Daily Archives: 29 Νοεμβρίου, 2011

Το κορίτσι της Πάτρας

Πέρυσι ξεκίνησε το καινούριο κοσκινάκι μας στην Πάτρα. Πέρυσι. Θέλοντας και μη, με αεροπλάνα και βαπόρια, και δίχως τους φίλους τους παλιούς, βολευτήκαμε στο ΚΤΕΛ και πήγαμε όπου μας πήγε. Απόβραδο φτάσαμε εκεί, τέλη Οκτώβρη. Το κρεμάσαμε στο κέντρο της πόλης, καμαρωτά, φάτσα κάρτα στην κίνηση, μη νιώθει μόνο. Πλατεία Γεωργίου, λίγο πριν τα σκαλιά, στο ντάλα κέντρο. Με πόνο ψυχής αρχικά, με ανείπωτες πλάκες σε ανίδεους γειτόνους στο μετέπειτα. Και, κυρίως, στον αδύναμο εαυτό μας. «Μόνο με πλάκα περνάει ο καημός», σκεφτόμουνα ο άνθρωπος, και συνέχιζα να κλαίω.

Στα Ψηλά Αλώνια τρώγαμε ταϊλανδέζικο στο φαστ φουντ, «νόστιμο κατανόστιμο το Noodles Bar, δε λέω…», και μετά ψαχουλεύαμε τα ουζάδικα, με τσίπουρα, ρακές και μεζέδες ντόπιους. Κοιτάζαμε τον κόσμο -γνωριμία καμιά- και μέσα μας, η καθεμιά ξεχωριστά στο δικό της «μέσα», ψάχναμε τρόπους να μείνουμε στεγνές. Στα μάτια. Άλλοτε μέναμε, κι άλλοτε έπιανε βροχή. Αλλά και ποιος θυμάται…

Λάμπες φθορίου, βουλωμένες υδρορροές, ομπρέλα των έξι ευρώ στους Κινέζους αν έπιανε βροχή στο ξαφνικό, ποντίκια να τρέχουν σύρριζα στο πεζοδρόμιο, φανάρια πρασινοκόκκινα και αιφνίδια «περίμενε, μη φεύγεις!», φοιτητές, συνταξιούχοι, Πατρινές γυναίκες. Σκυλιά. Ζητιάνοι. Αλλοδαπές πουτάνες. Ντόπια ερημιά.

Μια πόλη αλλού. Μια πόλη καινούρια. Η επόμενη πόλη. Ένα καινούριο εμείς.

Από το δώμα της Γούναρη που έμπαζε νερά, – το πρώτο μας σπίτι! – στο διαμέρισμα δίπλα στην Πρωτοπορία, κεντρικά. Θέση φετίχ, και για κείνη και για μένα, από παλιά, ποιος ξέρει από πότε. Ποια γέννησε την άλλη δεν καταλάβαμε ποτέ, κι αυτό ενδέχεται να είναι ο μίτος μας ακόμα. Σάββατο και ο καιρός να στενεύει, «θα φύγω», «μείνε!», και δώστου οι αγκαλιές. Δώστου οι κίτρινες τεκίλες, κειμήλια πια στο πάνω ντουλάπι. «Για όταν θα ξαναρθείς, αλλά μην πίνεις πολύ», παρηγοριά, εντάξει; Και δώστου τα γιαπωνέζικα τα τσάγια, παρακαταθήκη από ένα ιδανικό πια πουθενά, ολόδικό μας. Αλλά χαμένο. Οριστικά, αποδυναμωμένο. Παρελθόν.

Βόλτα τις νύχτες στο πάλαι ποτέ Ρακούν καφέ, με βέλγικες μπίρες και τσιγάρα αμέτρητα. Κι ένα βιβλίο του Χρονά στο χέρι, αδιάβαστο. Ίσα για το ξεκάρφωμα, δηλαδή, μιας και καμία γραμμή δεν διαδέχτηκε ποτέ την άλλη εκεί μέσα. Massive Attack, Residents, Στέρεο Νόβα, γραπτά μηνύματα, ματιές στο πουθενά, «χρόνος είναι, θα περάσει». Όλα συνηθίζονται. Εκτός από την απώλεια, φυσικά. Αλλά και πάλι παροπλισμένοι είμαστε μπροστά της.

Περπατάμε σαν να συμμετέχουμε στο γύρισμα ενός έργου. Μοιραία, ψύχραιμα και αναγκαστικά. Οι πατρινοί πολίτες μας προσπερνούν αμέτοχοι. Καλοβαλμένοι. Ανίδεοι, και πάλι καλά, δηλαδή. Ποιος θέλει μάρτυρες όταν διασχίζει τέτοια σκοτάδια;

Ο καιρός όμως περνά δίχως να κοιτάζει τη δική μας μελαγχολία, που έλεγε κι ένα σύνθημα πολύ παλιά.

Το κορίτσι της Πάτρας σήμερα χαμογελά. Είναι μια ιδανική Ιουλιέτα που χαζεύει το ψάρι της να κολυμπά στα γλυκά νερά του. Που την ξυπνάνε τα χαράματα κάτι παλιόπαιδα γεμάτα ομορφιά για να της πουν «χρόνια πολλά», όταν γιορτάζει. Που κοιτάζει έναν άγνωστο Ρωμαίο με μακριά μαλλιά και ωραίο πρόσωπο την ώρα που την ξαναρωτά για τέταρτη φορά «και πώς σε λένε; αληθινό το όνομα αυτό ή κάνεις πλάκα;», και δεν πιστεύει.

Νέα προϊόντα καταφθάνουν στην πόλη καθημερινά, οι μετανάστες ψάχνουν τα σκουπίδια, «μια μπανάνα έχω, κερασμένη, είναι καλή», τα παιδιά πάνε σχολείο νηστικά, ο κόσμος καταρρέει, το κορίτσι της Πάτρας τρέχει στο νοσοκομείο κι αγγίζει παλμούς αγνώστων, τικ τακ οι καρδιές, κλαπ κλαπ τα ποδοβολητά μετά την πορεία, αναρχάκια σπάνε ΑΤΜ και μετά φλερτάρουν με την υπέρτατη Ιδέα, το Ρακούν καφέ είναι πια παρελθόν, το Σουρωτήρι έγινε το νέο στέκι, τα βράδια χορεύουνε στο Στεπς, τα χαράματα τρέχουν στην υγρασία, τα Ψηλά Αλώνια είναι παρελθόν, η τεκίλα περιμένει στο ντουλάπι, το χρυσόψαρο κολυμπά πανευτυχές, η Πάτρα έγινε οικεία πόλη, οι μπλε σειρήνες δεν σταματούν, το γρασίδι ψιθυρίζει λίγο πιο πέρα, λέξεις που κρέμασες πριν το τέλος, στην καρδιά ενός στίκερ ένα κόκκινο βέλος, τα πλοία και οι ελπίδες αράζουν δίπλα δίπλα φιλικά, συνθήματα στους τοίχους όλο ανθίζουν. Όλα πάνε καλά.

Να αγαπάς τους ανθρώπους, μη φοβάσαι κανέναν. Κι αγαπώ τη ζωή, η ζωή είναι αγάπη. Μου λείπεις πολύ, αλλά είμαι εντάξει.

Βρέχει κι απόψε, εδώ στα βορινά, και οι φωνές του νότου ακούγονται πιο ωραίες. Φτάνει ο αντίλαλος της νέας ζωής, και ενθαρρύνει την κάθε σκέψη. Με τη μαγεία που έχει μέσα της κάθε καινούρια ζωή. Με τον τρόπο που έχει η Ζωή να προσπερνά τα ήδη περασμένα.

Και με το βλέμμα μου στραμμένο πάνω σου, σταθερά, μόνο σε σένα.

.

(στο κορίτσι που άφησε πίσω του λουλούδια κι αστεία)

Μέσα από μισάνοιχτα παραθυρόφυλλα

«Ωραίο θα βγει», είπε και μετά περιέγραψε με δυο τρεις λέξεις τι είχε στο νου του.

«Να είναι συνεπές όμως, έτσι;», τον παρακάλεσα. «Να νυχτώνει και να βγαίνω να το βρω, να ξέρω πως μια ιστορία-φόνισσα θα με περιμένει εκεί μέσα κάθε βράδυ. Και πως δεν θα παίζει μαζί μου και με τα ραντεβού μας».

«Συνέπεια στο ραντεβού… Χμ… Μεγάλο πράγμα η συνέπεια», παραδέχτηκε.

«Επιτέλους, να δω κάτι που να με συγκινήσει», ομολόγησα χωρίς να νοιαστώ καν να τηρήσω τα προσχήματα.

«Ε, αν είναι να σε συγκινήσει, να το ανοίξω αύριο!», απάντησε και μέσα μου έλαμψε μια χαρά που μύριζε φρέσκο χειμώνα και αναμονή μέσα από μισάνοιχτα παραθυρόφυλλα.

Κι έτσι άρχισα να μετράω αντίστροφα.

.

(στον φίλο μου τον Σ. που ετοιμάζεται να ανοίξει τα παραθυρόφυλλα στο καινούριο μας στέκι – πάλι αυτός, ναι)

Αρέσει σε %d bloggers: