Daily Archives: 17 Νοεμβρίου, 2008
Η φωτογραφία που κοίταζε τη θάλασσα ΙΙ
Το ημερολόγιο χάνει ένα από τα σπουδαιότερα πλεονεκτήματά του όταν κάτι του κλέβει μια Κυριακή. Και η λύπη του είναι αξεπέραστη και οριστική. Ο ήλιος της Κυριακής δεν συγκρίνεται με κανέναν άλλο ήλιο. Λάμπει τόσο περήφανα που η θέση του στο χρόνο και η σειρά του μέσα στη βδομάδα τον κάνει απλώς ασυναγώνιστο. Γαλάζια σύννεφα ζωγραφισμένα πάνω σε μια χάρτινη σακούλα δεν είχα ξαναδεί ποτέ. Τα είδα για πρώτη φορά εκείνη την Κυριακή και κατάλαβα πως το μόνο που μπορεί να μετατρέψει μια τόσο ηλιόλουστη μέρα σε θλιβερή καθημερινή είναι αυτά τα μικρά σύμβολα της βροχής. Τα σύννεφα. Ειδικά όταν ξεκολλάνε από τον ουρανό και γίνονται διάκοσμος μιας αναμνηστικής εικόνας.
Ο τρούλος της εκκλησίας ήταν φωτισμένος. Ένας μεγαλοδύναμος Θεός μας κοιτούσε αυστηρά. Ολόγυρα, οι άγιοι και οι οσίες μας παρατηρούσαν σιωπηλά, με τα χέρια σταυρωμένα. Ακίνητες φιγούρες, όπως κι εμείς. Μπροστά από το ιερό, πάνω σε ένα ανθοστόλιστο τραπέζι με λευκή κεντητή φορεσιά στεκόταν μια φωτογραφία. Ένας άντρας χαμογελούσε ανυποψίαστος σε μια χαμένη στιγμή του χρόνου, κοιτάζοντας στα μάτια το φακό. Ήταν δεν ήταν σαράντα χρονών, ωραίος άντρας, στο φόρτε της δύναμής του. Την είχε κερδίσει κάποτε αυτή τη μικρή στιγμή, ήταν δική του, χαμογελαστή, μα σήμερα φαινόταν ελάχιστη κι ανήμπορη για ο, τιδήποτε άλλο πέρα από την υπενθύμιση της παγιωμένης πόζας. Τον κοίταζα να προβάρει το παλιό καλό χαμόγελό του κι ένιωθα πως το φως από τα περίτεχνα βιτρό επικεντρωνόταν με πείσμα στην αλλοτινή άγνοιά του, που πλέον δεν ήταν παρά μια άχρηστη, λυπημένη στιγμή.
Ύστερα το τραπέζι ξεστρώθηκε, η ομήγυρη διαλύθηκε, κι εκείνος ακολούθησε πειθήνια τον κόσμο που σκορπίστηκε κρατώντας στο χέρι μια μικρή χάρτινη σακούλα γεμάτη γαλάζια σύννεφα και το όνομά του. Έφυγε κι αυτός μαζί, εξακολουθώντας να χαμογελάει, όπως και πριν. Σίγουρος και προστατευμένος, ανάμεσα σε οικείους και αγαπημένους. Υπάκουος και συγκαταβατικός σε όλα. Υπέροχα παρών ακριβώς επειδή μόνο η απουσία του υπήρχε πια ανάμεσά τους και αυτό όλοι το ήξεραν, κι αυτό τους έδενε όλους.
Όταν ο κόσμος κάθισε στο γειτονικό καφενείο και οι παρέες άρχισαν να συζητούν μεταξύ τους, κατέφθασε Εκείνη. Μεγαλοπρεπής και όμοιά του. Δυο πρόσωπα σε ένα. Αγέρωχη μέσα από το ανέκφραστο βλέμμα της. Λιτή και αξιοζήλευτη. Ευθυτενής και υπέρκομψη μεσόκοπη γυναίκα. Παράξενα ήρεμη και καθησυχαστική. Ξένη.
Κοίταξε γύρω της για μια στιγμή, χαιρέτισε ευγενικά τον κόσμο κι έπειτα πήρε θέση ανάμεσα στους πολλούς. Μοίρασε φιλικά χαμόγελα και φευγαλέα αγγίγματα στο χέρι. Σε πολλά χέρια. Ήπιε καφέ και κονιάκ, τσίμπησε παξιμάδι. Σε μια στιγμή, ίδια με εκείνη την τρομερή στιγμή του ακινητοποιημένου χαμόγελου, η φωνή της αντήχησε σταθερή και ζεστή πάνω από όλες τις φωνές. «Εδώ, να βλέπει τη θάλασσα», είπε με απλότητα και έστρεψε την ασημένια κορνίζα με τη φωτογραφία του γιού της προς το παράθυρο με θέα το Σαρωνικό.
Για λίγο έπαψα ν’ ακούω τις φωνές. Ένιωσα πως το σώμα μου αναποδογυριζόταν, το μέσα έβγαινε έξω και το περίβλημα δεν έφτανε να συγκρατήσει τη λύπη μου. Ένιωσα ακάλυπτη κι εκτεθειμένη –σε αυτό που όλοι οι άνθρωποι φοβούνται και κανείς δεν απέφυγε ποτέ. Τα γαλάζια σύννεφα της χάρτινης σακούλας γέμισαν τα μάτια μου με θολούρα και υποσχέσεις νεροποντής.
Ο καιρός κρατάει πάντα τις υποσχέσεις του, ακόμα κι αν είναι απλώς ζωγραφισμένος πάνω σε ένα χαρτί. Η καταιγίδα ήρθε. Το μπουρίνι ξέσπασε ορμητικά και σάρωσε τις μάταιες λέξεις με μανία. Τίποτα δεν έμεινε όρθιο, το υγρό στοιχείο έπνιξε τα πάντα με το σπουδαίο τρόπο που αρμόζει σε μια μεγάλη, καταστροφική θάλασσα. Το νερό της λύπης ήρθε σαν δώρο κάθαρσης κι έπλυνε τα πλανταγμένα σπλάχνα μου από τον καημό της αναπόφευκτης ανθρώπινης μοίρας.
Μετά την αλμυρή καταιγίδα η όρασή μου επανήλθε κουρασμένη. Κοίταξα και πάλι τον ουρανό μέσα από το παράθυρο με θέα το Σαρωνικό και είδα πως ήταν καθαρός και ξέγνοιαστα γαλάζιος. Παραξενεύτηκα γιατί ο καιρός των ανθρώπων φαινόταν σαν να μην είχε αλλάξει ποτέ. Όλα έδειχναν φυσιολογικά, κι όλα φαίνονταν απίστευτα μάταια. Ο ήλιος έλαμπε κυριακάτικα και πάλι, ανενόχλητα κίτρινος, υπεράνω όλων. Η καταστροφή είχε περάσει σαν τυφώνας. Οι εικόνες της θεομηνίας είχαν πετάξει μακριά, σαν αποδημητικά πουλιά την ώρα που φεύγουν. Το ίδιο και τα γαλάζια σύννεφα της χάρτινης σακούλας, που πάνω έγραφε Δημήτρης.