Daily Archives: 14 Νοεμβρίου, 2008

Graffiti lover II

Περπατώ στο λιοπύρι του απομεσήμερου οδεύοντας προς το σπίτι μου. Η μέρα κατακίτρινη, ήλιος που δαγκώνει το δέρμα, υγρός, αλμυρός αέρας, γνώριμος ουρανός. Το ανηφορικό στενάκι λίγο πριν από το δρόμο μου μού φαίνεται ατέλειωτο, κι ας πρόκειται γι’ απόσταση μερικών μέτρων μόνο. Λίγα βήματα πριν τα σκαλοπάτια, ένας ωχρός τοίχος ρίχνει τη σκιά του στα βήματά μου. Ψάχνω το κατακόκκινο γκράφιτι στη λεία επιφάνειά του: «Ντενίζ σ’αγαπώ».

Μόλις σήμερα το πρωί έφτασα στο νησί. Σκοπεύω να περάσω εδώ το υπόλοιπο καλοκαίρι. Βιάζομαι να πάω στο δροσερό μου σπίτι, να αγοράσω ένα μικρό ροζ ψυγείο και να το γεμίσω με παγωτά από το διπλανό μπακάλη. Θέλω τις νύχτες να κοιμάμαι με ορθάνοιχτα παράθυρα και να ακούω τα βήματα των μεταμεσονύκτιων περαστικών από το στενάκι. Θέλω να βλέπω τα αέρινα κουρτινάκια να θροΐζουν και να απλώνω τα ρούχα μου στον αυγουστιάτικο ήλιο. Θέλω να ανεβαίνω το ανηφορικό δρομάκι και να χαιρετάω την αμίλητη Ντενίζ.

Χτες τη νύχτα, στο καράβι, ονειρεύτηκα μια θεατρική παράσταση. Το έργο λεγόταν «Τι θα κάνετε αύριο το βράδυ;» και το είχε γράψει ένας άγνωστος συγγραφέας. Στην αρχή του ονείρου απλώς παρακολουθούσα την κυκλική σκηνή από το θεωρείο. Στη μέση της παράστασης βρέθηκα στο σανίδι και κατά το τέλος συμμετείχα σε υπερρεαλιστικούς διαλόγους με τα υπόλοιπα μέλη του θιάσου και ειδικά με ένα μελαχρινό αραχνοΰφαντο αγόρι. Ως έσχατη πρωταγωνίστρια, ποιος ξέρει, μπορεί και να με λέγανε ευσεβώς Ντενίζ.

Φτάνω στο σπίτι και ξεκλειδώνω. Από εδώ και στο εξής η πόρτα του σπιτιού θα μένει διαρκώς ανοιχτή. Έτσι γνώρισα όλη τη γειτονιά και μέσα σε κάνα δυο χρόνια άρχισα ήδη να νιώθω ντόπια. Το νησί είναι φιλικό, οι κάτοικοι δεν μοιάζουν με κανέναν άλλο λαό του κόσμου. Συχνά κάποιος άγνωστος περαστικός χώνει το κεφάλι και με χαιρετάει. Ντενίζ, καραδοκώ για τα βήματά σου στο κατώφλι μου.

Ανοίγω τα παράθυρα να πάρει αέρα ο χώρος και ξεστρώνω τα ριχτάρια από τα έπιπλα. Κάθομαι στο μεγάλο καναπέ και κλείνω τα μάτια. Ο Αύγουστος μου χαϊδεύει τα βλέφαρα σαν νεογέννητο όνειρο. Σκέφτομαι ότι Ντενίζ λέγανε μια κοπέλα στο πρώτο μου βιβλίο Γαλλικών. Δεν ήταν αληθινό πρόσωπο, ήταν απλώς ένα σκίτσο. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που είδα γραμμένο το όνομά σου, Ντενίζ.

Ο χρόνος περνάει αργά και απολαυστικά. Οι νότιες ώρες το τρώνε όλο το φαΐ τους, είναι μεγάλες και δυνατές. Καλοθρεμμένες. Πάντα σκεφτόμουν ότι το καλοκαίρι οφείλει να είναι ράθυμο και φιλόξενο. Να μοιάζει με σκηνή από ταξιδιωτικό οδηγό. Να μένει στη μνήμη για πάντα και να μπορεί κάθε τόσο να επαναλαμβάνεται στην ιδανική θερμοκρασία. Και μέσα του να περιφέρεται ημίγυμνη μια άκρως ερωτική Ντενίζ.

