Daily Archives: 28 Νοεμβρίου, 2008

Τρεις γυναίκες II

Η Τζοάννα, η Φρίντα και η Σύλβια είναι τρεις φίλες που ζουν στο Λουξεμβούργο και περνούν τον καιρό τους προσπαθώντας να αποδείξουν ότι πάντοτε εννοούν κάτι άλλο από αυτό που λένε. Η Τζοάννα είναι μουσικός, η Φρίντα ζωγράφος και η Σύλβια ποιήτρια. Το πρωί, πολύ νωρίς, κατεβαίνουν στο κέντρο της πόλης για να πιουν το καυτό τσάι τους στο Café Namur, δοκιμάζοντας ταυτόχρονα μικρές τάρτες φράουλα και σοκολάτα. Καμιά φορά ενδίδουν στον πειρασμό και παραγγέλλουν κάποιο φρεσκοψημένο γλυκάκι με γλάσο λεμόνι και μπόλικη ζάχαρη άχνη. Όλο το πατάρι αντηχεί από τις συζητήσεις και τα γέλια τους και συχνά οι τρεις φίλες φέρνουν σε πολύ δύσκολη θέση τα κομψοντυμένα γκαρσόνια που παρακαλούν σιγανά να αδειάσει επιτέλους το τραπέζι με τις παράξενες αυτές κυρίες που απαγγέλουν ποιήματα και λερώνουν τα βελούδινα καθίσματα με νερομπογιές και νότες.

Το μεσημέρι, γύρω στις δώδεκα, οι τρεις φίλες κατεβαίνουν για βόλτα στο Grund όμως η τρομερή υγρασία του τοπίου σύντομα τις αναγκάζει να κουμπώσουν τα μακριά μάλλινα παλτά τους, να κουκουλώσουν τα κεφάλια με τις πλεχτές εσάρπες τους και να εγκαταλείψουν το ποτάμι για να συνεχίσουν με έναν μικρό περίπατο στα στενάκια της παλιάς πόλης, γύρω από το παλάτι και την υπαίθρια αγορά λουλουδιών. Πιασμένες αγκαζέ και ψιλοτουρτουρίζοντας περιπλανιούνται χωρίς να βιάζονται να φτάσουν κάπου. Περιφέρονται εδώ κι εκεί σχολιάζοντας τον καιρό του Μεγάλου Δουκάτου, τις εξελίξεις στην ταραγμένη ζωή της παχύσαρκης δούκισσας Μαρίας Τερέζας και τα νέα ασφαλιστικά μέτρα στις ντόπιες τράπεζες που με εντελώς αυθάδη τρόπο κλέβουν τους φόρους των εργαζομένων μετατρέποντάς τους σε κέρδος για τις διεθνείς εταιρείες μάρκετινγκ.

Το απόγευμα, μετά από μια μικρή παύση για ένα μπολ καυτή σούπα και μια φέτα ξεροψημένο ψωμί με βούτυρο στο παραδοσιακό Interview, επιστρέφουν στη μικρή σοφίτα τους και χαζεύουν τη θέα πάνω από το πάρκο του Merl. Η Τζοάννα παίζει κάτι στο πιάνο ή στην άρπα της και η Σύλβια γράφει τους στίχους για το νέο της ποίημα. Στο βιβλίο με τα ποιήματα η Φρίντα θα προσθέσει τις ζωγραφιές της, γεμίζοντάς το με κόκκινες και πορτοκαλί πινελιές, εξωτικά λουλούδια και καταπράσινους παπαγάλους. Κοιτώντας τη λίμνη στη μέση του πάρκου, καμιά από τις τρεις δεν θα μπορούσε να αντισταθεί στον πειρασμό να ταΐσει τις λευκές πάπιες και τους κύκνους με ξεροκόμματα ψωμιού κι έτσι οι τρεις φίλες φορούν αμέσως τα καπέλα τους, κατεβαίνουν προσεκτικά τα πέτρινα σκαλιά του μεσαιωνικού κτιρίου που φιλοξενεί το διαμέρισμά τους στη συμβολή των οδών 10ης Σεπτεμβρίου και Pierre Dupont και φτάνουν ως το ζωηρό γρασίδι στις όχθες της λίμνης.

Αρκετή ώρα μετά, κατά το σούρουπο, ένα ποτήρι κόκκινο κρασί και ένα αρχαίο πιάνο τις φέρνουν στο πάλαι ποτέ Art Cafe, όπου συναντούν τη Rosa Luxembourg, τη Niki de Saint Phalle και τον Frank Wilhelm καθισμένους στο γωνιακό τραπέζι κι έτοιμους για μια παρτίδα ντάμα. Η νύχτα περνά με φωνές και μεθυσμένα λόγια, με φιλοσοφίες και ανοησίες, με γέλια και κατσουφιάσματα. Η παρέα είναι η ψυχή του μαγαζιού και μόλις λίγο πριν το ξημέρωμα, ένα τελευταίο ποτήρι πόρτο κλείνει τη νύχτα, κερασμένο από τον γηραιό ιδιοκτήτη που επιτέλους θα μπορέσει να γυρίσει στο σπίτι του, να χωθεί κάτω από το ζεστό πάπλωμά του και να ονειρευτεί πως ζει μια εντελώς διαφορετική ζωή σε μια εξωτική ζεστή χώρα, ας πούμε στην Ελλάδα.

Οι τρεις φίλες επιστρέφουν τρεκλίζοντας στη σοφίτα τους και περιμένουν το πρώτο φως της μέρας. Σε λίγο το φεγγάρι κρύβεται πίσω από τα θολά σύννεφα του λουξεμβουργέζικου ουρανού και τα πουλιά του πάρκου αρχίζουν σιγά σιγά να τραγουδούν. Η μέρα χαράζει δειλά και γλυκά. Κλείνοντας τότε τις βαριές μπλε κουρτίνες, οι τρεις γυναίκες πιάνονται χέρι χέρι και βυθίζονται στα πιο παγωμένα όνειρα του βορρά. Η Τζοάννα, η Φρίντα και η Σύλβια, με ξυλιασμένα δάχτυλα και χαμογελαστά πρόσωπα καλωσορίζουν ένα καινούριο όνειρο σε τρεις διαφορετικές εκδοχές. Την επόμενη μέρα μια μελωδία, μια ζωγραφιά κι ένα ποίημα έρχονται στον κόσμο.

Female Author (Σύλβια Πλαθ)

All day she plays at chess with the bones of the world:
Favored (while suddenly the rains begin
Beyond the window) she lies on cushions curled
And nibbles an occasional bonbon of sin.

Prim, pink-breasted, feminine, she nurses
Chocolate fancies in rose-papered rooms
Where polished higboys whisper creaking curses
And hothouse roses shed immortal blooms.

The garnets on her fingers twinkle quick
And blood reflects across the manuscript;
She muses on the odor, sweet and sick,
Of festering gardenias in a crypt,

And lost in subtle metaphor, retreats
From gray child faces crying in the streets.

(Joanna Newsom: Cosmia)

Αρέσει σε %d bloggers: