Daily Archives: 26 Ιανουαρίου, 2009
Strange as a conspiracy
Κι επειδή η έμπνευση έρχεται πάντοτε τυχαία, ας είμαστε έτοιμοι να της χαμογελάσουμε με το που θα στρίψει από τη γωνία και θα μας κόψει το δρόμο και την αναπνοή.
—
«…Primitive painters are ships floating on an empty sea
gathering in galleries were stallions of imagery…»
—
(Felt: Primitive Painters)
(To all those guys begging God to fuck their mind for good)
Τρυφερό παιχνίδι/The glory of the lizard
Με λένε Γιώργο και είμαι μια μικρή πράσινη σαύρα. Το λείο δέρμα μου ήταν στολισμένο με ασημένιες φολίδες και τα μάτια μου έμοιαζαν με πραγματικές χάντρες. Είμαι παραγεμισμένος με άμμο και αλεύρι –όχι από το εργοστάσιο κατασκευής μου, αλλά εξαιτίας κάποιων ατυχημάτων που μου άλλαξαν κάπως τη δομή.
Πριν από αρκετούς μήνες στεκόμουν στο ράφι ενός μαγαζιού παιχνιδιών, δίπλα σε κάτι λούτρινα ζωάκια, σαφώς μεγαλύτερα σε μέγεθος από μένα και πολύ πιο εντυπωσιακά, και χάζευα τους περαστικούς έξω από τη βιτρίνα. Καμιά φορά, όχι πολύ συχνά είναι η αλήθεια, το αφεντικό μας κατέβαζε από το ράφι και ξεσκόνιζε το σημείο όπου μας είχε τοποθετήσει. Είχε πλάκα να ξεμουδιάζουμε λιγάκι, μερικές φορές μάλιστα αλλάζαμε και θέση κι έτσι είχαμε την ευκαιρία να γνωρίσουμε καινούρια παιχνίδια.
Ένα Σάββατο μεσημέρι μπήκε στο παιχνιδάδικο ένα επτάχρονο αγόρι μαζί με τη μητέρα του. Με το που το είδα κατάλαβα πως αργά ή γρήγορα θα κατέληγα στα χέρια του. Σπανίως πέφτω έξω σε όσα διαισθάνομαι. Συνήθως οι πελάτες ενδιαφέρονταν για μεγαλύτερα παιχνίδια, επιτραπέζια, ηλεκτρονικά, κατασκευές. Ζωάκια αγόραζαν μόνο τα πολύ μικρά παιδιά και οι ανέμπνευστοι μεγάλοι, κυρίως για δώρα. Το αγόρι εκείνο όμως έψαχνε συγκεκριμένα για μια σαύρα. Έψαχνε εμένα. Με βρήκε.
Βγήκαμε μαζί από το μαγαζί, πιασμένοι χέρι χέρι. Για την ακρίβεια, με κρατούσε στη χούφτα του κι όλο με κοίταζε χαμογελώντας. Το αγόρι ήταν κατενθουσιασμένο γιατί, όπως έμαθα αργότερα, είχε συλλογή από ζωάκια του είδους μου, και το μόνο που του έλειπε για να την συμπληρώσει ήταν μία σαύρα. Εγώ.
Με το που φτάσαμε στο σπίτι του άνοιξε ένα χάρτινο κουτί παπουτσιών και τότε αντίκρισα δεκάδες χρωματιστά ζώα στοιβαγμένα το ένα πάνω στο άλλο. Υπήρχαν καβούρια, δελφίνια, καμηλοπαρδάλεις, ελεφαντάκια, φίδια, όλα φτιαγμένα από το ίδιο υλικό και περίπου στο ίδιο μέγεθος με μένα. Προφανώς το αγοράκι έκανε συλλογή από ζώα της δικής μου εταιρείας, μιας και είχαμε όλα την ίδια ετικέτα στην άκρη του ποδιού.