Η αγαπημένη μου παραλία είναι το Φαληράκι. Αν γινόταν, θα ήθελα να ζω όλο το χρόνο εκεί. Τα νερά είναι ζεστά και γαλάζια, το μικρό καφενείο καλύπτει τις βασικές ανάγκες για καφέ ή πρόχειρο φαγητό, οι λουόμενοι και οι πελάτες μου χαρίζουν κάθε τόσο εν αγνοία τους θαυμαστές ιστορίες από τα διπλανά τραπέζια. Στα αποδυτήρια κρύβεται η Ντενίζ.

Παρατηρώ τα έπιπλα, τα βιβλία μου, τα σκονισμένα κεριά στα περβάζια, το παλιό πιάνο. Η κουζίνα με κοιτάζει, έτοιμη για όλα. Περιοδεύω μέσα στο σπίτι και ρουφάω λαίμαργα κάθε μόριο από το νησιώτικο αέρα του. Στην είσοδο του δωματίου μου βλέπω το χαλάκι με το ζωγραφιστό γαλάζιο κοχύλι. Τίποτα δεν είναι τυχαίο. Γι’ αυτό, Ντενίζ, να προσέχεις πού πατάς.

Στο μπάνιο, ξαφνικά, διακρίνω μια αναποδογυρισμένη κατσαρίδα. Την μαζεύω προσεκτικά με ένα χαρτομάντιλο και αποφασίζω να κάνω μια γενική καθαριότητα στο σπίτι. Μέχρι το βραδάκι ο τόπος θα ευωδιάζει και το κρεβάτι θα είναι στρωμένο όλο αναμονή με καθαρά λευκά σεντόνια. Ποια να’ ναι η αγαπημένη ώρα της Ντενίζ;

Η αλήθεια είναι πως γενικά δεν βγαίνω συχνά από το σπίτι. Προτιμώ να μένω εδώ, με ανοιχτή την πόρτα, και να περιμένω. Κάνω περισσότερη παρέα με τα βιβλία μου παρά με ανθρώπους. Άλλωστε, όλα όσα πόθησα ποτέ μόνο μέσα στις χάρτινες σελίδες τους τα βρήκα. Μοναδική εξαίρεση η Ντενίζ, που από την πρώτη κιόλας στιγμή μπήκε στη ζωή μου με κόκκινη φορεσιά, ζωγραφισμένη με πινέλο πάνω στον ασβέστη ενός ξένου σπιτιού, κυνηγημένη από μια κραυγή επιθυμίας που μόνο μια φαντασίωση θα μπορούσε ποτέ να εμπνεύσει.

Έρχομαι πάντα Αύγουστο στο νησί. Θέλω να κοιτάζω τη διπλή πανσέληνο και να σκέφτομαι πως την μοιράζομαι με τα μάτια εκείνου του κοριτσιού που ανάγκασε μια νύχτα έναν άγνωστο να κάνει σύνθημα την κραυγή του πόθου του κι έκτοτε ενσαρκώνει τον ιδανικό έρωτα για μένα. Εκείνη τη μοναδική Ντενίζ λοιπόν, τη συγκεκριμένη, την επιθύμησα από την πρώτη κιόλας στιγμή που την είδα να γεννιέται στα κρυφά από το χέρι του λιγνού και απόκοσμου εραστή της, την ώρα που τη στόλισε ζωγραφιά στον τοίχο του διπλανού δρόμου. Έβαφε, θυμάμαι, το όνομά της κι όσο τέλειωναν τα γράμματα τόσο πιο μαύρο γινόταν το βλέμμα του. Όσο τέλειωναν τα γράμματα, τόσο πιο βαθιά χωνόμουν κι εγώ στην κόλασή του, κρυφοκοιτώντας τον να αγαπά.

Αλίμονο. Αν συμβεί ποτέ να συναντηθούμε μπορεί και να μην την διακρίνω, μιας και γνωρίζω πολύ καλά πως για πάντα εκείνη την άλλη θα ζητάω, την άυλη, την ιδέα, εκείνη που τρύπησε την καρδιά του και τον έκανε να κρεμά τις νύχτες στους τοίχους το όνομά της σαν άηχη κραυγή. Αν όμως τύχει ποτέ και την ανακαλύψω, αν συνωμοτήσει το σύμπαν και βρεθούμε εμείς οι δυο, τότε το μόνο που θα της ζητήσω θα είναι να αλλάξουμε φορεσιά. Να ντυθώ επιτέλους την κατακόκκινη δική της, να γίνω Εκείνη και να τρέξω να τον βρω, Ντενίζ στη θέση της Ντενίζ του.

Αρέσει σε %d bloggers: