Daily Archives: 20 Σεπτεμβρίου, 2011

Η Ωραία Ρεμέδιος έπινε τεκίλα

Χτες τη νύχτα γέννησα ένα κορίτσι. Μόλις το πήρα στην αγκαλιά μου παρατήρησα το μικροσκοπικό της κεφάλι. Ένιωσα πως αυτό το πρόσωπο το είχα ξαναδεί. Ήταν ολόιδια εγώ. Αφαίρεσα την αυτοκόλλητη ταινία που της σκέπαζε το μισό πρόσωπο και χάζεψα τα χείλια, τα μάτια, τα μάγουλά της. Έσφιξα πάνω μου τρυφερά το κορμί της και σκέφτηκα πως ήταν πολύ παράξενη αυτή η ομοιότητά μας.

Το κορίτσι μεγάλωνε πολύ γρήγορα. Οι ώρες που περνούσαν πάνω της μετρούσαν για χρόνια. Μέσα σε μία μέρα, χωρίς καν να το καταλάβω έγινε παιδί, κι έπειτα έφηβη. Ήταν δύσκολη, πολύ γκρινιάρα, βασανιστική. Αναβλητική, κυκλοθυμική, εχθρική με όλους. Δεν ήμουν πια ευτυχισμένη, αυτό το καινούριο μου παιδί με έκανε να νιώθω αγωνία.

Το βράδυ που βγήκαμε μαζί, ζήτησε να πιει τεκίλα. Της είπα πως τα παιδιά δεν πίνουν τεκίλα και την είδα να εκνευρίζεται πολύ. Επέμενε, κι ο σερβιτόρος ήθελε να της κάνει το χατήρι – όλους τους μάγευε γύρω της, όλους όσους δεν την ήξεραν πραγματικά. Του είπα πως αν της έδινε τεκίλα θα φώναζα την αστυνομία, και τότε είδα πως πάνω από το κεφάλι μας είχαν αρχίσει να μαζεύονται σμήνη γκρίζων περιστεριών που είχαν έρθει να την υποστηρίξουν. Κατάλαβα πως αυτό το κορίτσι το προστάτευαν κακές δυνάμεις, αυτή ήταν η πρώτη σκέψη που μου ήρθε στο νου. Κοίταξα τον ουρανό, τα γκρίζα πουλιά που έκαναν κύκλους από πάνω μας και ένιωσα μια βαθιά απελπισία.

Λίγο μετά, το κορίτσι πήγε σε ένα διπλανό τραπέζι και κάθισε δίπλα σε έναν άντρα. Κατάλαβα πως αυτός ήταν ο γάμος τους και πως όλα θα τελειώναν πριν πέσει εντελώς η νύχτα. Τους κοίταζα καθισμένους δίπλα δίπλα, κι έμοιαζαν με φωτεινή αφίσα των 70’s. Δυο αλλόκοτες φιγούρες, που την ώρα του γάμου τους φαίνονταν κάπως δυσαρεστημένοι ο ένας με τον άλλον. Ήξερα όμως πως ο γάμος δεν επρόκειτο να ματαιωθεί, αδιευκρίνιστο για ποιο λόγο.

Ήμουν σαστισμένη και ανήμπορη. Μέσα σε μία μέρα είχα γεννήσει, αναθρέψει, ακολουθήσει το πιο περίεργο πλάσμα του κόσμου. Και τώρα ετοιμαζόμουν ήδη να το αποχαιρετίσω. Η εικόνα τελείωσε τη στιγμή που το νεαρό ζευγάρι βυθίστηκε σε ένα κίτρινο σύννεφο και άρχισε να ανεβαίνει στον ουρανό. Θυμήθηκα τα εκατό χρόνια μοναξιά και αναρωτήθηκα αν την κόρη μου την έλεγαν Ωραία Ρεμέδιος και τον άντρα της Αουρελιάνο. Δεν είχα μάθει ποτέ το όνομά της.

Όταν αναλήφθηκε στους ουρανούς και χάθηκε εντελώς από τα μάτια μου σκέφτηκα «Ευτυχώς που έφυγε!…» – και μετά από την μοναδική αυτή ημέρα ολόκληρης της ζωής της ξανάρχισα επιτέλους να ανασαίνω κανονικά.

(Η ωραία Ρεμέδιος περιπλανιόταν στην έρημο της μοναξιάς, χωρίς να χρειάζεται να κουβαλάει το σταυρό της, ωριμάζοντας μέσα σε όνειρα χωρίς εφιάλτες, με τ’ ατέλειωτα μπάνια της, τα ακανόνιστα γεύματά της, τις βαθιές και παρατεταμένες σιωπές της χωρίς αναμνήσεις, ώς ένα απόγευμα του Μάρτη που η Φερνάντα θέλησε να διπλώσει τα λινά της σεντόνια και ζήτησε βοήθεια απ’ τις γυναίκες του σπιτιού. Είχαν μόλις αρχίσει, όταν η Αμαράντα πρόσεξε πως η ωραία Ρεμέδιος είχε γίνει διάφανη απο μιά έντονη χλωμάδα..

-Δεν αισθάνεσαι καλά; τη ρώτησε.

Η ωραία Ρεμέδιος που κρατούσε το σεντόνι από  την άλλη άκρη, της χαμογέλασε συμπονετικά.

-Αντίθετα, είπε, ποτέ δεν αισθάνθηκα καλύτερα.

Δε πρόλαβε να το πεί κι’ η Φερνάντα ένιωσε ένα ελαφρό αεράκι να της παίρνει τα σεντόνια απ’ τα χέρια και να τα ξεδιπλώνει ολότελα. Η Αμαράντα ένιωσε ένα μυστηριώδες τρέμουλο στις δαντέλες των μισοφοριών της και προσπάθησε να πιαστεί απ’ το σεντόνι για να μη πέσει, τη στιγμή που η ωραία Ρεμέδιος άρχισε ν’ ανυψώνεται.

Η Ούρσουλα, σχεδόν τυφλή πιά, ήταν η μόνη που είχε τη ψυχραιμία ν’ αναγνωρίσει τη φύση εκείνου του ανεπανόρθωτου ανέμου κι’ άφησε τα σεντόνια στο έλεος του φωτός, κοιτάζοντας την ωραία Ρεμέδιος, που την αποχαιρετούσε κουνώντας το χέρι της, μες στο εκθαμβωτικό φτερούγισμα των σεντονιών που υψώνονταν μαζί της, που εγκατέλειπαν μαζί της τα σκαθάρια και τις ντάλιες και διέσχιζαν μαζί της τον αέρα όταν ήταν πιά τέσσερεις τ’ απόγευμα, και χάθηκαν μαζί της για πάντα ψηλά στην ατμόσφαιρα, εκεί που δεν μπορούσαν να τη φτάσουν ούτε τα πιό υψιπετή πουλιά της μνήμης….)

Αρέσει σε %d bloggers: