Monthly Archives: Νοέμβριος 2009
Ποιήματα και πράξεις
“…Μην ξέροντας αν πρέπει ν’αποδώσω
στη φρίκη το κενό κι αν ήμουν μήπως
της ίδιας μου της μοίρας Δούρειος Ιππος
κι αν έπρεπε στη λήθη να ενδώσω,
προχώρησα αργά, εν επιγνώσει
ότι ήμουνα νεκρός-οι ψευδαισθήσεις
του πως και του γιατί οι απαντήσεις
μπερδεύονταν διαρκώς και είχαν δώσει
στον κόσμο αφορμή να ξαναγίνει
αδιάβατος: διδάκτηκα από κείνη
την τύχη, πως ο νους θα με προδώσει
προτού το μυστικό του φανερώσει…..”
—
ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΑΡΑΝΙΤΣΗΣ – (1980-1993)
Εκδόσεις Ικαρος
Διαφημιστικό διάλειμμα…
…Ίσα για να ονειρευτούμε αλαφροΐσκιωτες βόλτες σε φωτισμένους δρόμους με κίνηση και πολυκοσμία, ένα χειμωνιάτικο βράδυ που σηκώνει μακρύ παλτό και μάλλινα γάντια. Και ζεστό κρασί δίπλα στη τζαμαρία, και ιπτάμενες συζητήσεις με τον καλύτερό μας φίλο, που μας έλειψε πολύ και ψάχναμε ευκαιρία να τον ξαναδούμε και να του το πούμε κοιτώντας τον στα μάτια…
Βαγγέλης
Χτες ο πατέρας μου μού έδωσε ένα πεντοχίλιαρο να πληρώσω το φροντιστήριο. Τα δίδακτρα του Νοέμβρη τα πλήρωσα προχτές. Του Δεκέμβρη μετά τα Χριστούγεννα. Δε φταίω εγώ. Με δύο κατοστάρικα χαρτζιλίκι τη βδομάδα ούτε τυρόπιττα δεν αγοράζω αλλά πού να πάρει χαμπάρι ο τσιγκούναρος. Με το πεντοχίλιαρο θα πάω για μπίρες το Σάββατο και θα περάσω κι από την Ελένη μια βόλτα. Μια χαρά μού’ κατσε, δε λέω.
«Τι βλέπω Βαγγέλη, καινούριο ποδήλατο;», με ρώτησε η Αφροδίτη στο σχολείο. Είχα πάρει το Μότο Κρος μαζί, έτσι για να το δείξω λίγο. Όλοι μαζεύτηκαν γύρω μου και το χάζευαν. Βασιλιάς ένιωθα, μεγάλη κυρίλα. Τα αγόρια της τάξης είχαν λυσσάξει από τη ζήλεια τους, τέτοιο όχημα κανένας δεν κυκλοφορεί σε ολόκληρο το λύκειο. Τα κορίτσια χασκογέλαγαν και καλά, τις έβλεπα εγώ όμως, γυάλιζε το ματάκι τους.
«Ναι, τώρα το αγόρασα», είπα στην Αφροδίτη. «Με δικά μου λεφτά, οι γονείς δεν μου έδωσαν μία».
«Έπιασες δουλειά Βαγγελάκη και δεν το ξέρουμε;» μου κόλλησε το τσουλάκι.
«Ναι, γαμάω γριές τα Σαββατόβραδα και μου δίνουν χαρτζιλίκι. Τραβάς κάνα ζόρι Αφροδιτούλα;», άναψα εγώ. Η συζήτηση με αυτό το κορίτσι δεν έχει νόημα. Πάντα κάνει το παν για να με νευριάσει. Τελείως ξενέρωτη γκόμενα. Απορώ τι της βρίσκουν και τρέχουν όλοι πίσω της. της γύρισα την πλάτη και συνέχισα να χαζεύω με τους άλλους.
Μετά από αυτό δε μιλήσαμε άλλο. Έφυγα για το σπίτι όλο νεύρα. Κλείστηκα στο μπάνιο και τράβηξα μια γερή μαλακία, μία ώρα έμεινα μέσα. Την σκεφτόμουν συνεχώς. Με τσάντισε το πουτανάκι, ήθελα να της πετάξω τα μάτια έξω. Τρεις ώρες έκανα να συνέλθω, και με τους Μετάλλικα στη διαπασών. Μετά κατέβηκα στην κουζίνα. Η μαλακία πάντα με κάνει και πεινάω. Η μάνα μου είχε μαγειρέψει κάτι ντολμαδάκια, αλλά πάνω στο τραπέζι είχε κι ένα πιάτο γεμιστά. Η πιπεριά ήταν μισοφαγωμένη. Τα καθάρισα στο πι και φι και την έκανα για του Νύση που είχαμε ραντεβού. Στη μάνα μου είπα ότι πήγαινα Αγγλικά.
Ο Νύσης είναι ο κολλητός μου. Έμεινε στην ίδια τάξη πέρυσι και το σταμάτησε το σχολείο. Από τότε δουλεύει οικοδομή, μεταφέρει έπιπλα στα σπίτια, κάνει ό, τι βρει. Πριν κάνα μήνα έπεσε με τη μηχανή και έκανε τα μούτρα του κιμά. Γέμισε το κούτελό του ράμματα, τα ρουθούνια του είναι στραπατσαρισμένα, μοιάζει λες και του έφυγε η μύτη. Από τότε δε γουστάρει να βγαίνει, κι έτσι την πέφτουμε σπίτι του κι ακούμε μουσική, κάνουμε κάνα τσιγάρο και λέμε διάφορα. Ο γιατρός είπε πως η μούρη του θέλει εγχείρηση για να ξαναστρώσει, αλλά θα του πάρει καιρό μέχρι να μαζέψει τα φράγκα και να πάει στην Αθήνα, μπορεί κι ένα χρόνο.
Του χρόνου που θα τελειώσω το λύκειο λέω να την κάνω μαζί του κι εγώ. Να πάμε στην Αθήνα, να βρούμε καμιά δουλειά, να ξεφύγουμε από τη γούβα. Εδώ δεν υπάρχει μέλλον, όποιος ξεμείνει στο χωριό ξόφλησε. Του χρόνου ο Νύσης θα κάνει την εγχείρηση κι εγώ θα βρω δουλειά. Μπορεί να μένουμε μαζί για αρχή, θα δούμε. Προς το παρόν καπνίζουμε τα τσιγάρα που βουτάω στη ζούλα από τον πατέρα μου και πίνουμε τις μπίρες της μάνας του Νύση. Όποτε βρισκόμαστε είναι καλά. Ταιριάζουμε, τον καταλαβαίνω και με καταλαβαίνει.
«Άκου σολάρισμα, ρε μαλάκα», μου λέει ο Νύσης κάθε φορά που ακούμε κασέτες ή ραδιόφωνο και πετυχαίνουμε καμιά ροκιά. Έχει ταλέντο στην κιθάρα, παίζει καλά. Καμιά φορά ακομπανιάρει τα κομμάτια και ακούγεται σα να είναι μέλος του συγκροτήματος, κανονικά. Εγώ δεν έμαθα κιθάρα. Με βάλανε να μάθω Αγγλικά.
Πηγαίνοντας σου Νύση είπα να περάσω από το καφενείο της Μάρως. Είναι σωστή γκόμενα η Μάρω, κι ας μη λέει πολλά. Δουλεύει στο καφενείο των γονιών της από δεκάξι χρονών. Πέρυσι τέλειωσε το λύκειο κι ακόμα εδώ είναι. Στο χωριό λένε πως ο γέρος της δεν έχει φράγκα να τη στείλει για σπουδές κι έτσι μαζεύει μόνη της ό, τι μπορεί για να την κάνει αργότερα για την Αθήνα. Τα μεσημέρια σερβίρει όλο το εργοστάσιο. Μέχρι κι ο πατέρας μου έρχεται εδώ, μαζί με το Φώτη. Σπουδαία πελατεία.
Έξω φύσαγε και έκανε ψοφόκρυο. Φόρεσα το μαύρο σκούφο Πούμα και βγήκα στο δρόμο. Έχωσα τα χέρια μου στις τσέπες γιατί ξύλιαζα και τράβηξα προς την πλατεία. Σε λιγότερο από είκοσι λεπτά ήμουν στης Μάρως και πίναμε καφέ. Εκείνη την ώρα δεν είχε κόσμο, ήταν άνετη. Είπαμε για το φροντιστήριο, μετά με ρώτησε τι νέα, της είπα το σκηνικό με την Αφροδίτη και χασκογέλασε.
«Τη γουστάρεις ε;», με ρώτησε στα ίσα.
«Καμία σχέση», απάντησα ρουφώντας μια τζούρα φραπέ.
«Έλα τώρα, αφού φαίνεσαι», εκεί αυτή. «Σου μιλάω γι’ αυτήν και κατακομπλάρεις».
«Τι λες ρε Μάρω;», τα πήρα κι εγώ. «Με το μαλακισμένο;».
«Μια χαρά γκόμενα είναι, τι έχει δηλαδή;» συνέχισε.
«Είναι μαλάκω. Ανεγκέφαλη, αυτό έχει», πέταξα και ένιωσα να μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι. Η Μάρω δεν το έβαζε κάτω. Το’ χε βάλει σκοπό να με πρήξει.
«Κοκκίνισες ρε», μου πέταξε και έβαλε τα γέλια.
«Μη με τσαντίζεις τώρα κι εσύ! Κόφτο!», της φώναξα. Η καρδιά μου πήγαινε ντάπα ντούπα από τα νεύρα μου. Ένιωθα τα μάγουλά μου να καίνε. Οι παλάμες μου ήταν μούσκεμα. Το τελειωτικό χτύπημα ήταν όταν κατάλαβα πως είχε αρχίσει πάλι να μου σηκώνεται. Αν με έπαιρνε χαμπάρι η Μάρω θα γινόμουν ρεζίλι. Σηκώθηκα βιαστικά και πήγα στην τουαλέτα. Τον έπαιξα λίγο στα γρήγορα, ίσα να ηρεμήσω, έριξα λίγο νερό στα μούτρα μου και γύρισα στο τραπέζι. Η Μάρω ήταν στην κουζίνα και κάτι έκανε. Με το που με είδε άρχισε πάλι να λέει τα δικά της αλλά δεν άκουγα καλά, είχα ήδη σηκωθεί να φύγω. Τη χαιρέτησα βιαστικά και βγήκα στο κρύο.
Κοίταξα γύρω μου. Ο ουρανός είχε γεμίσει σύννεφα. Μαύρη μαυρίλα ο τόπος. Κίνησα για του Νύση περνώντας μέσα από τα χωράφια. Οι μπότες μου βούλιαζαν στις λάσπες. Τα δάχτυλά μου είχαν κιτρινίσει από το κρύο, όσο κι αν τά’ χωνα στις τσέπες δε ζεσταίνονταν με τίποτα. Σκέφτηκα τη μάνα μου που μια ζωή μου λέει να φοράω γάντια.
«Τα γάντια είναι για τους φλώρους», της απαντάω συστηματικά. Αν τα είχα τώρα βέβαια, θα με βόλευαν πολύ, αλλά δε γαμιέται…
Καθώς πέρναγα από το ξέφωτο του Λίμπα διέκρινα το σπίτι της Ελένης. Σκέφτηκα να περάσω μια βόλτα στα γρήγορα αλλά είχε περάσει η ώρα και ο Νύσης θα με περίμενε. Με την Ελένη βλεπόμαστε εδώ και έξι μήνες. Με το που πάτησα τα δεκαεπτά θέλησα να προχωρήσω πάρα πέρα. Ήρθα μια μέρα να τη βρω επίτηδες, το είχα βάλει στόχο. Η Ελένη είναι επαγγελματίας, δε χρειάστηκε να της εξηγήσω τίποτα. Το κάναμε πρώτη φορά στον καναπέ της, ούτε που κατάλαβα τι έγινε. Από τότε περνάω όποτε μπορώ και τα λέμε λίγο. Έχει όμορφο κορμί, τη γουστάρω κι ας είναι μεγαλύτερή μου. Το στόμα της είναι φωτιά και λαύρα. Η γλώσσα της είναι απαλή και μυρίζει πάντα ωραία. Ειδικά όταν πίνει με κάνει στάνταρ να σκέφτομαι τα μπαρ που θα δω του χρόνου στην Αθήνα κι άλλα τέτοια καυλωτικά. Το δέρμα της είναι απαλό και άσπρο. Τα μαλλιά της είναι μαύρα και γενικώς σε όλα τα σημεία του σώματός της η χαίτη της είναι φουντωτή και απαλή σα βαμβάκι. Κάθε φορά μου μαθαίνει διάφορα κόλπα η Ελένη, ποτέ δε βαριέμαι. Κάποια μέρα αυτά τα κόλπα θα τα χρησιμοποιήσω και αλλού, προς το παρόν όμως μόνο μαζί της γίνεται να το κάνω.
Έφτασα στο σπίτι του Νύση περασμένες τέσσερις. Μπήκα χωρίς να χτυπήσω. Η μάνα του ακουγόταν στο μπάνιο που έπλενε κι εκείνος ήταν αραχτός στο δωμάτιό του και άκουγε Πετρίδη. Είχε στα χέρια την κιθάρα του και δοκίμαζε τις χορδές. Άνοιξα μια μπίρα και κάθισα στην καρέκλα δίπλα από το κρεβάτι του. Έξω φύσαγε τόσο δυνατά που από τη χαραμάδα που έμπαζε το παράθυρο φύσαγε σαν ανεμιστήρας.
«Νομίζω πως την έχω πατήσει με το μαλακισμένο την Αφροδίτη», του είπα χαζεύοντας τον ουρανό. Στα σύρματα της ΔΕΗ είχαν κάτσει δύο χοντρά κοράκια.
«Σοβαρολογείς ρε μαλάκα; Κι η Ελένη;», ξαφνιάστηκε ο φίλος μου.
«Ε, τι η Ελένη ρε; Με την Ελένη πηδιόμαστε πού και πού κι αυτό είναι όλο. Δεν τά’ χουμε», συνέχισα. «Το άλλο το βλαμμένο το σκέφτομαι μέρα νύχτα. Πέτρα μου γίνεται με το που φέρνω τα μούτρα της στο μυαλό μου».
«Νόμισα πως με την Ελένη ήσασταν κάτι σα ζευγάρι», απόρησε ο Νύσης.
«Καμία σχέση ρε φίλε. Τι λες τώρα; Την Ελένη την παίρνει όλο το χωριό, μην τρελαθούμε!», του είπα κι άναψα τσιγάρο. Ξεφύσησα προς το ταβάνι. Είδα πως στις γωνίες υπήρχαν κάτι πράσινες κηλίδες υγρασίας που αλλού έμοιαζαν με ψυχεδελικά λουλούδια κι αλλού με πεθαμένες πεταλούδες. Έξω έσκαγαν βροντές κι ο ουρανός φωτιζόταν από τους κεραυνούς που έπεφταν μέσα από τα σύννεφα.
«Και τι λες να κάνεις; Πώς θα κινηθείς;», ρώτησε ξεχνώντας για λίγο την κιθάρα πάνω στο κρεβάτι. Τα μούτρα του έμοιαζαν με αποκριάτικη μάσκα.
«Δεν ξέρω. Τίποτα μάλλον», αποκρίθηκα και τράβηξα μια γερή τζούρα. Ένιωθα να με κόβει το στομάχι μου, κάπως σα να μου ερχόταν αναγούλα. Έσβησα το τσιγάρο στο τασάκι, ρούφηξα λίγη μπίρα και σηκώθηκα. Ο Νύσης έχει μια μεγάλη βιβλιοθήκη με κόμιξ που αγοράζει από το μίνι μάρκετ σχεδόν κάθε βδομάδα. Όποτε έρχομαι σπίτι του πάντα τσεκάρω τα καινούρια περιοδικά. Τράβηξα ένα Αστερίξ και το ξεφύλλισα. Στο μυαλό μου τα στρογγυλά δόντια της Αφροδίτης έλαμψαν λίγο πριν αρχίσω να τα γλύφω με τη γλώσσα μου και να της ρουφάω τα χείλη. Τα χέρια μου χάιδευαν ήδη τα βυζιά της. Ήθελα να την πονέσω, λύσσαγα να τη δαγκώσω και να την ακούσω να φωνάζει καθώς τη στρίμωχνα, την καργιόλα. Ήθελα να την κάνω να ματώσει. Έβαλα το Αστερίξ στη θέση του και στράφηκα προς το Νύση ξεφυσώντας.
«Δεν είναι κατάσταση αυτή ρε μαλάκα. Είμαι συνεχώς με το πουλί όρθιο», είπα αγχωμένα.
«Τράβα από της Ελένης, ξαλάφρωσε και μετά σκέψου το. Τι άλλο να σου πω ρε φίλε; Βρες ένα τρόπο», μου πέταξε ξαπλώνοντας ανάσκελα με ανοιχτά πόδια. Το κρεβάτι του ήταν στρωμένο με μια μπλε κουβέρτα. Από κάτω φαινόταν ένα ριγέ σεντόνι, τσαλακωμένο και παλιό. Τον χαιρέτησα και κατευθύνθηκα προς την πόρτα. Η μάνα του μαγείρευε στην κουζίνα κάτι που βρώμαγε κρεμμύδι. Της είπα ένα γεια και βγήκα στη βροχή.
Λίγο πιο κάτω από το Νύση μένει ο Θάνος ο Κουτρούλιας. Περνώντας έξω από το παράθυρό του έριξα μια ματιά στο δωμάτιο. Ήταν μέσα και κάτι διάβαζε. Του χτύπησα το τζάμι, ο φύτουλας άνοιξε και με ρώτησε τι έγινα. Του είπα πως ήμουν άρρωστος, γι’ αυτό δεν είχα πάει σχολείο. Εννοείται πως δε με πίστεψε, μου είπε όμως στα γρήγορα την ύλη στα μαθηματικά και στη χημεία και με ξαπόστειλε βιαστικά. Καθώς έκλεινε το παράθυρο παρατήρησα πως τα νύχια του ήταν τόσο βρώμικα που μέχρι και βάτραχος αν τα έβλεπε θα έτρεχε να ξεράσει.
Καθώς διέσχιζα μούσκεμα τα χωράφια τσαλαβουτώντας ως το γόνατο στις λάσπες σκέφτηκα την Αφροδίτη στη θέση της Ελένης. Έκλεισα τα μάτια και προσπάθησα να φανταστώ τη μυρωδιά της. Έβγαλα τη γλώσσα στον αέρα κι έκανα πως την έγλυφα χαμηλά, κουνώντας πέρα δώθε το κεφάλι. Ο αέρας ήταν κρύος και οι στάλες της βροχής που έμπαιναν στο στόμα μου είχαν γεύση τσίγκου. Σε λίγο συνήλθα και κοίταξα γύρω μου τη λασπουριά σαν αγουροξυπνημένος. Το κεφάλι μου βούιζε, ένιωθα ζαλάδα. Έβγαλα ένα τσιγάρο από την τσέπη μου και στάθηκα ν’ ανάψω. Η χούφτα μου δεν με βοηθούσε. Η βροχή μου έφερνε εκνευρισμό. «Άει στο διάολο για καιρός», ψέλλισα και συνέχισα σκυφτός προς το σπίτι. Δεν θα πήγαινα στης Ελένης, δεν είχα όρεξη. Ούτε τσιγάρο άναψα.
Μπαίνοντας στο σπίτι είδα τη μάνα μου και την αδερφή μου που κάτι γράφανε στο τραπέζι της κουζίνας. Έκανε ζέστη, ό, τι έπρεπε ήταν. Χωρίς να τους μιλήσω άνοιξα το ψυγείο, πήρα τα σύνεργα για ένα σάντουιτς και έβγαλα ένα πιάτο από το ντουλάπι. Έξω φύσαγε πολύ, ο βοριάς κόντευε να ξεριζώσει τις λεμονιές από τα παρτέρια. Πήρα το πιάτο με το σάντουιτς κι ανέβηκα στο δωμάτιό μου. Πέταξα τα βρεγμένα ρούχα μου στην καρέκλα και ξάπλωσα στο κρεβάτι γυμνός. Μετά έβαλα στο πικάπ να παίζει το Μπλακ Άλμπουμ των Μετάλλικα και κλείδωσα την πόρτα.
(Η φωτογραφία είναι του Μ. Μοσχολιού)
Τούλα
Πάχυνα η ρουφιάνα, πάχυνα. Κάθε πρωί μία από τα ίδια. Σηκώνομαι και με την τσίμπλα στο μάτι τρέχω στη ζυγαριά. Κάθε μέρα δείχνει και λίγο πάρα πάνω. Πόσα ήμουν την προηγούμενη βδομάδα ούτε που θυμάμαι. Φταίει μάλλον που περιμένω περίοδο κι είμαι φουσκωμένη. Δε μπορεί να πήγα ενενηνταέξι. Σε μια βδομάδα δύο κιλά; Αδύνατον…
«Μαμά βγαίνεις; Πρέπει να ετοιμαστώ για το σχολείο, άντε!», φωνάζει έξω από το μπάνιο η Αλεξάνδρα. Ούτε να κατουρήσει δε μπορεί κανείς πια εδώ μέσα. Μαρτύριο.
«Βγαίνω!», βιάζομαι ν’ απαντήσω πριν βαρέσει κι άλλη μπουνιά στην πόρτα.
Χτες τη νύχτα έριξε καρεκλοπόδαρα. Κακοτράχαλος χειμώνας, ψοφόκρυο. Οι ειδήσεις είπαν πως θα χειροτερέψει κι άλλο. Να θυμηθώ να πω του Χρήστου πως θέλουμε πετρέλαιο, το ντεπόζιτο πρέπει να είναι σχεδόν άδειο. Πότε βάλαμε τελευταία φορά; Τον Οκτώβρη νομίζω, δε θυμάμαι ακριβώς. Τι να πρωτοθυμηθώ κι εγώ εδώ μέσα… Όλα στην καμπούρα μου, ξεκούτιανα πια.
«Μαμά θέλω λεφτά για τα αγγλικά», φωνάζει από το διάδρομο ο Βαγγέλης. Εμ βέβαια, κοντεύει δεκαπέντε ο μήνας κι ακόμα να πληρώσουμε. Ξεφτίλα στην καθηγήτρια.
«Άντε πες του μπαμπά να σου δώσει», του απαντάω καθώς ντύνομαι, «έξω είναι και καθαρίζει το μποστάνι».
Ρίχνω μια ματιά από το παράθυρο και τον βλέπω να τσαπίζει δίπλα στις κολοκυθιές. Η καταιγίδα δεν άφησε τίποτα όρθιο, πνιγήκαμε στη λάσπη. Τα ζαρζαβατικά κολυμπάνε στο βούρκο. Η μάντρα δε βαστάει τίποτα, ούτε νερό ούτε αέρα. Τσάμπα ο κόπος και τα λεφτά που δώσαμε του Νύση για να τη φτιάξει.
Τώρα βγάζει ένα πεντοχίλιαρο από την τσέπη και το δίνει του Βαγγέλη. Εγώ λεφτά δεν παίρνω στα χέρια μου. Ό, τι ανάγκη έχουμε το λέμε του Χρήστου κι αυτός φροντίζει. Για φαΐ μου δίνει είκοσι χιλιάρικα το μήνα και με αυτά πρέπει να τα φέρω βόλτα. Για τα έξτρα του ζητάμε ό, τι είναι κάθε φορά. Μεγάλο ζόρι. Μέχρι και για κερί στην εκκλησία πρέπει να του ανοίγω το χέρι και να περιμένω σα ζητιάνα. Δύσκολο, γιατί είναι και σφιχτοχέρης και τα μετράει όλα με το σταγονόμετρο.
«Σβήστε κάνα καλοριφέρ! Σύμβαση με τη ΔΕΗ έχουμε;», ακούγεται η αγριοφωνάρα του άντρα μου από τον καμπινέ. Πότε πρόλαβε κι ανέβηκε; Μέσα στη γκρίνια πια αυτός ο άνθρωπος, συνεχώς κάτι του φταίει. Ποτέ του δεν ευχαριστιέται. Και καλά, εκείνος παίρνει το καπελάκι του και φεύγει κάθε πρωί. Εμένα που είμαι ασθματικιά με ρωτάει αν μπορώ να ζήσω όλη μέρα μέσα σ’ ένα ψυγείο; Από την άλλη, τέσσερις νοματαίοι εδώ μέσα, να μην αφήσω λίγο ανοιχτά να αεριστεί το σπίτι; Δεν είναι υγεία, πρώτα απ’ όλα. Η κλεισούρα σε αρρωσταίνει, το είπε κι ο γιατρός.
Ησυχία ακούω μέσα. Θα φύγανε κι ούτε καλημέρα δεν είπαν. Πάω να φτιάξω ένα τσάι και να στρωθώ, έχω δουλειές με φούντες σήμερα. Χτες κακοκοιμήθηκα. Στην αρχή με πήρε ο ύπνος στον καναπέ αλλά μετά σηκώθηκα και πήγα μέσα. Όλη νύχτα με ξύπναγε ο αέρας που χτύπαγε τους τσίγκους. Κάθε τόσο πεταγόμουν στον ύπνο μου, μ’ έκοβε τρομάρα. Σε μια στιγμή γύρισα και κοίταξα το Χρήστο που κοιμόταν δίπλα μου. Έκανα να τον πλησιάσω αλλά αυτός Τούρκος. Ίσα που δε με κλώτσησε. Ούτε σκυλί να ήμουν.
«Δεν έχω καμία όρεξη», μούγκρισε με το που πήγα να τον ακουμπήσω. «Όλη μέρα σκοτώνομαι στη δουλειά, το βράδυ είμαι πτώμα».Τίποτα δεν έγινε τελικά. Ούτε χτες ούτε προχτές. Ως συνήθως. Γύρισα πλευρό και προσπάθησα να κοιμηθώ. Μου’ ρχόταν να βάλω τα κλάματα αλλά κρατήθηκα. Είχα βουρκώσει για τα καλά, αλλά είπα στον εαυτό μου «Όχι Τούλα, δεν θα του κάνεις τη χάρη να σε δει να κλαις κιόλας. Αρκεί που σε περιφρονεί, μην του δώσεις κι άλλη ικανοποίηση από πάνω!». Κι έτσι κρατήθηκα, έστω με τα χίλια ζόρια.
Ναι, φύγανε όλοι. Κι η πόρτα της κουζίνας ανοιχτή. Γέμισε ο τόπος λάσπες. Καρκανιάσανε κιόλας τα πόδια μου από την υγρασία, απελπισία με πιάνει. Μερικές φορές μού’ ρχεται να τα βροντήξω όλα και να χαθώ από προσώπου γης. Σάμπως θα λείψω και σε κανέναν; Μια χαρά θα τα βγάλουν πέρα και μόνοι τους. Αλίμονο σε μένα, που μέχρι να πεθάνω θα τραβιέμαι για δαύτους κι ένα ευχαριστώ δεν πρόκειται να μου πουν ποτέ.
«Τούλα!». Είναι η κυρά Ξένη από δίπλα. Βγάζω το κεφάλι από το παράθυρο και τη βλέπω πρωί πρωί μ’ ένα πιάτο γεμιστά στο χέρι. Ξεσκέπαστο. Έξω φυσάει του καλού καιρού, τίποτα δεν άφησε όρθιο ο αέρας. Τα γεμιστά καίνε, η κυρά Ξένη φοράει ένα χοντρό καρό γάντι και μου απλώνει το χέρι.
«Μόλις τά’ βγαλα απ’ το φούρνο», λέει και μου δίνει το πιάτο. Καλή γυναίκα η κυρά Ξένη, άψογη γειτόνισσα. Ούτε κουτσομπόλα, ούτε τίποτα. Καθαρή και νοικοκυρεμένη, είκοσι χρόνια σε διπλανά σπίτια και ποτέ δεν λογοφέραμε. Μόνο που έχασε τον άντρα της πέρυσι κι έχει μείνει μαγκούφα. Δεν το βάζει κάτω όμως, πιάνει την πέτρα και τη στύβει.
«Γεια στα χέρια σου», της λέω και βάζω μέσα το πιάτο. Αυτές είναι νοικοκυρές, ούτε δέκα η ώρα και το φαΐ της έτοιμο, όχι σαν εμένα που κάθομαι και κλαίω τη μοίρα μου… Να θυμηθώ να την τρατάρω ντολμαδάκια το μεσημέρι, ντροπή να της γυρίσω άδειο το πιάτο.
Χτες το βράδυ μου φάνηκε πως κάπως μύριζε ο προκομμένος μου. Μπορεί να ήταν η ιδέα μου βέβαια, γιατί για τέτοιες βρωμιές δεν τον έχω ικανό, αλλά νόμισα πως είχε πάνω του ξένη μυρωδιά. Άμα τον πλησιάσω και μου ξαναβρωμίσει πάλι, μαύρο φίδι που τον έφαγε. Μάρτυς μου ο Θεός, αν μυριστώ τίποτα είμαι ικανή να τον σκοτώσω…
«Αμάν, τι γεμιστά είναι αυτά», μονολογώ τσιμπώντας με το πιρούνι μια πιπεριά. Ορίστε μας, αυτό μας έλειπε τώρα, ν’ αρχίσω να μιλάω και μόνη μου. Με αποτρελάνανε, αυτό ήταν, χάζεψα.
«Κοίτα λίγο και τον εαυτό σου, όχι μόνο τους άλλους», μού’ λεγε η μακαρίτισσα η μάνα μου που έβλεπε την κατάσταση εδώ μέσα. Αυτή ήξερε τι έλεγε, εγώ όμως πού μυαλό.
«Το καθήκον μου κάνω μάνα», της έλεγα, «σαν σύζυγος, μητέρα και καλή Χριστιανή».Τόσα ήξερα τόσα έλεγα. Και να πού κατάντησα. Τέτοιο χαϊβάνι.
«Να θυμηθώ να βγάλω τα φύλλα από την κατάψυξη, να προλάβω τα ντολμαδάκια για το μεσημέρι», μονολογώ πάλι. Ακούω τη φωνή μου και είναι λες και μίλησε η μάνα μου. Όσο και να το γυροφέρνω όμως, η μάνα μου πίσω δε γυρνάει. Όσα παίρνει ο χρόνος τα παίρνει για πάντα. Ανεπιστρεπτί.
«Να παντρευτούμε ρε Τουλάκι», μού’ λεγε κάποτε ο Χρήστος, «δεν αντέχω χώρια σου. Άντε, να κάνουμε οικογένεια, σπίτι, να σε έχω δική μου». Πόσο μακριά μου φαίνεται τώρα αυτή η εποχή. Σα να τη ζήσανε δυο άλλοι.
«Ορίστε, παντρευτήκαμε, κάναμε σπίτι κι οικογένεια, με έχεις. Και τώρα τι, κυρ Χρήστο;», θέλω να του πω, αλλά ως συνήθως είμαι μόνη μου στην κουζίνα, κι ό, τι και να πω μόνο τα ντουβάρια είναι εδώ για να τ’ ακούσουν. Παντρεύτηκα για να κουβεντιάζω με τα ντουβάρια. Και τι κατάλαβα;
Τα χρόνια περνάνε, τα παιδιά μεγαλώνουν, ο Χρήστος λείπει συνεχώς κι εγώ κλεισμένη στην κουζίνα τρώω ό, τι βρω μπροστά μου από τα νεύρα μου. Κοντεύω να φτάσω τα εκατό κιλά κι ούτε που το κατάλαβα. Η μόνη μου ευχαρίστηση είναι το φαγητό. Άλλη δεν έχω. Έξω δε βγαίνουμε ποτέ, φιλενάδες τίποτα, μόνο από την τηλεόραση μαθαίνω τι γίνεται στον έξω κόσμο. Με το φαγητό ξεγελάω τις πίκρες μου, κι ας μην πεινάω. Νομίζω πως κάτι κάνω, ανακουφίζομαι. Έχω κι αυτό το άσθμα που με παιδεύει από μικρό κορίτσι κι ούτε στο κατώφλι δεν τολμάω να βγω με τόση υγρασία σε τούτο τον παλιότοπο.
Έξω βρέχει τσίρι τσίρι, καλά που πρόλαβα και μάζεψα τα ρούχα αλλιώς θα μας έτρωγε η λάσπη πάλι. Μου φαίνεται πως ρίχνει χιονόνερο, θα θερίσει το κρύο απόψε. Να μην ξεχάσω να πω του Χρήστου για το πετρέλαιο, άμα ξεμείνουμε θα είμαστε να μας κλαίνε οι ρέγγες. Κι αυτός ο αέρας, τα τσάκισε τα ξινά, λεμόνι για λεμόνι δεν έμεινε στα δέντρα.
Μόλις τελειώσω το φαΐ να θυμηθώ να κοντύνω το παντελόνι του Βαγγέλη στη μηχανή, δέκα φορές μου το’ χει πει αλλά δεν έχω ευκαιρήσει. Τι πόνος κι αυτός στην πλάτη μου! Στα δύο μού κόβει τα σωθικά. Όλα μαζί, Θεέ μου…
Νιώθω πως γέρασα. Καμιά φορά κοιτάω τη φάτσα μου στον καθρέφτη κι είμαι για λύπηση. Κοντεύω τα πενήντα, με τριγυρίζει η εμμηνόπαυση, κι από τη μέρα που παντρεύτηκα και κάναμε τα παιδιά το κορμί μου δεν το ξεκούρασα στιγμή. Μια οι αρρώστιες, μια τα οικονομικά, μια ο θάνατος της μάνας μου, ησυχία δε βρήκα. Συνεχώς κάτι τρέχει στο μυαλό μου, κάτι που πρέπει να φροντίσω, κάτι να θυμηθώ. Τα ζωντανά στο στάβλο περνάνε καλύτερα από μένα. Τουλάχιστον αυτά τις νύχτες ζευγαρώνουν, κι ας τα ζεύουνε όλη μέρα στο χωράφι. Εγώ που ούτε καν αυτό δεν αξιώνομαι, τι είδους ζώο είμαι;
—
(Η φωτογραφία είναι του Μ. Μοσχολιού)
Όλα λάθος (Χρήστος)
Χτες έβρεχε όλη νύχτα. Κακοκοιμήθηκα. Βροντάγανε ως το χάραμα οι τσίγκοι στα παράθυρα μα τέντες δε βάλαμε ακόμα κι άμα μπει νερό στο ισόγειο μαύρα μου μαντάτα. Τους άφησα να χτυπάνε και δεν κουνήθηκα.
«Τουλάχιστον θα γλιτώσουμε την πλημμύρα», σκεφτόμουν καθώς έχανα τον ύπνο μου.
Η χοντρή ροχάλιζε δίπλα μου σαν βουβάλι. Αναρωτήθηκα τι σκατά κάνω σ’ αυτό το βούρκο που λέω για ζωή. Τα δύο βουβαλάκια μου ρουφάνε το αίμα καθημερινά, λεφτά για φροντιστήριο, λεφτά για παπούτσια, λεφτά για σινεμά, λεφτά για πιτόγυρα, λεφτά, λεφτά, λεφτά. Η χοντρή τρέχει πίσω μου ξεσκονίζοντας το σκαλί που ανεβαίνω, μαζεύοντας τα ρούχα που ακουμπάω στην καρέκλα, τσακίζοντας τα νεύρα μου με την υστερική φωνή της και με την κακομούτσουνη φάτσα της, συνεχώς ξινισμένη. Στο εργοστάσιο γαμήσι και πρόστιμο η δουλειά, σε λίγο δεν θα έχω κουράγιο ούτε τα πόδια μου να πάρω από την κούραση εκεί μέσα. Το μποστάνι είναι κι αυτό δεύτερη δουλειά κανονικά, αλλά από τα έξτρα της λαϊκής πληρώνω τις δόσεις για το σπίτι. Σκυλίσια ζωή, γαμώ το κέρατό μου.
«Δε μ’ αγαπάς πια», ακούστηκε ξαφνικά η φωνή του εφιάλτη μου από το διπλανό μαξιλάρι. Έξω έριχνε καρέκλες. Γύρισα προς το μέρος της κι αναστέναξα με κλειστά μάτια. Η βροχή είχε δυναμώσει, τα νεύρα μου τσατάλια, δεν θα το άντεχα κι αυτό.
«Όχι πάλι ρε πούστη μου», σκέφτηκα στα μουγκά.
«Τρεις μήνες έχεις να μ’ ακουμπήσεις, άντρας είσαι συ ή πτώμα;», συνέχισε η μουλάρα. Αντί να πάει να κοιταχτεί σε κάνα καθρέφτη μπας και δει τα χάλια της αναρωτιέται αν είμαι άντρας εγώ. Άντρας είμαι, όχι κτηνοβάτης, αλλά πού να πάρει πρέφα αυτή. Έκανα πως δεν άκουσα.
«Δηλαδή αν δεν πάω με τον άντρα μου με ποιον να πάω; Με τον κουμπάρο;» συνέχισε.
«Άσε μας νυχτιάτικα ρε Τούλα», της απάντησα, «είμαι πτώμα, δε με βλέπεις;».
«Με παραμελείς Χρήστο, έχω παράπονα», το βιολί της αυτή.
«Τούλα, δουλεύω σα σκυλί για να σας τα ακουμπάω, φροντίζω και το μποστάνι για τη λαϊκή, ξεθεώνομαι όλη μέρα στο τρέξιμο, τι θες;».
«Έχω όρεξη», χαριεντίστηκε το κτήνος.
«Εγώ πάλι καμία», της απάντησα και σιχτίρισα από μέσα μου τη μαύρη μου τη μοίρα. Τελικά το πήρε απόφαση, αποκοιμήθηκε και σε λίγο το μόνο που ακουγόταν στο δωμάτιο ήταν ο βρυχηθμός της. Έξω η βροχή κι ο αέρας σπάγανε τα πάντα.
Το πρωί, εκεί που καθάριζα το μποστάνι πριν φύγω για το εργοστάσιο, πλησίασε ο μεγάλος μέσα από τις λάσπες και άρχισε πάλι τα δικά του. «Μπαμπά, θέλω λεφτά για τα αγγλικά. Πάλι καθυστέρησα τα δίδακτρα κι η καθηγήτρια φωνάζει. Η μαμά είπε να έρθω να σου ζητήσω».
«Την τύφλα σου δε σκαμπάζεις από αγγλικά», του είπα, «απορώ τι σκατά σας μαθαίνουν εκεί μέσα. Ή μήπως είσαι τόσο τούβλο που ό, τι κι αν κάνει η δασκάλα εσύ δεν χαμπαριάζεις μία;».
«Προσέχω στο μάθημα, να ρώτα την», απάντησε το ζωντόβολο, «του χρόνου θα δώσω και για το Λόουερ μαζί με τους μεγάλους».
Έβγαλα ένα πεντοχίλιαρο, το άρπαξε και εξαφανίστηκε ανάμεσα στα κολοκύθια. Τον κοίταξα να ξεμακραίνει και αναρωτήθηκα αν αυτό το πλάσμα ήταν ο γιος που ονειρεύτηκα όταν μάθαμε πως θα κάναμε αγόρι.
«Σκατά στα μούτρα σου», μονολόγησα.
Σε λίγο μπήκα μέσα να πλυθώ και να αλλάξω για τη δουλειά. Το σπίτι ήταν σα φούρνος από τη ζέστη. Τα καλοριφέρ καίνε μέρα νύχτα στο φουλ, χαμάμ εκεί μέσα. Όσο κι αν φωνάζω να κάνουμε λίγη οικονομία, να το ανάβουμε για λίγες ώρες κάθε μέρα και να κλείνουμε τις πόρτες φεύγοντας, αυτοί πέρα βρέχει. Η πόρτα της κουζίνας μένει πάντα ανοιχτή και μετά αναρωτιούνται γιατί δε φτουράει ζέστη στο σπίτι. Στο μπάνιο έβραζε ο τόπος, κόντεψα να σκάσω. Γύρισα τη βάνα του καλοριφέρ στο μηδέν και πλύθηκα βιαστικά. Ύστερα φόρεσα τη φόρμα της δουλειάς και κατέβηκα στην κουζίνα. Η μικρή με περίμενε να την πάω στο σχολείο.
«Άντε ρε μπαμπά! Πάλι θα αργήσω πρώτη ώρα», γκρίνιαξε.
«Είμαι έτοιμος, πάμε», της είπα χωρίς να πιώ ούτε μια γουλιά καφέ.
Βγήκαμε στο δρόμο και περπατήσαμε ως το Φίατ. Με το που μπήκαμε μέσα έβαλα αμέσως μπρος να ζεστάνει λίγο η μηχανή. Το τιμόνι ήταν κρύο σαν παγοκολώνα.
«Γιατί δεν παίρνεις ένα αμάξι της προκοπής; Τούτο εδώ το σαράβαλο κάνει μία ώρα να πάρει μπρος κάθε μέρα», είπε βάζοντας τη ζώνη της, χωρίς καν να με κοιτάξει.
«Έχεις λεφτά να το πληρώσεις; Γιατί εγώ καπούτ!», της απάντησα τσαντισμένος. «Κι επίσης, καλημέρα, Αλεξάνδρα», της πέταξα κάνοντας όπισθεν.
«Καλημέρα», απάντησε άκεφα η μικρογραφία της Τούλας και κοίταξε έξω.
Η διαδρομή ήταν ελάχιστη, αλλά οι καρόδρομοι του χωριού δεν επιτρέπουν και πολλά γκάζια. Παντού είχε λακκούβες με νερό και στις άκρες των δρόμων σέρνονταν σπασμένα κλαδιά και φύλλα μέσα στις λάσπες. Ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος και ο καιρός βαρύς.
«Διάολε, αυτή η υγρασία με τσακίζει, μου πονάνε όλα μου τα κόκαλα», μονολόγησα. Εκείνη τσιμουδιά. Χάζευε αδιάφορα τη γλίτσα στο δρόμο και τα κοράκια που μαζεύονταν στα γυμνά κλαριά ή στα καλώδια της ΔΕΗ.
Μετά από λίγο την άφησα έξω από το προαύλιο του σχολείου και κατηφόρισα προς το εργοστάσιο. Ένα τέταρτο αργότερα φόρτωνα και ξεφόρτωνα καφάσια με μπουκάλια πότε στο φορτηγό πότε στην αποθήκη. Ως το μεσημέρι θα πηγαινοερχόμουν έτσι μέσα στην υγρασία. Το αφεντικό, ευτυχώς, δεν πολυκατέβαινε στις αποθήκες. Καλός μαλάκας κι αυτός. Τουλάχιστον για την ώρα είχαμε την ησυχία μας, έτσι για αλλαγή.
Δούλευα μηχανικά, σχεδόν σαν αναίσθητος. Γύρω μου ο θόρυβος από τις μηχανές με ξεκούφαινε. Σκέφτηκα πως αυτή την ώρα η χοντρή μάλλον θα τύλιγε ντολμαδάκια κουτσομπολεύοντας με καμιά γειτόνισσα από το παράθυρο της κουζίνας, με τα ρολά στο κεφάλι και τις κρέμες στα μούτρα της. Έφερα τη φάτσα της στη σκέψη μου και έφτυσα κάτω με αηδία. Να σκεφτείς πως αυτή τη γυναίκα κάποτε την ερωτεύτηκα για την ομορφιά της, ο ηλίθιος. Είκοσι χρόνια μετά μουντζώνω τον εαυτό μου κάθε πρωί στον καθρέφτη μα δεν αλλάζει κάτι. Από άγγελος έγινε ο δαίμονας ο ίδιος. Πού να φανταστώ πως το φιδίσιο κορμάκι της θα γινόταν σαν πατάτα; Πώς να μαντέψω την τρομερή ασχήμια της πίσω από εκείνη την απίστευτη ομορφιά των καστανών ματιών της; Με στράβωσε ο έρωτας, χαντάκωσα τη ζωή μου, ξόφλησα. Τέτοια σκεφτόμουν και ζόριζα το φόρτωμα, έσπρωχνα τα καφάσια με δύναμη στην καρότσα του φορτηγού.
«Πήγε μία. Δεν πάμε για καμιά μπίρα ρε Χρήστο;» ακούστηκε σε μια στιγμή η φωνή του Φώτη πίσω από την πλάτη μου. Ήταν ώρα για διάλειμμα και συνήθως το περνάγαμε απέναντι, στο καφενείο της Μάρως.
«Πάμε ρε μεγάλε, ώρα είναι», του απάντησα σεκλετισμένος. Προχωρήσαμε στα μουγκά τα δύο τετράγωνα και χωθήκαμε στη ζεστασιά του μαγαζιού. Η Μάρω μας πλησίασε με το δίσκο στο χέρι, πήρε παραγγελία κι εξαφανίστηκε στην κουζίνα της. Στο τραπέζι μας το τασάκι ήταν γεμάτο γόπες. Ανάψαμε ταυτόχρονα τσιγάρο και ξεφυσήσαμε μαζί.
«Πώς πάει ρε Φώτη;», ρώτησα το φίλο μου. Φαινόταν κομμένος, το μούτρο του ήταν χλωμό και κάτω από τα μάτια είχε μαύρους κύκλους.
«Χέστα κι άστα, μια από τα ίδια. Τίποτα καινούριο στον ορίζοντα», αποκρίθηκε αναστενάζοντας. Ο Φώτης ήταν εργένης. Ζούσε με τη μάνα του στο πατρικό του και δεν έβγαινε από το σπίτι του παρά μόνο για να πάει στη δουλειά ή τα μεσημέρια, που ερχόμασταν μαζί στης Μάρως για κάνα τσίπουρο στα γρήγορα. Η Μάρω κατέφθασε με τη μπίρα του Φώτη και το τσίπουρό μου, ακούμπησε το πιατελάκι με το μεζέ δίπλα στο τασάκι, άφησε τα ποτήρια και εξαφανίστηκε πάλι στην κουζίνα. Το μαγαζί γέμιζε σιγά σιγά, όλο το εργοστάσιο πάντα εδώ ερχόταν. Σκέφτηκα πως όλοι μας βράζαμε στο ίδιο καζάνι, αλλά αυτή η σκέψη δεν με ανακούφισε και πολύ. Ο Φώτης παρέμενε αμίλητος. Ήπιαμε και τσιμπήσαμε τον άνοστο μεζέ κι έπειτα σηκωθήκαμε για την επόμενη βάρδια που άρχιζε στις δύο. Άκεφος εκείνος, άκεφος κι εγώ. Ούτε λέξη πάρα πάνω δεν είπαμε.
Βγαίνοντας είδα πως ο καιρός χάλαγε όλο και πιο πολύ. Ψιλόβρεχε τσίρι τσίρι κάτι στάλες σαν κάτουρο. Οι μπότες μου γέμισαν λάσπη με τη μία. Σήκωσα όσο έπαιρνε το γιακά του σακακιού μου και άναψα τσιγάρο. Τα δάχτυλά μου βρωμάγανε σαρδέλα και καπνό. Η πλάτη μου πονούσε, το στόμα μου ήταν φαρμάκι. Έφτυσα ξανά και πήρα βαθιά ανάσα. Έκανε κρύο και είχε τρομερή υγρασία. Σκατόκαιρος. Σε λίγο φτάσαμε στο εργοστάσιο, ξαναπιάσαμε δουλειά και η ώρα πέρασε χωρίς να το καταλάβω.
Κατά τις επτά που βγήκα στο δρόμο τα φώτα της ΔΕΗ είχαν ανάψει. Κοίταξα το κηδειόχαρτο στην κολώνα απέναντι από την έξοδο του εργοστασίου, πλησίασα και διάβασα το όνομα που έλεγε πάνω. «Λαυρέντιος Μίχας, ετών 97».
«Τα χρόνια σου να πάρουμε, κυρ Λαυρέντιε, κι ο Θεός να σε συγχωρέσει», σκέφτηκα και συνέχισα προς το αμάξι.
Λίγο πριν φτάσω στη στροφή για το συνοικισμό κατέβασα ταχύτητα και έστριψα προς το ξέφωτο του Λίμπα. Είδα πως το σπίτι της Ελένης είχε φως. Παρκάρισα όπως πάντα πίσω από το κοτέτσι και ανέβηκα τα σκαλιά. Χτύπησα την πόρτα με το δάχτυλο και περίμενα. Την άκουσα να πλησιάζει σέρνοντας τις παντόφλες. Μου άνοιξε μισόγυμνη και με έβαλε μέσα. Το δωμάτιο ήταν ζεστό και μύριζε φρεσκοψημένο ψωμί. Ήπιαμε ένα ουίσκι της κακιάς ώρας σε κάτι μικρά χρωματιστά ποτήρια και ξαπλώσαμε αμίλητοι στο κρεβάτι της. Ο σομιές έτριζε με την παραμικρή μας κίνηση. Καθώς μπαινόβγαινα μέσα της εκείνη με χάιδευε, αναστέναζε δίπλα στο αυτί μου και με άναβε όλο και πιο πολύ. Τη γούσταρα έτσι που ήταν μαχμουρλού και νυσταγμένη εκείνη τη στιγμή. Δεν περίμενε παρέα, μάλλον ετοιμαζόταν να πέσει για ύπνο όταν της χτύπησα την πόρτα. Η Ελένη είναι καλή γυναίκα, δεν προσβάλλει κανέναν, ό, τι ώρα κι αν κοπιάσει στο σπιτικό της. Στον έρωτα είναι μπόλικη, σου δίνεται ωραία. Έχει κορμί τραγουδιστό, ξέρει να κάνει τον άντρα να καλοπερνάει στο πλευρό της και σπανίως ζητάει περισσότερα από όσα προαιρείσαι να της δώσεις. Τελείωσα σχεδόν αμέσως, ρίχτηκα ανάσκελα στο στρώμα να πάρω μια ανάσα κι άναψα τσιγάρο. Καπνίσαμε αμίλητοι κι έπειτα σηκωθήκαμε μαζί.
«Να είσαι καλά, ομορφάντρα μου, και να σε βλέπω συχνότερα», μου πέταξε την ώρα που της άφηνα το πεντοχίλιαρο στο κομοδίνο. Χαμογέλασε και τα δόντια της ήταν άσπρα και γυαλιστερά. Ήταν δεν ήταν σαράντα χρονών, ζωντοχήρα και άκληρη. Είχε ξεμείνει στο χωριό εδώ και χρόνια, όταν την παράτησε ο δικός της και έφυγε για την πρωτεύουσα με μια πολύ μικρότερή του. Έκτοτε κανείς δεν έμαθε νέα του. Εκείνη έμεινε μόνη. Μαζί μας.
«Γεια σου Ελένη, καληνύχτα», αποκρίθηκα και βγήκα στο ξεροβόρι.
Έφτασα σπίτι γύρω στις δέκα. Οι υπόλοιποι ήταν χωμένοι στον καναπέ μπροστά στην τηλεόραση, με τα πιάτα τους στα χέρια. Κανείς δε γύρισε να με κοιτάξει με το που μπήκα.
«Έχει ντολμαδάκια στην κατσαρόλα, βάλε και φάε», μου πέταξε η γυναίκα μου χωρίς να αλλάξει θέση. Στην ασπρόμαυρη οθόνη κάποιος πυροβολούσε πάνω στο άλογό του και φώναζε κάτι στα αγγλικά. Μπήκα στην κουζίνα, σερβιρίστηκα ένα καλό πιάτο και κάθισα στο τραπέζι. Το καρό τραπεζομάντιλο ήταν γεμάτο λίγδες. Έφαγα λαίμαργα τα κρύα ντολμαδάκια κι ήπια ένα ποτήρι νερό. Μετά, έβαλα το πιάτο στο νεροχύτη, ρεύτηκα με δύναμη και βγήκα από την κουζίνα κλείνοντας το φως.
Την ώρα που χώθηκα κάτω από την κουβέρτα ξανάπιασε βροχή. Έμεινα για λίγη ώρα να κοιτάζω τα κλαδιά της λεμονιάς που πηγαινοερχόντουσαν με μανία και χτυπάγανε το τζάμι. Μαύρη μαυρίλα ο ουρανός, γκάπα γκούπα οι τσίγκοι, άχνα στο δωμάτιο. Το λαιμό μου έγδερνε ένα αγκάθι. Έβηξα δυνατά και γύρισα πλευρό στα κρύα σεντόνια. Έκλεισα τα μάτια και συνέχισα να βλέπω τις στάλες της βροχής με ανάποδα χρώματα μέσα στο σκοτάδι. Από εκείνη τη στιγμή μέχρι τώρα δεν κουνήθηκα στο κρεβάτι. Η ώρα έχει πάει μία. Η χοντρή άφαντη. Θα την πήρε ο ύπνος στον καναπέ, ως συνήθως.
Χτες κακοκοιμήθηκα. Απ’ ό, τι φαίνεται κι απόψε μαύρο ύπνο θα κάνω.
—
(Στο maurochali που μου υπενθύμισε)
Lexotanil 3 mg
Όταν το παιδί ήταν παιδί, ήταν η ώρα για αυτά τα ερωτήματα: Γιατί είμαι εγώ, και γιατί δεν είμαι εσύ; Μετά, το παιδί περπάτησε αβοήθητο, ένιωσε αυτό και όχι εσύ, σε λίγο μάλιστα ακροβάτησε από την κούνια και κατέβηκε στο δρόμο με περιέργεια. Σε χρόνο ανεπαίσθητο, η ώρα της αναχώρησης του παιδιού πλησίασε στο ρολόι και τότε όλοι αναρωτήθηκαν προς τα πού θα έδειχνε η καινούρια πυξίδα. Γύριζε τις σελίδες των βιβλίων το παιδί αποθηκεύοντας σφαίρες με πεζοκεφαλαίες αιχμές, παραγράφους και στίξη, γιατί κάποιος φρόντισε και του έμαθε από νωρίς πως «εκεί έξω τα πυρομαχικά στις τσέπες είναι απαραίτητα για να επιβιώσεις, κι η ελευθερία είναι δύσκολο ιδανικό, αλλά ωραίο».
Καινούριες μέρες πηγαινοέρχονται, οι λέξεις συνεχίζουν να τονίζονται μα τα πνεύματα έχουν πια καταργηθεί από τη γραμματική και από τις πόλεις. Τα κοριτσάκια με τα σπίρτα τώρα πια κρατάνε αναπτήρες, οι μικροί πρίγκιπες πετάνε με Jetair και δεν φοβούνται τις αναταράξεις. Το παιδί μιλά μια ξένη γλώσσα που μέσα της δεν έχει πάντοτε τη λέξη «παιδί» έτσι όπως την ήξερε, εκτός αν είναι καθισμένο για μια έσχατη στιγμή στα πονεμένα πια γόνατα της μελαγχολικής μαμάς του.
Σε λίγο θα ανοίξει τα φτερά του – ευτυχώς όχι κέρινα, η τεχνολογία έχει προχωρήσει – κι έτσι οι γύρω του σπεύδουν να ενημερωθούν για το δελτίο καιρού, να μην ανησυχούν εκ των προτέρων για τον κίνδυνο που μπορεί να ελλοχεύει. Οι καιροί αλλάζουν όμως, κι έτσι αύριο το πρωί το παιδί μπορεί να μην πετάξει με υπερηχητικό αεροπλάνο (τα lexotanil για την πτήση τα έκρυψε άλλος στην τσέπη του γιατί αυτός τα χρειαζόταν περισσότερο) μα να χωθεί σε ένα παλιό κίτρινο υποβρύχιο και να γυρίσει τον κόσμο κολυμπώντας, φιλώντας πού και πού γλυκά στο στόμα ένα κόκκινο χρυσόψαρο ή μέχρι και τον ίδιο το θεό Ποσειδώνα.
Όταν το παιδί ήταν παιδί περίμενε το πρώτο χιόνι, και το περιμένει έτσι ακόμη και τώρα. Τουλάχιστον αυτό δεν άλλαξε, κι είναι σίγουρα μια μικρή παρηγορία, όχι για τις φαρμακευτικές εταιρείες που αναπτύσσονται με ραγδαίους ρυθμούς μα για κάτι ωραίους δρόμους γεμάτους συνθήματα που περιμένουν το παιδί και εννοείται πως το χρειάζονται ξεμούδιαστο, κυρίαρχο του εαυτού του, πράγμα που οπωσδήποτε αποτελεί και την ειδοποιό διαφορά ανάμεσα στις γενεές του είδους που τώρα κερνάνε η μια την άλλη μεσκάλ και χημεία, αποστρέφοντας προσεκτικά το βλέμμα από κάθε ά-σφαλτο του παρελθόντος.
Σχέδια για το μέλλον
«Με λένε Κ. και μόλις αποφοίτησα από τη Σχολή Δημόσια Διοίκησης, όπου μου βγήκε ο κώλος για να καταφέρω να περάσω μετά από τέσσερις αποτυχημένες προσπάθειες. Η πέμπτη ήταν η καλή και να’ μαι τώρα με το χαρτί στο χέρι, έτοιμη να διοριστώ στο Εφετείο και να ξεκινήσω μια λαμπρή καριέρα. Σε δυο τρία χρόνια από τώρα, μόλις στρώσω στη δουλειά δηλαδή, θα παντρευτώ τον Ε. και αμέσως μετά το γάμο θα κάνουμε ένα παιδί. Θα μένουμε στο δεύτερο όροφο της ιδιόκτητης πολυκατοικίας μας στο Ψυχικό, μαζί με την οικογένειά μου. Στο ισόγειο μένει η μαμά, στο δεύτερο η αδελφή μου και στον τρίτο ο αδελφός μου με το γκόμενό του. Αυτόν τον βάλαμε στον τρίτο για να μη φαίνεται πολύ, αρκετά μας ξεφτίλισε τόσα χρόνια με τις ανωμαλίες και τα ανόητα φερσίματά του.
Βέβαια, μέχρι να παντρευτώ σκοπεύω να λιώσω στη ντόλτσε βίτα, στους γκόμενους και στις διακοπές στα νησιά. Τα καλοκαίρια θα φεύγω με το σκάφος της κολλητής μου και θα οργώνουμε το Αιγαίο. Θα βρω έναν καλό ψυχίατρο για τις Παρασκευές κι ένα σύγχρονο γυμναστήριο για τα υπόλοιπα απογεύματα της εβδομάδας. Θα οργανώνω γκαλά ντίνερ στο σπίτι και θα γνωρίσω όλη την αφρόκρεμα της αθηναϊκής κοινωνίας. Μπορεί να γραφτώ και στο ΠΑΣΟΚ, αν είναι ακόμα κυβέρνηση, ποτέ δεν ξέρεις πότε μπορεί να χρειαστείς και ποιον.
Μετά το γάμο ο Ε. κι εγώ θα κάνουμε παρέα μόνο με ζευγάρια φίλων μας. Τα μπακούρια τέλος. Το παιδί θα πηγαίνει στου Ντιρή και ο Ε. θα αναλαμβάνει υποθέσεις από κοινού με δικηγόρους του ύψους του, σαν τον Κούγια ας πούμε. Ενίοτε θα βγαίνει και στην τηλεόραση. Τη διακόσμηση του διαμερίσματός μας θα την αναθέσω στον Laki Gavala ο οποίος εκτός από εξαιρετικά βραδινά φορέματα haute couture αναλαμβάνει και τη διακόσμηση εσωτερικών χώρων για όλα τα celebrities της Αθήνας. Θα οδηγώ μια ασημένια BMW κάμπριο και θα πίνω πάντα Martini on the rocks. Δεν θα ασχοληθώ με φιλανθρωπίες προς το παρόν, αυτό θα το αφήσω για κάπως αργότερα.
Γενικώς έχω συγκεκριμένα σχέδια για τη ζωή μου. Αποφεύγω να πολυψειρίζω τα πράγματα, έχω πρακτικό νου και υψηλούς στόχους. Δεν έχω χρόνο για χάσιμο. Επίσης, έχω ευαισθησίες κι ας λένε πως είμαι σκύλα. Έχω ευαίσθητη καρδιά, κι ας μοιάζει με κώλο όταν την ζωγραφίζουν τα παιδιά της αδελφής μου και μου ζητάνε μετά να κολλήσω τη σελίδα με μαγνητάκια στο ψυγείο».
—
(Μετά απ’ όλα αυτά η Κ. κατευθύνθηκε προς το τζακούζι, αφού πρώτα άναψε τα επτά κόκκινα χαλαρωτικά κεριά του καλού φενγκ σούι. Λίγο πριν βυθιστεί στις ευωδιαστές μπουρμπουλήθρες του αγαπημένου της αφρόλουτρου Armani η εύθραυστη καρδιά της έβγαλε μια ύστατη φωνή και σταμάτησε να τροφοδοτεί το αγαλματένιο κορμί της με αίμα. Κάτι τέτοιες καρδιές καταφέρνουν πάντα να κάνουν τα πράγματα κώλο, σκέφτηκε ο αδελφός της το ίδιο βράδυ όταν την ανακάλυψε γυμνή πάνω στα γαλάζια Balenciaga πλακάκια του μπάνιου).
(Διπλό κλικ στο βιντεάκι)
Μήπως το μέλλον μας διαγράφεται άκρως κυνικό;
Κυνόδοντας: <αρχαία ελληνική – κυνόδους < κυν– (<κύων) + οδοντ– (<οδούς) + –ας /αρσενικό / ουσιαστικό/ ερμηνεία: το τρίτο από τη μέση δόντι στην οδοντοστοιχία των θηλαστικών, αυτό που βρίσκεται μεταξύ των τομέων στο κέντρο του στόματος και των προγομφίων. Είναι μεγαλύτερο σε ύψος από τα άλλα δόντια και αιχμηρό στην άκρη του / συνώνυμο: σκυλόδοντο.
Σύνοψη
Ο πατέρας, η μητέρα και τα τρία τους παιδιά ζουν σε μια μονοκατοικία έξω από την πόλη.Γύρω από το σπίτι υπάρχει ένας ψηλός φράχτης. Τα παιδιά δεν έχουν φύγει ποτέ από το σπίτι. Διαπαιδαγωγούνται, ψυχαγωγούνται, βαριούνται και αθλούνται έτσι όπως οι γονείς τους πιστεύουν ότι θα έπρεπε, χωρίς κανένα εξωτερικό ερέθισμα. Τα παιδιά επίσης πιστεύουν ότι τα αεροπλάνα που πετάνε πάνω από το σπίτι είναι παιχνίδια και ότι τα ζόμπι είναι μικρά κίτρινα λουλούδια. Ο μόνος άνθρωπος που μπαίνει μέσα στο σπίτι είναι η Χριστίνα, η οποία δουλεύει σαν φρουρός security στο εργοστάσιο του πατέρα. Ο πατέρας κανονίζει τις επισκέψεις της στο σπίτι με σκοπό να κατευνάζει τις σεξουαλικές ορμές του γιού. Όλη η οικογένεια, και ιδιαίτερα η μεγάλη κόρη, λατρεύει την Χριστίνα. Μια μέρα η Χριστίνα κάνει δώρο στην μεγάλη κόρη μια στέκα για τα μαλλιά ζητώντας της κάτι άλλο σε αντάλλαγμα.
Η ιδέα του Κυνόδοντα γεννήθηκε από σκέψεις σχετικά με το μέλλον της οικογένειας. Το πώς o θεσμός της οικογένειας θα εξελιχθεί στο μέλλον και για το τι θα συνέβαινε αν αυτός ο κοινωνικός οργανισμός σταματούσε να υπάρχει όπως τον γνωρίζουμε. Τι θα έκανε κάποιος για να τον διατηρήσει με κάθε κόστος; Και τι θα συνέβαινε στους ανθρώπους που θα εμπλέκονταν σε αυτή τη διαδικασία. Ποιά θα ήταν η διαστρέβλωση των σωμάτων και των πνευμάτων μετά τον εγκλεισμό και τη διαμόρφωση;
Η υπόθεση θα μπορούσε να εκτυλίσσεται οπουδήποτε, όμως πρόκειται για μια τυπική ελληνική οικογένεια, έστω και στην υπερβολή της. Χωρίς να είναι γκροτέσκα -απλώς η συνθήκη είναι ακραία. Προσπαθήσαμε να κάνουμε τον Κυνόδοντα το αντίθετο μιας κλειστοφοβικής ταινίας. Γι’ αυτό τοποθετήσαμε τη δράση σε ένα εύπορο σπίτι με πισίνα και πράσινο. Υπάρχουν πολλές σκηνές που διαδραματίζονται εξωτερικά σε έναν όμορφο κήπο, ο οποίος φυσικά περικλείεται από έναν ψηλό φράχτη. Για τα παιδιά αυτά, αυτό είναι ο κόσμος. Ακριβώς αυτό άλλωστε μας ενδιέφερε: ο περιορισμός της αντίληψης ενός ανθρώπου. Το πώς μπορεί κάποιος να πιστέψει ότι φέρ’ ειπείν είναι ο μοναδικός άνθρωπος στον κόσμο ή ότι ο πλανήτης μας είναι ο μόνος στο σύμπαν.
Σκηνοθεσία: Γιώργος Λάνθιμος
Σενάριο: Γιώργος Λάνθιμος, Ευθύμης Φιλίππου
Δ/ση Φωτογραφίας: Θύμιος Μπακατάκης
Σκηνογράφος/Ενδυματολόγος: Έλλη Παπαγεωργακοπούλου
Μοντάζ: Γιώργος Μαυροψαρίδης
Ήχος: Λέανδρος Ντούνης
Παίζουν: Χ.Στέργιογλου, Μ.Βάλεϊ, Α.Παπούλια, X.Πασσαλής, Μ.Tσώνη, A.Καλαϊτζίδου
Παραγωγός: Γιώργος Τσούργιαννης
Executive Producer: Ηρακλής Μαυροειδής
Associate Producer: Αθηνά Τσαγκάρη
Δ/ση Παραγωγής: Σταύρος Χρυσογιάννης
Εταιρεία Παραγωγής: BOO PRODUCTIONS
Συμπαραγωγοί: ΕΚΚ, Γιώργος Λάνθιμος, Horsefly Productions
Πηγές
Συνθήματα
«Θέλω να γίνω αυτό που ήμουν τότε που ήθελα να γίνω αυτό που είμαι», έγραψε κάποιος στην πλατεία Εξαρχείων///Πριν λίγες μέρες, περπατώντας στη γειτονιά της νιότης μου -της πραγματικής και της νοερής- ένιωσα εκείνη τη γνωστή, ανυπέρβλητη déjà vue αίσθηση μιας ταυτότητας που ξεχάστηκε κι έκτοτε παραμένει χαμένη σε κάποια αζήτητα, πίσω από μια στίβα χαρτιά ή κάτω από ένα έπιπλο που έχει χρόνια να ξεσκονιστεί///Η φωτογραφία πάνω στο μπλε πλαστικοποιημένο χαρτί είναι ασπρόμαυρη και παραπλανητική. Το έφηβο πρόσωπο με τα μικρά γυαλιά και το ανέκφραστο βλέμμα δεν ζει πια εδώ, νομίζω πως αγνοείται///Μάλλον γι’ αυτό δεν παραδόθηκε ποτέ στον ιδιοκτήτη της η ταυτότητα εκείνη, εφόσον ένας άγνωστος -ανύπαρκτος;- παραλήπτης σπανίως λαμβάνει κάτι που αγνοείται πού ακριβώς οφείλει να αποσταλεί///»Όσο μακριά κι αν είσαι εγώ σ’ αγαπώ»///Σπιρτόκουτο, Ποδήλατο, Αλεξανδρινό, Χάρτες, ζεστή σοκολάτα και συμπάθεια, τσιγάρα και βαθιές αναπνοές///Τα Εξάρχεια είναι μια γειτονιά-βιβλίο. Μπορείς να την περπατήσεις, να την κοιτάξεις, να την μυρίσεις και να τη διαβάσεις. Ακριβώς όπως ένα ωραίο, πλούσιο εικονογραφημένο βιβλίο///«Το Αιγαίο ανήκει στα ψάρια του»///Σε ποιον ανήκει η Κέρκυρα; Σε ποιον ανήκει η Αθήνα; Σε ποιον ανήκεις κι εσύ, που κοιτάζεις τους δυο φοιτητές που περνάνε έξω από τη τζαμαρία του Φλοράλ ντυμένοι στα μαύρα, με τα λεπτά και όμορφα σώματα και τα κουρασμένα μάτια, κι αναρωτιέσαι πώς να είναι το δωμάτιό τους, τι να μυρίζουν τα ρούχα τους, πώς να είναι η φωνή τους στις τρεις τα χαράματα όταν ψιθυρίζουν μεθυσμένοι;///Κλέβω κουβέντες από διπλανά τραπέζια και φαντάζομαι ζωές. Εικάζω συνθήκες και οραματίζομαι καταστάσεις. Παρατηρώ γόνατα, δάχτυλα και λαιμούς αγνώστων, λαθρεπιβιβάζομαι για λίγες στιγμές στα οχήματα των ματιών τους κι ανεβοκατεβαίνω κλίμακες σύμφωνα με το φόρτο της στιγμής///Της δικής τους στιγμής, που για λίγο τη σφετερίστηκα και την έκανα δική μου, κι έπειτα την επέστρεψα σεμνά κάνοντας πως δεν συνέβη κάτι, πως δεν συνέβη τίποτα///Έξω η πλατεία ζουζουνίζει σα μελίσσι, περαστικοί με σακούλες Πρωτοπορία ή Παπασωτηρίου ανεβοκατεβαίνουν βιαστικοί, κορίτσια με μπότες ως το γόνατο και αγόρια με μαύρα κοντοκουρεμένα μαλλιά ανταλλάσουν νεύματα, παρέες χειρονομούν, τζάνκια πάνε κι έρχονται ανάμεσα στα τραπέζια, σύννεφα περνάνε, οι ζωές μιλάνε///Ρακόμελα στο Ρακουμέλ και μεζέδες στον Ινδό, ρουχάδικα με γκόθικ βιτρίνες, δισκοπωλεία και λαχειοπώλες. Κίτρινες ροδέλες τα περαστικά ταξί, κυλάνε σαν τα λεμόνια μιας αυλής που θυμίζει καλοκαίρι. Πανώ για την πορεία της εβδομάδας, «Έξω οι μπάτσοι από την Πλατεία», οδός Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, αφίσσες και πιτόγυρα στον Κάβουρα, αναβρασμός αδρεναλίνης και ιδεολογία ανοιχτού χώρου, Ροζαλία και καρώ τραπεζομάντηλα///«Αν τα λάθη διδάσκουν τότε έχω καταπληκτική μόρφωση»///Αλλιώτικη πόλη, δυνατή. Χίμαιρα και προορισμός μαζί, κι άντε βρες προς τα πού πρέπει να κατευθυνθείς για να εντοπίσεις τα ξεχασμένα μονοπάτια που σε οδηγούσαν σε εκείνο το μαγικό «εκεί» όπου συνέβαινε κάτι σπουδαίο///«Μας λείπεις»///Κι εσείς μου λείπετε, αν και νομίζω πως τώρα πια δεν θυμάμαι καν ποιοί είστε. Για την ακρίβεια, δεν θυμάμαι καν ποια είναι κι εκείνη που σας λείπει και την κάνατε σύνθημα στη Σόλωνος ένα βράδυ, πάνω σε μια στιγμή αδυναμίας///Μήπως μπορεί κάποιος να μου επιστρέψει τις στιγμές αδυναμίας μου που χάθηκαν στη σκόνη των φαναριών;///Βαβέλ, κλειστή η είσοδος, Cafeina, ένα μπουλούκι ένστολοι χαχανίζουν καθώς περνάς, κλομπ, περικνημίδες, μπλε μπουφάν, είναι δεν είναι εικοσιπέντε, τι να πήγε στραβά;///Μια χαμογελαστή Χιονάτη με πολυβόλο προειδοποιεί: «Δεν είμαι εδώ για τη διασκέδασή σου»///Λίγο πιο κει, στον ίδιο τοίχο: «Μην αφήσεις αυτό που σε τρώει να χορτάσει». Ως συνήθως, το διαβάζω λάθος: «Μην αφήσεις αυτό που σε τρώει να σε χορτάσει». Κι έτσι καλό ακούγεται, μπορεί και τραγικότερο. Αφιερώνεται στα αδέσποτα του μελιού, που ονειρεύονται μαριονέττες και αυτοσχεδιασμούς μέσα στη νύχτα///Όταν περπατάω μού αρέσει πάντα να κοιτάζω κάτω. Τα πλακόστρωτα της Αθήνας δεν είναι τόσο γοητευτικά όσο της Κέρκυρας, νομίζω όμως πως είναι σαφώς ευνοϊκότερα για τα σκυφτά βλέμματα και τα αναποφάσιστα βήματα εκείνων των ανθρώπων που κατάφεραν να γίνουν αυτό που ήθελαν και τώρα ονειρεύονται να ξαναγίνουν αυτό που ήταν///Ήταν ωραία, και μου τη σπάει ο Παρατατικός///Τα σέβη μου.