Monthly Archives: Αύγουστος 2011
Η καμπύλη του ώμου του
Ήθελα να γράψω για ένα σκύλο που γαυγίζει τα πρωινά από το απέναντι σπίτι///Γκρινιάρη και γέρικο, τελειωμένο///Μόνο να φωνάζει μπορεί πια, ούτε να τρέξει ούτε να κυνηγήσει πέρδικες ή θηλυκά σκυλιά///Ούτε καν πεταλούδες///Μετά είδα έναν άλλο γέροντα, μαύρο και τίγκα στα τσιμπούρια, που τα μεσημέρια κάθεται στο Μικρό Καφέ και κοιμάται αναστενάζοντας δίπλα σε ξένα πόδια///Χτες το βράδυ, στο κάστρο, ανάμεσα σε τεκίλες και παλιούς φίλους, κατέφθασε και ο Άφεξ///«Μετά από τόσο καιρό σε μύρισε κι έτρεξε κοντά σου», μου είπε το αφεντικό του και μου τον έχωσε στην αγκαλιά///Τρυφερά χάδια και γλυκόλογα συμπλήρωσαν τη βραδιά και σφράγισαν την απόφασή μου///Δεν θα γράψω τίποτε γι’ αυτά τελικά///Ούτε για τα λόγια ούτε για τα σκυλιά///Μερικές φορές οι λέξεις δεν έχουν απολύτως καμιά σημασία///Οι ινδιάνοι λένε πως η φωτογραφική μηχανή σου παίρνει την ψυχή///Εμένα μου την παίρνει η οθόνη///Μου την ρουφάει μονομιάς και την διοχετεύει στον σκληρό μέσω των δακτύλων μου///Μετά με αφήνει αποκαμωμένη να κοιτάζω το γυαλί///Πίξελ πίξελ///Γι’ αυτό και η προσπάθεια αποχής τώρα τελευταία///Αύγουστος είναι, σκέφτομαι, ας κάνω κάτι άλλο///Ας περπατήσω, ας κολυμπήσω, ας κλάψω, ας διαβάσω, ας ονειρευτώ έστω και τυχαία///Με κλειστή οθόνη, χωρίς πρίζα, με σπασμένο πληκτρολόγιο, σκέψεις στο pause///Παράξενο καλοκαίρι το φετεινό///Αποσυντονισμένο, και λιγάκι μελαγχολικό///Προχωρά με απορία και μπλέκει τις διαδρομές του///Καλοκαίρια που τρεκλίζουν είχα ξαναδεί///Καλοκαίρι που μπερδεύει τα βήματά του και κατακρημνίζεται στο ίσωμα πρώτη φορά βιώνω///Για όλα υπάρχει όμως μια πρώτη φορά, έτσι δεν λένε;///Χτες στη βαρκάδα από τον Βίδο ως την Κέρκυρα, στην πλώρη του καϊκιού, είχε γείρει ένα αγόρι///Γύρω στα τριάντα, ημίγυμνο, καστανόξανθο, ημιμεθές ή απλώς πολύ κουρασμένο///Έκλεισε τα μάτια, σταύρωσε τα χέρια στο στήθος του και μισοαποκοιμήθηκε στον ήλιο///Ο καπετάνιος έπαιζε κλασσική μουσική, το κυμματάκι πάφλαζε γλυκά, η Κέρκυρα λαμποκοπούσε, το αγόρι μισάνοιγε πού και πού τα μάτια κι ατένιζε τον ουρανό///Παρατήρησα τη γωνία του σαγονιού του -αξύριστο πέντε ημερών τουλάχιστον- και την καμπύλη του ώμου του///Αναρωτήθηκα αν είχα πηδήξει ξαφνικά σε καρέ ταινίας ή αν γλιστρούσα σε ένα παράξενο τούνελ θαυμάτων///Ρώτησα τη διπλανή μου αν συνειδητοποιούσε την απίστευτη σκηνή, που ακροβατούσε ανάμεσα στο αφόρητο κλισέ και στην αγνή τελειότητα της φύσης///Τον ήλιο, τον ώμο και τα χείλη του αγοριού, το κύμμα που μας κουνούσε όσο έπρεπε, την κλασσική μουσική του καπετάνιου, τον γαλάζιο ιόνιο ουρανό///Και αν θα το πίστευε ποτέ πως την είχα ζήσει πραγματικά, σε περίπτωση που κάποτε της την διηγιόμουν///Χαμογέλασε και επιβεβαίωσε την υποψία μου///Τα πάντα ήταν αληθινά, κι ας μιμούνταν τόσο πειστικά ένα όμορφο, ιδανικό ψέμμα///Μου συμβαίνει συχνά τελευταίως αυτό///Η πραγματικότητές μου υποδύονται ένα όνειρο και τούμπαλιν///Μπλέκεται η αλήθεια με το ψέμμα και μερικές φορές διστάζω///Της λεπτής ισορροπίας γίνεται φέτος μέσα στο κεφάλι μου///Κανονικά θα έπρεπε να πω «της καργιόλας», όμως αυτές είναι Θεές, ανέγγιχτες, και καλά θα κάνω να μην τις πιάνω στο στόμα μου επί ματαίω///Τα σέβη μου.
.
Μόνο να σε βλέπω, μόνο αυτό μπορώ
Τελειώνει και αυτός ο Αύγουστος κι εγώ μόλις τον αρχίζω///Ως συνήθως, εκτός τόπου, χρόνου και εποχής – τα γνωστά///Αυτό το καλοκαίρι είναι παράξενο///Δεν μοιάζει με κανένα άλλο///Φλερτάρω με την ομορφιά συνειδητά και αφοσιωμένα, όμως η απόλαυσή μου είναι και λιγάκι επώδυνη, έχει πάντα κάτι μελαγχολικό, κάτι που μέσα του κρύβει ένα είδος λύπης///Ή επίγνωσης///Την ώρα που ξέρω ότι ζω κάτι μαγικό, την ίδια ώρα, εξαιτίας του, μελαγχολώ λίγο///Γλυκά, τρυφερά και εντελώς μοναχικά///Όπως αρμόζει σε κάθε περίπτωση σε μια ωραία λύπη, που έπεται μιας αιφνίδιας χαράς///Για όσα είναι και δεν θα είναι, για κάποια που (νόμισα πως) ήταν μα ενδέχεται να μην είναι, για όσα είπα πως θα είναι αλλά ενδέχεται να μην ήταν καν///Παιχνίδια με τους χρόνους, με τους όρους και με τα ενδεχόμενα///Παιχνίδια με τον εαυτό μου///Αύριο, στο νησί, ελπίζω να μάθω τα πάντα για τα τελευταία πανηγύρια του καλοκαιριού///Λατρεύω τα νησιώτικα γλέντια στα χωριά///Μακριά από τη φούρια της πόλης, με θέα τα μαύρα βουνά και τις κοιλάδες, διάσπαρτες από μικρά σπιτικά φωτάκια///Χέρι χέρι με αγνώστους που γλεντάνε με χορούς γαϊτανάκια, που χαμογελούν με ευγνωμοσύνη όταν τους χαμογελάσεις με ζεστασιά, που λυγίζουν τη μέση σαν να λύγιζαν κλωνάρια, που κάνουν πρόσχαρα λίγο πιο κει στο πεζούλι για να βγει μία ακόμα θέση, που ενώνονται///Μου βγάζουν μια όρεξη για ζωή, μια χαρά απερίγραπτη κι εντελώς ιδιαίτερη όλες αυτές οι τοπικές μαζώξεις///Ίσως επειδή από γεννησιμιού μου δεν κατάφερα να ανήκω για πολύ σε έναν τόπο///Στις όμορφες γιορτές μπαίνω πάντα σαν τον κλέφτη που διψά///Και που μόλις βρεθεί στην ξένη κάμαρα δεν νοιάζεται για τα ασημικά, παρά μόνο για τη βυσσινάδα μιας υπέργηρης θείας, παραδοσιακής νοικοκυράς, που τυλίγει με τούλια το στόμιο του μπουκαλιού κι αφήνει το νέκταρ να ψηθεί στον αυγουστιάτικο ήλιο///Αυτή την παλιά, την ωραία θέλω να πίνω///Αυτήν αναζητώ///Αυτή μου λείπει///«Σου αρέσουν τα πανηγύρια επειδή είσαι για τα πανηγύρια», μου είχε πει μια φορά κάποιος που ισχυριζόταν πως με γνώριζε καλά///Δεν χαλάστηκα, τουναντίον///Όπως λέει και μια ψυχή «έχω ταλέντο στη σχιζοφρένεια», όλα τα αντέχω///Κι έπειτα είχε δίκιο ο σοφός///Είμαι πράγματι το κορίτσι της χαράς, του γέλιου, του γλεντιού, της καλής παρέας, όλοι το ξέρουν///Εκείνο που δεν σκέφτηκε, ο βιαστικός, είναι πως το τσίρκο είναι η πιο μελαγχολική επιχείρηση που επινόησε ο ανθρώπινος νους, κι αυτό τα λέει όλα///Παρόλες τις εκφάνσεις///Ανάμεσα στον κόσμο που χορεύει, τρώει, πίνει και μεθά, μου αρέσει πολύ να κοιτάζω τα παράθυρα των σπιτιών στις άκρες της πλατείας///Να βλέπω τους ανθρώπους που παρακολουθούν το γλέντι κρεμασμένοι στα περβάζια τους, που κάνουν χάζι ήσυχα και σιωπηλά///Λίγο πιο πέρα///Λατρεύω αυτή την παιγνιώδη αντίφαση της πλατείας και των φωτισμένων παραθύρων του αμφιθεάτρου της///Στο κάτω κάτω όλοι στην ίδια γιορτή ανήκουμε, μπορούμε να κοιταζόμαστε για λίγο στα μάτια///Το επόμενο πρωί ξέρω πως οι πάγκοι με τα παιχνίδια, τα σουβλάκια, το μαλλί της γριάς δεν θα υπάρχουν///Και πως από τη σκηνή ο τραγουδιστής με το λευκό κοστούμι θα λείπει///Τα παράθυρα θα ξανανοίξουν φυσικά///Όχι όμως πάνω από το ίδιο ιδρωμένο πλήθος, όχι με την ίδια ωραία περιέργεια του γιορτινού απρόβλεπτου///Όλα αυτά τα σκέφτομαι τη στιγμή που ανάβει η γιορτή και τα πράγματα συμβαίνουν///Όταν το γλέντι είναι στο φόρτε του και όλα στροβιλίζονται///Όταν ζούμε σε ένα θαύμα///Όταν μια παράξενη αγάπη μας κρατά από τη μέση και το νου, και μας γλυκαίνει το πιο μέσα///Είπαμε όμως///Την ώρα που ξέρω ότι ζω κάτι μαγικό, την ίδια ώρα, εξαιτίας του, μελαγχολώ λίγο///Γλυκά, τρυφερά και εντελώς μοναχικά///Όπως αρμόζει σε κάθε περίπτωση σε μια ωραία λύπη, που έπεται μιας αιφνίδιας χαράς///Για όσα είναι και δεν θα είναι, για κάποια που (νόμισα πως) ήταν μα ενδέχεται να μην είναι, για όσα είπα πως θα είναι αλλά ενδέχεται να μην ήταν καν///Για κάθε πανηγύρι του καλοκαιριού που ανασαίνει και γελά, λίγο πριν περάσει για πάντα///Φυσιολογικά πράγματα///Αστείες καταστάσεις///Τα σέβη μου.
Ένα χαμόγελο στην αρχή της σκάλας
(“Μην προχωρατε την ανάγνωση, χωρις τη μουσική…πρώτα η μουσική”, είπε η scarlett, κι εγώ συμφωνώ και επαυξάνω)
Πίσω από τη βιτρίνα με τις ακρυλικές υποσχέσεις ένας μυστικός κόσμος κρυφοκοιτά. Αχνές φωτογραφίες από εγκαταλελειμμένα λούνα παρκ, ζωγραφιστά τρενάκια, καρουσέλ, βατραχάκια μπρούτζινα, σβούρες και παιχνίδια που δεν ανήκουν πουθενά. Σπάνια βιβλία που κάποτε ξάπλωναν πάνω σε ράφια όλο μούχλα και τερμίτες, βινύλια Λιλί Μαρλέν, Ντέμης Ρούσσος και Ζορμπάς δίπλα στις παλιές επιτυχίες της Μπαρμπαρά και του Μπρασένς –θεέ μου, αυτά τα εξώφυλλα!… – υφασμάτινες σημαίες από μέρη μακρυνά, άκυρα χαρτονομίσματα και κέρματα παλαιάς κοπής, ζωγραφιές λαδομπογιά σε τοίχους που ξεφτίζουν, ο Μπωντλέρ, ο Λόρδος Μπάιρον, η Έντιθ Πιάφ σε κοιτάζουν κατάματα και αναμένουν ένα κρυφό σου άγγιγμα καθώς θα ανεβαίνεις τα σκαλιά.
Χαραγμένοι τοίχοι – με πρόκα, σουγιαδάκι ή κάτι άλλο αιχμηρό – ονόματα και ημερομηνίες, «Αμίνα + Ζαν = αγάπη για πάντα». Δωμάτια κελιά. Που κάποτε φιλοξενούσαν άλλους. Μια δραματική σβάστικα λαξευμένη ανάμεσα σε αμέτρητα εβραϊκά ονόματα, πολυέλαιοι με χρωματιστά λαμπιόνια, καμένα μερικά, έπιπλα με δαντελωτά χειροποίητα σχέδια, μαξιλάρια από ρουμπινί βελούδο και ήθη χαμηλά. Χαμένες αγάπες, ίντριγκες, πάθη μεθυστικά – ανείπωτες λέξεις. Η μουσική του λόγου. Ένα γραμμόφωνο κι ένα τζουκ μποξ όλο δακτυλικά αποτυπώματα λίγο πιο πέρα, ρετρό χρυσοποίκιλτοι καθρέφτες σε κάθε γωνιά. Μια τρομπέτα καταγής στις σανίδες.
Σκαλιά, σκαλάκια και τρυφερές ξύλινες σκάλες συνδέουν άναρχα τα επίπεδα και στις στροφές του λαβύρινθου τρίζουν γέρικα και μαλακά. Ποτέ ένα τρίξιμο δεν με συγκίνησε τόσο αφόρητα. Ποτέ δεν θαύμασα τόσο γλυκά μια τυχαία σκλήθρα που στεκόταν όρθια ανάμεσα στις λουλουδένιες πλάτες δυο σκουριασμένων καρφιών. Η άγρια χαρά ενός περαστικού έρωτα ποτέ δεν στόχευσε τόσο απρόσμενα όσο ένα παιδιάστικο χαμόγελο στην αρχή της σκάλας.
Κορνίζες παλιακές με απολυτήρια υπέργηρων τεθνεώτων πίσω από το γυαλί, ερωτικά γράμματα μιας άλλης εποχής γραμμένα με αληθινό μελάνι, παράσημα από ανδρικά στήθη που πολέμησαν σε χιονισμένα βουνά, γυναικείες δαντέλες αραχνοΰφαντες, που κάποτε έκαναν τα έφηβα αγόρια του τελευταίου θρανίου μιας κρύας τάξης να ονειροπολούν στη θέα και στα αινίγματά τους. Πάνω στα γυάλινα ράφια, μπουκάλια με παλιά αλκοόλ και αναμνηστικά ξεχασμένα από κάποιους περασμένους πότες περιμένουν ένα χέρι να απλωθεί. Οι λιγοστοί θαμώνες ψιθυρίζουν μεταξύ τους και κοιτάζουν τα νέα πρόσωπα με δυσπιστία.
Goupil le Fol, ζεστή φωλιά ή νοερό παιχνίδι, και η διαφήμιση τονίζει: «Convient aux romantiques».
Στην καρδιά της πόλης, με σκέψεις μπερδεμένες και προθέσεις θολές.
Στην άκρη ενός αμέθυστου δρόμου που μουρμουρίζει σαν επίμονη αγκαλιά.
Μπαίνουμε για ένα κονιάκ ή ένα λικέρ, οι δυο μας;
Μια σταλιά. Ίσα να λάμψει ένα δάκρυ στο ποτήρι.
Θα μου μιλήσεις για θέματα καρδιάς και θα σου πω τα οδυνηρά μυστικά μου.
Δώσμου το χέρι και πες το σύνθημα.
Η οδός Βιολέτας χαμογελά.
Εμείς τραγουδάμε χωρίς επώνυμα αισθήματα για ένα τρένο που φεύγει.
.
Δεκαπενταύγουστος
.
Για να κατανοήσεις ένα θαύμα πρέπει πρώτα να το πιστέψεις. Και αφού το πιστέψεις, πρέπει να το αφήσεις να συμβεί. Αυτή είναι η τελευταία (δι)έξοδος του καλοκαιριού. Ενός πρωτοφανούς καλοκαιριού που τελειώνει. Μαζί του και τα θαύματα που δεν καταλάβαμε αν, πώς και γιατί συμβαίνουν. Δεκαπενταύγουστος. Χρόνια – και θαύματα – πολλά σε όλους.
It’s a perfect day, Elise
Θα αγαπηθούμε ελαφρά και χαρούμενα. Ξέγνοιαστα θα σου τραγουδάω τα πρωινά, θα σου χαϊδεύω τα χέρια, θα σε αφήνω να με κρυφοκοιτάζεις πίσω από την κουρτίνα του ντους, θα σε ταΐζω ντόνατς και ζαχαρωτά στο στόμα. Θα μου διαβάζεις αποσπάσματα από το καινούριο σου βιβλίο, θα σφυρίζεις όταν φοράω το καινούριο μου μαύρο φόρεμα, θα μου ανοίγεις την πόρτα του ταξί, θα με συστήνεις ως την καινούρια σου αγάπη. Στο σπίτι μας δεν θα υπάρχουν και πολλά: μια γκριζόμαυρη γάτα που θα την καλομαθαίνουμε πολύ, η γραφομηχανή σου, ένα στρώμα μαλακό, ποτήρια και το στέρεο που κληρονόμησες από την υπέργηρη Ιταλίδα γιαγιά σου. Στα πόμολα θα κρεμάω τα μαντίλια μου, στο πάτωμα θα ακουμπάς τα γυαλιά σου. Θα καπνίζουμε και θα τρώμε μακαρόν με γεύση βατόμουρο, θα πλένουμε τα δυο μας πιάτα εναλλάξ γυμνοί στην κουζίνα, θα σου περιγράφω τα ταξίδια που έκανα πριν από σένα κι εσύ θα γράψεις για μένα ένα καινούριο διήγημα. Θα κάνουμε βόλτες στην πόλη αγκαλιά, μερικές φορές θα ανεβαίνουμε τις σκάλες μεθυσμένοι. Θα με ρωτάς τι σκέφτομαι κι εγώ θα σου λέω πως οι σκέψεις είναι μυστικό. Θα τρέχεις ξωπίσω μου μετά τον καυγά να μου σκουπίσεις το ρίμελ απ’ τα μάτια κι εγώ θα σου γδέρνω τον αγκώνα με το νύχι μου κι έπειτα θα σου γλύφω το αίμα στη μέση του δρόμου. Θα μου λες πως δεν έχεις έμπνευση κι εγώ θα γδύνομαι μπροστά σου και θα σου φέρνω ακρυλικές μπογιές για να με ζωγραφίζεις. Μετά θα βγαίνουμε στο παράθυρο, θα σηκώνω τη μπλούζα και θα δείχνουμε στους περαστικούς τα δυο λουλούδια που θα έχω για στήθη. Θα γελάμε και θα γελούν, κι όταν αρχίζει να βρέχει θα κατεβαίνουμε στην άσφαλτο, θα αφήνουμε τη βροχή να ξεπλύνει το χρώμα και θα πλατσουρίζουμε χοροπηδώντας ποιος θα φτάσει πιο ψηλά. Τις νύχτες θα σε λέω «αγάπη μου» και θα με λες «μωρό μου». Τα καλοκαίρια θα κρυβόμαστε σε άγνωστα νησιά και τους χειμώνες κάτω από το πάπλωμα με τα πούπουλα πάπιας Πεκίνου. Θα μου φέρνεις κλωνάρια κερασιάς κι εγώ θα σου κάνω δώρο ένα μουσικό κουτί που θα παίζει το «Για την Ελίζα». Θα σου λέω πως με αγχώνει και με θλίβει ο καιρός κι εσύ θα μου λες να μην φοβάμαι και θα μου χτενίζεις τα μαλλιά με τα χέρια. Θα αλλάζουμε καθημερινά ονόματα και θα τα ψιθυρίζουμε ο ένας στο αυτί του άλλου, ανάμεσα σε φιλιά και μικρά δαγκώματα. Έτσι θα περάσει ο καιρός που θα αγαπηθούμε ελαφρά και χαρούμενα.
Αυτά θα κάνουμε.
Αυτά θα λέμε.
.
(κι όταν τελειώσει εκείνος ο καιρός, θα βγούμε από το σπίτι ξαναφορώντας τα παλτά μας και τα παλιά μας ονόματα: εμένα θα με λένε Μαργαρίτα κι εσένα Σαρλ, κι όλα θα είναι περασμένα)
Japanese Tatoo / Τα χέρια του Ασιάτη
Βγαίνει στο παράθυρο και κοιτάζει δεξιά κι αριστερά στο δρόμο. Απλώνει το χέρι και στερεώνει την κουρτίνα στο πόμολο του παραθύρου, να μην τον ενοχλεί καθώς θα κρέμεται ο μισός μέσα στο δωμάτιο και ο μισός απέξω. Η καμπύλη του βουάλ χαϊδεύει τη μέση του αλλά δεν φαίνεται να τον ενοχλεί. Βάζει τους αγκώνες στο περβάζι – έχει ευλύγιστο κορμί, ελαστικό σαν τσίχλα κεράσι. Έπειτα παίρνει το πακέτο του, τραβά ένα τσιγάρο και το ανάβει με σπίρτο. Μια μικρή φλόγα κάνει το πρόσωπό του να φανεί μέσα στο σκοτάδι. Φυσά τη φωτιά να σβήσει κι εκσφενδονίζει το σπίρτο στην άσφαλτο. Η καύτρα ανάμεσα στον δείκτη και τον μέσο λαμπυρίζει στιγμιαία με την πρώτη ρουφηξιά. Μετά, γύρω από τα χέρια του γίνεται σκοτάδι.
Μαύρα στιλπνά μαλλιά, χλωμό δέρμα. Μάτια σχιστά, παράξενα αφυπνισμένα, παρόλο που αργεί ακόμα το πρωί. Μισό σώμα εκκρεμές στο κενό, το άλλο μισό άφαντο πίσω από το τσιμέντο του τοίχου. Ακουμπά το ένα χέρι μέσα στο άλλο, απαλά, σαν να ήταν η θήκη του. Το τσιγάρο καίγεται. Πότε πότε φέρνει το χέρι κοντά στο στόμα του και το καπνίζει. Τραβάει μικρές ρουφηξιές, σαν κοφτές ανάσες. Λυγίζει κάπως τον καρπό, να μην κουράζεται. Λίγο όμως, ελάχιστα, ίσα να συμβεί η κίνηση χωρίς να αφήνει καμία περαιτέρω σιγουριά για το επόμενο βήμα. Ύστερα τινάζει μαλακά τη στάχτη του και την παρακολουθεί να σκορπίζεται στον αέρα. Κάτω από το πορτοκαλί φως της λάμπας του δρόμου, τα ίχνη της στάχτης μοιάζουν με μικροσκοπικά κουνούπια.
Τα δάχτυλά του λεπτεπίλεπτα και μακριά. Σαν δάχτυλα ζωγράφου ή έστω πιανίστα. Μοιάζουν κάθε στιγμή να χορεύουν. Οι ώμοι του διαγράφονται κάτω από το μαύρο φανελάκι. Οστεώδεις και λιγνοί. Μισό τατουάζ – δράκος να είναι, ψάρι ή ιδεόγραμμα; – διακρίνεται στην άκρη κάτω από το μανίκι. Σώμα σαύρας. Ζωγραφιστό. Στον δεξί καρπό φοράει ένα πλεχτό υφασμάτινο κορδονάκι. Δαχτυλίδι κανένα. Κοιτάζει τα χέρια του. Χέρια χαϊδευτικά, σχεδόν ανύπαρκτα μέσα στην ομορφιά τους.
Το τσιγάρο καίγεται από την απαλότητά Του, κι όχι επειδή ήρθε η ώρα του. Τα χέρια του είναι φίλοι με το χρόνο. Μια βελούδινη σχέση υπεροχής εμποδίζει τις φυσικές λειτουργίες της όποιας χρονομέτρησης να πειράξουν τη γαλήνη των γραμμών του. Γαλάζιες φλέβες, ρυάκια σε άγραφο χάρτη, μοιάζουν να κατεβαίνουν προς τη γη. Τρίχωμα κανένα. Δείχνει λυπημένος μα είναι απλώς αφηρημένος – ο λαός του το’ χει αυτό, και είναι απολύτως ωραίο. Ομορφιά μέχρι δακρύων.
Τινάζει τη γόπα του προς τον ουρανό δίχως να την σβήσει και την παρακολουθεί να προσγειώνεται ελαφριά στο δρόμο. Χαμογελά ευχαριστημένος. Μετά ανασηκώνεται, τινάζει τα χέρια μεταξύ τους σαν να κρύωσε και κλείνει το παραθυρόφυλλο με δύναμη, κλείνοντας ταυτόχρονα και τον κόσμο έξω από τη συνέχεια των κινήσεών του.
Μπαίνω υπομονετικά στο δωμάτιο, ξαπλώνω στο κρεβάτι και φεύγω κι εγώ.
Πάω να ονειρευτώ τα χέρια του Ασιάτη.
–
Sex toys
Κάθονταν στο τελευταίο τραπεζάκι, στην άκρη του πλατώματος, κάτω από τη βουκαμβίλια. Μέσα Αυγούστου – ήταν η πρώτη φορά που έβγαιναν μαζί και υπήρχε μια σχετική αμηχανία. Έπιναν ακριβή σαμπάνια σε ψηλόλιγνα κρυστάλλινα ποτήρια και μιλούσαν ψιθυριστά. Ήθελαν οπωσδήποτε να εντυπωσιάσουν ο ένας τον άλλον.
Εκείνος έβαζε κάθε τόσο το χέρι του κάτω από το τραπέζι και χάιδευε με το δάχτυλο τη λεία επιφάνεια του μυστικού ζαχαρωτού χωρίς να την αφήνει να τον βλέπει. Έπειτα έφερνε το δάχτυλο μπροστά στο πρόσωπό της και την έκανε να μυρίζει το χαρακτηριστικό άρωμα. Εκείνη γελούσε με το παράδοξο αστείο και τον παρακαλούσε να την αφήσει να το γευτεί.
Λίγο πριν το τέλος της βραδιάς, και μετά από αρκετές διαπραγματεύσεις χωρίς ουσιαστικό λόγο – ίσα για τη χαρά του παιχνιδιού – έπιασε το μωβ ζαχαρωτό μέσα από το κουτάκι του και της το έβαλε στο στόμα. Το ζελεδάκι έλιωσε κάτω απο τη γλώσσα της πλημμυρίζοντάς την με το χαρακτηριστικό άρωμα βιολέτα. Αυτές οι καραμέλες ήταν η αδυναμία της.
Περασμένα μεσάνυχτα σηκώθηκαν να φύγουν από κει. Μπροστά τους το ενετικό πηγάδι περικυκλώνονταν από άγνωστες σκιές. Οι γευστικοί της κάλυκες λιγωμένοι. Στην άκρη του δρόμου, γύρω από τη λάμπα, πετούσαν πυγολαμπίδες.
.
(for all the kings, and queens, and criminal queers of August)
Φυσικότητα
.
Δυο πόδια σταυρωμένα κάτω από το τραπέζι. Δυο χέρια για στήριγμα του κεφαλιού. Το σαγόνι ανάμεσα στις παλάμες, οι αγκώνες στο ξύλο, το βλέμμα όπου θέλει κάθε στιγμή. Βλέφαρα που τρεμοπαίζουν, φωνή που ακούγεται, μυρωδιά που περνά απέναντι με κάθε κίνηση του σώματος. Νευρικές απολήξεις πάνω σε ένα ύφασμα, ο καρπός που μισοφαίνεται μέσα από το μανίκι. Το χρώμα της ίριδας. Οι αμήχανες εκφράσεις. Οι μικρές αξιολάτρευτες ατέλειες. Μια στιγμή αφηρημάδας κι ένα τσουλούφι που πετά. Ένα ρούχο, ένα τσιγάρο, πέντε δάχτυλα γύρω από ένα ποτήρι. Το ψεύδισμα σε ένα γράμμα, ο ήχος ενός γέλιου ξαφνικού.
Φυσική παρουσία.
Να τι πείθει τους ανθρώπους για τις σκέψεις τους.
.
Αϋπνίες
.
Στις τέσσερις τα χαράματα, έξω από το παράθυρό μου τιτιβίζουν πουλιά και αλυχτάνε σκύλοι. Εκείνη την ώρα ο γείτονας σκουπίζει το δρόμο και μαλώνει με τον εαυτό του. Έπειτα ξεσπά σε ένα δυνατό γέλιο, γεμάτο εκνευρισμό ή ενδεχομένως αγανάκτιση. Εγώ στριφογυρίζω στο κρεβάτι μου ανυποψίαστη για την σχετικότητα των πραγμάτων με την οποία θα έρθω αντιμέτωπη το επόμενο πρωί.
.