Daily Archives: 7 Νοεμβρίου, 2008
Heart of glass
Κάθε βράδυ έσκαγε μύτη στο μαγαζί τυλιγμένη στο κόκκινο παλτό της. Ντυμένη ως το λαιμό, ο γιακάς σηκωμένος μέχρι τ’ αυτιά και τα χεράκια χωμένα σε μαύρα σουέτ γάντια. Κλος το φινίρισμα στο κάτω μέρος, ξεπετάγονταν σαν μίσχοι οι κομψές γάμπες μέχρι τη λουστρινένια γόβα που τσάκιζε τάκα τάκα το πεζοδρόμιο μετρώντας σαν χρονόμετρο το κρυσταλλένιο βήμα. Κομψή γυναίκα, παράξενα όμορφη, γυρνούσαν τα κεφάλια στο πέρασμά της θαυμαστικά κι αφαιρούνταν τα βλέμματα για ώρα.
Έμπαινε από τη μπροστινή είσοδο και κινούσε κατευθείαν για το καμαρίνι της χωρίς πολλά πολλά. Ούτε γεια στα γκαρσόνια, ένα στοιχειώδες νεύμα στο αφεντικό. Κυρία. Έμπαινε κι έκλεινε πίσω της την πόρτα με φούρια. Καθόταν σταυροπόδι στο βελούδινο σκαμπό κι άναβε ένα γύρο τα λαμπάκια του καθρέφτη. Να φωτιστεί καλά η μούρη, να λάμψουν οι μικρούτσικες ρυτίδες, να ετοιμαστεί το δέρμα για επιδιόρθωση.
Άνοιγε βαζάκια και μπουκαλάκια, έσταζε τα μαγικά ζουμιά σε καθαρό βαμβάκι και καθάριζε τον τόπο. Τοπική αποτρίχωση όπου χρειαζόταν και υδατική για τις κοκκινίλες. Ύστερα πέρναγε πρώτο χέρι την αλευρόπουδρα κι έστρωνε τις ατέλειες με τα δάχτυλα, αργά κι υπομονετικά, σχεδόν με τρυφερότητα. Έπειτα έπιανε τα κουτάκια με τα χρώματα –μπλε, πράσινο, μαβί, ασημένιο. Ζωγράφιζε επιδέξια θαυμάζοντας το είδωλό της στον καθρέφτη -καμπυλωτά τα φρύδια, ζουμερό το στόμα, τούρλα οι βλεφαρίδες, κάγκελο, φονιάς το βλέμμα.
Μόλις διάλεγε το φόρεμα της βραδιάς, μια σειρά λαμπερά στολίδια όλα τους στις κρεμάστρες, πασάλειβε τους καρπούς με πατσουλί και κόλαγε τα πλαστικά νύχια ένα ένα. Κάθε βράδυ το ίδιο, κίνηση δεν άλλαζε ποτέ, σαν λειτουργία στην εκκλησία, πιστή επανάληψη άνευ παραλλαγών κι αυτοσχεδιασμών, ψυχρή εκτέλεση. Πατενταρισμένη. Ήταν το γούρι της. Την φώναζαν η Βασίλισσα των Πάγων.
Με το που έβγαινε στη σκηνή ο κόσμος κοκάλωνε. Κιχ στο μαγαζί. Τα ποτήρια ίδρωναν μέσα στις χούφτες κι οι κάφτρες κρέμονταν απ’ τα τσιγάρα ξεχασμένες. Ξεκίναγε το τραγούδι της με ωραία, δυνατή φωνή. Βελούδινη. Τα μάτια της μισάνοιχτα, να βλέπουν και να μη βλέπουν. Μόνο να μαγεύουν και να κρυφοκοιτάζουν τους πιστούς. Το σώμα της καράβι που ταξίδευε σε μισακό κυματάκι, αργοκουνιόταν χαϊδευτικά γύρω από το κοντάρι του μικροφώνου. Το μαγαζί βαφόταν κόκκινο μέσα κι έξω, αστράφτανε οι χρυσόσκονες στο πρόσθετο κρεπαρισμένο σινιόν, παίζαν γλυκά οι προβολείς με τις μακριές βλεφαρίδες και την υπόνοια του στήθους. Κυλούσανε αχόρταγα τα βλέμματα στις καμπύλες των γοφών και στους γδυμένους ώμους, στα ζυγωματικά και στο λακκάκι. Χόρταινε ο κόσμος, ζαλιζόταν, γέμιζε το μέσα του με κείνη την ευδαιμονία τη φοβερή, που μόνο στο ξέστρωτο κρεβάτι απολαμβάνει κανείς μετά από μια παιδευτική νύχτα.
«Θα θυμάσαι για πάντα μία και μοναδική στιγμή που μετράει όσο ένας χρόνος έρωτα…».
Κάθε βράδυ όλοι το ήξεραν πως η βόλτα στον παράδεισο θα κράταγε λίγα μόλις λεπτά, κι έπειτα, όταν έπαυε η φωνή κι έκλειναν τα μάτια, το μικρόφωνο ακούμπαγε στη βάση του και η υπόκλιση λες και θ’ άγγιζε το πάτωμα. Λαστιχένιο το κορμί της, λύγιζε ως τον Άδη. Περίμενε πάντοτε να λήξει το χειροκρότημα όση ώρα κι αν κρατούσε. Κοιτώντας αχόρταγα το κοινό που παραληρούσε στα πόδια της αφιονισμένο. Ποτέ δεν έφυγε πριν καταλαγιάσουν οι παλάμες, ακόμα κι αν έπρεπε να σταθεί στο σανίδι μισή ώρα, αυτή εκεί. Να περιμένει ψύχραιμα. Να ρουφά. Να αλλάζει αίμα στα κρυφά.
Βγαίνοντας από το μαγαζί, σχεδόν χαράματα, με το κόκκινο παλτό τυλιγμένο σφιχτά γύρω από το σώμα και το τσαντάκι με τα χρειαζούμενα περασμένο στον ώμο, έπαιρνε το δρόμο της επιστροφής. Τρία τετράγωνα απόσταση όλη κι όλη, της άρεσε να περπατά και να χουχουλιάζει μέσα από το γιακά τον κρύο αέρα, εκπνέοντάς τον καυτό. Σφαίρα πήγαινε στο σπίτι, βλέμμα δεν χάριζε ούτε δεξιά ούτε αριστερά.
Ανέβαινε τα ξύλινα σκαλιά κι άνοιγε την πόρτα με αόρατες κινήσεις. Ακροπατώντας έφτανε στο μπάνιο, κρέμαγε τα ρούχα στην κρεμάστρα να ξεμυρίσουν από την κάπνα, ξέπλενε τη νύχτα από το σώμα της με καυτό νερό και γλιστρούσε κάτω από τις κουβέρτες. Κάθε βράδυ τα ίδια. Ακούραστη και σταθερή, ποτέ δεν τρέκλισε, ποτέ δεν θέλησε ν’ αλλάξει κατεύθυνση ή διαδρομή.
Η μόνη περίπτωση να αλλάξει κάτι στην ιεροτελεστία ήταν να ακουστεί κάποιος απρόσεχτος θόρυβος και να ξυπνήσει η μητέρα, στο διπλανό δωμάτιο. Κατάκοιτη εδώ και χρόνια, με καροτσάκι σηκωνόταν καμιά φορά μέσα στο σπίτι, τον υπόλοιπο καιρό την έβγαζε στο κρεβάτι. Αν δεν την σήκωνε κάποιος για μέρες, εκεί θα της γινόταν της ανήμπορης. Οι δυο τους ζούσαν ολομόναχες, κανείς δεν ερχόταν ποτέ να επισκεφτεί, σε κανέναν δεν πήγαιναν. Ήταν όμως αρκετό, η ζωή τους ήταν ήσυχη και καλοβαλμένη.
Τότε μόνο παιζόταν λοιπόν να σπάσει η ρουτίνα της και να γίνει κάτι διαφορετικό. Από μια απρόσεχτη κίνηση. Όπως εκείνο το πρωί, που είχε μόλις γυρίσει απ’ τη δουλειά και κατά λάθος έριξε το ποτήρι με το νερό που ήταν ακουμπισμένο στο κομοδίνο της. Έσπασε η καρδιά της από την ξαφνική ζημιά. Άκουσε τότε τη μητέρα να φωνάζει ανήσυχη, ξυπνημένη από το θόρυβο του τσακισμένου γυαλιού: «Αλέξη, τι έγινε καρδιά μου; Έσπασε τίποτα;…».
[Luz Casal – Un ano de amor (Choupette)]