Daily Archives: 7 Δεκεμβρίου, 2009

Μωβ

Με λένε Ζίνα και είμαι η ενοχική ερωμένη όλων των παντρεμένων εραστών που πέρασαν  και που περνούν από τη ζωή μου κατά καιρούς. Αυτή μου η ιδιότητα υπάρχει μέσα μου πότε σαν τίτλος τιμής και πότε σα μαύρο στίγμα, ερμαφρόδιτη όπως όλες εκείνες οι μισές αλήθειες που επιδιώκει ή αποφεύγει κανείς να αποδεχτεί αναλόγως την περίσταση.

Αυτή την εποχή βγαίνω ταυτόχρονα με τέσσερις παντρεμένους άντρες που ο καθένας τους αγνοεί φυσικά την ύπαρξη των υπολοίπων. Το Λονδίνο είναι αχανής πόλη, κανείς ποτέ δεν συναντά κανέναν τυχαία στο δρόμο ή αλλού, τουλάχιστον από όσο είμαι σε θέση να γνωρίζω. Εγώ μένω στο κέντρο και οι εραστές μου σε διαμετρικώς αντίθετα σημεία ο ένας από τον άλλο. Ένας μένει νότια, ο άλλος βόρεια, ο τρίτος ανατολικά και ο τελευταίος στα δυτικά της πρωτεύουσας. Η επιλογή τους έγινε προσεκτικά, δεν μου αρέσει να αφήνω τίποτα στην τύχη. Τους συναντώ όλους διαδοχικά, την ίδια μέρα, δύο φορές την εβδομάδα. Αλλιώς το παιχνίδι ακυρώνεται, η ηδονή μπορεί να περιμένει. Η ιστορία μας γράφεται σε νοικιασμένα δωμάτια ξενοδοχείων ή πανσιόν και ποτέ σε κάποιο προσωπικό χώρο –δικό τους ή δικό μου. Κάτι τέτοιο αργά ή γρήγορα θα φόρτιζε συναισθηματικά την ατμόσφαιρα και αυτό δεν θα το ήθελα με τίποτα.

Δεν αγαπώ κανέναν από τους τέσσερις, όλοι τους όμως με ενδιαφέρουν. Το σεξ είναι για μένα ένας τρόπος εκφόρτισης. Μόνιμη σχέση δεν έκανα ποτέ, κι είμαι ήδη σαράντα επτά ετών. Η ηδονή που αντλώ από τους εραστές μου μοιάζει με την ικανοποίηση που παίρνει ένας αλκοολικός από ένα γεμάτο ποτήρι ουίσκι. Με το σεξ ησυχάζω, κατευνάζονται οι φωνές μέσα στο κεφάλι μου, αδειάζω από υγρά και σκέψεις. Την αποχή ουδέποτε την άντεξα για πολύ. Όταν είμαι μόνη και άπραγη νιώθω σαν άγριο ζώο στο κλουβί. Μέσα μου ουρλιάζει ένα  τέρας, μια απερίγραπτη ανάγκη μού κατατρώει τα σωθικά και με αναγκάζει να βγω στο δρόμο για να κυνηγήσω τη λεία μου. Έτσι, διασκορπίζω την τρομερή αυτή ενέργεια σαν στάχτη στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα και απολαμβάνω τις στιγμές που μου αναλογούν με τον καθέναν από τους πρόσκαιρους εραστές μου.

Τον Τζέημς τον συνάντησα πριν ένα χρόνο στο Νόττιν Χιλ σε ένα υπαίθριο παζάρι. Στον πάγκο του υπήρχαν λάμπες φτιαγμένες από υδραυλικούς σωλήνες και μεταλλικά καλώδια, φωτιστικά ανακυκλωμένων υλικών και διάφορα άλλα χρηστικά αντικείμενα του ιδίου στυλ. Καθυστερώντας πάνω από τα εκθέματά του τράβηξα αμέσως την προσοχή του, πιάσαμε κουβέντα και μετά από μερικές ώρες τα πίναμε μαζί σε κάποια παμπ της πόλης όπου είπε πως σύχναζε από παλιά. Ήταν παντρεμένος και πατέρας ενός τετράχρονου, εναλλακτικός καλλιτέχνης και μανιώδης καπνιστής. Πηδηχτήκαμε το ίδιο βράδυ σε διπλανό bed&breakfast χωρίς φυσικά να μείνουμε για πρωινό.

Τον Ήθαν τον γνώρισα σε μια θεατρική παράσταση όπου είχα πάει με μια συνάδελφο από το γραφείο. Έλειπε μία θέση για να χωρέσει η οικογένειά του δίπλα δίπλα στην ίδια σειρά. Ο Ήθαν μας ρώτησε αν μπορούσαμε να μετακινηθούμε προς την άκρη ώστε να ελευθερωθεί ένα επιπλέον κάθισμα. Δίπλα μας δεν καθόταν κανείς κι έτσι δεχτήκαμε να εξυπηρετήσουμε την τετραμελή οικογένεια. Η παράσταση ήταν ενδιαφέρουσα και, επιπλέον, καθ’ όλη τη διάρκειά της το χέρι του Ήθαν δεν ξεκόλλησε στιγμή από το μηρό μου. Το χαρτάκι με το τηλέφωνο που μου έχωσε στο χέρι λίγο μετά το διάλειμμα το χρησιμοποίησα μερικές μέρες αργότερα, και αυτή ήταν η πρώτη πράξη της σχέσης μας.

Ο Τζων είναι μπάρμαν. Στο κλαμπ του με πήγε πρώτη φορά ο αδελφός μου για τα γενέθλιά του. Ήμουν χαρούμενη εκείνο το βράδυ –όχι για τα γενέθλια αλλά για την προαγωγή που είχα μόλις πάρει. Στο τέταρτο σφηνάκι, το βλέμμα του Τζων άρχισε να γίνεται πιο συγκεκριμένο. Στο πέμπτο καταλήξαμε στις τουαλέτες, πάνω στο κλειστό, βρώμικο καπάκι της λεκάνης με τα ίχνη από γόπες και τις χαρακιές από σουγιά. Αρχίσαμε να βγαίνουμε απ’ το επόμενο κιόλας Σαββατοκύριακο –τις καθημερινές τις περνά με την Ολλανδέζα σύζυγό του και τα νεογέννητα δίδυμα.

Ο Ρόμπερτ είναι ο καθηγητής μου στη γιόγκα όπου πηγαίνω κάθε Παρασκευή μεσημέρι, στο διάλειμμά μου από τη δουλειά. Γνωριζόμασταν περίπου ένα χρόνο πριν προκύψει το αμοιβαίο ενδιαφέρον που μας οδήγησε ένα μεσημέρι στο συνοικιακό ξενοδοχείο όπου δοκιμάσαμε όλες εκείνες τις ταντρικές στάσεις της γιόγκα τις οποίες ο Ρόμπερτ δεν δίδασκε στην ομάδα μας. Έκτοτε συναντιόμαστε στο ίδιο ξενοδοχείο, τις ίδιες μέρες, και πάντα με διαφορετικά ονόματα παρόλο το γελοίον του πράγματος εφόσον ο ρεσεψιονίστ μας έχει πλέον μάθει, είναι όμως ο μόνος τρόπος για να καταστεί σαφές πως κάποιος από τους δυο, αν όχι και οι δυο, είναι παντρεμένος και άρα έχει κάθε λόγο να κρύβει την πραγματική του ταυτότητα υιοθετώντας διαρκώς μία καινούρια. Η γυναίκα του είναι επίσης γιογκίστρια και φανατική οπαδός της υγιεινής διατροφής, συνήθεια η οποία κατ’ επέκταση εξασφαλίζει και στον Ρόμπερτ μια εξαιρετική φυσική κατάσταση.

Ο Τζέημς, ο Ήθαν, ο Τζων και ο Ρόμπερτ είναι νεώτεροί μου. Έχουν περίπου την ίδια ηλικία μεταξύ τους μα διαφέρουν εντελώς ως προς τα εξωτερικά χαρακτηριστικά. Κανείς δεν θα τους πέρναγε για το ίδιο άτομο. Τους συναντώ διαδοχικά κάθε Τρίτη και Παρασκευή, για περίπου σαράντα πέντε λεπτά τον καθένα τους, σε κάποιο νοικιασμένο δωμάτιο. Αυτό είναι το χρονικό όριο ασφαλείας που έχω θέσει προς αποφυγήν περαιτέρω εμπλοκής με κάποιον από τους τέσσερις. Αυτός είναι εξάλλου και ο λόγος που επέλεξα να τους συναντώ όλους την ίδια μέρα και εκτός σπιτιού, ώστε να αποκλείεται εξαρχής κάποιο συναισθηματικό στραβοπάτημα. Μέχρι ώρας το σύστημά μου λειτουργεί στην εντέλεια, παρόλα αυτά επαγρυπνώ συνεχώς μιας και στο παρελθόν υπήρξαν περιπτώσεις που τα ασφαλιστικά μέτρα δεν έπιασαν, κι αυτό δεν πρόκειται να το ανεχτώ ξανά.

Επιστρέφοντας στο σπίτι μου νιώθω κορεσμένη σεξουαλικά, αποκαμωμένη μετά από τέσσερις, ομολογουμένως ικανοποιητικούς, παρτενέρ. Ξαπλώνω με τα ρούχα στο κρεβάτι μου και παραμένω για λίγο ακίνητη κοιτάζοντας το ταβάνι. Η σωματική μου πείνα έχει σβήσει, το θεριό σιωπά. Το κεφάλι μου είναι στα σύννεφα μα τα πόδια μου είναι λες και γέμισαν μυρμήγκια. Το μέσα μου μοιάζει με άπειρο κενό, αν κάποιος με χτύπαγε θα αντηχούσα σαν άδειο πηγάδι. Δεν με πειράζει αυτή η αίσθηση, την γνωρίζω πια, την έχω συνηθίσει. Το μόνο πρόβλημα, αν μπορώ να το θέσω έτσι, είναι εκείνη η άλλη πλευρά του ολόσωμου καθρέφτη, που όταν τυχαίνει να πέσω πάνω του διασχίζοντας το χολ με συγχύζει αφόρητα. Τότε είναι που μου’ ρχεται να του δώσω μια και να τον σπάσω, μα ως ώρας καταφέρνω ευτυχώς να συγκρατούμαι.

Δύο φορές την εβδομάδα είναι σα να αλλάζω πρόσωπο. Τα χαρακτηριστικά μου σκληραίνουν, δείχνουν παράξενα. Τα χείλη μου φαίνονται χυδαία σαρκώδη, το βλέμμα μου γίνεται πένθιμα μωβ. Η άλλη πλευρά του εαυτού μου καθρεφτίζεται σαν ξένη στο γυαλί. Τότε νιώθω γυμνή από  δέρμα κι όχι από ρούχα. Το είδωλό μου στέκει μπροστά μου σαν παραιτημένο σκιάχτρο που ξεγελάστηκε προσωρινά, οι ώμοι μου είναι κυρτοί, τα δάχτυλά μου κρέμονται σαν ξέφτια από ξηλωμένο ποδόγυρο. Αν ήμουν στρατιώτης θα έμοιαζα με λιποτάκτη που δεν έχει πού να κρυφτεί. Αν ήμουν παιδί θα έσκυβα το κεφάλι. Είμαι αυτή που είμαι όμως, κι έτσι το μόνο που κάνω είναι να συνεχίζω να ζω έτσι όπως ζω και να κλείνω τα μάτια μπροστά στην όποια δεύτερη σκέψη εισβάλει στο νου μου ξαφνικά.

Σε γενικές γραμμές η εξωτερική μου εμφάνιση είναι καλή. Είμαι ψηλή, με σωστές αναλογίες και αρμονικό πρόσωπο. Προσέχω τον εαυτό μου, γυμνάζομαι, αγοράζω κομψά ρούχα, βάφω τα μαλλιά μου μία φορά το μήνα και τα νύχια μου κάθε Σάββατο. Τις μέρες των ερώτων μου όμως πέφτει πάνω μου μια σκιά και με μεταμορφώνει σε αχόρταγη λύκαινα, με μεθά. Την Τρίτη και την Παρασκευή, όσο διαρκεί η μέρα, είμαι μια γυναίκα που γεύεται την ηδονή χωρίς ηθικούς φραγμούς ή προκαταλήψεις. Δεν έχω ταμπού, απολαμβάνω όσα γίνονται, συντονισμένα και εύκολα. Επιπλέον, οποιαδήποτε περίπτωση περαιτέρω δέσμευσης, συναισθηματικής ή πρακτικής, αποκλείεται λόγω συνθηκών. Οι παρτενέρ μου είναι παντρεμένοι κι εγώ εσκεμμένα μοιρασμένη στα τέσσερα και μάλιστα ταυτοχρόνως.

Ο λόγος για τον οποίο επιλέγω πάντα να σχετίζομαι με παντρεμένους άντρες δεν είναι σημαντικός. Θα μπορούσε κανείς να πει πως πρόκειται απλώς για ένα βίτσιο, ή για ένα αίσθημα ανασφάλειας απέναντι σε κάθε είδους μόνιμη δέσμευση που θα με έβγαζε από τους ρυθμούς μου και από το στυλ ζωής μου. Ενδέχεται οι παντρεμένοι άντρες να μου θυμίζουν τον πατέρα μου, ο οποίος ανέκαθεν αγαπούσε και θαύμαζε πολύ περισσότερο τις ερωμένες του απ’ ό, τι τη μητέρα μου, ποιος ξέρει; Και τι σημασία έχει τελικά;

Αυτό που έχει σημασία είναι εκείνο το τρομερό συναίσθημα που βιώνω όταν περνώ για μια στιγμή από την άλλη πλευρά και, κοιτάζοντας το είδωλό μου στον καθρέφτη, απλώς δεν αναγνωρίζω το ίδιο μου το σώμα. Είναι εκείνες οι ελάχιστες φορές που δεν ταυτίζομαι με την κομψή ερωμένη αλλά με την ταλαιπωρημένη σύζυγο. Βλέπω τη μητέρα μου και όλες εκείνες τις απατημένες γυναίκες που πριν λίγο κρατούσα τους άντρες τους αγκαλιά και με πιάνει τρόμος. Δεν έχουν τίποτα από την αίγλη μου εκείνες οι γυναίκες. Κι εγώ δεν έχω τίποτα από τη γλυκύτητά τους. Εκείνες κι εγώ ταυτιζόμαστε μόνον όταν, έχοντας ακουμπήσει ερωτικά το σώμα του ίδιου άντρα, νιώθουμε στο στόμα την ίδια πικρή γεύση της προδοσίας και στα μάτια το πένθιμο μωβ της ενοχής  και του αναπόφευκτου τέλους.

Αρέσει σε %d bloggers: