Daily Archives: 17 Οκτωβρίου, 2008
Σαν τη Σοφία Λώρεν
Με λένε Μίσα και πλησιάζω τα πενήντα. Το κανονικό μου όνομα, το βαπτιστικό, είναι Μιχαλία, σαν της γιαγιάς. Όταν ήμουν μικρή στο σχολείο με φωνάζανε Μιχαλίτσα, μετά όμως το άλλαξα σε κάτι πιο καλλιτεχνικό. Τα γράμματα δεν τα πολυέπαιρνα. Δεν βοηθούσαν κι οι δασκάλες τότενες, γεροντοκόρες ξινισμένες όλες τους, με τη βέργα στο χέρι και την τσιρίδα στο στόμα. Φόβος και τρόμος κάθε πρωί. Άλλες εποχές, καμιά σχέση με σήμερα που αν τολμήσει δάσκαλος ν’ ακουμπήσει παιδί τον πάνε μέσα για ξυλοδαρμό και τις τρώει ο ίδιος τελικά και ουχί το μόγγολο.
Στην τετάρτη δημοτικού τα παράτησα κι έπιασα δουλειά στου θείου του Τάκη. Η ταβέρνα είχε κόσμο, δούλευε καλά. Εγώ καθάριζα τα τραπέζια, σέρβιρα, έκανα καμιά λάντζα, αν τύχαινε έλεγα και κάνα τραγουδάκι πιο αργά. Μου λέγανε πως είχα ωραία φωνή, σιγοντάριζαν πού και πού κι οι πελάτες, γινότανε γλέντι κανονικό, ειδικά τα Σάββατα.
Στα δεκαεννιά την έκανα για την Αθήνα. Το χωριό είχε αρχίσει να μη με βαστάει. Ήμουν όμορφη, λυγερόκορμη και τσαχπίνα. Μου άρεσε το θέατρο κι ο χορός, κι είχα μάθει όλα τα λαϊκά απέξω. Ό, τι άκουγα στο ράδιο το σιγοτραγουδούσα μαζί με την τραγουδίστρια που το έλεγε και μετά το ξανάλεγα μόνη μου, καλύτερα κι από πριν. Η δικιά μου η φωνή, ας πούμε, όλοι λέγανε πως ήταν καλύτερη κι από της Αλεξίου! Τα θεατρικά και τα χορευτικά νέα τα έβλεπα στο Ρομάντζο, που το έπαιρνα κρυφά από τη μαμά κάθε Πέμπτη. Σινεμά δεν είχα πάει ποτέ μου. Τις σταρ τις ήξερα από το περιοδικό. Μου άρεσαν πολύ τα φουστάνια και τα χτενίσματά τους, και κάθε βδομάδα παρακολουθούσα πού πήγαιναν και τι έκαναν με μεγάλο ενδιαφέρον.
Στο μπαρ του Νύση (Διονύσης στο βαπτιστικό), στα Πατήσια, σέρβιρα ποτά και φιστίκια. Είχα καλά πουρμπουάρ γιατί ήμουν γαλαντόμα με τους πελάτες και έπαιζε καλά το μάτι μου. Βοηθούσε κι η εμφάνιση, είχα και καλό λέγειν, κι έτσι όλα μου πηγαίνανε καλά. Ο μισθός του θανάτου, βέβαια, αλλά δεν έσκαγα κιόλας, τρεις μισθούς έξτρα κονόμαγα από τα φιλοδωρήματα των θαυμαστών μου. Εκεί γνώρισα το Λάμπη.
Κομμουνιστής ο Λάμπης, κόκκινος από τα γεννοφάσκια του. Ομορφόπαιδο. Λεβέντης. Διαβασμένος. Όπου διαδήλωση και σφυροδρέπανο εκείνος πρώτος. Γεννημένος σε οικογένεια αριστερών, με πατέρα στη Μακρόνησο και μάνα αγωνίστρια, μεγάλωσε στο δρόμο και στα κρυφά. Το ’47 που μπαγλαρώσαν τον πατέρα του, μου’λεγε, εκείνος ήταν δεν ήταν εννιά χρονών. Άκουγε για την κολυμπήθρα του Σιλωάμ και για συνομωσίες και δεν καταλάβαινε γρι. Έκρυβε λόγια και η μάνα, βουλοκέρι κι οι συγγενείς, που να χαμπαριάσει το κακόμοιρο. Σιγά σιγά ξύπνησε, άκουγε για εθνική αναμόρφωση και για ΟΑΜ, έμαθε για τα τάγματα οπλιτών, για τη χαράδρα του A‘ΕΤΟ, για βασανιστήρια και πετροβολισμούς και ξεσηκώθηκε το είναι του. Ο πατέρας του δεν δέχτηκε να υπογράψει δήλωση και μια Κυριακή τον εφάγαν λάχανο. Όταν φέρανε τα μαντάτα στο σπίτι βούιξε η γειτονιά από τις στριγγιές της μάνας του και το μαλλιοτράβηγμα της αδερφής του. Εκείνος μούγγα. Έβραζε το μέσα του, απόξω όμως σπαθί. Κουβάλησε το γέρο ως το μνήμα χωρίς να στάξει δάκρυ. Από τότε του’ μεινε το κουσούρι και δεν του παίρνεις μιλιά.
Δέκα χρόνια μείναμε μαζί, μεγάλη καψούρα. Στην αρχή περνάγαμε καλά, αλλά έκοψε η σούπα με το που αρχίνησε τα ξύδια. Σιγά σιγά ρετάλιασε. Δούλευα και του τα ακούμπαγα, τον είχε ρίξει τελείως το κρασί βλέπεις, και δε μπορούσε να πάρει τα πόδια του. Μέρα νύχτα έπινε και κάπνιζε. Μαύρο και Κεράνης εναλλάξ. Όταν άρχισε να με χτυπάει δεν άντεξα τον ξεπεσμό, έτζασα οριστικώς και πίσω δεν ξαναγύρισα ποτέ μου. Κακία δεν του κράτησα, για μένα ο Λάμπης πάντα θα μετράει αισθηματικώς, κι ας την κοπάνησα εξ ανάγκης.
Πέρασα ένα χρόνο εδώ κι εκεί, με δουλειές του ποδαριού. Σερβιτόρα σε φαστ φουντ, καμαριέρα σε ξενοδοχεία πέμπτης κατηγορίας, καθαρίστρια στον ΟΤΕ, υπάλληλος σε περίπτερο, πουθενά δε φτούρησα. Όλος ο κόσμος ένα πράμα είχε στο νου του με το που με κόζαρε, μα εγώ τέτοιες καταστάσεις τις απέφευγα από ανέκαθεν. Άλλο η δουλειά άλλο το κρεββάτι, αυτά τα δυο δεν τα έμπλεξα ποτέ. Μπορεί να είμαι φτωχιά αλλά ανέντιμη ποτέ δεν υπήρξα.
Στο θέατρο με έμπασε η Κική. Φιλενάδα αδερφική και συγκάτοικος στην Κυψέλη. Όσο προλάβαμε. Γνωριστήκαμε στο αστικό λεωφορείο μια μέρα που πηγαίναμε κι οι δυο στο γραφείο ευρέσεως εργασίας για την αίτηση. Ταιριάξαμε με τη μία και τελικώς πιάσαμε γκαρσονιέρα μαζί. Υπόγεια βέβαια, στον ακάλυπτο, 32 τετραγωνικά όλη κι όλη, αλλά από τα ολότελα κάτι ήταν κι αυτό. Προσωρινά τουλάχιστον. Η Κική έλεγε το φλιτζάνι κι έριχνε τα χαρτιά. Είχε κάμποσες πελάτισσες, τακτικές. Μία από αυτές της είπε για το θίασο του ξαδέρφου της που έψαχνε κορίτσια για το μπαλέτο κι έτσι με πήρε και πήγαμε για οντισιόν. Η Κική ήταν άτυχο κορίτσι. Την σκότωσε μηχανή έξω από το σπίτι μας. Στραβωμάρα καταραμένη, πήγε η δόλια να αλλάξει πεζοδρόμιο, δεν κοίταξε το δρόμο, σκάει μύτη ο στραβός, πέφτει πάνω της, πάει το κορίτσι. 29 χρονών νεράιδα, στον τόπο. Πάω και της ανάβω το καντήλι κάθε δεύτερη Κυριακή, άλλον δεν έχει να φροντίζει την ψυχούλα της και να τη θυμάται.
Χορεύω και τραγουδάω με το θίασο του Αλέκου από το ‘88. Είμαι αρκετά ευχαριστημένη από το αφεντικό και τους συναδέλφους. Ο ρόλος μου απαιτεί να λέω ένα τραγούδι κάθε βράδυ, που το συνοδεύω με το ανάλογο χορευτικό. Το τι χειροκρότημα πέφτει με το που σκάω μύτη πίσω από το πανί, δεν περιγράφεται. Όταν απαγγέλω τις ατάκες μου και ορμάω με το σπανιόλικο φουρό στη σκηνή λίγο πριν αρχίσει το χορευτικό, νιώθω σαν τη Σοφία Λώρεν στο Ρομάντζο, τότε που ο κόσμος της τέχνης ήταν για μένα άπιαστο όνειρο. Ύστερα, σβήνουν τα φώτα και αφήνω να με παρασύρει η μουσική και τα βήματα. Τότε σκέφτομαι τι περήφανη θα ήταν η μάνα μου και πόσο θα με λαχτάραγε ο Λάμπης αν έβλεπαν τι καλά που τα κατάφερα. Στις επαρχίες τρέχουμε προς ώρας βέβαια, αλλά από εκεί ξεκινάνε όλοι, το ξέρω καλά. Σιγά σιγά η δόξα. Κάποτε θα έρθει και η πρωτεύουσα, πρώτα ο Θεός.
Ο μόνος καημός μου είναι που δεν έχω πιο πολύ χρόνο να βλέπω το παιδί. Στέλιο τον λένε, μοναχοπαίδι και καμάρι μου. Όλη μέρα με τη Βασιλεία μένει, την κοπέλα που μου τον κρατάει μέχρι να γυρίσω από τη δουλειά. Το τσουβάλιασα μαζί μου, σπουργιτάκι στα σπάργανα όταν την έκανα από το σπίτι, αστεφάνωτη και με τις παντόφλες. Ο Λάμπης τραύλιζε κάτι ακαταλαβίστικα, μα δεν εννοούσα να βάλω τη ζωή του παιδιού σε κίνδυνο, κι έτσι όπου φύγει φύγει. Κάποτε θα του πω για τον πατέρα του, που ήταν ομορφόπαιδο και μορφωμένος, να μάθει το παιδί πούθε κρατάει η σκούφια του, να νιώθει περηφάνια. Ατυχίες όλοι είχαμε στη ζωή μας στο κάτω κάτω, ουδείς δεν πήγε άκαπνος. Το θέμα είναι να κρατάει κανείς το κεφάλι του ψηλά και να μη χάνει τον τσαμπουκά και το κουράγιο του.
Όλα τα άλλα περνάνε. Ξέρω εγώ, να με ακούς. Γνωρίζω.
(Marianne Faithfull: As Tears go By)
…
(Η φωτογραφία είναι τμήμα του έργου Ύδρα, του Παναγιώτη Τούντα)