Daily Archives: 18 Νοεμβρίου, 2008

Silence is sexy

pictures-058

Όπως επίσης:

Το τσιγάρο πιασμένο βαθιά ανάμεσα στα δάχτυλα, και όχι στην άκρη.

Τα λευκά πουκάμισα που αφήνουν να φανεί ένα ίχνος λαιμού.

Τα ίσια μακριά μαλλιά πιασμένα πίσω.

Ο δισταγμός.

Το πολύ κοντοκουρεμένο κεφάλι.

Το άρωμα D&G στο μπλε βελούδινο κουτί.

Το σώμα που διαγράφεται μέσα από ένα t-shirt.

Η φωνή όταν την ψάχνεις ανάμεσα στον ψίθυρο και στο μουρμουρητό.

Το βλέμμα κάποιου που κομπλάρει.

Η έλλειψη αυτοπεποίθησης.

Τα ωραία δάχτυλα.

Το χαμηλόφωνο γέλιο μέσω τηλεφώνου. 

Το βλέμμα που εστιάζει στα χείλη. 

Η ανάσα ανάμεσα σε δύο φιλιά.

Η γενναιοδωρία.

Τα μοντέλα του Τσαρούχη.

Τα σκούρα χρώματα.

Το γεγονός ότι κάποιος παραμένει άγνωστος.

Τα σκοτεινά μάτια που ξέρουν όμως να χαμογελούν.

Τα ξεβαμμένα τζιν.

Το καθαρό ποτό σε κοντό ποτήρι στο χέρι του.

Η επιμονή.

Ο ενικός αριθμός.

 

(Einsturzende NeubautenSilence Is Sexy)

Technicolor Ιουλιέττα ΙΙ

Έξω από το τρένο το τοπίο έμοιαζε με πίνακα σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Αποθήκες-τέρατα, βρώμικες εργατικές κατοικίες, πανομοιότυπα προκάτ γκαράζ, πολυκατοικίες-κουτιά που ξεδιπλώνονταν ανιαρά κάτω από έναν σαχλό ουρανό. Τα γκρίζα σύννεφα έφτυναν σταγονίδια βροχής καθώς οι σταθμοί ξεμάκραιναν κι άλλαζαν ονόματα χωρίς ίχνος αμηχανίας. Η διαδρομή από το Λουξεμβούργο προς τις Βρυξέλλες ήταν καταπράσινη. Που και που, μέσα από τα δέντρα με τα παχιά φυλλώματα ξεπρόβαλλαν εγκαταλελειμμένα κτίσματα με καφετί λιγδιασμένους τοίχους και παράθυρα με σπασμένα τζάμια που έχασκαν σαν ξεδοντιασμένα στόματα.

 

Το τρένο άλλαζε ράγες με θόρυβο και τρανταζόταν δυνατά. Μια ηλικιωμένη κυρία από το πίσω κάθισμα ξεφώνιζε τρομαγμένη κάθε λίγο και λιγάκι. Μετά από κάθε αλλαγή ησύχαζε. Στο χωριό Μ. η αποβάθρα ήταν έρημη. Κανείς δεν επιβιβάστηκε στο τρένο. Κάνα δυο κοράκια πέταξαν βιαστικά πάνω από τα έλατα, κι αυτό ήταν το μοναδικό ίχνος ζωής σε αυτό το σημείο της γης. Φεύγοντας παρατήρησα μια αφύσικα παχύσαρκη ξανθιά κοπέλα καθισμένη σε ένα παγκάκι να κοιτάζει προσεκτικά την οθόνη του κινητού της. Φορούσε ένα γαλάζιο φουλάρι στο λαιμό κι έδειχνε απελπιστικά αδιάφορη –τόσο για τον κόσμο γύρω της όσο και για τον ίδιο της τον εαυτό. Το μόνο που θα μπορούσε κανείς να συγκρατήσει από την εικόνα της ήταν προφανώς το φουλάρι της και τίποτε άλλο.

 

Κάτω από τις τσιμεντένιες γέφυρες τα μεγάλα χρωματιστά γκράφιτι έστελναν μηνύματα στο περαστικό υπερπέραν. Η εμβέλειά τους ελάχιστη, η ταχύτητα του τρένου ικανή για όλα. Μάταιη τέχνη, ακυρωμένη από το υπερσύγχρονο επίτευγμα της βελγικής τεχνολογίας που με κουβαλούσε στα σπλάχνα του γενναία, αλλάζοντας τις χώρες σαν τα πουκάμισα. Στα λιβάδια έβοσκαν ήσυχες αγελάδες και μερικά πρόβατα. Οι βουκολικές σκηνές του είδους μου φέρνουν αηδία. Αν μπορούσα θα ξέρναγα στο ανέγγιχτο πράσινο χορτάρι και μάλιστα χωρίς την παραμικρή, στοιχειώδη έστω, τύψη για το βανδαλισμό μου.

 

Ο αναίσχυντα βρωμιάρης βέλγικος ουρανός σκέπαζε τη διαδρομή χωρίς οίκτο, επιδεικνύοντας καμαρωτά τα αδίστακτα σύννεφά του που παρεμπόδιζαν με μεγάλη επιτυχία κάθε προσπάθεια φωτισμού του τοπίου. Έξω από τα μικρά χωριά κοίταζα τα σπίτια με τις καλοβαλμένες αυλές και τις χαρωπές κούνιες πίσω από τους θαμνωτούς φράχτες. Σκέφτηκα πως τελικά υπάρχουν και χειρότερα από τις πολυκατοικίες-σπιρτόκουτα κι αυτή η ιδέα με ανακούφισε κάπως. Πιο κάτω, μερικά λευκά παρκαρισμένα τροχόσπιτα που έσκαγαν από ευτυχία επικύρωσαν την αμέσως προηγούμενη σκέψη.

 

Σε ένα ξέφωτο είδα ένα δέντρο χωρίς φύλλα, μόνο με γυμνά κλαδιά. Οι Ινδοί λένε πως τα γυμνά δέντρα είναι αρσενικά. Φαινόταν ξερό, μπορεί όμως και να μην ήταν. Ανάμεσα στις αναμαλλιασμένες κλάρες του υπήρχε πλεγμένη μια φωλιά πουλιών. Υπέροχο θέαμα, σκέφτηκα και προσπάθησα να ξεβουλώσω τα ενοχλητικά μπουκωμένα αυτιά μου.

 

Καθώς περνούσε η ώρα το φως λιγόστευε και το είδωλό μου με κοιτούσε νυσταγμένο μέσα από το τζάμι. Παρατήρησα για λίγο το πρόσωπό μου. Ήμουν ο καθρέφτης της κούρασης. Κόκκινα τρένα πηγαινοέρχονταν εδώ κι εκεί, λερώνοντας με αυθάδες χρώμα το σκυθρωπό περιβάλλον της ξεδιάντροπα βελγικής επαρχίας. Τα παγκάκια στους σταθμούς ήταν επίσης κόκκινα. Το πηλίκιο του ελεγκτή που στεκόταν στην αποβάθρα είχε μια κόκκινη γραμμή ανάμεσα στις γκρίζες ρίγες του. Παραπάει για σύμπτωση, σκέφτηκα κοιτάζοντας το ρολόι μου. Για καλή μου τύχη, το τρένο τσούλησε απαλά πάνω στις ράγες του κι η εικόνα εξαφανίστηκε αμέσως.

 

Κορμοί δέντρων στοιβαγμένοι εδώ κι εκεί, μια παλιά σκουριασμένη τροχαλία, ένα φανάρι που έδειχνε κόκκινο και φαινόταν εντελώς παράλογο μέσα σε αυτή την ερημιά, σκηνές που τρέχανε με φόρα εναλλάσσονταν αστραπιαία έξω από το παράθυρό μου. Ήπια μια μικρή γουλιά από το μπουκαλάκι με το νερό μου και σκέφτηκα πως καλύτερο νερό από του Λουτρακίου δεν υπάρχει στον κόσμο. Για μια στιγμή ένιωσα σαν την ξενιτεμένη Ρωσίδα του ανεκδότου, που δεν ξεχνά ποτέ την αγαπημένη της πατρίδα παρόλο που έκανε το παν για να καταφέρει να την εγκαταλείψει.

 

Πάνω από την πόρτα του βαγονιού αναβόσβηνε διαρκώς μια φωτεινή επιγραφή: «Ψάχνετε για δουλειά; Η σιδηροδρομική υπηρεσία κάνει προσλήψεις!». Μού’ ρθε να βάλω τις φωνές του Μουνχ. Δίπλα ακριβώς έγραφε πως απαγορεύεται το κάπνισμα. Τελικά η κούρασή μου πρέπει να ήταν κυρίως ψυχική, με τόσες δοκιμασίες μαζεμένες μέσα σε ένα βαγόνι.

 

Αφού ο ουρανός δεν έχει χρώμα, σκέφτηκα σε μια στιγμή, πως είναι δυνατόν να βλέπω να ροδίζει ένα γλυκό ηλιοβασίλεμα στην άκρη του ορίζοντα; Η δύναμη της φαντασίας είναι ανάλογη με τη δύναμη του έρωτα, μου ψιθύρισε μια αόρατη νεράιδα που διασταυρώθηκε η πτήση της με τη διαδρομή του τρένου. Βολεύτηκα καλύτερα στο κάθισμά μου κι ετοιμάστηκα για το επόμενο παραμύθι της καλής νεράιδας.

 

Κι άλλα γελάδια παραταγμένα στη σειρά στην άκρη ενός κάμπου. Κι άλλες αποθήκες που έμοιαζαν με τα κοτέτσια έξω από τα Μέγαρα. Τρία άλογα έτρεχαν καμαρωτά το ένα πίσω από το άλλο. Μα που βρίσκομαι; Το τρένο πέρασε πάνω από μια μεγάλη εθνική οδό. Θυμήθηκα το όνειρο με τον Μ., που τον είδα να απλώνεται σαν ολόλευκο σεντόνι  πάνω από μια αντίστοιχη εθνική οδό και σκέφτηκα πως παρόλο που ήταν λευκό πάνω του μπορούσα να διαβάσω όλη την αλήθεια της ζωής μου.

 

Ταχυδρομεία, γήπεδα ποδοσφαίρου, πυριτιδαποθήκες, κυλινδρικά δεμάτια ξερόχορτων, ξέφωτα μέσα στην ξεραΐλα, το στομάχι μου κιμάς κι οι σκέψεις μου ξηλωμένες. Έφτασα στην πόλη Ν. Σκέφτηκα: «Είμαι μια πλαστική Ιουλιέττα μέσα στο σιδερένιο κάστρο της. Ο κόσμος γύρω μου χαλί να τον ποδοπατήσω. Και ράγες να τις γλιστρήσω.».

 

Η διαδρομή δεν τελείωσε εκεί, απλώς δεν άντεξα άλλο την παρατήρηση και την περιγραφή της. Έγειρα στο κάθισμα και βυθίστηκα σε έναν βαθύ και λυτρωτικό ύπνο. Αφήνοντας πίσω μου τα θλιβερά τοπία ένιωσα την ανακούφιση του φυλακισμένου που ανακάλυψε τρόπο διαφυγής από το μικροσκοπικό κελί του. «We’ll always have Brussels», σκέφτηκα, κι αυτό δεν είναι λίγο.

Στις 21.11΄ έφτασα στον προορισμό μου, άνοιξα τα μάτια κι η ζωή ξανάγινε πραγματικότητα.

 

Αρέσει σε %d bloggers: