα, τώρα. Ούτε που ξέρω γιατί.» -Ο επίλογος των χαμένων επιθυμιών. Πόσο κρίμα τα φιλιά που δεν δόθηκαν. Κι αυτά που δεν ζητήθηκαν, τι κρίμα.

Δάγκωσε το κομματάκι σοκολάτα με ανακούφιση. Βυθίστηκε λίγο περισσότερο στον καναπέ κι απόλαυσε τη γεύση της μάζας που έλιωνε στο στόμα της. Η σοκολάτα πλημμύρισε τα πάντα. Το κεφάλι, το σώμα, το δωμάτιο, τον αέρα. Έγινε σκέψη που φτερούγιζε παντού σαν τρελλαμένη πεταλούδα. Ο κόσμος βάφτηκε καφετίς κι απέκτησε υφή βελούδινη, μαλακή. Στα αυτιά της ένα ελαφρύ βουητό που έμοιαζε με ερωτικό μουρμούρισμα ή με θρόισμα φυλλωσιάς κάποιου δέντρου ήρθε κι έκατσε σαν χάδι, ζεστό και μονότονα κατευναστικό. Οι άκρες των δαχτύλων της παρέλυσαν από τη γλύκα, κάτω από τα βλέφαρά της έλιωνε αργά ένα μικρό σύννεφο του παραδείσου. Μέχρι να διαλυθεί εντελώς η σοκολάτα μέσα στο στόμα της οι σιελογόνοι είχαν τρελλαθεί, τα δόντια δεν κρατιόντουσαν, η μύτη ρούφαγε τη μυρωδιά τραβώντας την διεκδικητικά από τον ουρανίσκο. Όταν το κομματάκι έγινε πια υπόλειμμα σάλιου, γλυκό και κάπως πηχτούτσικο, η απόλαυση είχε ήδη γίνει πόνος. Κυλούσε σε κάθε φλέβα του σώματός της πιεστικά. Κατάπιε γρήγορα, με λαιμαργία. Η γεύση καταλάγιασε. Καθάρισε το στόμα της και σηκώθηκε. Προσγειώθηκε πάλι στον κόσμο του καναπέ μέσα στο κόκκινο σαλόνι και συνέχισε να ζει κανονικά. Γύρω της δεν είχε αλλάξει τίποτα. Τίποτα απολύτως.

(Deux: Paris Orly)

(Ευχαριστώ το φίλο Δημήτρη για τη φωτογραφία με τον άγγελο)

Έγκλημα και τιμωρία

Αφού δεν είσαι καλός θα σε σκοτώσω. Για να μάθεις. Δεν με ενδιαφέρει το ότι δεν θα μάθεις τελικά επειδή θα είσαι νεκρός, με ενδιαφέρει που μπορώ να σε τρομάξω κι έπειτα να δώσω τέλος στη ζωή σου και μάλιστα με το νόμο. Ξέρω βέβαια πως αν σε σκοτώσω για κάποια κακή σου πράξη δεν θα τιμωρηθείς εσύ. Θα τιμωρηθούν όσοι θα αφήσεις πίσω σου. Μόνο αυτοί θα μάθουν. Μόνο αυτοί θα βασανιστούν από την απουσία σου. Ας είναι αθώοι, αδιαφορώ. Αν σε κράταγα ζωντανό και σε καταδίκαζα σε μια άθλια ζωή θα τιμωρούσα εσένα. Μπορεί και να μετάνιωνες. Εσύ, που είσαι ο φρικτός φταίχτης. Αυτό θα ήταν πιο τίμιο, πολύ πιο αποτελεσματικό και θα σου άξιζε. Αλλά όχι, προτιμώ να καθαρίσω μαζί σου, να ακουστεί στα πέρατα του κόσμου η δύναμή μου, να επιβληθώ στη φύση και στους νόμους της επιβάλλοντας τους δικούς μου. Το μαρτύριο κι η αγωνία σου θα διαρκέσουν ελάχιστα, το τέλος σου θα έρθει σε λίγα μόλις δευτερόλεπτα κι ύστερα κενό. Ας είναι όμως. Κατά βάθος είμαι επιεικής. Αν ήθελα να τιμωρηθείς πραγματικά για το φταίξιμό σου θα προτιμούσα να σε υποβάλλω σε κάποιο αργό και φρικτό βασανιστήριο. Όχι όμως. Προτιμώ να ξεμπερδεύω μια κι έξω. Το βλέπεις ότι είμαι καλός, τελικά; Το βλέπεις πως δεν θέλω να σε βασανίσω ή να σε παραδειγματίσω παρά μόνο να σε αφανίσω;

Το τηλεφώνημα των δώδεκα δεν κατάφερε να σε σώσει. Επικύρωσε την άθλια μοίρα σου και την απέραντη εξουσία μου. Καλά να πάθεις, κι εσύ και οι δικοί σου. Να βλέπουν και οι υπόλοιποι, όλοι μαζί, να ξέρουν τι τους περιμένει αν παρεκτραπούν. Ακόμα κι αν, τελικά, αυτό που τους περιμένει είναι λίγο μιας και ο θάνατος είναι μόλις μια στιγμή. Καμιά φορά οι παροιμίες μετράνε κι απ’την αντίστροφη, ξέρεις. Αμαρτίες τέκνων παιδεύουσι γονείς. Έτσι, να σαρώνονται όλα, να μη μείνει τίποτα όρθιο, οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος. Βέβαια, αν σε σκότωνε -και δικαίως- η μάνα της κοπέλας που καθάρισες, θα αυτοδικούσε. Θα είχε άδικο στα μάτια του νόμου. Εγώ σε σκοτώνω κι απονέμω δικαιοσύνη, κι ας μην πόνεσα όσο αυτή. Κι έχω δίκιο.

Εγώ μπορώ, εκείνη όχι. Εγώ είμαι η Πολιτεία, εκείνη είναι απλός πολίτης.

(Ο Χοσέ Μεντεγίν, 33 ετών, εκτελέστηκε χτες τα χαράματα στην πολιτεία του Τέξας, για φόνο)

Ένα άρθρο σχετικά με τη θανατική ποινή εδώ:

  http://www.tovima.gr/print_article.php?e=B&f=12466&m=C08&aa=1

Ψέμματα κι αλήθειες

ΛΕΩ                                         ΕΝΝΟΩ

 

Όλα ήσυχα, ναι.                                                       Βουλιάζω στην πλήξη!

Πολλή δουλειά σήμερα!                                         Έλιωσα στο blogging.

Για πες…                                                                   Σκυλοβαριέμαι αυτή τη συζήτηση.

Δεν είναι έτσι…                                                         Λέω ψέματα γιατί κατακόμπλαρα.

Είμαι στο Μικρό καφέ κι είναι τόσο ωραία!          Θα πέθαινα να ήσουν εδώ.

Θα τα πούμε στην Αθήνα.                                      Δεν θα τα πούμε ποτέ.

Έχεις καθόλου Κότσιρα;                                         Έπιασα πάτο πάλι.

Ζεις;                                                                            Γιατί με γράφεις τόσο άσχημα;

Κρασάκι θ’ ανοίξουμε;                                            Πάλι ντίρλα θα γίνω απόψε.

Θέλω να κόψω το κάπνισμα.                                  Λατρεύω τα τσιγάρα μου.

Πώς αντέχεις;                                                           Πώς αντέχω;

Κάνω δίαιτα.                                                            Μη μου μιλάτε όταν σαβουριάζω!

Οκ, το κλείνω το κινητό.                                        Λυσσάω να δω πρώτα το εισερχόμενο!

Θέλω να δω τηλεόραση.                                        Πλήττω με όλα γύρω μου.

Πες μου τη γνώμη σου.                                           Πρόσεξε, αν με φυσήξεις, πέφτω.

Ξέμεινα από τσιγάρα!                                              Γαμήθηκε το βράδυ μου.

Δεν την αντιπαθώ, μωρέ…                                     Απλώς τη σιχαίνομαι.

Έχω πονοκέφαλο.                                                   Έχω ψυχολογικά προβλήματα.

Αφού το θέλεις πάρτο!                                           Αφού το θέλεις πάρτο!

Τι είπατε στη συνέλευση;                                       Μίλα εσύ, εγώ σκέφτομαι .

Οκ, σταματάω…                                                      Βράζω από θυμό!

Αχά!… Και τι είπε μετά;…                                     Δεν άκουσα λέξη τόσην ώρα.

Ένα σφηνάκι και πάμε;                                          Θέλω να μείνω εδώ ως το πρωί.

Ποιος να το φανταζόταν!!!                                   Το ήλπιζα τρελά μα δεν το έλεγα.

Δεν ξέρω ποιον παλεύω να νικήσω.                    Ξέρω καλά.

Νάνση θα βγούμε;                                                 Στην κατάστασή μου anything will do.

Δώσε μου την αντίθετη εντύπωση.                      Πες μου αυτό που θέλω ν’ ακούσω.

Άκου τους στίχους του τραγουδιού.                   Άκου αυτό που λέω εγώ σε σένα.

Σ’ αγαπώ.                                                               Σ’ αγαπώ.

Έτσι κι έτσι, μωρέ, ξέρεις…                                  Περνάω δύσκολα, άσε με ήσυχη.

Καλά ήταν, ναι!                                                    Ήταν καλύτερα απ’ όσο θες να μάθεις.

Θυμάσαι;                                                               Μπορείς να μου θυμίσεις;

Σε νοστάλγησα.                                                   Βυθίζομαι στην κατάθλιψη, σε χρειάζομαι.

Τι; Εγώ να ακούω έντεχνο!; Ποτέ!                 Ξέρω απέξω όλα τα τραγούδια!

Πάμε Λέμον;                                                       Μην ξεχάσω τα Depon για το πρωί.

Συγκινήθηκα λίγο.                                             Έλιωσα στο κλάμα.

Πού πάει αυτό το αεροπλάνο;                         Πες στην Κέρκυρα, πες στην Κέρκυρα!

Όλα θα γίνουν.                                                  Δεν είμαι σίγουρη για τίποτα.

Αυτά λοιπόν… Τι άλλα;                                 Δεν έχουμε τι να πούμε μεταξύ μας.

Τίποτα δεν έχω, μην ανησυχείς…                  Το ηθικό μου είναι κουρέλι.

Συμπαθητικά είναι εδώ.                                   Δεν θα ξαναπατήσω ποτέ.

Βαριέμαι, κουράστηκα, δε γουστάρω…         Θέλω να εξαφανιστώ δια παντός.

Πρότεινε εσύ μια λύση!                                   Είμαι τόσο ενοχική που δεν αποφασίζω.

Χάρηκα πολύ που σε γνώρισα.                      Θέλω να σε ξαναδώ. Κάνε κάτι.

Τίποτα δεν μένει για πάντα.                           Δώσε μου ψεύτικες ελπίδες. Αρνήσου το.

Θα μαγειρέψω κάτι νοστιμότατο.                  Έχω όρεξη να αυτοσχεδιάσω, ποιος ξέρει τι!

Πάχυνα! Φαίνεται πολύ;                                Περιμένω να μου πεις πόσο λεπτή είμαι.

Κούκλος ο Στέλιος!                                      Συνεχίζω να λατρεύω τον Κωσταντή.

Μ ’αγαπάς;                                                    Περιμένω να πεις πως με λατρεύεις. 

Δε μ’ αγαπάς!                                               Νιώθω παραμελημένη και χαλιέμαι με όλα.

Με ακυρώνεις.                         Ο Μιχάλης να’ ναι καλά! Πετάω! Κι επίσης, δε μασάω.     

(Σ. Μάλαμας: Πριγκηπέσσα)

(Ο πίνακας είναι της Ισμήνης Μπονάτσου)

 

Σχολική φωτογραφία

Στην πέμπτη δημοτικού ο δάσκαλός μου ήταν ο κύριος Λάμπος. Ψηλός, ξερακιανός, με μεγάλη, φουσκωτή μύτη και κορακίσια μαύρα μαλλιά, τα οποία χτένιζε με χωρίστρα στην άκρη και τα έστρωνε στην εντέλεια με μπόλικη μπριγιαντίνη. Τα χέρια του ήταν γεμάτα φλέβες, τα νύχια του τετραγωνισμένα και τα σκουρόχρωμα κοστούμια του επιμελώς κολαρισμένα.

Ο κύριος Λάμπος είχε μια γυαλιστερή σφυρίχτρα σαν αυτή των τροχονόμων ή των γυμναστών και στα διαλείμματα σφύριζε άγρια σε όσους πλησίαζαν στη μάντρα του προαυλίου. Έβαζε τόση δύναμη στο σφύριγμά του που στο τέλος της στριγκιάς ακουγόταν μέχρι και η φωνή του, σαν ξαφνικός βήχας. Ένα γινόταν κάθε φορά ο βήχας-αγκομαχητό με τη σφυρίχτρα του κυρίου Λάμπου έτσι που ξέρναγε τα πνευμόνια του όποτε τσάκωνε κάποιον να απομακρύνεται από το οπτικό του πεδίο. Το ίδιο κι όταν κάναμε γραμμές για προσευχή, όπου σφύριζε και φώναζε τα παραγγέλματα: «Ανάπαυση! Προσοχή! Στοιχηθείτε! Ατενώς!».

Στη σχολική φωτογραφία, στο τέλος της χρονιάς, πόζαρε ευθυτενής και χαμογελαστός. Στεκόταν προστατευτικά πίσω από το τμήμα και άνοιγε τα χέρια του στοργικά πάνω από τις πλάτες των μαθητών του. Έμοιαζε κάπως με αετό που προστατεύει ένα κοπάδι πρόβατα στο δάσος.

Στην τάξη του άρεσε να κάνει πειράματα Φυσικής και Χημείας. Δεν βαριόταν να μας επαναλαμβάνει πως στο γυμνάσιο κανένας καθηγητής δεν θα έμπαινε στον κόπο να μας δείξει τόσο λεπτομερώς τις χημικές ενώσεις του καλίου με το νάτριο και το πρόσωπό του έλαμπε από ερευνητικό δέος. Κάθε φορά έφερνε μικρούς δοκιμαστικούς σωλήνες και χρωματιστά υγρά, που τα ανακάτευε με βρωμερές σκόνες –«θειάφι είναι, όνοι!»- κι έφτιαχνε αφριστά μείγματα που μετά μας έβαζε να περιγράψουμε σε καθαρή σελίδα στο σπίτι κι έπειτα τη βαθμολογούσε.

Εκτός από επιστημονικά πειράματα ο κύριος Λάμπος αγαπούσε πολύ και τους χάρτες. Έφτιαχνε γύψινους χάρτες της Ελλάδας που τους έβαφε με λαδομπογιά και με αυτούς διακοσμούσε την τάξη μας αλλά και τους διαδρόμους ολόκληρου του σχολείου. Η τεχνική του ήταν αξιοζήλευτη. Πρώτα άπλωνε προσεκτικά το γύψο με το νερό πάνω σε ένα μεγάλο ξύλινο καλούπι, έπειτα έπλαθε εκεί μέσα τη ζύμη του με μελετημένες κινήσεις και την έστρωνε μαλακά. Ύστερα χάραζε βουνά και ποταμούς με το σουγιαδάκι του πάνω στο κατάπλασμα και έστρωνε τα υψόμετρα. Αυτό διαρκούσε εβδομάδες ολόκληρες, μιας και η τελειοθηρία του δεν είχε όρια. Μούσκευε και ξεμούσκευε το πόνημά του με το σφουγγαράκι του ακούραστα, μεθοδικά, μέχρι να πετύχει το τέλειο.

Στην τελική φάση, η μακέτα της πατρίδας τον περίμενε για φινίρισμα και βάψιμο. Όσο ο χάρτης ήταν μαλακός δεν επέτρεπε σε κανέναν να τον αγγίξει. Μόλις στέγνωνε τον χρωμάτιζε με μπλε Σαντορίνης και πράσινο Καρπενησίου και στο τέλος πασάλειβε τα βουνά με καστανόμαυρο χρώμα για να τους δώσει τη δέουσα αίγλη. Ύστερα μαζευόμασταν ολόγυρα σε απαρτία και χειροκροτούσαμε το μέγα έργο τέχνης με κραυγές ευγνωμοσύνης και θαυμασμού. Μερικοί έκαναν και το σταυρό τους μπροστά στην αποκάλυψη.

Όταν σήκωνε κάποιον για εξέταση η φωνή του κυρίου Λάμπου έσκαγε πάνω από τα κεφάλια μας σαν καταπέλτης. Μέχρι να φτάσουμε στον πίνακα και να αρχίσουμε απνευστί την απαγγελία του μαθήματος είχαμε ξεχάσει όλα όσα διαβάζαμε την προηγούμενη μέρα μέχρι πήξης του μυαλού και του σάλιου μας. Από φόβο. Από ψυχική αδυναμία και σωματική εξάντληση μπροστά στο φοβερό αυτό τέρας. Από ανημπόρια στη θέα του τρομερού ενήλικα που μάσαγε τα όνειρά μας κάθε βράδυ στις εννιά, την ώρα που πέφταμε για ύπνο.

Ο κύριος Λάμπος είχε μια ξύλινη βέργα που δεν αποχωριζόταν ποτέ και την οποία διατηρούσε σχολαστικά καθαρή. Στις παρελάσεις την χρησιμοποιούσε με εθνική υπερηφάνεια για να διορθώνει τη στοίχιση των μαθητών και στις εκδρομές για να βάζει το κοπάδι στη γραμμή. Όταν έκανε μάθημα έδειχνε με τη βέργα του στον πίνακα ή αρκούνταν στο να την κραδαίνει στον αέρα αν παθιαζόταν ιδιαιτέρως με κάποιο ιστορικό γεγονός που παρέδιδε για την επομένη. Πάνω στο εθνικιστικό του παραλήρημα έμοιαζε με ξεχτένιστο μαέστρο ή με τον ίδιο τον Μπετόβεν εν δράσει. Στις χειρότερες των περιπτώσεων χρησιμοποιούσε τη μαγική του ράβδο για να επιβάλλει την τάξη και για να παραδειγματίσει τους πιο άτακτους. Αυτό αφορούσε κατά κύριο λόγο τα αγόρια –εμάς τα κορίτσια προτιμούσε να μας εξευτελίζει λεκτικά και με φιλοσοφημένη περιφρόνηση.

Οι θηριώδεις ξυλιές του κυρίου Λάμπου, πέρα από τη φήμη τους σε ολόκληρο το σχολείο, ακούγονταν μέχρι το διάδρομο μαζί με τις πανικόβλητες τσιρίδες των μαθητών που υφίσταντο κάθε φορά τον βάναυσο ξυλοδαρμό. Χτυπούσε ανελέητα πόδια και χέρια. Κυρίως όμως αγαπούσε τα παιδικά δάχτυλα, τα οποία σημάδευε συγκεκριμένα στις κλειδώσεις κοντά στην παλάμη του θύματός του, αιχμαλωτίζοντας τις άκρες τους με το αριστερό του χέρι και ξυλοκοπώντας το ελεύθερο τμήμα με το δεξί του, που κρατούσε τη βέργα. Το χτύπημα ήταν υπολογισμένο με μαθηματική ακρίβεια. Μια κι έξω. Έτσι, το μαθητικό χεράκι όχι μόνο δεν μπορούσε να αποτραβηχτεί, αφού του μάγκωνε τις άκρες με τη δασκαλίστικη χερούκλα του, αλλά την έτρωγε και ακριβώς πάνω στην κλείδωση, γεγονός που καθιστούσε την ξυλιά εγγυημένα οδυνηρή κι αξέχαστη εφάπαξ.

Ο κύριος Λάμπος ήταν λαμπρός, δεν ανεχόταν τις ατέλειες. Ήθελε τα πάντα να γίνονται σωστά και προγραμματισμένα. Με τακτικό και καθαρό τρόπο, αψεγάδιαστα κι αρμονικά. Με υπακοή και σεβασμό στις αρχές. Η παραμικρή αμέλεια στη λεπτομερέστατη στίξη μιας πρότασης, ένα επιπλέον μηδενικό μετά το κόμμα σε κάποια πρόσθεση, η κάπως στραβή θέση του διαιρέτη δίπλα στον διαιρετέο, η λάθος απόχρωση του ήλιου σε μια ιχνογραφία, ήταν στοιχεία ικανά να προκαλέσουν κανονική εκπυρσοκρότηση του αξιωματικού οπλοπολυβόλου που έκρυβε μέσα στο νου του.

Σε περίπτωση λάθους έχανε κάθε έλεγχο, υπέφερε, άγγιζε τα όρια της καρδιακής προσβολής καθώς η πίεση ολόκληρου του σώματός του μαζευόταν στο ιδρωμένο μέτωπό του σα λάβα ηφαιστείου. Το πρόσωπό του έμοιαζε τότε με γιγάντιο σπυρί, που έτσι κι έσπαζε θα αιματοκυλούσε το σύμπαν. Κανένας δεν τόλμησε ποτέ να τον διακόψει στο χείμαρρο των ξεσπασμάτων του και κανένας δεν διανοήθηκε ποτέ να επιχειρήσει να αρθρώσει λέξη προκειμένου να σώσει το άμοιρο πρόβατο από τα χέρια του έξαλλου λύκου. Εκείνες οι στιγμές ήταν δύσκολες κι επικίνδυνες.

Το βλέμμα του κυρίου Λάμπου γυάλιζε σαν σαρκοβόρα αστραπή και το νευρικό μπαλάκι στο λαιμό του ανεβοκατέβαινε σαν κουρδισμένο, έτοιμο να εκραγεί μέσα από τον πάλλευκο γιακά του πουκαμίσου του. Έπαυε τότε να είναι άνθρωπος κι έμοιαζε με καταιγίδα που ετοιμάζεται να σμπαραλιάσει το σύμπαν. Μετακινούνταν ευέλικτα και νευρικά ανάμεσα στα θρανία, σαν αρπακτικό, κι έσπερνε τον τρόμο και τον πανικό στο άμοιρο το ποίμνιό του, διασκεδάζοντας σίγουρα με τα φρικαλέα μάτια και τα ξεραμένα στόματα των απροστάτευτων ανηλίκων.

Την ώρα της μουσικής ο δάσκαλός μου έπαιζε φυσαρμόνικα. Πέρα από χιτλερικά νευρωτικός ήταν και χιτλερικά φιλόμουσος. Καλλιτέχνης, μουσικός, ευαίσθητος στις νότες και στα διαστήματα. Ο ζήλος του ήταν κάτι περισσότερο από υπερβάλλων καθώς οι κλίμακές του ξεδιπλώνονταν σαν απερίγραπτα ορμητικές τρίλιες. Κρατούσε το ρυθμό με το δεξί του πόδι, ενώ καμιά φορά, παρασυρμένος από το απολυταρχικό πάθος της τέχνης του, άφηνε να φανεί στο τέλος του ξεφυσήματος ο γνωστός ρόγχος που παρήγε και με τη σφυρίχτρα την ώρα του διαλείμματος. Το μουσικό του όργανο το καθάριζε ενδελεχώς με το καλοσιδερωμένο μαντήλι του κάθε φορά που το μάθημα σολφέζ λάμβανε τέλος. Κατόπιν, χαμογελούσε ικανοποιημένος με το επιβεβλημένο χειροκρότημα που ακολουθούσε μετά το χτύπημα του κουδουνιού και πριν την κάθοδό μας στο προαύλιο.

Ένα φθινοπωρινό βράδυ, κάμποσες δεκαετίες αφότου αποφοίτησα από την έντρομη τάξη του κυρίου Λάμπου, ο παλιός μου δάσκαλος ήρθε στον ύπνο μου. Ήταν πανομοιότυπος με τότε, κανονική μούμια. Τον είδα να μπαίνει στο δωμάτιο που χρησιμοποιούσε για γραφείο, στο σπίτι του, και να κλείνει προσεκτικά πίσω του την πόρτα. Ο χώρος ήταν σκοτεινός και μύριζε κλεισούρα ανάκατη με φορμόλη. Στο βάθος του δωματίου στεκόταν ένα πάνινο σώμα κούκλας, σαν αυτά που είχαν παλιά οι ράφτες και δοκίμαζαν πάνω τους υφάσματα που τα έστρωναν με καρφίτσες. Ο σκληρός αυτός κορμός στηριζόταν σε μια ξύλινη βάση, που έμοιαζε με τρίποδο και σταματούσε στο λαιμό, σαν αποκεφαλισμένο κουφάρι.

Είδα τον κύριο Λάμπο να βγάζει από το συρτάρι του γραφείου του τη μυθική του βέργα και να πλησιάζει με αργό βήμα τον πάνινο κορμό. Το ξέσπασμά του πάνω στο άψυχο σώμα ήταν τόσο μανιασμένο που οι μικρές γυαλιστερές σταγόνες του γνώριμου ιδρώτα του δεν άργησαν να φανούν στο ρυτιδιασμένο του κούτελο. Χτυπούσε με κλειστά μάτια και με ηδονική οργή. Από το ξεχειλωμένο στόμα του ξεπετάγονταν αφρισμένα κύματα. Η βέργα έπεφτε επί ώρες με δύναμη και ρυθμό πάνω στο ψεύτικο σώμα σκορπώντας εκατομμύρια τρελαμένα μόρια σκόνης στο δωμάτιο. Ύστερα, ο κύριος Λάμπρος σωριάστηκε στο σκονισμένο πάτωμα, νεκρός μαέστρος.

Ρώτησα στα πάτρια τι είχε απογίνει αυτός ο άνθρωπος. Πέθανε ο καημένος ο κύριος Λάμπος, μου είπαν. Βγήκε στη σύνταξη το ‘98 και η νοσταλγία του για τα παιδιά τον σκότωσε…

(Pink Floyd: Another brick in the wall)

(Ο πίνακας είναι της Χρύσας Βουδούρογλου)

Λαϊκά ξενοδοχεία

(Αυτή η ιστορία δεν διηγείται κάτι καινούριο ούτε είναι πρωτότυπη. Περιγράφει, με μερικές παραλλαγές, το τραγούδι του Γιώργου Ιωάννου με τον ομώνυμο τίτλο, σε μουσική Νίκου Μαμαγκάκη και ερμηνεία Ελευθερίας Αρβανιτάκη. Είναι από το δίσκο «Κέντρο Διερχομένων».)

Γκρίζα σεντόνια, ξέστρωτα, και ψιλοβρώμικη μοκέτα. Ταπετσαρίες φλοράλ στους τοίχους, ξεφτισμένες κατά τόπους -κάποτε πολύ της μόδας, σήμερα απλώς θλιβερές. Ένα κομοδίνο από καπλαμά, με ονόματα χαραγμένα με σουγιαδάκι, μια καρέκλα κοντά στη μπαλκονόπορτα, ο καθρέφτης πάνω από το νιπτήρα, μια οδοντόβουρτσα στην άκρη του μπιντέ, ένα φανελάκι στο πάτωμα. Αυτά υπάρχουν στο δωμάτιό μου. Αυτά βλέπω γύρω μου. Έξω από το παράθυρο η Αθήνα βρυχάται σα θηρίο. Κόρνες, φωνές, αεροπλάνα που πάνε κι έρχονται, στάλες βροχής που πιτσιλάνε το τζάμι. Από τον τέταρτο όροφο του ξενοδοχείου Αστήρ, η πλατεία Ομονοίας φαίνεται σαν λούνα παρκ υπό κατάληψη. Με λένε Γιώργο.

Στα Ζαγοροχώρια ο αέρας μύριζε διαφορετικά. Πάγωνε το πνευμόνι σου με το που ξεμύτιζες στο δρόμο το Νοέμβρη. Οι γειτονιές είχαν το άρωμα από τα τζάκια και τις ξυλόσομπες και ο ουρανός καθρέφτιζε τη χαράδρα σαν πιστός υπηρέτης της γης. Ένα Ζαγοροχώρι, ειδικά, είχε τη μεγαλύτερη ομορφιά απ’ όλα, μα δεν θα πω περισσότερα –ο κόσμος είναι μικρός και ποτέ δεν ξέρεις. Δεν ξαναπάτησα εκεί από το ‘83. Πολύς καιρός. Κοντεύω τα 40.

Κατέβηκα στην πρωτεύουσα για να αρχίσω να ζω σαν άνθρωπος. Πριν ζούσα σαν ποντίκι –σαν τυφλοπόντικας για την ακρίβεια. Γνώρισα τον Κοσμά στα ΚΤΕΛ, με πλεύρισε με τη μία. Δούλευε αχθοφόρος εκεί τα απογεύματα κι ήξερε όλη την πιάτσα. Με ρώτησε αν έψαχνα δωμάτιο, έτσι που με έκοψε κα καταφθάνω με τα μπαγκάζια παραμάσχαλα και να μην ξέρω προς τα πού να κινήσω. Είπα πως ναι, έψαχνα. Με έστειλε  με ταξί στο Οντεόν, στην Κουμουνδούρου, με μια κάρτα της κακιάς ώρας στο χέρι, να πω στον ρεσεψιονίστ πως είμαι γνωστός του για να μου κάνει καλύτερη τιμή. Με παραξένεψε η καλοσύνη και η οργάνωση των Αθηναίων, μα δε μίλησα. Μετά μπήκα στο νόημα.  Έμεινα εκεί σχεδόν τρεις μήνες. Τόσο άντεξα.

Ο Κοσμάς ήρθε να με δει την επόμενη μέρα. Μιλήσαμε για λίγο, ποιος είσαι ποιος είμαι, τι κάνεις τι κάνω, μετά καπνίσαμε από τα τσιγάρα του και ήπιαμε κονιάκ χύμα που είχε ψωνίσει στην αγορά. Το θυμάμαι σαν τώρα. Μεσάνυχτα το διαλύσαμε, αφού πρώτα μου έδωσε μερικές διευθύνσεις φίλων του που έψαχναν βοήθεια για τα μαγαζιά ή τα συνεργεία τους. Έπιασα δουλειά αρκετά γρήγορα, σε πλυντήριο αυτοκινήτων. Καλούτσικα λεφτά, ελαστικό ωράριο, Πακιστανοί οι συνάδελφοι. Έλληνες μόνο εγώ και το αφεντικό, ο Νίκος. Ο φίλος του Κοσμά.

Ερχόταν να με δει κάθε Τετάρτη απόγευμα, μετά τη δουλειά. Την Τετάρτη εγώ είχα το ρεπό μου και την πέρναγα εκτός. Ποτέ δε με ρώτησε πού πήγα και τι έκανα όλη μέρα. Του αρκούσε να με βρίσκει στο δωμάτιο, πλυμένο και ευδιάθετο, έτοιμο για όλα. Μούτρα ή κακοκεφιά δε σήκωνε ο Νίκος, ήτανε νταής. Το κρεβάτι το ήθελε κεφάτο κι όλο κόλπα, χωρίς πολλά πολλά λόγια. Μετά κέρναγε τούρκικο καφέ στην καφετέρια του ισογείου και στριφτό Κομοτηνής. Η πατρίδα του, έλεγε και καμάρωνε σα γύφτικο σκεπάρνι. Δεν τον αγαπούσα. Απλώς τον γούσταρα.

Ο Νίκος πλήρωνε το δίκλινο όσο νταραβεριζόμασταν, αλλά μόλις προσέλαβε το μαροκινό πιτσιρίκι άλλαξε γνώμη και στη θέση μου έβαλε αυτόν. Σε άλλο ξενοδοχείο, απ’ ό, τι μάθαινα από τα παιδιά του πλυντηρίου, πιο φτηνό, της κακιάς ώρας. Οι αλλοδαποί ήταν καλύτερες ευκαιρίες γιατί βολεύονταν με λιγότερα. Εξήγηση δε μού’ δωσε, απλώς έκοψε κι αυτό ήταν όλο. Στη δουλειά συνέχισα κανονικά για αρκετό καιρό, σα να μην έτρεχε μία.

Συνάντησα τον Άρη μια μέρα που είχαμε βγει μπαρότσαρκα στο Μεταξουργείο με τον Κοσμά. Έπινε ουίσκι με πάγο και κάπνιζε Καρέλια άφιλτρα. Ωραίο παιδί, κιμπάρικο, αμέσως μας γυάλισε με τον κολλητό μου. Κέρασμα στο κέρασμα, κουβέντα στην κουβέντα καταλήξαμε κι οι τρεις στο Οντεόν, απ’ όπου με διώξανε το επόμενο πρωί λόγω διατάραξης της κοινής ησυχίας, λέει. Η αιτία ήταν άλλη, φυσικά, αυτά ήταν δικαιολογίες. Δεν της κάθισα της πουρής στη ρεσεψιόν, και σαφράκιασε απ’ το κακό της που με είδε με τους δύο να ανεβαίνω τα σκαλιά μαύρα μεσάνυχτα. Μέχρι κι αυτί μπορεί να έστησε η κάργια, η λιγούρα του κερατά, μπας κι ακούσει καμιά φωνή και λιγδώσει το μέσα της. Αυτό ήταν, την άλλη μέρα με πέταξε έξω χωρίς ντροπή. Έφυγα χωρίς να την κοιτάξω. Δεν καταδέχτηκα.

Στου Άρη δεν ήταν κι άσχημα. Χτύπησα την πόρτα του το απόγευμα της ίδιας μέρας με το μπογαλάκι μου στο χέρι. Το τηλέφωνό του μου το είχε γράψει στο πακέτο μου την προηγούμενη, στο κωλόμπαρο. Όταν του τηλεφώνησα και του εξήγησα τα καθέκαστα με κάλεσε αμέσως. Έμεινα κοντά εφτά μήνες εκεί. Μεγάλος έρωτας. Ζούσα για τη στιγμή που θα γύρναγε από το καφενείο και θα με έπαιρνε αγκαλιά. Τότε ο κόσμος γινόταν ένα μεγάλο ζαχαροπλαστείο, γέμιζε σιρόπια και ζαχαρωτά, κι εγώ στη μέση της τούρτας, να μην ξέρω από πού να πρωτογλυκαθώ.

Όταν ξεκίνησε να φέρνει φίλους του στο σπίτι, μπήκα στο νόημα. Τα τσίμπαγε χοντρά, κάθε γαμήσι και πεντοχίλιαρο. Εμένα δε μου άφηνε μία, να με έχει άφραγκο και του χεριού του βλέπεις, να μην του φύγει η κότα με τα χρυσά αυγά. Τον ήθελα άσχημα όμως, πού κουράγιο να την κοπανήσω. Το βούλωνα και τους καθόμουνα, από φόβο μην τον χάσω. Μετά με έπαιρνε κι εκείνος, για να με ευχαριστήσει και καλά, που βοηθούσα την κατάσταση και βγάζαμε κανα φράγκο. Ελεημοσύνη. Αφού ξαλάφρωνε καλά καλά την έκανε για τα μαγαζιά, κι ως το άλλο πρωί δεν τον ξανάβλεπα. Λογαριασμό δεν έδινε. Μια φορά να με πάρει μαζί του δεν μου είπε. Πλάνταζα εγώ. Έβγαζα το σκασμό και κατάπινα τη χολή μου στη μούγγα. Ένα πρωί που ήρθε σπίτι και κλειστήκανε στο δωμάτιο με το Ρουμάνο από το καφενείο δεν άντεξα, έφαγα τα λυσσακά μου στο κλάμα, μάτωσα τα νύχια μου γδέρνοντας τον τοίχο τους, περίμενα να τελειώσουνε κι όταν άνοιξε την πόρτα χίμηξα και τον πλάκωσα στις μπουνιές.

 Ήταν δυνατότερος από μένα, πιο ψηλός και γεροδεμένος. Κορμάρα. Μ’ έκανε του αλατιού, έκανα να περπατήσω κανονικά πάνω από βδομάδα. Ο άλλος κοίταγε και γέλαγε μαστουρωμένος, στ’ αρχίδια του αν με άφηνε στον τόπο απ’ τις κλωτσιές. Έτσι την έκανα κι από κει. Με την καρδιά και το κορμί κομμάτια. Κουρέλι σωστό, ένα τίποτα.

Στο Αστήρ μένω από τον Αύγουστο. Πιάτσα κάνω είτε από κάτω στην πλατεία είτε στη Νομική πιο πάνω, μαζί με τα τραβέλια. Έχει περισσότερο κόσμο εκεί και κάπως πιο ακίνδυνο. Ψυχάκιες περνάνε κυρίως, για καμιά πίπα ή κανα γρήγορο στο αμάξι, πριν πάνε σπίτι για στιφάδο και τηλεόραση δίπλα στη σύζυγο. Τα δύσκολα κόλπα είναι σε άλλες περιοχές, εκεί όμως δεν πατάω. Με τα κορίτσια έχουμε γίνει φίλοι, τα λέμε που και που, μέχρι να σταματήσει το διερχόμενο και να πάει ο καθείς στη δουλειά του.

Στο Αστήρ μένουμε οι περισσότεροι, εκτός από κανα δυο κούκλες που πάνε ως την Κυψέλη. Οι εγχειρισμένες είναι σε πιο δύσκολη φάση από μας, σήμερα αν δε γαμάς κανείς δεν σε θέλει. Όλοι τι προσόντα διαθέτεις σε ρωτάνε. Αυτές λοιπόν παίζουν σε άλλα στέκια, πιο σπέσιαλ, για ειδικά γούστα. Εμείς τραβιόμαστε δευτεράτζα όπου λάχει και χωρίς πολλά πολλά, ίσα ίσα το νυχτοκάματο.

Το κακό με αυτή τη δουλειά είναι πως σε αδειάζει όλο και πιο πολύ μέρα με τη μέρα. Σου ρουφάει το μεδούλι. Τα αφήνεις όλα στην άσφαλτο τη νύχτα και το πρωί είσαι σαν άδεια κονσέρβα. Βρωμάς αποφάγια και κάτουρο.

Ξαπλώνω στο δίκλινο και κλείνω τα μάτια για να σταματήσω να βλέπω, να ξεχάσω πως ξημέρωσε. Λερώνονται τα σεντόνια με το που τα αγγίζω κι ας πλένομαι κάθε πρωί. Νιώθω την ψυχή μου ακόμα πιο βρώμικη κι εξαντλημένη κάθε ώρα που περνά. Μάταιο κύλισμα, σκληρό. Μοναξιά κι απελπισία. Και το πακέτο τα τσιγάρα αγορασμένο με το σταγονόμετρο, και το κονιάκ χύμα από τους πάγκους, και οι κάλτσες πλύνε βάλε. Καμιά φορά σκέφτομαι τον Άρη και βαλαντώνω στο κλάμα. Μεγάλη αδικία. Τεράστιο κρίμα. Τεράστιο.

Ο ξενοδόχος στο Αστήρ είναι μια γριά αδερφή, πολύ καπάτσα, που τα έχει δει όλα στη ζωή της. Μοιάζει με τα Σαπφώ Νοταρά στο πιο κοκέτικο. Ξέρει λεπτομερώς τι κάνουμε εμείς οι ένοικοι, πώς μας λένε, με ποιον νταραβεριζόμαστε, όλα. Αυτό που με πειράζει περισσότερο όμως είναι που ξέρει την ηλικία μου. Ξέρει πόσων χρονών είμαι, έχει τσεκάρει την ταυτότητα. Άμα σκάσει μύτη κανα καινούριο φυντανάκι αμέσως το ειδοποιεί, η σκύλα. «Είναι μεγάλος αυτός, παλιός, δεν κάνει για σένα, πρόσεχε!». Και μου κόβει τη χαρά για το νέο πρόσωπο.

Όλη η περιοχή είναι γεμάτη από δικά μας ξενοδοχεία. Κάθε φάρα στο μέρος της. Εδώ είμαστε όλοι ηπειρώτες, δίπλα μαζευτήκανε μοραΐτες, πιο κει έχει συριανούς και πάρα κάτω σφακιανούς. Κάθε καρυδιάς καρύδι. Παίδες εν καμίνω.

Τα απογεύματα τα περνάμε στο σαλόνι κάποιου ξενοδοχείου, δέκα καρέκλες κι ένα τραπέζι όλα κι όλα, καπνίζοντας και κουβεντιάζοντας. Πουλάμε τις ιστορίες μας για λίγα λεπτά προσοχής, για ένα αφοσιωμένο βλέμμα, ανταλλάσσουμε εμπειρίες και φιλοσοφίες, τι είδες εσύ και τι έχω δει εγώ, ποιος ξέρει περισσότερα. Καμιά φορά λέω πως όσα ξερνάμε μεταξύ μας είναι φανταστικές ιστορίες, παραμύθια για κορίτσια, για μεγάλους και για βρέφη, κι όχι αληθινή ζωή. Με τα παιδιά του ξενοδοχείου είμαστε σαν οικογένεια. Πονάμε ο ένας τον άλλον και στην ανάγκη τρέχουμε. Μόνο μεταξύ μας υπάρχει λίγη ανθρωπιά, έξω από τον κύκλο μας ο κόσμος είναι σπασμένος.

 
(Τσαρούχης & Χατζιδάκις) 
Αρέσει σε %d bloggers: