Daily Archives: 17 Δεκεμβρίου, 2009
Πίστωση χρόνου
Ο Νύσης καθόταν στο κρεβάτι με την κιθάρα αγκαλιά και γρατζούνιζε τις χορδές δοκιμάζοντας καινούρια ακόρντα. Δίπλα του η γκριζόμαυρη γάτα με τον κόκκινο φιόγκο γουργούριζε ήσυχα. Τη νύχτα είχε δει πάλι το γνωστό εφιάλτη. Κύματα που τον έπνιγαν, τεράστια στόματα που άνοιγαν να τον καταπιούν. Τα μάτια του ήταν κατακόκκινα και το κεφάλι του βαρύ κι ασήκωτο, όπως κάθε μέρα. Άλλαξε πένα και ξανάρχισε να παίζει.
«Μήπως χρειάζομαι γιατρό;», σκέφτηκε αφηρημένα αλλάζοντας κλίμακες, «Όχι χειρουργό, ψυχίατρο», συμπλήρωσε και συνέχισε να κουρδίζει ανόρεχτα την κιθάρα. Ένιωθε τα πόδια του κομμένα και το σώμα του πονούσε παντού. Αυτές τις μέρες ήταν βαρύς κι ασήκωτος, ούτε έτρωγε ούτε μίλαγε. Η Λουκία απέφευγε να τον ζορίζει με ερωτήσεις και παρατηρήσεις. Το μόνο που τη σκότιζε ήταν που έμενε τόσες μέρες νηστικός, μόνο με καφέδες. Περίμενε να περάσει από το σπίτι ο Βαγγέλης, μπας και του έλεγε καμιά κουβέντα και τον συνέφερε κάπως, γιατί αυτή η κατάσταση δε γινόταν να συνεχιστεί για πολύ. Η ίδια δεν τολμούσε να τον στριμώξει για τίποτα. Μετά το ατύχημα δεν ήθελε να τον στεναχωρεί. Αρκετά είχε στο κεφάλι του, φτάνει.
Πλησιάζοντας στην αυλή του τελευταίου σπιτιού πριν το λόφο ο Βαγγέλης κοίταξε καχύποπτα γύρω του και μετά όρμησε μέσα. Ένα φουντωτό χρυσάνθεμο ήταν πεσμένο στο σκαλοπάτι. Το κλώτσησε με δύναμη και χτύπησε την πόρτα. Μπήκε χωρίς καν να περιμένει απάντηση και έριξε μια ματιά στην κουζίνα. Το σπίτι του Νύση ήταν σα δικό του, δεν ήταν φίλοι μεταξύ τους, αδέρφια ήτανε. Η Λουκία καθόταν στο παράθυρο και γάζωνε στη μηχανή. Βλέποντάς την πέταξε μια βιαστική καλημέρα και κατευθύνθηκε προς το δωμάτιο του φίλου του. Η Λουκία τον φώναξε κι αυτός έκανε μεταβολή και στάθηκε δίπλα της.
«Βαγγέλη, πάνε τόσες μέρες κι ο Νύσης δεν έχει βάλει ούτε μπουκιά στο στόμα του. Πες του κάτι κι εσύ», ικέτεψε κοιτώντας τον στα μάτια. Το πρόσωπό της του φάνηκε αδυνατισμένο. Τα μάτια της είχαν μαύρους κύκλους και το στόμα της έμοιαζε σαν ανάποδο τόξο. Ακούμπησε το χέρι του στον ώμο της και την κοίταξε μαλακά. Η γυναίκα ήταν έτοιμη να κλάψει. Τον στεναχώρησε το χάλι της.
«Θα του πω, πάντα του λέω», απάντησε χαμηλόφωνα από φόβο μην ακουστεί πάρα έξω. «Να πάρω μαζί μου κάτι μπας και τσιμπήσουμε μαζί;», ρώτησε και κοίταξε ανιχνευτικά τριγύρω. Η κουζίνα ήταν καθαρή και τακτοποιημένη. Στο τραπέζι υπήρχε μια γυάλινη φρουτιέρα με μήλα και αχλάδια. Βούτηξε δυο φρούτα και έγνεψε στη Λουκία που τον κοίταζε σιωπηλή. Εκείνη του χαμογέλασε και τον ευχαρίστησε με ένα νεύμα. Συνέχισε να τον κοιτάζει μέχρι που άνοιξε την πόρτα και χώθηκε στο δωμάτιο του γιού της.
«Μεγάλωσε κι αυτός, πάει», αναλογίστηκε επιστρέφοντας στη δουλειά της. Η πλάτη της κύρτωσε και το πόδι της ξανάρχισε να πηγαινοέρχεται συνεχίζοντας το γαζί. Έξω φύσαγε δυνατά και πάνω από το κεφάλι της το μπουρί της σόμπας έτριζε σα δαιμονισμένο.
«Ρε μαλάκα τι κατάσταση είναι αυτή;», ήταν η πρώτη κουβέντα του Βαγγέλη με το που άνοιξε την πόρτα του δωματίου. Ο Νύσης σήκωσε το κεφάλι και του χαμογέλασε.
«Έλα ρε, τι σκατά κάνεις από το πρωί και σε περιμένω σα μαλάκας;», απάντησε με μια καινούρια ερώτηση και του έκανε νόημα να καθίσει. Ο Βαγγέλης τράβηξε την καρέκλα και κάθισε κοντά στο κρεβάτι. Ακούμπησε τους αγκώνες στα γόνατα και έσκυψε προς το κρεβάτι. Κοίταξε το φίλο του από την κορυφή ως τα νύχια και στράβωσε τα μούτρα.
«Ρε πώς είσαι έτσι; Σήκω πλύσου και βάλε μια μπουκιά στο στόμα σου, άρρωστε!», πέταξε κοιτώντας αποδοκιμαστικά το λιγδιασμένο τζιν του Νύση. «Σαν ετοιμοθάνατος είσαι ρε πούστη μου, κουνήσου πια, ζέχνει η αναπνοή σου», συνέχισε τραβώντας του το μπατζάκι.
Ο Νύσης τον κοίταξε κι έβαλε τα γέλια. Τα δόντια του ήταν κίτρινα και τα μαλλιά του λαδωμένα. Πάντα χαιρόταν όταν άνοιγε η πόρτα κι έμπαινε ο Βαγγέλης στο δωμάτιο.
«Η μάνα μου σ’ έστειλε για να με συνετίσεις;», ρώτησε εύθυμα και κούνησε το κεφάλι.
«Από μόνος μου ήρθα ρε ηλίθιε, γιατί εσύ έτσι όπως πας θα κλατάρεις in no time», συμπλήρωσε τη φράση με τις αγγλικές λέξεις που θυμόταν από το φροντιστήριο και χαμογέλασε στο Νύση. Σκούπισε το αχλάδι στο πουλόβερ του και το πέταξε στο κρεβάτι. Ο Νύσης το έπιασε κι άρχισε να το τρώει χωρίς να διαμαρτυρηθεί. Μετά από λίγο ξεκίνησε να ροκανίζει και το μήλο που προσγειώθηκε δίπλα του με τον ίδιο τρόπο. Ο Βαγγέλης έστεκε και τον παρατηρούσε χωρίς να μιλάει, επιβλέποντας το γεύμα του φίλου του με επιστημονικό ενδιαφέρον. Όταν τελείωσε, ο Βαγγέλης του άπλωσε το χέρι, μάζεψε τα κουκούτσια και τα κοτσάνια στην παλάμη και τα πέταξε στο σταχτοδοχείο που ήταν ακουμπισμένο στο πάτωμα.
«Ντάντεμα θες μωρέ; Ούτε μωρό να ήσουν ρε μαλάκα», είπε στο Νύση που είχε ξανακατεβάσει το κεφάλι πασπατεύοντας την κιθάρα του. Ο Βαγγέλης κοίταξε τριγύρω κι έπειτα συγκεντρώθηκε σε ένα από τα γνωστά ίχνη μούχλας που έμοιαζε με πεταλούδα στο ταβάνι.
«Εσύ κι ο Ερυθρός Σταυρός, μεγάλε, εσείς θα σώσετε τον κόσμο!», αστειεύτηκε ο Νύσης και ξεφύσησε δυνατά. Ο Βαγγέλης παρέμεινε σιωπηλός και μετά από λίγο επανήλθε στην κουβέντα.
«Ήμουν στης Ελένης το πρωί. Έφυγα άρον άρον γιατί έσκασε μύτη ο πατέρας μου», είπε απότομα και ψαχούλεψε την τσέπη του για τσιγάρο. Ο Νύσης σήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε ανέκφραστα. Στο δωμάτιο δεν ακουγόταν τίποτα. Έξω έβρεχε δυνατά.
«Τι δουλειά είχε ρε ο γέρος σου στης Ελένης;» ρώτησε τελικά και κάρφωσε το Βαγγέλη.
«Ξέρω κι εγώ; Είπα μήπως με πήρε στο κατόπι το πρωί να δει πού πάω», απάντησε ανόρεχτα και άναψε τσιγάρο. «Ίσα που δε με πέταξε έξω με τις κλωτσιές η μαλάκω, τέτοια τρομάρα πήρε που τον άκουσε», κατέληξε ξεφυσώντας πάρα δίπλα.
«Ρε μπας και την πηδάει κι αυτός;», συνέχισε ο Νύσης μισοαστεία μισοσοβαρά. Άφησε την κιθάρα στο πλάι και σταύρωσε τα χέρια περιμένοντας την απάντηση του Βαγγέλη.
«Τι λες ρε ούφο», εκνευρίστηκε αυτός, «είναι κοντά πενήντα χρονών ο πατέρας μου, σιγά μη γαμάει ακόμα!», κατέληξε με μια γκριμάτσα σιχασιάς. Μετά δάγκωσε τα χείλια του και πλατάγισε τη γλώσσα με αηδία. Μέσα του όμως κάτι έκρουσε σαν κώδωνας κινδύνου.
«Ρε συ πας καλά;», νευρίασε ο Νύσης, «και βέβαια γαμάει ακόμα ο άνθρωπος. Απλώς μπορεί όχι τη μάνα σου», συμπλήρωσε σιγανά κοιτάζοντας πλάγια το Βαγγέλη. Μια ανησυχία φούντωσε μέσα του. Φοβήθηκε μήπως το είχε παρατραβήξει αν και ήξερε πως ό, τι και να έλεγαν μεταξύ τους παρεξήγηση δεν υπήρχε ποτέ. Την Τούλα τη συμπαθούσε, στο κρεβάτι όμως του ήταν αδύνατον να την φανταστεί.
«Καλά, η μάνα μου σίγουρα δεν το κάνει, δεν το συζητάμε», συνέχισε απτόητος ο Βαγγέλης. «Έτσι χοντρή που είναι, ούτε να το βρει δε θα μπορεί», πέταξε και ξεκαρδίστηκαν μαζί στα γέλια. Σε λίγο σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς τη βιβλιοθήκη με τα κόμιξ. Χάζεψε λίγο τις ράχες των περιοδικών, ξεσκόνισε με το δάχτυλο την άκρη του ραφιού και μετά στράφηκε πάλι προς το κρεβάτι. Κοίταξε το Νύση από την κορυφή ως τα νύχια και ζύγισε τα λόγια του.
«Την Αφροδίτη έχω μέρες να τη δω. Δεν έρχεται σχολείο γιατί δίνει κάτι εξετάσεις στα γαλλικά, λέει, και την έχει πέσει στο διάβασμα», είπε δήθεν αδιάφορα κι έριξε μια κοφτή ματιά στο Νύση. «Εντωμεταξύ, εγώ συνεχίζω να σκέφτομαι πως την πηδάω σαν τρελός κάθε βράδυ. Έχω στραγγίξει για πάρτη της, ο μισός θα μείνω», συνέχισε και ξέσπασε σε ένα νευρικό γέλιο. Ο Νύσης κούνησε το κεφάλι και ξανάπιασε την κιθάρα ξεφυσώντας. Σκέφτηκε λίγο και μετά σήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε.
«Είσαι μαλάκας. Είναι τώρα γκόμενα για σένα η Αφροδίτη ρε; Αυτή δεν ξέρει ούτε τους Πινκ Φλόιντ!», αγανάκτησε χτυπώντας το χέρι στο ξύλινο όργανο που αντήχησε στο δωμάτιο σα να βρόνταγε πόρτα. Παρακολούθησε το φίλο του να βηματίζει νευρικά στο δωμάτιο με το τσιγάρο στο χέρι. Προσπάθησε να δει αν όντως είχε ρέψει όπως έλεγε αλλά δεν διέκρινε την παραμικρή αλλαγή στο σώμα του. Κοίταξε τα χοντρά τρακτερωτά παπούτσια του και το στενό τζιν κι έπειτα παρατήρησε το μαύρο πουλόβερ που φόραγε ο Βαγγέλης από πάνω. Καμία αλλαγή. Ο Βαγγέλης ως συνήθως ήταν μέσα στην υπερβολή και το δράμα.
«Εγώ πάντως μια χαρά σε κόβω, φίλε», είπε και άπλωσε το χέρι ζητώντας του μια τζούρα. Ο Βαγγέλης του έτεινε το τσιγάρο και εκείνος το πήρε και τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά. Μετά το ξανάδωσε πίσω και βολεύτηκε καλύτερα στα μαξιλάρια. Είχε να βγει έξω μέρες. Στη δουλειά δεν πήγαινε πια γιατί στο γιαπί είχαν σταματήσει προσωρινά και για το καφενείο βέβαια ούτε λόγος. Οι μόνες του μετακινήσεις ήταν πια μόνο όταν είχε ραντεβού με το γιατρό. Μόνο τότε έβγαινε από το σπίτι. Κι ο μόνος άνθρωπος που έβλεπε, πέρα από τη μάνα του, ήταν ο Βαγγέλης. Άντε κι ο θείος Αλέκος, όποτε τους θυμόταν από την Αθήνα.
«Χτες, μετά τα κύματα και τα θεριά που με κατατρέχανε είδα πως κράταγα στο χέρι δυο κομμάτια κρέας», είπε ξαφνικά και κοίταξε τον Βαγγέλη. «Ήταν λεία. Η επιφάνειά τους ασήμιζε εδώ κι εκεί, είχαν πολύ παράξενο χρώμα», συνέχισε και μετά έκανε μια μικρή παύση προσπαθώντας να θυμηθεί καλά το όνειρο. Ο Βαγγέλης τον άκουγε χωρίς να μιλάει. Κάπνιζε ένα καινούριο τσιγάρο σταυροπόδι στην καρέκλα.
«Με αυτά τα κομμάτια κρέας, λέει, θα έφτιαχνα καινούριο σώμα», ξανάρχισε ο Νύσης. «Ήταν και καλά δυο γιγάντιες μπριζόλες κομμένες από το ίδιο ζώο, γι’ αυτό και έμοιαζαν μεταξύ τους. Σε λίγο θα μου τις κόλλαγαν πάνω μου για να αποκτήσω καινούριο δέρμα». Εκείνη τη στιγμή σταμάτησε να μιλάει και άρχισε να ροκανίζει το νύχι του σκεπτικός. Ο Βαγγέλης περίμενε κοιτώντας τον προσεκτικά χωρίς να κουνιέται. Παρατηρούσε το πρόσωπο του Νύση σα να διάβαζε το καλύτερο βιβλίο της ζωής του.
«Μετά είδα πως είχα μια παρανυχίδα στο μεγάλο δάχτυλο του ποδιού. Όταν την τράβηξα ξεριζώθηκε ολόκληρο κομμάτι δάχτυλο ρε μαλάκα, με πήραν τα αίματα», συνέχισε να διηγείται το όνειρο κάνοντας μικρές κοφτές παύσεις. Το πρόσωπό του ήταν συνοφρυωμένο και καθώς μίλαγε μικρά κομματάκια νυχιού πετάγονταν από το στόμα του.
«Στο τέλος έφτασα σε ένα δωμάτιο όπου θα μου έδιναν λέει τις πρώτες βοήθειες κι εκεί αντίκρισα σωστό μακελειό. Δε φαντάζεσαι τι είδα ρε πούστη μου. Πτώματα κακοποιημένων παιδιών στο πάτωμα, κορμιά βιασμένων γυναικών, άντρες που ούρλιαζαν παντού, ένας χαμός σου λέω!», κατέληξε και πήρε βαθιά ανάσα. Τόσην ώρα κόντευε να σκάσει από τη βιασύνη του να διηγηθεί τις σκηνές της νυχτερινής του φρίκης. Όταν τελικά σταμάτησε να μιλάει, αναστέναξε και έπεσε πάλι πίσω στο μαξιλάρι. Το μέτωπό του ήταν ιδρωμένο και η κουρασμένη έκφραση στο πρόσωπό του τον έκανε να φαίνεται δέκα χρόνια μεγαλύτερος. Ο Βαγγέλης σηκώθηκε και κάθισε δίπλα του στην κόχη του κρεβατιού. Έκανε λίγη ώρα να μιλήσει κι έπειτα σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε το Νύση που περίμενε.
«Νύση, άκου με. Του χρόνου θα φύγουμε από δω, το έχουμε πει. Οι δυο μας, στην Αθήνα. Μην τα παίξεις μέχρι τότε ρε μεγάλε, δε λέει», ψιθύρισε κι αγκάλιασε το φίλο του που παρέμενε ξαπλωμένος στο μαξιλάρι και ακίνητος σαν πτώμα.
«Η μοναξιά τρελαίνει τους ανθρώπους, φίλε. Αλλά εσύ δεν είσαι μόνος σου, μην το ξεχνάς», πρόσθεσε περίσκεπτος. Στα μελίγγια του ένιωθε να βαράνε ταμπούρλα και κάτι σαν αναγούλα έκανε το στομάχι του να σφίγγεται. Σε λίγο χαλάρωσε την αγκαλιά και σηκώθηκε απότομα από τη θέση του ανακατεύοντας τα λιγδιασμένα μαλλιά του κολλητού του. Ο Νύσης συνέχιζε να τον κοιτάζει ανέκφραστος. Η αναπνοή του είχε ξαναβρεί τους φυσιολογικούς ρυθμούς της και στο βλέμμα του είχε επανέλθει το γνωστό κενό.
«Κι επίσης τράβα ρίξε κάνα λούσιμο γιατί είσαι μες στην μπίχλα», χασκογέλασε σκουπίζοντας το χέρι του στο παντελόνι και κάνοντας μια αστεία γκριμάτσα προς το μέρος του κρεβατιού όπου ακούμπαγε το κεφάλι του Νύση.
«Όταν με ρώτησαν στις πρώτες βοήθειες τι ακριβώς ήθελα από αυτούς, κάτι σαν δώρο δηλαδή, πέρα από τον επίδεσμο για το τραυματισμένο δάχτυλο ξέρεις τι απάντησα; Ξέρεις τι δώρο ζήτησα;», συνέχισε ο Νύσης αιφνιδιάζοντάς τον.
Ο Βαγγέλης δεν περίμενε πως το όνειρο είχε και συνέχεια. Χωρίς να απαντήσει αναστέναξε κοιτώντας το Νύση στα μάτια. Κοντοστάθηκε δίπλα στο κρεβάτι και περίμενε με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος του. Στο λαιμό του ένιωθε έναν κόμπο. Το στόμα του ήταν σκέτο φαρμάκι. Η φωνή του φίλου του έσπασε την πηχτή σιωπή του δωματίου σαν βότσαλο που τσακίζει ένα τζάμι.
«Πίστωση ζήτησα μεγάλε. Πίστωση χρόνου», κατέληξε ο Νύσης τελειώνοντας το όνειρο και καταπίνοντας αργά το σάλιο του που είχε γεύση σκουριάς και αίματος μαζί.
(Στο Διονύση, που γιορτάζει)