Μαντάμ Ορτανσία ΙΙ
Κάθε απόγευμα, γύρω στις έξι, η Μαντάμ Ορτανσία βγαίνει με αργόσυρτο βήμα στο μπαλκόνι της φορώντας κάποιο λουλουδάτο φόρεμα κι έχοντας χτενίσει προσεκτικά τα μαλλιά της. Κάθεται στην ξύλινη καρέκλα-θρόνο που την περιμένει καρτερικά και πιάνει αμέσως κουβέντα με έναν αόρατο συνομιλητή που στέκεται απέναντί της. Πάντα ο ίδιος. Μερικές φορές η συζήτηση κινείται σε ανεβασμένους τόνους και τότε τα ισχνά χέρια της φαίνονται να ανεμίζουν σαν κλαδάκια στον άνεμο καθώς χειρονομεί αγανακτισμένη, προσπαθώντας μάταια να ξορκίσει κάποιο άγνωστο κακό ή να κατακτήσει ένα χαμένο δίκιο.
Η Μαντάμ Ορτανσία αποφοίτησε από τη Σχολή Ευγένειας του νησιού πάμπολλα χρόνια πριν, με γενικό βαθμό πτυχίου «Άριστα Δέκα». Εκεί διδάχτηκε σαβουάρ βιβρ, κίνηση, υπομονή κι ευαισθησία. Αυτά τα πράγματα διδάσκονταν κάποια εποχή, αλλά από τότε που έκλεισε το συγκεκριμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα αποτελούν πλέον αξίες υπό εξαφάνιση. Καθώς εκείνη είχε την τύχη να προλάβει τον κατάλληλο καιρό και τις τάσεις της αγοράς, κατάφερε να εξασφαλίσει κάθε απαραίτητο εχέγγυο για μια καθωσπρέπει ζωή.
Η Μαντάμ Ορνανσία πέρασε τον καιρό της καλλωπίζοντας με χάρη το σπίτι και τον εαυτό της. Από το μπαλκόνι της, το άρωμα λεμονιάς που τυλίγει μαντήλι στο λαιμό της κάθε πρωί, κατεβαίνει σαν μεταξωτό σεντόνι στην πλατεία και ψάχνει ιππότη να του δέσει κόμπους και ν’ ανεβεί στο μπαλκόνι της μοναξιάς της. Καθώς οι ιππότες της πλατείας παραμένουν άφαντοι μέχρι τώρα, η Μαντάμ Ορτανσία συνεχίζει να περιμένει καρτερικά και να ανανεώνει καθημερινά τις μυρωδιές στα μαντηλάκια της και τα λουλούδια στα φορέματά της.
Η Μαντάμ Ορτανσία ζει ολομόναχη. Το φόντο της ζωής της, μέσα από το ξύλινο πατζούρι, φαίνεται να είναι μια σταθερή απουσία ή ίσως κάποια είδηση που άργησε να έρθει και τελικά δεν φάνηκε ποτέ. Τίποτα δεν κινείται πίσω από την αιθέρια κουρτίνα που ανεμίζει σαν καπνός μέσα από μισάνοιχτο στόμα. Μόνο οι συζητήσεις με τον αόρατο φίλο της φαίνεται να κινούν τα νήματα της ζωής της. Αυτά τα μισοειπωμένα και μισοακουσμένα λόγια δεν στερεύουν ποτέ. Ζωντανεύουν κάθε μέρα το πέτρινο μπαλκόνι της με κέφι κι ωθούν τα χέρια-κλαδιά να υψώνονται ακούραστα προς τον ουρανό και να μετακινούν τα σύννεφα σαν τραπουλόχαρτα φτιαγμένα από ριζόχαρτο.
Η Μαντάμ Ορτανσία δεν δείχνει ποτέ θλιμμένη ή μελαγχολική. Ξέρει να παρουσιάζεται και να στέκεται με τρόπο που δεν κινεί υποψίες. Το βλέμμα της πέφτει αγέρωχο στο πλακόστρωτο και χαιρετά με τακτ τους περαστικούς που πάνε βόλτα. Μερικές φορές, καθώς μετακινείται στο μπαλκόνι, τα μικρά βήματά της έχουν την κομψότητα της περπατησιάς που μόνον οι γκέισες κατέχουν πια ενώ οι κλεφτές ματιές της στα νευρικά περιστέρια της γειτονιάς κρύβουν το στακάτο ρυθμό μιας όπερας. Ανέκαθεν άλλωστε, η Madame Butterfly αποτελούσε την αγαπημένη της μελωδία, κι από παιδί ήξερε πως αυτός ο ρυθμός θα την ακολουθούσε μέχρι το τέλος της ζωής της. Που αργεί πολύ να έρθει, ευτυχώς ή ατυχώς.
Η Μαντάμ Ορτανσία φαίνεται κάπως κουρασμένη τώρα τελευταία. Το γλυκό σούρουπο της κάθε μέρας τη βρίσκει να χασμουριέται διακριτικά -πέρασε ο καιρός, οι αντοχές δεν είναι αυτό που ήταν κάποτε. Ο αόρατος φίλος της φεύγει πάντα κατά τη δύση του ήλιου με τον τρόπο που φεύγουν οι ψυχές μετά τις σαράντα μέρες. Ακροπατώντας αέρινα προς το σκοτάδι που σκεπάζει την άκρη του στενού, κι αφού πρώτα της φιλήσει το χέρι με το σεβασμό που της αρμόζει, χάνεται σαν σύννεφο που πάει ήσυχο για ύπνο στον ουρανό.
Η Μαντάμ Ορτανσία, ολομόναχη πια, κάνει τον απολογισμό της σημερινής κουβέντας, βάζει τις ιδέες της στη θέση τους, κλείνει προσεκτικά τα συρτάρια του μυαλού της και αποχωρεί από το μπαλκόνι της με δαντελένια χάρη. Σφαλίζει την εξώπορτα και τις σκέψεις της, μανταλώνει το πατζούρι και τραβά την αέρινη κουρτίνα. Το κρεβάτι την περιμένει στρωμένο με λευκά κεντητά σεντόνια και πολύχρωμα όνειρα σταυροβελονιά, κληρονομιά από παλαιότερες γενιές, που γνώριζαν με ανυπέρβλητη δεξιοτεχνία την τέχνη της βελόνας και του νήματος της ζωής.
Η Μαντάμ Ορτανσία αποκοιμιέται αραχνοΰφαντα χαμογελώντας μέχρι το επόμενο πρωί. Τα όνειρά της είναι γεμάτα αγγελούδια που ζωγραφίζουν στην πλάτη της λουλούδια και ιππότες που σπάνε το φράγμα του ήχου και σκαρφαλώνουν στο μπαλκόνι της από το άπειρο πουθενά. Αυτή η γυναίκα είναι μια γυναίκα-αξία, απαραίτητη και πολύτιμη για το νησί, καθώς η καθημερινή παρουσία της στο μπαλκόνι εγγυάται πως ο κόσμος παραμένει ίδιος με αυτόν που οι άνθρωποι άφησαν και χτες, λίγο πριν πάνε για ύπνο, και την επόμενη μέρα τον ξαναβρίσκουν απαράλλαχτο να τους περιμένει για το επόμενο επεισόδιο της ζωής τους.
(David Byrne and Brian Eno – Regiment)
Posted on 19 Νοεμβρίου, 2008, in Χωρίς κατηγορία and tagged Διηγήματα, Στο νησί των Φαιάκων. Bookmark the permalink. 2 Σχόλια.
Ασπαζομαι την δεξια σας Μανταμ.(Με τον δεοντα σεβασμο)
@vinumbonum
Πού χάθηκες εσύ??? Σου έχω θυμώσει.
Τόσες μέρες κι ούτε μιλιά…
Έτσι κάνει ο κόσμος?…