Daily Archives: 1 Οκτωβρίου, 2008
Αναζήτηση
Θυμάσαι
τη στοά με τα ιατρικά εργαλεία;
το οινοπνευματί πουκάμισό σου που φόραγα στη συναυλία του Κέηβ, την ημέρα που είδαμε το Μάκη στα Εξάρχεια;
τα βινύλια που ακούγαμε στην Αθανασίου Οικονόμου;
το Smash Hits που αγοράζαμε εναλλάξ;
το Ρούλη και τα άπειρα κονιάκ με κόκα κόλα;
την Ιάσωνος και Σωσιπάτρου τη στιγμή που μπήκες για πρώτη φορά στο σπίτι;
τη Φιλολάου και τον Θόδωρο;
το Book;
τα Παπάκια;
Μήπως μπορείς να μου στείλεις κι άλλα που να μοιάζουν με αυτά;…
Πρόσεξε τι εύχεσαι γιατί μπορεί να σου συμβεί
Γουργούριζε η βροχή κάτω από τα πράσινα φυλλώματα των δέντρων του πάρκου. Μικρά ποταμάκια σχηματίζονταν στις υδροροές. Η πορτοκαλί νύχτα έμοιαζε με σκηνικό του Κόπολα -τόσο καλοστημένες εικόνες δεν είναι ποτέ φυσικές. Κι όμως, χτες το βράδυ ήταν.
Οι νύχτες θέλουν προσοχή, σαν τις παλιές φωτογραφίες. Πέφτουν ανεπαίσθητα πάνω από τις ταράτσες και στρογγυλοκάθονται στον κόσμο. Κάνουν την ώρα τους, σαν ραντεβού γιατρού. Αράζουν στις πολυθρόνες ή στα ντιβάνια και χαζεύουν αμέριμνα τον κόσμο μέσα από τις ανοιχτές τζαμαρίες. Ως το πρωί. Ούτε λεπτό λιγότερο.
Με λένε Μαρία Μαγδαληνή και ζω σε κάποια βόρεια μητρόπολη. Μένω στον τελευταίο όροφο ενός ουρανοξύστη. Από τα παράθυρα του σαλονιού μου, πίσω από το δάσος, η πόλη απλώνεται ατέλειωτη μέχρις εκεί που φτάνει το μάτι. Η θέα είναι καλύτερη τη νύχτα, όταν παντού απλώνεται πηχτό σκοτάδι και τα φώτα στα παράθυρα ανάβουν ένα ένα, με τη σειρά. Χτες το βράδυ έβρεχε πολύ και νόμιζα πως ερχόταν το τέλος του κόσμου ή κάτι τέτοιο.
Όταν ήμουν μικρή ζούσα σε μια επαρχιακή πόλη. Η οικογένειά μου ήταν φτωχή κι έτσι βρέθηκα στο δρόμο σχετικά νωρίς. Άρχισα να αναζητώ την τύχη μου κι ένα καλύτερο μέλλον όταν άλλα κορίτσια της ηλικίας μου μάθαιναν να κεντούν, να ράβουν και να μαγειρεύουν. Εγώ δεν ήξερα τίποτα από όλα αυτά κι ούτε μ’ ένοιαζε να μάθω. Ήθελα μόνο να φτάσω κάπου. Κάπου αλλού.
Μεγαλώνοντας ανακάλυπτα όλο και πιο συχνά τη δύναμη της ομορφιάς μου. Την εκμεταλλευόμουν αναλόγως. Η μητέρα μου, λίγο πριν φύγω από το πατρικό, μου είχε πει: «Η ομορφιά είναι όπλο. Δύναμη!». Τότε δεν είχα καταλάβει τι εννοούσε, σιγά σιγά όμως, με τον καιρό, το διαπίστωνα για τα καλά. Είχα ευχηθεί να αφήσω πίσω μου για πάντα τη μίζερη επαρχία, να μου δοθεί η ευκαιρία για μια καλύτερη ζωή, ήθελα πλούτη, απολαύσεις. Ένα ένα όλα έρχονταν. Πάνω απ’ όλα όμως ήθελα να ζήσω τη χαρά του έρωτα. Έστω και για μια στιγμή.
Τον συνάντησα μια ανοιξιάτικη μέρα την ώρα που κατέβαινε τη μαρμάρινη σκάλα μιας βιβλιοθήκης. Ήταν όμορφος και εξέπεμπε φως. Για μια στιγμή νόμισα πως δεν ήταν αληθινός, τόσο αέρινη ήταν η αύρα του. Χρησιμοποίησα το μυστικό μου όπλο, καθώς και κάποια άλλα που μαθαίνει κανείς με την πείρα της ζωής, για να τον πλησιάσω. Ύστερα, έβαλα τα δυνατά μου για να τον φέρω κοντά μου. Έπρεπε. Ήθελα. Έμεινε.
Την πρώτη νύχτα που περάσαμε μαζί, χτες τη νύχτα δηλαδή, κατάλαβα πως τα είχα όλα. Τίποτα δεν μου έλειπε πια. Οι κόποι κι οι ταλαιπωρίες μου είχαν αποδώσει καρπούς. Είχα γλιτώσει από τα πατρογονικά εδάφη, είχα στρώσει μια άνετη ζωή, απολάμβανα χάρες που ελάχιστοι άνθρωποι κατορθώνουν ποτέ να αγγίξουν, κι επιτέλους, κρατούσα στα χέρια μου κι εκείνον -τον Έρωτα. Όλα όσα είχα ευχηθεί είχαν έρθει στη ζωή μου. Μπορούσα πια να ζήσω ευτυχισμένη.
Κανονικά θα περίμενε κανείς ένα δυσάρεστο τέλος στην ιστορία μου. Κάτι κακό, μια ανατροπή, μια κακοτυχία σήμερα το πρωί. Δεν γίνεται να είναι όλα καλά. Σπάνια οι άνθρωποι καταφέρνουν να κερδίσουν όσα ονειρεύονται και να τα κρατήσουν. Συνήθως κάτι συμβαίνει κι έρχονται τα πάνω κάτω, γυρίζει ο κόσμος ανάποδα, ακυρώνεται η χαρά και τη θέση της παίρνει η λύπη ή ο πανικός της απώλειας. Έτσι είναι το σωστό κατά κάποιο τρόπο.
Είναι πια αργά το απόγευμα. Ευχήθηκα να βρω την ευτυχία. Έτσι όπως εγώ την καταλάβαινα. Με τους δικούς μου τρόπους και σύμφωνα με τις δικές μου επιθυμίες. Η φύση με ευνόησε. Την αναζήτησα, πολέμησα γι’ αυτήν, την κατέκτησα. Έφτασα στο τέρμα της διαδρομής μου. Μου συνέβη. Μπορώ πια να αράξω στο βελούδινο καναπέ, δίπλα στον έρωτά μου, και να χαζεύω αμέριμνα τη νύχτα που πέφτει ανεπαίσθητα πάνω από στις ταράτσες. Δίχως να φοβάμαι το κακό. Το οποιοδήποτε κακό. Όσα ευχήθηκα είναι δικά μου. Τουλάχιστον ως το πρωί. Ούτε λεπτό λιγότερο.
(Blonde Redhead: Misery Is A Butterfly)