Monthly Archives: Ιανουαρίου 2009
Η μπαλάντα της σκόνης
Ανάμεσα σε δυο σκιές πλαγιάζει λυπημένη
η πείνα σου για το τίποτα
επειδή είσαι μικρή κι ευλύγιστη σα μουσική δίχως λόγια
κι έτσι πάντα κάποιον περιμένεις κάτω απ’ τα φώτα δίχως να κάθεσαι
δίχως να υποφέρεις απ’ τα δευτερόλεπτα.
Εγώ κι η κόρη μου θα παντρευτούμε λοιπόν
μέσα σε μια ανήλιαγη κρεββατοκάμαρα και μέσα σ’ αυτή τη δαπανηρή ταξινόμηση των πραγμάτων,
θα παντρευτούμε αφού υπάρχουν όλες οι ανέσεις κι ο ηλεκτρισμός
που μας περιμένει σαν ένα φίδι στην τρύπα του
κι η σκόνη που μας προστετεύει σαν αυστηρή μητέρα
κι οι τυφλοί περίπατοι του νερού σ’ έναν πρωινό κήπο
όπου η κόρη μου την επομένη του γάμου μας
θα πλένει τα ρούχα και τα ματωμένα σεντόνια.
Ανόητη σκόνη, απευθυνόμαστε στο Θεό μας στον ενικό
αλλά μ’ εσάς θα μεταχειριστώ την ευγένεια εκείνου που κινδυνεύει.
Αν είσαστε πραγματική κυρία θα σας εξηγούσα το γιατί
ένα ξέσπασμα παιδικού θυμού μπορεί να διακόψει τον απογευματινό σας ύπνο
και γιατί η μονοτονία της ντροπής μου επιμένει να σας αφιερώσει αυτό το δυσνόητο ποίημα.
(Ευγένιος Αρανίτσης)
(Ms. John Soda – No. One)
(το κείμενο αφιερώνεται σε όσους ζουν με ψευδαισθήσεις ασφάλειας)
Το ταξίδι της Μπαρμπαρέλα
(Essence of Man)
Το σωτήριον έτος 40.000 μ.Χ. η υπεραστροναύτης Μπαρμπαρέλα, έξυπνη, δυνατή και σέξι, διασχίζει το Διάστημα για να περάσει τις διακοπές της σε κάποιο όμορφο τοπίο του Σύμπαντος. Ο πρόεδρος της Γης όμως της αναθέτει να βρει τον Ντουράν Ντουράν, ένα γήινο επιστήμονα, ο οποίος πριν από μερικά χρόνια είχε εξαφανιστεί, παίρνοντας μαζί του το μυστικό ενός πανίσχυρου όπλου. Η Μπαρμπαρέλα, όμως, ναυαγεί στον παράξενο πλανήτη Λιθίον και τότε αρχίζουν γι’ αυτήν μια σειρά επικίνδυνες περιπέτειες.
Στο μυστήριο αυτό πλανήτη η Μπαρμπαρέλα αγνοεί επιδεικτικά τους νόμους της βαρύτητας και κάνει το πιο αισθησιακό στριπτίζ της ιστορίας του σινεμά (Τζίλντα, κλείσε τ’ αυτιά σου), κατατροπώνει τις πιο σατανικές μηχανές του διαστήματος απολαμβάνοντας συγκλονιστικούς οργασμούς (Σάλι, ξαναδούλεψέ το), λανσάρει τα εντυπωσιακότερα σουτιέν-υπερόπλα-made-of-silver (Ζαν Πωλ, μην το μάθει η Μαντόνα!), γράφει στην εντέλεια στις οθόνες των ολογραμμάτων με ακίνητη μπούκλα-φίδι (Μέδουσα, άξια απόγονός σου η μικρή Τζέην) και γοητεύει λυτούς και δεμένους με την προκλητική της αφέλεια και το νυμφιδιακό της ταμπεραμέντο (Kylie, έχεις πρόβα).
To εντυπωσιακότερο είναι όμως πως, μέσα στο ζαλισμένο χαρέμι των θεϊκών φιλενάδων της, η πιο σκανδαλιστική ύπαρξη του γαλαξία είναι η μόνη που δεν εντυπωσιάζεται ιδιαίτερα από τη Μυρωδιά του Άντρα. Το αγοράκι-παιχνίδι στη γιγάντια γυάλα έχει πλέον κάθε λόγο να κολυμπά στο δάκρυ του δια παντός. Η Μπαρμπαρέλα το τσάκισε κάτω από τους ασημένιους κοθόρνους της με ένα παραξενεμένο χαμόγελο διαστημικής αδιαφορίας.
Όσα δεν μπορούν να κάνουν οι περισσότερες γυναίκες του γαλαξία, η Μπαρμπαρέλα μπορεί να τα κάνει μόνο με το βλέμμα. Και δεν ντρέπεται καθόλου γι’ αυτό. Υπάρχει ικανότερος λόγος για να ερωτευτεί κανείς;…
(The orgasm of Barbarella in the excessive machine)
Τις Τετάρτες βερμούτ και σέηκ
Είναι παράξενη μέρα η Τετάρτη. Θα μπορούσε να είναι μέρα μισή. Κομμένη στα δύο. Παρόλα αυτά, έχει ωραίο όνομα και στέκεται λυγερή μέσα στη βδομάδα.///Οι νυχτερινές εμπνεύσεις μου το πρωί κοιμούνται. Περνάει η μέρα κι αυτές συνεχίζουν να τεμπελιάζουν κάπου όπου δεν μπορώ να τις βρω. Εκνευριστικό παιχνίδι, σαν το μάσημα τσίχλας του διπλανού στο λεωφορείο.///Ονειρεύτηκα μια σκοτεινή γυναίκα που περπατούσε στο δρόμο κρατώντας από το χεράκι το μωρό παιδί της. Ήταν ένα πεντάμορφο παιδί-χταπόδι. Μετά βρέθηκα στο νησί, όπου κάθισα σε ένα εστιατόριο-καράβι στολισμένο με κίτρινα λαμπιόνια και περίμενα να κοπάσει κάπως ο αέρας για να αρχίσω να επιδιωρθώνω τη σπασμένη καρίνα του. Δεν έφαγα τίποτα γιατί τα φαγητά είχαν πολύ εχθρικό βλέμμα.///Κοιτάζω τον υποτονικό ήλιο που ψυχορραγεί έξω από το παράθυρό μου και σκέφτομαι πως η υπομονή και η ψυχραιμία μου δοκιμάζονται σκληρά. Ανώφελες σκέψεις, περιττές.///Θέλω να δω μια ταινία του 60 με το Νίκο Κούρκουλο και τη Ζωή Λάσκαρη. Αυτός θα φοράει σκούρο κοστούμι με τσάκιση λεπίδα, κι εκείνη μίνι φουστανάκι και λευκές χοντροτάκουνες γόβες. Θα χορεύουν σέηκ σε ένα υπόγειο καμπαρέ πίνοντας βερμούτ και καπνίζοντας με μοιραίες κινήσεις. Οι φωτεινές επιγραφές της πόλης θα ρίχνουν το κόκκινο φως τους κάθε φορά που θα ανοίγει η πόρτα για να μπει πελάτης. Η υπόλοιπη ταινία θα να είναι ασπρόμαυρη. Στο τέλος θα έρθει η Μάρθα Καραγιάννη και θα διαλύσει το δεσμό τους σαγηνεύοντας τον Κούρκουλο και οδηγώντας τη Λάσκαρη στην αυτοκτονία.///Μπαρμπαρέλα, Τζάγκερ, Λίχτενστάιν, Γουόρχολ, Φίνος Φιλμ.///Βάσανο αυτές οι Τετάρτες. Δεν ξέρω τι να τις κάνω, με τόση κομψότητα. Ανώφελες αρετές. Και δεν διανύουμε καν τη δεκαετία του 60.///Η Λάρα Κροφτ ζει στον υπολογιστή μου. Φώλιασε εκεί πριν κάτι μέρες κι έκτοτε την σκέφτομαι φυλακισμένη εκεί μέσα να προσπαθεί να υπερβεί τρομακτικά εμπόδια προκειμένου να φτάσει στον προορισμό της. Το μόνο πρόβλημα είναι πως έχασα τις οδηγίες χρήσεως και δεν ξέρω σε τι αποσκοπεί η εξωφρενική περιπέτεια της καλλίγραμμης Λάρα.///Ο καλλιτέχνης απώλεσε το νόημα του έργου του, φρικτή συμφορά, Johann Wolfgang.///Για λόγους που δεν είναι της παρούσης νομίζω πως περνάω φάση αυτιστική και μοναχική. Επικοινωνώ πραγματικά μονάχα με την οθόνη του κινητού μου, καθώς είναι εξαιρετικά ευέλικτη και λαμβάνει πάραυτα διαστάσεις καταφυγίου αν παραστεί ανάγκη.///Με τον υπόλοιπο κόσμο συνεννοούμαι εξ αντανακλάσεως κι όλα τα άλλα είναι απλές εντυπώσεις.///Θυμάμαι τους φαρδείς δρόμους με τα καλοδιατηρημένα σπίτια του Gaudi στη Βαρκελώνη. Τόση σαρδανάπαλη, εξαίσια αρχιτεκτονική αρμονία δεν αντίκρυσα πουθενά αλλού. Μετά σκέφτομαι εκείνο το σπαρακτικό νεοκλασσικό στη μποτιλιαρισμένη οδό Αθηνάς («Το κτίριο διατίθεται»), ετοιμόρροπο και παρατημένο και με πιάνει η γνωστή αγωνία του κρίματος. Η σύγκριση είναι άδικη αλλά μήπως υπάρχει και κάτι δίκαιο σε αυτό τον κόσμο;///Treble, καλέ μου Treble, το άσμα που ακολουθεί είναι αφιέρωση. Καλημέρες, παρόλη την Τετάρτη. Ελπίζω στο βερμούτ.
(Liz Frazer: Silent Spring)
Strange as a conspiracy
Κι επειδή η έμπνευση έρχεται πάντοτε τυχαία, ας είμαστε έτοιμοι να της χαμογελάσουμε με το που θα στρίψει από τη γωνία και θα μας κόψει το δρόμο και την αναπνοή.
—
«…Primitive painters are ships floating on an empty sea
gathering in galleries were stallions of imagery…»
—
(Felt: Primitive Painters)
(To all those guys begging God to fuck their mind for good)
Τρυφερό παιχνίδι/The glory of the lizard
Με λένε Γιώργο και είμαι μια μικρή πράσινη σαύρα. Το λείο δέρμα μου ήταν στολισμένο με ασημένιες φολίδες και τα μάτια μου έμοιαζαν με πραγματικές χάντρες. Είμαι παραγεμισμένος με άμμο και αλεύρι –όχι από το εργοστάσιο κατασκευής μου, αλλά εξαιτίας κάποιων ατυχημάτων που μου άλλαξαν κάπως τη δομή.
Πριν από αρκετούς μήνες στεκόμουν στο ράφι ενός μαγαζιού παιχνιδιών, δίπλα σε κάτι λούτρινα ζωάκια, σαφώς μεγαλύτερα σε μέγεθος από μένα και πολύ πιο εντυπωσιακά, και χάζευα τους περαστικούς έξω από τη βιτρίνα. Καμιά φορά, όχι πολύ συχνά είναι η αλήθεια, το αφεντικό μας κατέβαζε από το ράφι και ξεσκόνιζε το σημείο όπου μας είχε τοποθετήσει. Είχε πλάκα να ξεμουδιάζουμε λιγάκι, μερικές φορές μάλιστα αλλάζαμε και θέση κι έτσι είχαμε την ευκαιρία να γνωρίσουμε καινούρια παιχνίδια.
Ένα Σάββατο μεσημέρι μπήκε στο παιχνιδάδικο ένα επτάχρονο αγόρι μαζί με τη μητέρα του. Με το που το είδα κατάλαβα πως αργά ή γρήγορα θα κατέληγα στα χέρια του. Σπανίως πέφτω έξω σε όσα διαισθάνομαι. Συνήθως οι πελάτες ενδιαφέρονταν για μεγαλύτερα παιχνίδια, επιτραπέζια, ηλεκτρονικά, κατασκευές. Ζωάκια αγόραζαν μόνο τα πολύ μικρά παιδιά και οι ανέμπνευστοι μεγάλοι, κυρίως για δώρα. Το αγόρι εκείνο όμως έψαχνε συγκεκριμένα για μια σαύρα. Έψαχνε εμένα. Με βρήκε.
Βγήκαμε μαζί από το μαγαζί, πιασμένοι χέρι χέρι. Για την ακρίβεια, με κρατούσε στη χούφτα του κι όλο με κοίταζε χαμογελώντας. Το αγόρι ήταν κατενθουσιασμένο γιατί, όπως έμαθα αργότερα, είχε συλλογή από ζωάκια του είδους μου, και το μόνο που του έλειπε για να την συμπληρώσει ήταν μία σαύρα. Εγώ.
Με το που φτάσαμε στο σπίτι του άνοιξε ένα χάρτινο κουτί παπουτσιών και τότε αντίκρισα δεκάδες χρωματιστά ζώα στοιβαγμένα το ένα πάνω στο άλλο. Υπήρχαν καβούρια, δελφίνια, καμηλοπαρδάλεις, ελεφαντάκια, φίδια, όλα φτιαγμένα από το ίδιο υλικό και περίπου στο ίδιο μέγεθος με μένα. Προφανώς το αγοράκι έκανε συλλογή από ζώα της δικής μου εταιρείας, μιας και είχαμε όλα την ίδια ετικέτα στην άκρη του ποδιού.
Το καλοκαίρι κοντοζύγωνε και το αγόρι άρχισε να με παίρνει μαζί του στην παραλία. Έκανα βουτιές μαζί του πιτσιλώντας τους τριγύρω λουόμενους, με κατάβρεχε με ιαματικό νερό κάτω από το ντους, παρίστανα το μπαλάκι για τις ρακέτες του, στέγνωνα πάνω στα καυτά βότσαλα της παραλίας κι έπειτα λάμβανα θέση μέσα στη μεγάλη ψάθινη τσάντα της μαμάς του, τυλιγμένος στη γνωστή γαλάζια πετσέτα θαλάσσης. Τα απογεύματα έβγαζε και τα υπόλοιπα ζωάκια από το χαρτόκουτο και έπαιζε μαζί μας με τις ώρες. Ήταν συμπαθητικό παιδάκι, κάπως μικρότερο σε γούστα και συνήθειες από τα παιδιά της ηλικίας του, τρυφερό και με ανεπτυγμένη φαντασία. Το βράδυ με έπαιρνε κοντά του στον παραλιακό περίπατο ή στο πάρκο με τη μεγάλη παιδική χαρά όπου έκανε ποδήλατο ή τσουλήθρα.
Σε μία από αυτές τις βόλτες πιάστηκε η ουρά μου σε κάποιο πεζούλι και έντρομος κατάλαβα πως η γέμισή μου -απλή ψιλή άμμος- είχε αρχίσει να σκορπίζεται στο χώμα. Ο μικρός το παρατήρησε και με έβαλε στο καλαθάκι του ποδηλάτου του, πίσω από τη σέλα, για να με μεταφέρει χωρίς περεταίρω απώλειες στο σπίτι. Εκεί, με έδωσε στη μητέρα του η οποία με έραψε με λεπτές βελονιές αφού πρώτα αντικατέστησε όση άμμο μπορούσε με λίγο σπιτικό αλεύρι από το γυάλινο βάζο της κουζίνας.
Το επόμενο ατύχημα το έπαθα στην αυλή του σπιτιού, όταν προσγειώθηκα ανώμαλα στα κλαδιά μιας λεμονιάς, κι ένα αγκαθάκι με βρήκε στο μπροστινό δεξί μου πόδι. Η άμμος-αλεύρι άρχισε να ρέει σαν νερό κι εγώ κατάλαβα μέσα σε μια στιγμή τι σημαίνει να είναι κανείς όχι σαύρα, μα κλεψύδρα. Τα ραμματάκια που μου έκανε η μαμά ήταν κάπως πιο επώδυνα αυτή τη φορά, μιας και το σκίσιμο ήταν σοβαρότερο και το χαμένο υλικό μου ακόμα πιο πολύ.
Το ίδιο βράδυ ο μικρός μου κύριος με κάθισε στο τραπέζι της κουζίνας, πήρα μια λευκή κόλα χαρτί και ένα κουτάκι ξυλομπογιές και μου έκανε ένα θαυμάσιο πορτρέτο. Με έκανε καταπράσινο και μεγάλο, με όμορφα μαύρα μάτια και μυτερή ουρά. Στο πάνω μέρος της σελίδας έγραψε με μεγάλα άτσαλα γράμματα το όνομά μου: «Σαύρα Γιώργος», κι έπειτα κόλλησε τη ζωγραφιά στο ψυγείο. Όλη η οικογένεια θαύμασε την ωραία ζωγραφιά και αναγνώρισε την τρομακτική ομοιότητα ανάμεσα στο μοντέλο και στον πίνακα.
Οι μέρες περνούσαν κι εγώ δεν παρέλειπα να ρίχνω πότε πότε τις ματιές μου στην εικόνα πάνω στην πόρτα του ψυγείου, θαυμάζοντας τα όμορφα χρώματά μου και το μεγαλοπρεπές μου όνομα. Παράλληλα, οι πτώσεις συνεχίζονταν μαζί με τα παιχνίδια, τα ράμματα μαζεύονταν σωρηδόν στο παραμορφωμένο πια κορμί μου, και το μόνο που έμεινε τελικώς να θυμίζει την επιβλητική καταπράσινη σαύρα που κάποτε υπήρξα ήταν η ζωγραφιά που με κοίταζε ακίνητη από το ψυγείο.
Κάποια μέρα, το αγόρι με πήρε μαζί του στην παραλία, μα ο καιρός είχε χαλάσει, στην ακτή φυσούσε δυνατός άνεμος που σήκωνε άγρια κύματα και έκαιγε τα μάτια από το θαλασσινό αλάτι. Πάνω σε μια έκρηξη χαράς και πηδώντας να αποφύγει ένα κύμα που ερχόταν κατά πάνω μας, με άφησε και γλίστρησα από το χέρι του. Τότε βρέθηκα στον πάτο της ταραγμένης θάλασσας, να παλεύω με τα μικροσκοπικά χαλικάκια και με την άμμο που με τσιμπούσε παντού. Το αλεύρι μέσα στο κορμί μου είχε βραχεί και το βάρος μου είχε τριπλασιαστεί. Είδα το κεφαλάκι του αγοριού να χώνεται στο νερό και να με ψάχνει. Κάποια στιγμή νομίζω πως άκουσα και την παραπονεμένη του φωνή «Έχασα τη σαύρα Γιώργο!», μα το κύμα με παρέσυρε μακριά, προς τα μέσα, όλο και πιο βαθιά, και τότε κατάλαβα πως θα του ήταν αδύνατον να με ξαναβρεί.
Οι μήνες που πέρασα συντροφιά με το αγόρι είναι οι καλύτεροι μήνες της ζωής μου. Με προτιμούσε από όλα τα υπόλοιπα ζώα του κι αυτό μόνο απαρατήρητο δεν γινόταν να μου περάσει. Διασκεδάζαμε μαζί, κάναμε ωραία παιχνίδια και μεγάλες βόλτες, ακροβατικά και κόλπα. Παρόλα τα ατυχήματα που γέμισαν το κορμί μου ράμματα, αναγνωρίζω πως ποτέ δεν με παραμέλησε, ποτέ δεν με αποχωρίστηκε, ποτέ δεν σκέφτηκε να με πετάξει στα σκουπίδια. Πάντα επέμενε να με επιδιορθώνει και να με κρατά κοντά του.
Όλα αυτά α σκέφτομαι τώρα, ολομόναχος στο βυθό της σκοτεινής θάλασσας, κι αισθάνομαι πως έζησα μια άξια ζωή, πλούσια και ευτυχισμένη. Ήμουν μια αγαπημένη σαύρα με ωραίο όνομα και περιπετειώδη πορεία. Τώρα βέβαια μοιάζω περισσότερο με μουχλιασμένο κουρελάκι παρά με σαύρα, καθώς έχω αρχίσει να ξεφτίζω και να χάνω το χρώμα μου. Μόνη μου παρέα είναι κάτι ολόμαυροι αχινοί στα διπλανά βράχια και οι όποιες περαστικές μαριδούλες ξοκείλουν κατά την κοτρώνα κάτω από την οποία έχω λουφάξει.
Παρόλα αυτά, ξέρω πως ο μικρός μου κύριος σίγουρα θα κοιτάζει διαρκώς το πανέμορφο πορτρέτο μου πάνω στην πόρτα του ψυγείου και θα με σκέφτεται με νοσταλγία, όπως τον σκέφτομαι κι εγώ. Ελπίζω μόνο να μην στεναχωριέται υπερβολικά, δεν θα ήθελα με τίποτα να γίνω η αιτία να ζει θλιμμένος.
Ακόμα κι αν αύριο το πρωί με διαλύσει η αλμύρα και τα τσιμπηματάκια των ψαριών, και χυθεί όλο μου το αλεύρι στα κύματα σαν τη στάχτη που σκορπάνε οι άνθρωποι στους ιερούς ποταμούς, εμένα δεν θα με νοιάξει. Η λευκή σελίδα με την πάλαι ποτέ καταπράσινη σαύρα Γιώργο θα μείνει για καιρό ακόμα να με θυμίζει σε εκείνον που αγάπησα και που με αγάπησε κι αυτός. Κι αυτό, σήμερα μου φτάνει. Σήμερα, που είμαι απλώς μια χαμένη σαύρα των υδάτων.
Γραπτά μηνύματα
«-Είδα ένα αεροπλάνο να πετάει ανάμεσα στα σύννεφα. Στο αμέσως επόμενό του σύννεφο, λίγο πριν χαθεί μέσα του, είδα να λάμπει το φεγγάρι. Μαγική εικόνα. Seconds μετά κατάλαβα πως ήταν το φως των προβολέων του κι όχι ένας λαμπερός πλανήτης».
«-Συμπέρασμα: Ακόμη και τα πιο πεζά, υλικά πράγματα δημιουργούν μαγεία (στο ποιητικό μυαλό)».
«-Αυτό το positive thinking σου δεν ξέρω αν με τρέφει ή αν με καταστρέφει».
———-
«-Κάνε μια ευχή».
«-Γιατί όχι τρεις;»
«Αν είναι τρεις τρίβονται μεταξύ τους και ιδρώνουν».
———-
«-Το μέλλον σου βρίσκεται στο Λέμον αλλά δεν το ξέρει(ς)».
«-Το μέλλον μου βρίσκεται παντού και δεν είναι συγκεκριμένο. Μια συγκίνηση μες στο κενό είναι πάντοτε ευπρόσδεκτη».
———-
«-Βλέπω μια συνοπτική τηλεταινία «Μαύρα Μεσάνυχτα». Απόψε έχει γενέθλια η Τζία. Στην υγειά της».
«-Στην υγειά της λοιπόν!».
(Συνεχίσαμε να πίνουμε ταυτόχρονα, σε διαφορετικές χώρες, στην υγειά της τηλεοπτικής Τζίας)
———-
«-Θα σε πάρω αγκαζέ και θα πάμε Μαγκαζέ».
«-Πώς κι έτσι;».
«-Έτσι. Απόψε είμαι μπλαζέ, ξεκίνα!».
———-
«-Κοίταγα το βίντεο που μας τράβηξαν στη Ρ. και κατάλαβα πάλι αυτό που ήξερα: We are together, apart from the rest of the world. Εγωιστικά, αλλά έτσι».
«-Ναι. Pour le meilleur et pour le pire».
«-Μια μεθυσμένη Νίτσα Μαρούδα σε δύο σώματα».
-«Βρες το βίντεο και κάφτο!!!».
———-
(The Smashing Pumpkins: Ava Adore)
Τον άντρα μου εγώ κορώνα στο κεφάλι
Η Λίτσα ήταν τριζάτη γκόμενα, θύμιζε ώριμο φρούτο. Εδώ και καιρό καβατζαρισμένα τα σαράντα της κι όμως εκείνη εκεί, με βυζί που κοίταζε το Θεό και καπούλια στρογγυλά σα ζουμερά καρπούζια. Τρία χρόνια τώρα που νταραβεριζότανε με το Μάρκο, άνθιζε σαν το λουλούδι μέρα με τη μέρα, ασταμάτητα, με λαιμαργία. Φεράρι που έτρεχε στην εθνική η Λίτσα, έλαμπε με καμάρι μέσα στα ανάλαφρα τσιτάκια και στις τιραντούλες της τριγυρνώντας στην αγορά. Φύσαγε αεράκι και το ξιγκάκι από το μπούτι της έβαζε φωτιά στη γειτονιά, το δε μαλλί κατακόκκινο και μπουκλωτό αμαρτία σκέτη και μόνο που το κοίταζες –πόσο μάλλον να το μυρίσεις.
Το Μάρκο το συνάντησε μια μέρα στο κομμωτήριο, όταν είχε έρθει με τη Honda να παραλάβει τη δικιά του που έκανε μιζανπλί. Από το πρωί στο σεσουάρ το αναιμικό γκομενάκι, λαλάκιασε στο κάψιμο και στα χημικά. Η μπούκλα πέτυχε, μιας κι από τα χέρια της Λίτσας μουντζαλιές δεν βγαίνανε, μα η κοπελιά βγήκε ζαλισμένη και θρονιάστηκε στη μηχανή του γκόμενου χωρίς να βλέπει πού πατάει. Ορμάει η Λίτσα να της δώσει το τσαντικό που έχασκε ξεχασμένο στο καναπεδάκι του μαγαζιού, κάνει να το πιάσει η μικρή, δίνει μία και τρώει μια κατραπακιά μέσα στην άσφαλτο που ήταν όλη δική της. Τη μαζέψανε μαζί με το Μάρκο, την καθίσανε στον καναπέ, την ποτίσανε κρύο νερό, γυάλισε το μάτι της αλληνής πεταρίζοντας ανάμεσα στα δικά του. Αυτό ήταν, η Λίτσα τον λιγουρεύτηκε. Κυμπάρης και λεβεντόπαιδο, ευωδίαζε αντρίλα. Αυτός δεν πήγε πίσω, αμέσως τσάκωσε τη σπίθα. Σε μια βδομάδα βγαίνανε μαζί, σχόλασε το γκομενάκι με απολυτήριο οριστικό, πάπαλα μια κι έξω.
Πάνω στις φουσκοδεντριές της η Λίτσα, τον ξεζούμιζε κανονικά κάθε βράδυ στο ημίδιπλο. Η ζωή του κόλαση και παράδεισος μαζί. Καλύτερο κρεβάτι δεν είχε ματαδεί στη ζήση του, τέτοια γκόμενα καύτρα πρώτη φορά του καθόταν. Ήξερε από κόλπα η Λίτσα, μπιχλιμπιδάτο θηλυκό, φλογίτσα μέσα κι έξω. Τον έρωτα τον ήθελε περιποιημένο, ξέχειλο, τσιγκουνιές δεν έκανε ποτέ. Το στόμα της μαγική σπηλιά, βελούδινο γλυκάκι, έμπαινε μέσα ο Μάρκος μουδιασμένος και ξέχναγε να βγει. Το κορμί της απαλό και μυρωδάτο, όλη την άνοιξη είχε μαζέψει εκεί μέσα ο Δημιουργός, απλόχερα και με ανείπωτη χάρη. Λόφοι και κοιλάδες, κρυψώνες και λιμνούλες, χάρτης κορμί, κορμί ταξίδι. Μουρλάθηκε αυτός, μόνο για κείνη ζούσε. Του’ δινε και καταλάβαινε η Λίτσα, του τα’ κανε όλα όπως και όπου γούσταρε, κάτι τέτοια όταν σου τυχαίνουν μόνο αβασάνιστα δεν τα περνάς.
Τα μεσημέρια γύριζε από το συνεργείο και τον περίμενε ζεστό φαγί. Τα κεμπάπ κι οι μουσακάδες πηγαίνανε όρκος. Μασούλαγε ο πασάς ρουφώντας τα κοκκινέλια, σαν το πουλάκι τσίμπαγε δίπλα του η Λίτσα –μην της χαλάσουν κι οι γραμμές και ξεχειλώσει. Ζαλιζότανε αυτός απ’ τους μεζέδες και τις τσαχπινιές της. Τέτοια κουζίνα μόνο η μάνα του μπορούσε να προκάμει, αλλά κάπως της Λίτσας οι μπουκιές ήταν χορταστικότερες, πιο άτιμα γλυκιές, με πιο σπιρτάδα. Κάτι σα να’ χανε οι κουταλιές της, παράξενα γλυκό, που τον ξελίγωνε και τον γονάτιζε μέσα στα πιάτα και στις συνταγές της, όμηρο κανονικό. Επιπροσθέτως, ετύγχανε και καλή νοικοκυρά η Λίτσα, πάστρα λαμπίκο μες στο σπίτι, επαγγελματικές οι φασίνες, πουκάμισα στην τρίχα, σεντόνι ατσαλάκωτο κι οι γραβατιές κοκαλωμένες απ’ το Merito και το επιδέξιο χέρι. Βασιλιάς ο Μάρκος, δούλα και κυρά η Λίτσα, το χαιρόντουσαν αβέρτα από κοινού.
Μια μέρα, καλοκαιράκι και νταλαμεσήμερο, κοπιάζει στο ξεκούδουνο πελάτισσα φρεσκοφερμένη απ’ τα Παρίσια, για περμανάντ και τουρισμό διαρκείας. Παραλιακό το χωριό, τράβαγε λίγο κόσμο τα καλοκαίρια, ερήμωνε κανονικά με τα πρώτα κρύα. Τα μαγαζιά κουτσοδουλεύανε, τα ενοικιαζόμενα παίρνανε ανάσα από τη μούχλα του χειμώνα, το κομμωτήριο έβγαζε τα μεροκάματα του θέρους. Τύλιξε τις ξένες μπούκλες στα ρόλεϊ η Λίτσα κι έπιασε ψιλή κουβέντα με την τουρίστρια. Ελληνίς ξενομεγαλωμένη αυτή, Ναταλί στο όνομα, από ντόπιους γονείς, μετανάστες στην ξένη χώρα. Κάτι της έλεγε το όνομα αλλά πού μυαλό να θυμηθεί. Κληρονόμησε το πατρικό, είπε, κι ήρθε να δει το τι και πώς. Ξανθούλα η μικρή, με προσωπάκι φεγγαρένιο, ήταν δεν ήταν καμιά εικοσαριά. Δοντάκια ρυζάκια, χείλη για ρούφηγμα και δαγκωνιές, κορμάκι μίσχος από κυκλάμινο. Φαρμακώθηκε η Λίτσα, τέτοια ομορφιά απαρατήρητη δεν θα περνούσε. Δεν είπε τίποτα, δε μίλησε, μόνο ξεροκατάπιε.
Περάσαν μήνες, αλλάξαν κάμποσες εποχές, κάποτε η κοιλιά της Λίτσας πήρε να φουσκώνει σαν καρβέλι που αφρατεύει ζεστό και ορεξάτο. Περιχαρής ο Μάρκος που επέτυχε το γιο, βασιλική η σπορά του, μα για στεφάνι ούτε κουβέντα. Το έθιγε η Λίτσα απέξω απέξω, όλο και τον ετσίγκλαγε μπας και πάρει μπρος –πού αυτός, κουβέντα. Ρεντίκολο μετά από λίγο στο χωριό, δίναν και παίρναν τα ψουψουδίσματα της κάθε κυρά Κατίνας. Ξεσπάθωσε μια μέρα η Λίτσα, πάτησε ποδάρι να στεφανωθούν πριν σκάσει μύτη το μωρό. Εκείνος τον Κινέζο, άσε που η μάνα του ούτε που να την δει, τη χαλασμένη. Σα να μην έφτανε αυτό, φτάναν στ’ αυτιά της και τα διάφορα για δήθεν νταραβέρια του καλού της με τη Γαλλοπούλα τη Ναταλί, δεν πίστευε λέξη για καιρό εκείνη, μέχρι που τελικώς εννόησε.
Η Λίτσα ήταν μανούλα σε πολλά. Ένα από αυτά ήταν το πώς να εξολοθρεύει δια παντός τον ανταγωνισμό και τις αντίζηλες της δικιάς της ευτυχίας σχεδόν χωρίς να κουνήσει το δαχτυλάκι της. Με το που έσκασε μύτη το παιδί, σερνικό και νταβρατωμένο από τα γεννοφάσκια του, το βούτηξε η μάνα και πριν καν το χορτάσει ο πατέρας στην αγκαλιά βιάστηκε να του ανακοινώσει τα μαντάτα. Θα έφευγαν, του είπε, μανούλα και γιος, για λίγους μήνες. Αστεφάνωτη και λεχώνα, ο τόπος δεν την χώραγε, ζήταγε την κατανόησή του και πίεσις καμιά. Θα πήγαινε στην πρωτεύουσα, στης αδερφής της. Εκεί τα πράματα ήτανε πιο εύκολα, η κοινωνία πιο ανεκτική με τις περιστάσεις. Για κείνον δεν την πείραζε. Να πήγαινε να τους βλέπει όποτε ήθελε, του πέταξε, πρόβλημα δεν υπήρχε. Λεφτά δε ζήτησε επ’ ουδενί, κυρία η Λίτσα. Το κομπόδεμά της το είχε για αρχή, για τα υπόλοιπα θα βλέπανε. Το ίδιο βράδυ τα είχε μαζέψει και ροβόλαγε περήφανα προς την Αθήνα. Η Λίτσα ήξερε τι έκανε και, όπως όλα τ’ άλλα, το έκανε και αυτό καλά.
Ξέμεινε ανεμπόδιστος ο Μάρκος με την ομορφονιά, την έμπασε στο σπίτι. Καινούριο κοσκινάκι μου και πού να σε κρεμάσω. Νοικιάσανε το πατρικό της για εισόδημα, κουβάλησε αυτή τα μπογαλάκια της στο ισόγειο μαζί με το νταλκά της κι ανέλαβε καθήκοντα. Μαθημένος αυτός στα κόλπα της Λίτσας, ήθελε τα σέα και τα μέα του κομπλέ και χωρίς διαπραγματεύσεις. Το γούσταρε για τα καλά το κοπελούδι, το χειριζότανε σα μάστορας που δουλεύει το πιο καλό του εργαλείο με τέχνη μερακλίδικη κι επισταμένα. Λαλάκιαζε τις νύχτες η μικρή χωρίς ανάσα, την έστυβε ολοένα αυτός για να χορτάσει και να ησυχαστεί. Απόκαμε απ’ το ξενύχτι. Το πρωί πού κουράγιο για σιδερώστρες και κατσαρολικά. Κοιμότανε ως το μεσημέρι η καλομαθημένη, γύρναγε αυτός και το τραπέζι άδειο. Στο σπίτι μπίχλα και τσαπατσουλιά. Έψαχνε τα απαραίτητα, ούτε σώβρακο στο συρτάρι ούτε κάλτσα ατρύπητη. «Να πάρεις βοηθό», του πέταξε μια μέρα η Ευρωπαία, χορτασμένη από το μέσα του. Γαμοσταύρισε αυτός αντρίκια και βάρεσε γροθιά στο μαχαίρι. Την ξαπόστειλε την ίδια εβδομάδα. Η ακαμάτρα γυναίκα δεν αντέχεται, μονολόγησε ο νταής, δεν πα να κρύβει στα σκέλια της και το μάννα εξ ουρανού και να πεινάω σα λύκος. Σκέφτηκε τη Λίτσα. Θυμήθηκε το γιό. Θα το κανόνιζε.
Πέντε χρονώ το παλικαράκι ο Αλέκος, πρώτη δημοτικού, έλεγε το ποίημα του στη σχολική γιορτή με χωρίστρα ξυράφι και ντυμένος στην πένα. Καμάρωνε αφράτη η Λίτσα μέσα στο πράσινο μπροκάρ ταγιέρ, κάργα η βέρα η χρυσή στο φουσκωμένο δάχτυλο, έσκαγε από περηφάνια κι ο Μάρκος μες το ταμπά κοστούμι το αθηναϊκό. Το πεθερείον τους κόζαρε από το βάθος της αίθουσας μα κουβέντα κιχ. Πού να μιλήσουνε οι γέροι, με τη σκύλα που γκαστρώθηκε και τους το τύλιξε σε μια κόλα χαρτί, το μοναχοπαίδι τους. Και τι να πούνε, που τον κρατούσε σε απόσταση κι ούτε μια Κυριακή δεν τρώγανε γύρω από το ίδιο το τραπέζι. Χάθηκε να είχε φτουρήσει το κρυφοπροξενιό με κείνη τη Γαλλίδα, την κόρη του Ζερβού, με τόση προίκα, νεαρή και του χεριού τους; Χάθηκε, που το κανονίσαν τα γερόντια μεταξύ τους χωρίς να μάθει τίποτα κανείς και το πασάρανε μια χαρά σαν ταξίδι για την κληρονομιά και έτσι; Κι άλλο που δεν της έλεγε η μάνα της κι εκεινής της άχρηστης: «Εδώ δεν είναι Παρίσι μωρή, οι άντρες θέλουν περιποίηση και νταχτιρντίσματα! Φέρσου με τρόπο πρέποντα, αλλιώς γάμο στην πατρίδα δε βλέπεις». Λυσσάξανε να πάρει η θυγατέρα τους συγχωριανό, βρέθηκε ο καλύτερος, χάθηκε να την είχαν στρώσει και λιγάκι από πριν οι ευλογημένοι, να κόλαγε η περίπτωση;…
(Στον Nomad που παγήγγειλε την 31η ευχή)
WISHLIST 2009/Ευσεβείς πόθοι για ονειροπόλους
Μερικά πράγματα που θα ήθελα να κάνω αλλά δεν ξέρω πώς ακριβώς γίνονται:
1. Να ανακαλύψω επιτέλους εκείνο το κρυμμένο νόημα της λέξης «όρια» που εδώ και τόσα χρόνια μου διαφεύγει. Και να το εφαρμόσω όπου χρειάζεται.
2. Να πάψω να φοβάμαι το ρολόι μου καθώς και τα όλα ρολόγια του κόσμου.
3. Να κάνω πράξη κάποιες από τις υπέροχες σκέψεις μου, οι οποίες κατοικοεδρεύουν αποκλειστικά και μόνο μέσα στο κεφάλι μου κι αδυνατούν να βγουν από το κουκούλι της κάμπιας.
4. Να αντιμετωπίσω το απολύτως ανθρώπινο ενδεχόμενο της μοναξιάς σαν μεγάλο κορίτσι.
5. Να πάρω αλλιώς την έννοια «ενοχές» γιατί έτσι όπως την παίρνω μέχρι σήμερα βρίσκω στο πεζοδρόμιο και το’ χω τσακίσει.
6. Να αρχίσω να αγαπώ κάπως πιο συνειδητά το σώμα μου κι επιτέλους να το αφήσω στην ησυχία του και στο νούμερό του.
7. Να αντικαταστήσω κατά τόπους τη λέξη «καθήκον» με τη λέξη «επιθυμία».
8. Να πάψω να έχω ευγενείς προθέσεις –μόνο ειλικρινείς θέλω.
9. Να μην είμαι πολύ καλή –θα προτιμούσα να είμαι πολύ γοητευτική.
10. Να συνεχίσω να βρίσκομαι κοντά στους ανθρώπους που αγαπώ και μ’ αγαπούν.
11. Να πάψω να δρω και να σκέφτομαι αυτοκαταστροφικά και απόλυτα.
12. Να είμαι πιο πρόθυμη και αισιόδοξη, συμμαχώντας επιτέλους με τον εξωτερικό κόσμο.
13. Να δώσω τη θέση που αρμόζει στην έννοια «παρόν».
14. Να μην χρειάζομαι διαρκώς την επιβεβαίωση τρίτων για να αισθάνομαι άξιος άνθρωπος.
15. Να αρχίσω να λαμβάνω αποφάσεις θαρρετά και με αυτοπεποίθηση.
16. Να καθοδηγώ εγώ τις καταστάσεις και όχι αυτές εμένα (το κατά δύναμιν, τουλάχιστον).
17. Να κάνω συμφωνίες και όχι συμβιβασμούς.
18. Να λέω «ναι» συχνότερα.
19. Να λέω «όχι» συχνότερα.
20. Να αποχωριστώ κάποιες από τις έμμονες ιδέες μου, αντικαθιστώντας τις με άλλες, πιο ενδιαφέρουσες και πιο έμμονες.
21. Να ανακαλύψω νέους τρόπους τροφοδότησης της έμπνευσής μου. Γενικότερα.
22. Να συνεχίσω να επιμένω στην επιδίωξη του ανέφικτου, παρόλες τις αντενδείξεις
23. Να κάνω πιο συχνά αντάρτικο. Κάθε είδους. Ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες.
24. Να τελειοποιήσω την τεχνική των ακροβατικών μου μεταξύ γης και ουρανού.
25. Να ζω με γενναιότητα και σοβαρότητα τα πάνω και τα κάτω της ζωής μου, σκοτώνοντας τη γκρίνια και την ανασφάλεια.
26. Να κατανικήσω το θανάσιμο αμάρτημα της οκνηρίας που με ναρκώνει.
27. Να μην είμαι τόσο επιρρεπής στη λύπη.
28. Να συμφιλιωθώ με τα λάθη μου.
29. Να επανεξετάσω το νόημα της λέξης «ελευθερία» και να της δείξω περισσότερο σεβασμό.
30. Να συνεχίσω τη διαδρομή προοδεύοντας και βελτιώνοντας τα πάντα χωρίς να σκέφτομαι πως το καλύτερο είναι ο εχθρός του καλού.
(Babyshambles – Delivery)
Το τέλος της γιορτής
Με λένε Ρίτα και ζω σε μια μικρή πόλη της βόρειας Νορβηγίας. Είμαι καπνίστρια, μου αρέσει η κινέζικη κουζίνα και τα πράσινα αδιάβροχα. Είμαι Δίδυμος με Σκορπιό και στο κινέζικο Πίθηκος. Κάνω μια αδιάφορη δουλειά, έχω ελάχιστους φίλους, ζω μια κανονική ζωή, χωρίς εξάρσεις ή σπουδαία γεγονότα και πιστεύω πως αν ο κόσμος ήταν λίγο πιο ονειροπόλος απ’ όσο είναι τα πράγματα θα πήγαιναν γενικώς καλύτερα για όλους. Μερικές φορές μου συμβαίνει να ζω καταστάσεις που δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα, μα δεν το βάζω κάτω. Συνεχίζω να μπαίνω σε αυτές και να διατηρώ μέχρι τέλους την εντύπωση και την ελπίδα πως όλο και κάποια ψήγματα αλήθειας θα υπάρχουν σε όσα βιώνω. Το αποτέλεσμα συνήθως με διαψεύδει, μιας και ο κόσμος σπανίως είναι όπως θα τον ήθελα ή όπως τον εκλαμβάνω. Παρόλα αυτά, επιμένω, τουλάχιστον μέχρι στιγμής.
Χτες βράδυ, όπως κάνω συνήθως όταν επιστρέφω στο σπίτι μετά τη δουλειά, βγήκα στο μπαλκόνι του σπιτιού μου για τσιγάρο. Στις χούφτες μου είχα χωμένη μια αχνιστή κούπα με τσάι γιασεμί και στο cd player μια επιλογή με αξέχαστες επιτυχίες από διαφορετικές περιόδους της ζωής μου, έτσι για επανάληψη. Η πανσέληνος καταμεσής στον ουρανό έριχνε ένα ωραίο, καθαρό φως στα διπλανά σύννεφα και γυάλιζε το χιόνι του πάρκου.
Οι απέναντι πολυκατοικίες με τα άδεια τους παράθυρα ήταν η συνήθης παρέα μου, μέχρι που σε ένα φωτισμένο μπαλκόνι διέκρινα ξαφνικά μια φιγούρα ακουμπισμένη στα κάγκελα, να χαζεύει ακίνητη το πάρκο. Σκέφτηκα πως ήταν εκπληκτικό που με αυτό το ψοφόκρυο κάποιος είχε βγει να ρεμβάσει νυχτιάτικα, και μάλιστα απέναντί μου.
Κάπνιζα και άκουγα μουσική επί ώρα, χαζεύοντας τη νύχτα και ρίχνοντας διαρκώς κλεφτές ματιές στο απέναντι μπαλκόνι. Συνειδητοποίησα πως δεν είχα παρατηρήσει ποτέ αυτό το διαμέρισμα. Δεν ήξερα καν ποιος ζούσε εκεί.
Όλη αυτή την ώρα η σκοτεινή φιγούρα παρέμενε ακίνητη στα κάγκελα και με παρατηρούσε. Μιας και ήμουν στο σκοτάδι, σκέφτηκα πως μάλλον διέκρινε απλώς και μόνο την καύτρα του τσιγάρου μου, και πως αυτό θα μπορούσε να είναι ένα σήμα Μορς ανάμεσα μας. Η ιδέα πως δύο άγνωστοι στέκονταν στην πολική νύχτα και κοίταζαν από μακριά ο ένας τη φιγούρα του άλλου ταυτοχρόνως μου φάνηκε τόσο εξαιρετικά ρομαντική και μυστήρια -και, κατά κάποιο τρόπο τόσο δικαιωτική για κάποιον σαν εμένα που επιδιώκει συστηματικά το ανέφικτο- που με έκανε να νιώθω μια εσωτερική ζεστασιά μέσα στους ζοφερούς πάγους, βγάζοντάς με ως δια μαγείας από τη φυσική μου κατάσταση και περνώντας με, κατά τα συνήθη, στη γνωστή κινηματογραφική και άυλη διάσταση που υπέρ αγαπώ.
Η νύχτα προχωρούσε. Κανείς από τους δυο μας δεν άλλαζε θέση. Το στοίχημα με τον εαυτό μου συνεχίστηκε. Ήθελα οπωσδήποτε να βεβαιωθώ πως όσο έμενα έξω ο άγνωστος -αποφάνθηκα με βεβαιότητα πως ήταν άντρας- θα παρέμενε ακουμπισμένος στα κάγκελα, να κοιτάζει την καύτρα μου και να δίνει το παρόν από την άλλη άκρη της γειτονιάς. Το δισκάκι τελείωνε, τα τσιγάρα μου επίσης. Το τσάι μου ήταν πια παρελθόν.
Το παιχνιδάκι συνεχίστηκε ανάλαφρα μέχρι που τα παγωμένα μου δάχτυλα με ειδοποίησαν για το αναπόφευκτο. Ή θα έμπαινα μέσα ή θα ξύλιαζα εντελώς. Ήδη, οι ώρες που είχα κατορθώσει -εγώ, προσωπικά, με την αξία μου- να κρατήσω τον άγνωστο γείτονα στη θέση του ήταν αρκετές για να επιβεβαιώσουν την υποψία μου πως οι μυστικοί κώδικες υπάρχουν πραγματικά στη ζωή και πως τελικά οι άνθρωποι, ούτως ή άλλως, αν είναι να συναντηθούν συναντιούνται κάπου μέσα στο χρόνο, ακόμα και κάτω από τις πιο ανεξήγητες κι απρόσμενες συνθήκες. Ένα θριαμβευτικό συναίσθημα με κατέλαβε και μου πρόσφερε τη γνωστή ικανοποίηση που νιώθει κανείς όταν καταλαβαίνει πως τελικά είχε δίκιο κι ας ήταν όλα τα στοιχεία εναντίον του. Σηκώθηκα με μισή καρδιά.
Μπαίνοντας μέσα η ζέστη του δωματίου με τύλιξε σαν παιδική κουβέρτα και με ανακούφισε μονομιάς. Έριξα μια τελευταία ματιά μέσα από το τζάμι στον άγνωστο φίλο μου -προλάβαμε μια χαρά και γίναμε φίλοι, αυτά δεν θέλουν και πολύ για να συμβούν όταν είναι γραφτό να συμβούν, ειδικά όταν συμβαίνουν νοερά- και παραδέχτηκα πως ήμουν η δειλή της παρέας. Το κρύο είχε νικήσει τον ενθουσιασμό μου και είχε ανακηρύξει νικητή της βραδιάς τον γενναιότερο παίκτη: εκείνον.
Καθησύχασα τον εαυτό μου λέγοντάς του πως η Δευτέρα που ξημέρωνε θα ήταν μια άλλη μέρα και πως σίγουρα θα πέρναγα και πάλι το μεγαλύτερο μέρος της βραδιάς καπνίζοντας και επικοινωνώντας με τον επίδοξο συνένοχό μου των εκούσιων κρυοπαγημάτων και των κρυφών νοημάτων που τόσο με γοήτευαν.
Αποκοιμήθηκα γλυκά, νιώθοντας μια απίστευτη ελαφρότητα κάτω από το βαρύ μου πάπλωμα και νομίζω πως τελικά βυθίστηκα στα πιο χρωματισμένα όνειρα των τελευταίων ημερών. Σηκώθηκα το πρωί νιώθοντας πραγματική ευεξία και κάτι σαν μικρή ευγνωμοσύνη απέναντι στη μέρα που όρμησε ξαφνικά μέσα στο δωμάτιο διαλύοντας το σκοτάδι της βαριάς κουρτίνας. Μετά την πρωινή ρουτίνα έφτιαξα καφέ και φόρεσα το παλτό μου. Τα βήματά μου με καθοδηγούσαν από μόνα τους στο μυστικό τοπίο των φανταστικών μου κόσμων. Οι συνομωσίες μου με καλημέριζαν η μία μετά την άλλη, στάζοντας παιχνιδιάρικα στο φλιτζάνι μου μαζί με τις σταγονίτσες του καφέ.
Βγήκα έξω κι έλαβα θέση στην καρέκλα της προηγούμενης νύχτας. Πριν στρέψω το βλέμμα μου στο οικείο πλέον μπαλκόνι εισέπνευσα τη μυρωδιά του αχνιστού καφέ μου και χαμογέλασα στο τρεμάμενο είδωλό μου που με κοιτούσε μέσα από το πορσελάνινο σκεύος. Τα χέρια μου ζεσταίνονταν γλυκά και το πρώτο τσιγάρο της ημέρας όρμησε να ξυπνήσει τα πνευμόνια μου με το γνωστό αέρινο χάδι του. Η μέρα έλαμπε όλο φρεσκάδα και το κρύο είχε κάπως κοπάσει. Μετά από αυτό το μικρό τελετουργικό ένιωσα πως ήμουν έτοιμη. Έστρεψα τα μάτια στο μπαλκόνι της νοερής μου περιπέτειας κι αναζήτησα κάποιο ίχνος ζωής.
Μια παροιμία λέει πως της νύχτας τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και γελά. Πιστεύω πως οι παροιμίες είναι ως επί το πλείστον σοφές. Αρκετές φορές στη ζωή μου ένιωσα την ορθότητα κάποιου λαϊκού ρητού και παραδέχτηκα την ευστοχία του. Ο λαός ξέρει να περιγράφει με τον πιο άμεσο και ακριβή τρόπο τις ζωές των αλλονών κι όποιος το αμφισβητεί κακό του κεφαλιού του κάνει. Γενικώς έχω ένα θέμα με τις παροιμίες και τα γνωμικά -αργά ή γρήγορα έρχονται σαν απαντήσεις-κατραπακιές από το πουθενά και επικυρώνουν τη θέση τους στον κόσμο και στην ιστορία της ζωής μου.
Κοιτάζοντας το απέναντι μπαλκόνι, εστιάζοντας προσεκτικά στο σημείο όπου το προηγούμενο βράδυ είχαν επικεντρωθεί οι καύτρες των τσιγάρων και τα βελάκια των σκέψεών μου αντίκρισα την αλήθεια να με κοιτάζει αναλλοίωτη και θαρραλέα. Μου πήρε μόλις μερικά δευτερόλεπτα για να αντιληφθώ τι ακριβώς βρισκόταν απέναντί μου, αλλά τελικά το κατάφερα κι αυτό.
Στην ίδια ακριβώς θέση με την προηγούμενη νύχτα, στρατιωτάκι ακίνητο, ακούνητο, αγέλαστο, στεκόταν δεμένος στα κάγκελα του μπαλκονιού ένας χριστουγεννιάτικος Άγιος Βασίλης σε φυσικό μέγεθος και εξαιρετικά καλοντυμένος για την εποχή, που κοιτούσε γαλήνια το κενό με τα συνθετικά του μάτια χωρίς να νοιάζεται για τίποτα.
Γι’ άλλη μια φορά λοιπόν, διαπίστωσα πως οι εντυπώσεις μου και η επαφή μου με την πραγματικότητα αποδεικνύονταν τόσο απελπιστικά παρεξηγημένες και τόσο ειρωνικά απροσάρμοστες που αμέσως σκέφτηκα πως από την ίδια κιόλας μέρα θα έπρεπε να μου απαγορευτεί δια ροπάλου οποιαδήποτε επαφή με τον έξω κόσμο άνευ συνοδείας του κηδεμόνα μου και χωρίς χαρτί γιατρού.
Το ίδιο βράδυ, ο παρολίγον φίλος μου είχε εξαφανιστεί από τα κάγκελα. Οι γιορτές είχαν τελειώσει και επισήμως πια. Η προσωπική μου γιορτή παρομοίως και μάλιστα με συνοπτικές διαδικασίες. Το πάθημα μάθημα, λέει βέβαια μια άλλη παροιμία. Για να δούμε, θα πιάσει τόπο η έσχατη κατραπακιά;…
(Σε αυτούς που νευρίασαν μαζί μου και με κοιτάζουν από απόσταση)
Απονομή Όσκαρ
Ζούμε σε μία εποχή όπου μόνο τα περιττά πράγματα είναι απολύτως απαραίτητα. Όσκαρ Ουάιλντ
Η πείρα δεν έχει καμία ηθική αξία. Είναι απλώς το όνομα που δίνουμε στα λάθη μας. Καταδεικνύει πως το μέλλον θα είναι ίδιο με το παρελθόν. Όσκαρ Ουάιλντ
Όταν ερωτεύεσαι ξεκινάς εξαπατώντας τον εαυτό σου και καταλήγεις εξαπατώντας τους άλλους. Και αυτό ο κόσμος το ονομάζει ρομαντικό ειδύλλιο. Όσκαρ Ουάιλντ
Ένα τσιγάρο συνιστά τον τέλειο τύπο μιας τέλειας απόλαυσης: είναι έντονο και σου αφήνει την αίσθηση του ανικανοποίητου. Όσκαρ Ουάιλντ
Υπάρχει πάντα κάτι το γελοίο στα πάθη των ανθρώπων που έχεις πάψει να αγαπάς. Όσκαρ Ουάιλντ
Η ανειλικρίνεια συνιστά απλώς μία μέθοδο πολλαπλασιασμού των προσωπικοτήτων μας. Όσκαρ Ουάιλντ
Οι σωστές αποφάσεις συνιστούν μια ανώφελη απόπειρα παρέμβασης στους νόμους της επιστήμης. Πηγή τους είναι η καθαρή ματαιοδοξία. Επιπτώσεις τους: το απόλυτο μηδέν. Όσκαρ Ουάιλντ
Μπορώ να αντέξω την κτηνώδη βία, μα η κτηνώδης λογική μού είναι αβάστακτη. Υπάρχει κάτι το άδικο στη χρήση της. Καταφέρνει το χτύπημά της κάτω από τη νόηση. Όσκαρ Ουάιλντ
Μόνο οι μελοδραματικοί άνθρωποι μπορούν να επαναλάβουν ένα συναίσθημα. Όσκαρ Ουάιλντ
Στην περίπτωση μιας εξαιρετικά γοητευτικής γυναίκας, το σεξ είναι πρόκληση, όχι άμυνα. Όσκαρ Ουάιλντ
Η αποκάλυψη ξένων μυστικών μάς δίνει ιδιαίτερη ευχαρίστηση -αποσπά τη δημόσια προσοχή από τα δικά μας. Όσκαρ Ουάιλντ
Κυνικός είναι αυτός που γνωρίζει την τιμή των πάντων και την αξία του τίποτα. Όσκαρ Ουάιλντ
Είναι εξαιρετικά επικίνδυνο να πέσεις πάνω σε γυναίκα που δείχνει απόλυτη κατανόηση. Τέτοιες συναντήσεις καταλήγουν πάντα σε γάμο. Όσκαρ Ουάιλντ
Οι φύσει «κύριοι» είναι οι χειρότεροι «κύριοι» που γνωρίζω. Όσκαρ Ουάιλντ
Η ευτυχία ενός παντρεμένου άντρα εξαρτάται από τους ανθρώπους με τους οποίους δεν είναι παντρεμένος. Όσκαρ Ουάιλντ
Η αμβλύνοια είναι το γήρας της σοβαρότητας. Όσκαρ Ουάιλντ
(Oscar Wilde: The film)