Daily Archives: 13 Νοεμβρίου, 2008

Extra large ανάγκες II

Καθόμαστε σε ένα καφενείο χωμένο σε κάποιο στενάκι της γειτονιάς του. Πρέπει να είμαστε οι μοναδικοί πελάτες αυτή την ώρα. Τον κοιτάζω να καπνίζει και να χαζεύει το δρόμο έξω από τη νοτισμένη τζαμαρία. «Το μόνο που μας προστατεύει τελικά, είναι η σκέψη αυτών που μας αγαπάνε πολύ», λέει σε ένα διάλειμμα της αφηρημάδας του κοιτώντας με ερευνητικά. «Είναι γενναίος κι επίσης έχει συνειδητοποιήσει πως είναι άνθρωπος», σκέφτομαι. Τον φαντάζομαι σε μικρογραφία να στέκεται δίπλα σε όλους τους κοινούς θνητούς του πλανήτη περικυκλώνοντας τη Γη. Θεός δεν χωρά στο νου του. Έχω ανάγκη να του πω: «Δώσε μου την αντίθετη εντύπωση». Σιωπώ όμως. Αφήνω το χρόνο να κυλήσει ήσυχα και συνοδεύω το βλέμμα του έξω από τη τζαμαρία.

 

Η άνοιξη έχει μπει για τα καλά παρόλο που σχεδόν καθημερινά βρέχει. Την ημέρα ο αέρας είναι γεμάτος χνούδια από άνθη που μαδάνε και με γεμίζουν αλλεργίες. Συνεχίζω να ντύνομαι στα μαύρα προσπαθώντας να κρατήσω για λίγο ακόμα κοντά μου τον αγαπημένο μου χειμώνα. Τις τελευταίες μέρες νομίζω πως ο χρόνος δεν περνάει. Κι αν περνάει, περνάει δύσκολα, ασθμαίνοντας. Τα δευτερόλεπτα διαρκούν αιώνες. Κάθε κύκλος του λεπτοδείκτη μοιάζει με βόλτα του Σίσυφου. Αγκομαχάει η εποχή, σαν ατμομηχανή στην έρημο. Νομίζω πως τον ερωτεύτηκα από την πρώτη στιγμή που τον είδα.

 

Συναντηθήκαμε τρία χρόνια πριν, στο Παρίσι. Τα σύννεφα έκρυβαν με πείσμα το γαλάζιο ουρανό εκείνης της μακρινής Τετάρτης. Κάθισε απέναντί μου στο μικρό καφέ όπου είχα φωλιάσει για να προστατευτώ από την ξαφνική μπόρα και φόρεσε τα γυαλιά ηλίου του. Εντελώς φυσικά, σα να γνωριζόμασταν χρόνια. Τότε μια ακτίνα φωτός έλαμψε γενναία γυαλίζοντας στο πεζοδρόμιο. Γέλασα και του το επεσήμανα. «Αυτοεκπληρούμενη προφητεία», είπε διασκεδάζοντας. «Πάρε λίγο χρόνο για τον εαυτό σου κι άσε τους άλλους», μου είπε μετά, «…στο κάτω κάτω, κανένα παράσημο δεν θα σε περιμένει στο τέλος της διαδρομής». Τον ευχαρίστησα για τη συμβουλή και σκέφτηκα πως έχει δίκιο, κάτι έπρεπε ν’ αλλάξει. Δεν αναρωτήθηκα καν πώς γνώριζε ότι ήμουν Ελληνίδα και για ποιο λόγο μου έλεγε όσα μου έλεγε. Αργότερα έμαθα πως με είχε προδώσει το βιβλίο που κρατούσα μισάνοιχτο στην άκρη του τραπεζιού χωρίς να το κοιτάζω. Όσο για τη συμβουλή, το μόνο που μου είπε ήταν πως μάντεψε.

 

Τρία χρόνια μετά, σήμερα, ζούμε και οι δυο στην Αθήνα. Είναι εντυπωσιακό πόσο άδικη μπορώ να γίνω με τον εαυτό μου αποφεύγοντας να τον κοιτάξω στα μάτια. Εκείνον, τον έρωτά μου. Κάτω από το χαλάκι μου έχουν μαζευτεί σκουπίδια αιώνων. Τα κρύβω επιμελώς κι εύχομαι να μη συναντηθούμε ποτέ. Τα σκουπίδια του, τα σκουπίδια μου κι εγώ.

 

Στα γενέθλιά μου μού χάρισε ένα μηχάνημα για την καταπολέμηση της κατάθλιψης. Είναι ένα κομπιουτεράκι με οθόνη, σαν μίνι τηλεόραση, που το βάζεις στην πρίζα και το ρυθμίζεις να παραμείνει αναμμένο για όσο χρόνο θέλεις. Μετά το στρέφεις κατά πάνω σου και κάθεσαι αναπαυτικά απέναντί του. Αυτό εκπέμπει φως και, όπως επιμένει να μου λέει, κάνει τον εγκέφαλό σου να νομίζει πως είσαι στην παραλία και πίνεις φραπέ. Ξέρει πως είμαι επιρρεπής στις ψευδαισθήσεις και, όπως πάντα, αντιμετωπίζει με χιούμορ τις έμμονες ιδέες μου.

 

Χτες η νύχτα στο πλάι του πέρασε δύσκολα. Όπως όλες οι νύχτες μας εδώ και καιρό. Είδα ένα παράξενο όνειρο. Μέσα σε ένα λευκό ξύλινο κρεβατάκι μια ανοιχτόχρωμη παιδική κουβέρτα σκεπαζόταν από έναν ιστό. Πάνω του ήταν εγκλωβισμένες τρεις μικρές μέλισσες. Άρχισα να διώχνω απαλά τα τρία έντομα σπρώχνοντάς τα με το χέρι μου έξω από το κρεβάτι. Παρατήρησα πως καθώς αποδεσμεύτηκαν από τον ιστό τους μετατράπηκαν σε μικρές λάμψεις που πέταγαν χαρωπά δίπλα μου. Έπαιξα λίγο μαζί τους στον αέρα και θαύμασα τα χρώματά τους που έμοιαζαν με ασήμι και κομματάκια ουράνιο τόξο. Οι μέλισσες είχαν γίνει μικρές εκρήξεις κι εγώ ένιωθα απίστευτα ευτυχισμένη, παρόλο που τελικά τις είχα χάσει. Το πρωί σηκώθηκα με πονοκέφαλο και στο στόμα είχα μια φευγαλέα γεύση μελιού.

 

Μου ζήτησε να βρεθούμε σε αυτό το καφενείο για να είμαστε ήσυχοι. Να μπορούμε να κουβεντιάσουμε σαν άνθρωποι, όπως είπε. Δεν ξέρω τι θέλει να μου πει, νιώθω όμως πως είναι αγχωμένος και βαρύς. Φορά το μακρύ γκρίζο παλτό που φορούσε κι εκείνη την Τετάρτη στο Παρίσι, πριν από τρία χρόνια. Βρέχει, όπως και τότε. Τον κοιτάζω πλάγια, αναρωτιέμαι τι σκέφτεται κι ανασαίνω δύσκολα. Τα γυαλιά του είναι ακουμπισμένα πάνω στο τραπέζι –βιβλίο δεν έχω αυτή τη φορά. Κι έπειτα, τώρα πια ο ένας γνωρίζει καλά τη γλώσσα του άλλου. Και δεν αναρωτιέται.

 

«Πάρε λίγο χρόνο για τον εαυτό σου κι άσε τους άλλους», λέει ξαφνικά, «…στο κάτω κάτω, κανένα παράσημο δεν θα σε περιμένει στο τέλος της διαδρομής». Η σιωπή μας σπάει στα δύο σαν μπισκότο σε γεροντικά δάχτυλα. Έχω μια αίσθηση επανάληψης, αυτή ήταν η πρώτη του κουβέντα, την πρώτη μας φορά, τότε, εκείνη την πρώτη Τετάρτη στο Παρίσι. Η γεύση μελιού πλημμυρίζει ξανά το στόμα μου, όπως στο χθεσινό όνειρο. Μετά, συνεχίζουμε κι οι δυο να σιωπούμε, χαζεύοντας αμήχανα το δρόμο έξω από τη τζαμαρία. Παρίσι-Αθήνα, οι κουβέντες μας διαγράφουν ομόκεντρους κύκλους, κάπως σαν τις διαδρομές μας.

 

«Αύριο πετάω για Παρίσι», λέει τελικά χωρίς να με κοιτάζει. «Ξενοίκιασα το διαμέρισμα, κανόνισα τη μετακόμιση. Έτσι κι αλλιώς πολλά πράγματα δεν είχα. Επιστρέφω στη Γαλλία για τα καλά –μου προσφέρανε μια θέση στην εφημερίδα και εννοείται πως με ενδιαφέρει ιδιαίτερα η προοπτική». Κοιτάζω ένα μηχανάκι που περνά με θόρυβο. Σκέφτομαι πως θα ήθελα να πάω μια βόλτα με μηχανή. Έξω βρέχει δυνατά και η τζαμαρία είναι σχεδόν ως το ταβάνι νοτισμένη. Δεν νιώθω τίποτα. Έχω απλώς την ανάγκη να φύγω, να σηκώσω το χαλάκι και να καθαρίσω επιτέλους το κατώφλι του σπιτιού μου. Δίνοντάς του την αντίθετη εντύπωση, του στρώνω την τούφα που πέφτει όπως πάντα στο μέτωπό του, του γνέφω «γεια» και κατευθύνομαι ανέκφραστη προς την έξοδο.

 

Βγαίνω από την καφετέρια και αρχίζω να περπατώ στη βροχή. Σκέφτομαι πως είχε δίκιο, το μόνο που μας προστατεύει τελικά είναι η σκέψη αυτών που μας αγαπάνε πολύ. Διασχίζω την άσφαλτο πλατσουρίζοντας στα νερά και συνειδητοποιώ πως, μετά από πολύ καιρό, νιώθω ξαφνικά εντελώς απροστάτευτη. Σταματάω στην άκρη του πεζοδρομίου, στρέφω το κεφάλι προς τα πάνω κι ανοίγω το στόμα. Με κλειστά μάτια αρχίζω να φαντάζομαι πως είμαι η Αλίκη στη χώρα των πνευμάτων και των ακατάπαυστων νευμάτων και να καταπίνω με  επείγουσα ανάγκη τη βροχή κατευθείαν από τον ουρανό.

 

Αρέσει σε %d bloggers: