Monthly Archives: Ιανουαρίου 2010
Σουρεαλιστικοί διάλογοι με μια φωνή και μια (πλαστική) τρομπέτα
-Πρόσεξε τι εύχεσαι γιατί μπορεί να σου συμβεί///-Μα πάντα επιπόλαια ευχόμουν, παρορμητικά///-Να το κόψεις, είναι κακή συνήθεια///-Ποτέ δεν το φαντάστηκα, λοιπόν, πως κάποια μέρα όλα αυτά θα συνέβαιναν πραγματικά///-Ναι. Κι όταν σου συμβεί αυτό που εύχεσαι, μένεις ολίγον τι μαλάκας, ε;///-Έως πολύ θα έλεγα///-Γι’ αυτό, κάνε κράτει με τις ευχές και πριν τις στείλεις στο υπερπέραν κοίτα πώς θα ήταν αν περπάταγαν στη γη///-Test drive?///-Όπως θες πες το, τι με νοιάζει;///-Ωραίες αυτές οι άδειες καρέκλες στη γωνιά του Λέμον///-Θυμάσαι τι έχουμε περάσει εκεί μέσα;///-Ξεχνιούνται αυτά;///-Μέχρι και τα σκαμπό μας θυμούνται///-Μα πιο πολύ τα θυμόμαστε εμείς, ε;///-Τι σημασία έχει;///-Δεν έχει///-Καλά. Πάω τώρα να αυτομαστιγωθώ///-Γιατί πάλι;///-Γιατί ευχήθηκα χωρίς να προσέξω και τώρα που κοντοζυγώνει η ευχή είμαι τελείως μαλάκας…///-Καλά ξεμπερδέματα///-Ευχαριστώ///-Τα σέβη μου.
10 ομορφιές της ζωής κι ένα τραγούδι
1. Μια ήσυχη θάλασσα γεμάτη μισοναυαγισμένα πλοία το χάραμα, χειμώνας με κρύο και ομίχλη στο λιμάνι μιας άγνωστης πόλης.
2. Μια εικοσάχρονη φανταχτερή χορεύτρια που τη λένε Λόλα και φοράει κίτρινα και χρυσά φτερά στο κεφάλι καθώς λικνίζεται ημίγυμνη πάνω στη μπάρα.
3. Ένας σκυθρωπός μαυροντυμένος άντρας, όχι λιγότερο από σαράντα, καθισμένος στο σκαμπό ενός μπαρ, που αργοπίνει ένα ποτό σε χαμηλό ποτήρι και κρατάει το τσιγάρο του βαθιά ανάμεσα στα δάχτυλα.
4. Ένα ημιφωτισμένο καταγώγιο σε μια εθνική οδό τα χαράματα, γεμάτο μεθυσμένους ανθρώπους, με δυνατή μουσική, πολλά σκαλιά, μυρωδιά καπνού και αρώματος να κρέμεται πάνω από τα κεφάλια, νέον πινακίδα στην είσοδο και γκράφιτι στους τοίχους.
5. Ένας δρόμος χαμένος στο πουθενά ενός δειλινού, φθινόπωρο, με βροχή, Έλα Φιτζέραλντ στο ραδιόφωνο, κι ένα ξέφωτο που αχνοφαίνεται από μακριά και περιμένει.
6. Μια μαύρη τηλεφωνική συσκευή με λευκά νούμερα πάνω σε ένα μαρμάρινο τραπέζι, μέσα σε ένα δωμάτιο τη νύχτα, που χτυπάει με το γνωστό «ντριν» κι από το ακουστικό ακούγεται η λέξη «Έλα».
7. Ένας χάρτινος παγκόσμιος χάρτης, σχολικός, φιλικός στο άγγιγμα, που κρέμεται από ξύλινα στηρίγματα και από τις άκρες του ξεπροβάλλουν δερμάτινα λουράκια για το τύλιγμα μετά το ταξίδι.
8. Μια μεγάλη, ζεστή πέτρα στη μέση ενός χωραφιού ανάμεσα στα στάχυα, καταμεσήμερο, σε ένα χωριό μακριά από τη θάλασσα.
9. Μια μακρόστενη σκιά πάνω σε έναν τοίχο, σε έναν έρημο δρόμο μιας μεγαλούπολης μια ώρα δίχως κίνηση, που μοιάζει να ακολουθεί κάποια ξένα βήματα, λίγο πριν ξεσπάσει καταιγίδα.
10. Ένα μπαλκόνι μπροστά στη θάλασσα, νωρίς το πρωί, ήσυχο, κι ένα τραπέζι με καφέ και ένα βιβλίο από χτες το βράδυ ξεχασμένο δίπλα του, νοτισμένο ελαχίστως από την πάχνη.
(Η φωτογραφία είναι του Μιχάλη Μοσχολιού)
Μουσική αεροδρομίου (Το εγκώμιο της γκρίνιας)
«Και γιατί να έρθει να δει εσένα;» «Γιατί όχι; Γιατί ταξιδεύει αλλού όποτε ταξιδεύει;» «Επειδή στο αλλού βλέπει τον εκάστοτε γκόμενό της, τους φίλους της, καινούριες πλατείες, καινούρια μαγαζιά, διαφορετικούς ανθρώπους» «Άρα το πεθαίνω να σε δω είναι ολίγον τι υπερβολάρα!» «Όχι απαραίτητα, απλώς αλλού μάλλον περνάει καλύτερα, ακόμα κι αν σε νοσταλγεί κι εσένα, πτωχούλα. Χεχε!» «Καλά, θα λέω κι εγώ πεθαίνω να σε δω και θα κλείνω εισιτήρια για Ρέικιαβικ. Και θα συνεχίσω να νοσταλγώ εκ του μακρόθεν, γράφοντας μελιστάλαχτες καρτ ποστάλ από καινούριες πλατείες» «Κάνε ό, τι θες. Ελεύθεροι άνθρωποι είμαστε» «Όσο γι’ αυτό ναι, ουδείς λόγος…».
«Δεν αντέχω τα αεροπλάνα» «Ούτε κι εγώ. Βάσανο. Μια ζωή μαστουρωμένη ταξιδεύω» «Α, γι’ αυτό είσαι πάντα κουρούμπελο όταν βγαίνεις από το αεροδρόμιο;» «Ναι» «Καλά. Εγώ δεν έχω και πολλά φράγκα, ξέρεις» «Ούτε γω. Δουλεύω όπως κι εσύ, remember? Τα βρίσκω όμως όταν χρειάζεται» «Σε σένα χρειάζεται πιο πολύ. Εσύ έφυγες» «Δεν νοσταλγώ μόνο τα περίπτερα και τις μπουγάτσες της πατρίδας μου, ξέρεις. Κυρίως τους ανθρώπους νοσταλγώ» «Κι εγώ σε νοσταλγώ αλλά εγώ δεν έφυγα, άρα τσακίσου κι έλα αν θες να με δεις» «Μα 17 χρόνια αυτό κάνω! Νισάφι πια» «Είχα έρθει κι εγώ μία φορά να σε δω το 2004, το ξέχασες αχάριστη;» «…».
«Έρχεσαι Σαββατοκύριακο;» «Τρελάθηκες; Δε μπορώ» «Εγώ γιατί μπορώ;» «Εσύ τα βρήκες όλα εύκολα στη ζωή σου, εγώ τραβάω τα ζόρια του Ιώβ στις πτήσεις» «Όλα πανεύκολα να λες. Για την ακρίβεια, τόσο καιρό δεν πετάω. Διακτινίζομαι!».
«Θέλω να σε δω. Έχει πτήση το πρωί του Σαββάτου με Δευτέρα» «Δεν έχω φράγκο!» «Θα στο βγάλω εγώ το εισιτήριο, έλα!» «Δε γίνεται, εκτός από αφραγκίες έχω και πολλή δουλειά» «Εδώ και τόσα χρόνια αυτό μου λες. Ποτέ δεν έχεις λίγο ελεύθερο χρόνο;» «Αυτή την εποχή πήζω. Μερσί πάντως. Θα το δω για τον Απρίλη ίσως…».
«Δεν μπορώ να έρθω. Έχω μωρό» «Κι εγώ μια ζωή με το maxi cosi στο χέρι ταξίδευα, και μάλιστα μέσω Ζιμπάμπουε εκείνες τις εποχές, αλλά πάντα μπορούσα» «Εσένα τα παιδιά σου ήταν καλά παιδιά. Γεννήθηκαν ήσυχα» «Μάλιστα… Λοιπόν δεν στο έχω πει αλλά τα παιδιά μου δεν είναι παιδιά μου, ούτε κανονικά παιδιά. Είναι εξωγήινοι».
Μεταναστεύοντας για πρώτη φορά
Wikipedia: εξωτερικός μετανάστης = αυτός που εγκαταλείπει τη χώρα του για να εγκατασταθεί σε μια ξένη χώρα/// «…Οι τόποι ανήκουν σ’ αυτούς που τους κατοικούν. Οι τόποι είναι ένα κομμάτι γης, χωρίς εθνικές περηφάνιες. Κι εμείς που διαβάζουμε τα ελληνικά σ’ αυτό το μπλογκ είμαστε χαρούμενοι αλλού…» – από το http://athensville.blogspot.com/// «Παρακολουθώντας την ομιλία του Ζίζεκ «Μια λακανική έκκληση για φονταμενταλισμό» που δημοσίευσα πρόσφατα, σκεφτόμουν για την σχέση αυτών των παράδοξων φαινομένων με την περίφημη φροϋδική αντίστιξη πένθους (mourning) και μελαγχολίας (melancholy). Στην πρώτη αντίδραση στην απώλεια, ως γνωστόν, ο Φρόυντ βλέπει μια διαδικασία σταδιακής επεξεργασίας της, έτσι ώστε αυτός που πενθεί, αρχίζει σιγά-σιγά να αποδέχεται την απώλεια ως μη αναστρέψιμη. Αντίθετα, ο μελαγχολικός αρνείται να αποδεχτεί το συμβάν της απώλειας, και προσαρτάται στο χαμένο αντικείμενο ναρκισσιστικά, αντλώντας από το μελαγχολικό σύμπτωμα την δευτερογενή ηδονή που του δίνει η αίσθηση ότι «παραμένει πιστός» σε αυτό που χάθηκε» – από το http://radicaldesire.blogspot.com///Πενθώ για την Ελλάδα που ξέρω πια πως έχασα ή θα νοσταλγώ αιωνίως αυτό που είχα κάποτε απολαμβάνοντας μαζοχιστικά τον πόνο μου για κείνο;///Θυμάμαι τον εαυτό μου σε διάφορες εποχές της ζωής μου. Αεροδρόμια, transit πτήσεις, εκατομμύρια μπαγκάζια γύρω μου, μωρά που ήθελαν άλλαγμα, τάισμα και ντάντεμα, αίθουσες αναμονής, καθυστερήσεις, ακυρώσεις, αγχωμένο τρέξιμο για να προλάβω να είμαι εκεί, κενά αέρος, ιδρώτας, αγωνία, χαρά, προσμονή, κούραση, όλα μαζί///Αποσκευές του μυαλού μου κι αυτά, μαζί με τις χειραποσκευές των κατάκοπων χεριών μου///Σε εποχές οικονομικής στενότητας κι έπειτα σε πιο άνετες εποχές. Πάντα ένα εισιτήριο ήταν ο στόχος///Ένα το όραμα. Η επιστροφή στα πάτρια, στους οικείους, «στο σπίτι»///Ένα και το συναίσθημα που μεσουρανούσε ασυζητητί. Η ανάγκη μου να βρεθώ κοντά τους, να συνεχίσω τη σχέση μας, να προστατεύσω τα αισθήματα και τις αναμνήσεις που μας ένωναν βαθιά, να ανασάνω τον ντόπιο αέρα ξεκλέβοντας στιγμές από τη ζωή μου///Για πολλά χρόνια φέρθηκα με προσβλητική σκληρότητα τόσο στον εαυτό μου όσο και στον τόπο που με φιλοξενεί κατόπιν συνειδητής επιλογής μου. Δεν μας αναγνώρισα ανθρώπινη σχέση, παρά μόνο εικονική, προσωρινή, ελάχιστη///Τιποτένια///Αιώνες μετά, νιώθω για πρώτη φορά ως το μεδούλι πως η μονόπλευρη μάχη για τα τρυφερά και τα οικεία είναι μάχη χαμένη ολοκληρωτικά///Όπως και όλες οι μονόπλευρες ερωτικές σχέσεις, άλλωστε///Η ερωτική νοσταλγία μου για την Ελλάδα με βασάνισε πολύ. Έχασα στιγμές ευτυχίας στο παρόν αναπολώντας το παρελθόν και σχεδιάζοντας ένα εκτοπισμένο και ανύπαρκτο μέλλον///Έζησα ως τουρίστρια στην ίδια μου τη χώρα, παρόλο που μέχρι σήμερα σε τρία σημεία της κάποιο κουδούνι γράφει το όνομά μου///Αναρωτήθηκα λοιπόν. Αμφισβήτησα τον εαυτό μου///Αν δεν επιστρέψω εγώ στα πάτρια για να συνεχιστεί το νήμα των ανθρώπινων σχέσεων με τους οικείους, εκείνοι άραγε τι προτίθενται να κάνουν;///Αν δεν μπω εγώ στο αεροπλάνο τρέχοντας προς το μέρος τους, όπως αιώνες κάνω πεισματικά, εκείνοι πώς θα αντιμετωπίσουν την απουσία;///Γιατί πρέπει πάντα όλα τα κενά να τα καλύπτω αποκλειστικά και μόνο εγώ; Επειδή εγώ είμαι εκείνη που έφυγε; Αυτό κι αν είναι αδικία///Μήπως δεν είναι αμφίδρομη η σχέση αυτή; Μήπως προσπαθώ περισσότερο από εσένα για τη σχέση μου μαζί σου;///Κι αν είναι έτσι, γιατί άραγε συμβαίνει αυτό, όταν η απόσταση αρχίζει και τελειώνει σε τρεις ώρες πτήσης και επ’ ουδενί δεν είμαι σε ευνοϊκότερη θέση για μετακίνηση απ’ ό, τι είσαι κι εσύ;///Βαραίνουν τα χρόνια κι οι προσπάθειες στους ώμους μου. Μοιάζουν με σακίδια γεμάτα πέτρες///Κουράστηκα να λέω «σ’ αγαπώ» και να πρέπει να συρθώ ως το κατώφλι σου για να το ψιθυρίσω///Αν μ’ αγαπάς πραγματικά, ξέρω πως πλέον θα βρεις τον τρόπο να με φτάσεις. Και να μου το πεις κι εσύ με τον ίδιο τρόπο///Και το κατώφλι μου θα βρεις. Γιατί σε περιμένει///Έκανα λάθος που αρνιόμουν τη ζωή εδώ. Χασούρα. Και το εκεί το είχα βαφτίσει λάθος. Εξιδανείκευση///Μεγάλωσα πια, κουράστηκα να τρέχω πίσω από ένα σύννεφο διαρκώς με την αναπνοή κομμένη///Αν όπως λες θέλεις όσο τίποτε άλλο να με δεις, σε περιμένω///Τα σέβη μου.
Η αιφνίδια ομορφιά ενός περαστικού προσώπου
Χρειάζεται μεγάλη αυταπάρνηση για να ζει κανείς δίπλα σε ανθρώπους που τον υπερβαίνουν και τον εντυπωσιάζουν///Κι όμως, η ανθρώπινη αίγλη είναι το ισχυρότερο διεγερτικό φίλτρο, η πιο εξαιρετική αιτία απόκτησης πιστών///Ο θαυμασμός του ανεκζήτητου τρόπου ζωής εκείνων που κατάφεραν να στέκουν ψηλά χάρη στην αληθινή αξία τους (θα έπρεπε να) είναι η αυθόρμητη αντίδραση των πολλών μπροστά στα επιτεύγματα των σπανίων///Κι αν όχι των πολλών, τουλάχιστων εκείνων των όσων κάποιων που δε διστάζουν να υποκλιθούν μπροστά στο υψηλότερο μέγεθος αφήνοντάς το οικειοθελώς να τους συναρπάσει///Είναι ωραίο να συναντάς μπροστά σου στην τύχη ένα πρόσωπο με πρωτόγονη ομορφιά και απρόοπτη σοφία///Τις σπάνιες εκείνες φορές που διέκρινα σε ένα ζευγάρι μάτια, στις αποχρώσεις μιας φωνής ή στην αμήχανη κίνηση των δαχτύλων κάτι από τη λυπημένη γοητεία του Σταντάλ, από την βασανιστική εμμονή του Ρασκόλνικωφ, από το πείσμα και το ρομαντισμό της κυρίας Μποβαρύ, από τη μελωδική παραξενιά του Ντύλας Τόμας, ένιωσα αυτόματα πως η εύνοια της τύχης με είχε αγγίξει στα μαλλιά για μια φορά ακόμα///Είναι αλήθεια πως οι πιο όμορφες εικόνες προσώπων που συναντώ τυχαίνει συχνά να ανήκουν σε αγνώστους///Ψαχουλεύω αχόρταγα με το μυωπικό μου βλέμμα τα εξαίρετα χαρακτηριστικά προσπαθώντας να μαντέψω το είδος της ζωής τους, το σύντροφο που στέκει στο πλάι τους, τον τρόπο που προφέρουν το «ε;» όταν κάτι τους κάνει και απορούν ή όταν είναι μόνοι///Κατά προσέγγιση νομίζω πως το καταφέρνω///Κι αν απέχουν παρασάγκας όσα σκέφτομαι από όσα πραγματικά συμβαίνουν, και πάλι δεν αλλάζει τίποτα μέσα στην αμφιλεγόμενη οργάνωση του νου μου///Έχω το κουράγιο και την προθυμία να αναγνωρίσω και την ακριβώς αντίθετη εκδοχή ως εξίσου πιθανή και έγκυρη///Μέσα από τις μετέπειτα ληθαργικές εικόνες των αυτοσχεδιασμών μου πολύ συχνά βρίσκομαι να πλάθω χαρακτήρες ανύπαρκτους, προσδίδοντας φανταστικά χαρακτηριστικά σε πραγματικούς ανθρώπους///Και τελικά καταλήγω να τα πιστεύω, υιοθετώντας τα όχι μόνο ως πιθανά αλλά και ως επιβαλλόμενα από την υπέρτατη αρχή της αρμονίας αυτού του σύνθετου κόσμου///Πολλάκις η πραγματικότητα με έχει επαναφέρει στην (όποια) τάξη κουνώντας μου το δάχτυλο επικριτικά///Παρόλο που γεννήθηκα δειλή και φοβισμένη, κάτι μέσα μου χαμογελά μπροστά σε αυτή την άσφαιρη επίδειξη ισχύος που επιχειρούν κατά καιρούς τα γεγονότα ενάντια στις εικασίες μου///Χρειάζεται μεγάλη αυταπάρνηση για να ζει κανείς δίπλα σε ανθρώπους που τον υπερβαίνουν και τον εντυπωσιάζουν///Κι άλλη τόση χρειάζεται για να υποκλιθεί κανείς μπροστά στην υπερμεγέθη ομορφιά ενός αγνώστου που κατάφερε, έστω και για μια στιγμή, να κάνει το χρόνο θρύψαλλα με τη δύναμη της άγνοιάς του, έτσι όπως πέρασε βιαστικός στο δρόμο αγγίζοντας απαλά τον ώμο κάποιου διπλανού, ψελλίζοντας αφηρημένα ένα αόριστο, μηχανικό «συγγνώμη«///Να υποκλιθεί στον αιφνιδιασμό της χάρης και της ομορφιάς, όχι απλώς να τον αναγνωρίσει///Τα σέβη μου.
Έπεα πτερόεντα
Ή Γιατί δεν πρέπει να πιστεύουμε όσα μας λένε
Θα σ’ αγαπώ ως το τέλος του κόσμου///Είμαι πάντα δίπλα σου///Σε έχω διαρκώς μέσα μου///Να μη φοβάσαι τίποτα///Σε ξέρω καλά///Σε εκτιμώ αφάνταστα///Είμαι δικός σου///Δεν σε παρεξηγώ ποτέ///Πεθαίνω για σένα///Θέλω να ζήσω μαζί σου όλη μου τη ζωή///Θα σε προστατεύω από κάθε κακό///Δε σε φτάνει κανείς στα μάτια μου///Μείνε απολύτως ήσυχος///Δεν θα βαρεθούμε ποτέ///Αγαπώ ολόκληρο τον κόσμο///Είσαι ο καλύτερος///Πιστεύω στην αλήθεια σου///Είμαι μέσα στο μυαλό σου///Είμαστε πλασμένοι για να είμαστε μαζί///Πριν γεννηθώ σε αγαπούσα///Ποτέ δεν θα αγαπήσω κάποιον όσο αγαπώ εσένα///Θα είμαι πάντα στη διάθεσή σου///Δεν θα σε ξεχάσω ποτέ///Πρώτη φορά συναντώ κάτι τόσο δυνατό///Από σένα περιμένω μόνο καλά πράγματα///Κόβω το κεφάλι μου για πάρτη σου///Βάζω το χέρι μου στη φωτιά για σένα///Αποκλείεται να το είπες εσύ αυτό///Δεν είσαι ικανός για κάτι τέτοιο///Ορκίζομαι στο όνομά σου///Ουδέποτε σου έκρυψα κάτι///Τα λέμε όλα μεταξύ μας///Αυτή η κίνηση/κουβέντα έχει την υπογραφή σου///Αυτή η συμπεριφορά δεν σου αρμόζει///Θα κάνω το παν για χάρη σου///Είμαι απόλυτα ευτυχισμένος/Θα σου προσφέρω όλα όσα θέλεις///Αν έχω εσένα έχω ολόκληρο τον κόσμο///Εσύ δίνεις νόημα στη ζωή μου///Σε εμπιστεύομαι απόλυτα///Θα μείνω για πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής///Δεν θα αλλάξω ποτέ.
1. Επειδή οι κουβέντες του είδους είναι εξ ορισμού ανυπόστατες, για να μην πω υβριστικές.
2. Επειδή ακόμα κι αν δεν το έχουν καταλάβει, οι άνθρωποι ψεύδονται.
3. Επειδή οι προτάσεις αυτές, στο σύνολό τους, αυτοαναιρούνται.
4. Επειδή είναι κοροϊδία όχι μόνο να τα ακούς αυτά αλλά και να τα ξεστομίζεις.
5. Επειδή είναι κρίμα, και ο νοών νοήτω.
6. Επειδή είναι κουραστικό να προσποιούμαστε πως τα πιστεύουμε.
7. Επειδή, καλώς ή κακώς, τελικά μόνο οι πράξεις μετράνε.
8. Επειδή ενηλικιωθήκαμε εδώ και καιρό.
9. Επειδή κάποιος είπε πριν από μας πως «όσα χαϊδεύουνε τα αυτιά απέχουνε πολύ απ’ την αλήθεια».
10. Τα σέβη μου.
The impossible desire
Είναι κάτι μυστήρια πρωινά που οι μέρες μου, επίπεδες φέτες ψωμί, αλείφονται με κάτι σαν σημασία. Αποκτούν γεύση και μυρωδιά. Και με καλούν να τις δαγκώσω. Μια απροσδόκητη αναγέννηση -σαν όνειρο ή σαν ονείρωξη, δεν ξέρω ακριβώς- μου δείχνει και πάλι πόσο ευεργετικό είναι το φως. Και πόσο άδικο είναι να ξυπνάω και να κοιμάμαι μέσα στο παγερό σκοτάδι από νωρίς, με πόδια ξυλιασμένα.
Η ερεβώδης φύση μου αντιστέκεται. Διστάζει να γλύψει το μέλι και το φως, γιατί όσα έχει από νωρίς μάθει ο άνθρωπος γίνονται μέσα του πέτρα με το χρόνο. Ραγίζουν δύσκολα. Σχεδόν δε σπάνε.
Αυτή η μυστική αναγέννηση μοιάζει με μάχη. Στοιχίζει τους στρατιώτες στη σειρά και βάζει τους ηθοποιούς σε πόστα. Καθείς γνωρίζει το ρόλο του, κάποιοι όμως πρόλαβαν κι αποστήθισαν και ρόλους κάποιων άλλων. Εκείνων που θαυμάζουν. Ή που αγάπησαν, ποιος ξέρει; Όταν αφεθώ να με ρημάξει ο εχθρός ξέρω πως το μεσημέρι θα είναι δύσκολο. Κι όμως εμμένω. Κάτι μέσα μου με τρώει σαν φαγούρα, «αυτή η μάχη πρέπει να δοθεί!». Και έτσι πράττω.
Πεφτοσηκώνομαι διαρκώς με κλάματα και διαμαρτυρίες, «δεν τα αντέχω εγώ αυτά», και τέτοια δειλά παρόμοια. Μόνο αν τσακιστώ όμως, κι αν γίνω ένα με της λάσπης τη βρωμιά και τη σκληρότητα της πέτρας υπάρχει τρόπος να υψώσω το κεφάλι κατά το δειλινό. Και να κοιτάξω έναν ορίζοντα που μέχρι την ώρα εκείνη δεν υπήρχε. Τουλάχιστον αυτό νομίζω. Έτσι το σκέφτομαι εγώ.
Κι όταν το βράδυ αρχίσει να πέφτει σοβαρά, οι όμορφες κλωστές του γίνονται δίχτυα. Που με καλούν να υψωθώ. Να φύγω. Να πέσω ανάμεσα στα οράματα μιας αλλιώτικης ζωής που είναι ωραία, κι ας φαίνεται ξένη ή θαμπή. Μέσα σε κείνη τη ζωή το κενό του αέρα και των σωμάτων διαλύεται. Και δεν υπάρχει. Οι φωνές των ζώων δεν αντιλαλούν. Απορροφούνται από τον ακουστικό πόρο των αγγέλων και γίνονται εξαίσια μουσική. Παραδεισένια. Οι εικόνες αυτές οι διαφορετικές ζούνε στ’ αλήθεια. Γεννιούνται κάθε τόσο απαλά μέσα από τον όποιο κόπο οι άνθρωποι της γης δεχτούν να καταβάλλουν.
Η νύχτα τέτοιων πρωινών επέρχεται Ωραία. Μοιάζει με μπλε σελήνη που διστάζει να φανεί πίσω απ’ τα σύννεφα κι όμως υπάρχει. Χαρίζει όνειρα που περιγράφουν αυτό που πρόλαβε να συμβεί και συνεχίζει ακόμα να συμβαίνει. Προοιωνίζονται έπειτα όσα μελλούμενα ο άνθρωπος δεν γνωρίζει. Τα εύχεται όμως μυστικά. Στην άκρη στο δωμάτιο, όταν γονατίζει σιωπηλά και ξεκινά την προσευχή του.
The hour of the wolf
Λένε πως την Ώρα του Λύκου οι άνθρωποι είτε γεννιούνται είτε πεθαίνουν///Τίποτε άλλο δεν δύναται να συμβεί μέσα σε κείνο το απειροελάχιστο κομματάκι χρόνου///Όσοι προλάβουν και βαφτίσουν τους δαίμονές τους με πιο βολικά ονόματα -Η γυναίκα με το καπέλο, ο Άνθρωπος πουλί- λίγο πριν το χάραμα βλέπουν τα μυθικά ονόματα της τρέλας τους χαραγμένα στο υγρό ταβάνι///Οι επιγραφές της νύχτας διώχνουν από τις γωνίες τα ασημένια χερουβείμ ενός περαστικού ονείρου και καταλαμβάνουν το δωμάτιο με την απαίσια μυρωδιά τους///Ο Λύκος θέλει την ώρα του για να αναστηθεί κι οι άνθρωποι που τη βεβηλώνουν κρατώντας τα μάτια ανοιχτά όσο εκείνη βασιλεύει υπογράφουν σιωπηρές συμφωνίες με τους αόρατους δαίμονες προσφέροντάς τους αιώνια πίστη και υποταγή///Ακόμα κι αν δεν το κατάλαβαν ποτέ, δεν έχει σημασία///Είναι αξιοπερίεργο πόσο γρήγορα οι άνθρωποι του φωτός εξοικειώνονται με το σκοτάδι///Τα όποια αντισώματα διαθέτουν στα κουρασμένα τους σώματα για αντίσταση καίγονται στο κατώφλι, λίγο πριν την οριστική κάθοδο στο έρεβος του νου///Η φαντασία λένε πως είναι πιο άγρια απ’ την πραγματικότητα, την Ώρα του Λύκου όμως η ζωή κλέβει πάντοτε τα ηνία από την τέχνη///Την τσακίζει αθόρυβα, σαδιστικά, κάτω από τη φυσιολογικότητα μιας φρίκης που δεν περιγράφηκε ποτέ κι από κανέναν///Μελάνι και φωνή, ύλη και πνεύμα, αγγίζουν τα όριά τους στο λυκόφως και μετά αναχαιτίζονται από τα βέλη του επικρατούντος Δυνατού κυοφορώντας μυστικά το επείγον Αδύνατο///Προσοχή λοιπόν στις συνομιλίες με το σκοτάδι και το κενό///Καμιά φορά αιχμαλωτίζουν δια παντός, ρουφώντας τους άτυχους αφελείς σε ένα μαρτύριο δίχως τέλος και αρχή///Δίχως καν μια κάποια κατανοητή αιτία///Τα σέβη μου.
Click on Paradise Circus
Massive Attack Paradise Circus from sabakan on Vimeo.
(Αφιερωμένο εξαιρετικά στην Τραβηχτή που πάντα βρίσκει τρόπο)