Το καλοκαίρι κοντοζύγωνε και το αγόρι άρχισε να με παίρνει μαζί του στην παραλία. Έκανα βουτιές μαζί του πιτσιλώντας τους τριγύρω λουόμενους, με κατάβρεχε με ιαματικό νερό κάτω από το ντους, παρίστανα το μπαλάκι για τις ρακέτες του, στέγνωνα πάνω στα καυτά βότσαλα της παραλίας κι έπειτα λάμβανα θέση μέσα στη μεγάλη ψάθινη τσάντα της μαμάς του, τυλιγμένος στη γνωστή γαλάζια πετσέτα θαλάσσης. Τα απογεύματα έβγαζε και τα υπόλοιπα ζωάκια από το χαρτόκουτο και έπαιζε μαζί μας με τις ώρες. Ήταν συμπαθητικό παιδάκι, κάπως μικρότερο σε γούστα και συνήθειες από τα παιδιά της ηλικίας του, τρυφερό και με ανεπτυγμένη φαντασία. Το βράδυ με έπαιρνε κοντά του στον παραλιακό περίπατο ή στο πάρκο με τη μεγάλη παιδική χαρά όπου έκανε ποδήλατο ή τσουλήθρα.
Σε μία από αυτές τις βόλτες πιάστηκε η ουρά μου σε κάποιο πεζούλι και έντρομος κατάλαβα πως η γέμισή μου -απλή ψιλή άμμος- είχε αρχίσει να σκορπίζεται στο χώμα. Ο μικρός το παρατήρησε και με έβαλε στο καλαθάκι του ποδηλάτου του, πίσω από τη σέλα, για να με μεταφέρει χωρίς περεταίρω απώλειες στο σπίτι. Εκεί, με έδωσε στη μητέρα του η οποία με έραψε με λεπτές βελονιές αφού πρώτα αντικατέστησε όση άμμο μπορούσε με λίγο σπιτικό αλεύρι από το γυάλινο βάζο της κουζίνας.
Το επόμενο ατύχημα το έπαθα στην αυλή του σπιτιού, όταν προσγειώθηκα ανώμαλα στα κλαδιά μιας λεμονιάς, κι ένα αγκαθάκι με βρήκε στο μπροστινό δεξί μου πόδι. Η άμμος-αλεύρι άρχισε να ρέει σαν νερό κι εγώ κατάλαβα μέσα σε μια στιγμή τι σημαίνει να είναι κανείς όχι σαύρα, μα κλεψύδρα. Τα ραμματάκια που μου έκανε η μαμά ήταν κάπως πιο επώδυνα αυτή τη φορά, μιας και το σκίσιμο ήταν σοβαρότερο και το χαμένο υλικό μου ακόμα πιο πολύ.
Το ίδιο βράδυ ο μικρός μου κύριος με κάθισε στο τραπέζι της κουζίνας, πήρα μια λευκή κόλα χαρτί και ένα κουτάκι ξυλομπογιές και μου έκανε ένα θαυμάσιο πορτρέτο. Με έκανε καταπράσινο και μεγάλο, με όμορφα μαύρα μάτια και μυτερή ουρά. Στο πάνω μέρος της σελίδας έγραψε με μεγάλα άτσαλα γράμματα το όνομά μου: «Σαύρα Γιώργος», κι έπειτα κόλλησε τη ζωγραφιά στο ψυγείο. Όλη η οικογένεια θαύμασε την ωραία ζωγραφιά και αναγνώρισε την τρομακτική ομοιότητα ανάμεσα στο μοντέλο και στον πίνακα.
Οι μέρες περνούσαν κι εγώ δεν παρέλειπα να ρίχνω πότε πότε τις ματιές μου στην εικόνα πάνω στην πόρτα του ψυγείου, θαυμάζοντας τα όμορφα χρώματά μου και το μεγαλοπρεπές μου όνομα. Παράλληλα, οι πτώσεις συνεχίζονταν μαζί με τα παιχνίδια, τα ράμματα μαζεύονταν σωρηδόν στο παραμορφωμένο πια κορμί μου, και το μόνο που έμεινε τελικώς να θυμίζει την επιβλητική καταπράσινη σαύρα που κάποτε υπήρξα ήταν η ζωγραφιά που με κοίταζε ακίνητη από το ψυγείο.
Κάποια μέρα, το αγόρι με πήρε μαζί του στην παραλία, μα ο καιρός είχε χαλάσει, στην ακτή φυσούσε δυνατός άνεμος που σήκωνε άγρια κύματα και έκαιγε τα μάτια από το θαλασσινό αλάτι. Πάνω σε μια έκρηξη χαράς και πηδώντας να αποφύγει ένα κύμα που ερχόταν κατά πάνω μας, με άφησε και γλίστρησα από το χέρι του. Τότε βρέθηκα στον πάτο της ταραγμένης θάλασσας, να παλεύω με τα μικροσκοπικά χαλικάκια και με την άμμο που με τσιμπούσε παντού. Το αλεύρι μέσα στο κορμί μου είχε βραχεί και το βάρος μου είχε τριπλασιαστεί. Είδα το κεφαλάκι του αγοριού να χώνεται στο νερό και να με ψάχνει. Κάποια στιγμή νομίζω πως άκουσα και την παραπονεμένη του φωνή «Έχασα τη σαύρα Γιώργο!», μα το κύμα με παρέσυρε μακριά, προς τα μέσα, όλο και πιο βαθιά, και τότε κατάλαβα πως θα του ήταν αδύνατον να με ξαναβρεί.
Οι μήνες που πέρασα συντροφιά με το αγόρι είναι οι καλύτεροι μήνες της ζωής μου. Με προτιμούσε από όλα τα υπόλοιπα ζώα του κι αυτό μόνο απαρατήρητο δεν γινόταν να μου περάσει. Διασκεδάζαμε μαζί, κάναμε ωραία παιχνίδια και μεγάλες βόλτες, ακροβατικά και κόλπα. Παρόλα τα ατυχήματα που γέμισαν το κορμί μου ράμματα, αναγνωρίζω πως ποτέ δεν με παραμέλησε, ποτέ δεν με αποχωρίστηκε, ποτέ δεν σκέφτηκε να με πετάξει στα σκουπίδια. Πάντα επέμενε να με επιδιορθώνει και να με κρατά κοντά του.
Όλα αυτά α σκέφτομαι τώρα, ολομόναχος στο βυθό της σκοτεινής θάλασσας, κι αισθάνομαι πως έζησα μια άξια ζωή, πλούσια και ευτυχισμένη. Ήμουν μια αγαπημένη σαύρα με ωραίο όνομα και περιπετειώδη πορεία. Τώρα βέβαια μοιάζω περισσότερο με μουχλιασμένο κουρελάκι παρά με σαύρα, καθώς έχω αρχίσει να ξεφτίζω και να χάνω το χρώμα μου. Μόνη μου παρέα είναι κάτι ολόμαυροι αχινοί στα διπλανά βράχια και οι όποιες περαστικές μαριδούλες ξοκείλουν κατά την κοτρώνα κάτω από την οποία έχω λουφάξει.
Παρόλα αυτά, ξέρω πως ο μικρός μου κύριος σίγουρα θα κοιτάζει διαρκώς το πανέμορφο πορτρέτο μου πάνω στην πόρτα του ψυγείου και θα με σκέφτεται με νοσταλγία, όπως τον σκέφτομαι κι εγώ. Ελπίζω μόνο να μην στεναχωριέται υπερβολικά, δεν θα ήθελα με τίποτα να γίνω η αιτία να ζει θλιμμένος.
Ακόμα κι αν αύριο το πρωί με διαλύσει η αλμύρα και τα τσιμπηματάκια των ψαριών, και χυθεί όλο μου το αλεύρι στα κύματα σαν τη στάχτη που σκορπάνε οι άνθρωποι στους ιερούς ποταμούς, εμένα δεν θα με νοιάξει. Η λευκή σελίδα με την πάλαι ποτέ καταπράσινη σαύρα Γιώργο θα μείνει για καιρό ακόμα να με θυμίζει σε εκείνον που αγάπησα και που με αγάπησε κι αυτός. Κι αυτό, σήμερα μου φτάνει. Σήμερα, που είμαι απλώς μια χαμένη σαύρα των υδάτων.