Εμιγκρέδες της Ρουμανίας

AVGH

(Κείμενο που δημοσιεύτηκε στα Ενθέματα της ΑΥΓΗΣ στις 14 Ιουλίου 2013)

Τον τελευταίο καιρό είχε κόλλημα με τα ρουμάνικα. Άκουγε διαρκώς εκείνο το τραγούδι με τους Ρουμάνους που ανεβαίνουν με το ασανσέρ, και χαιρόταν. Στη δουλειά υπήρχαν αρκετοί νεοφερμένοι από τη Ρουμανία. Τη γλώσσα τους δεν την καταλάβαινε. Όταν όμως τους άκουγε να μιλάνε με εκείνους τους τραχείς και ακατέργαστους ήχους, είχε την εντύπωση πως άρχιζε να ζει μέσα στο τραγούδι. Πως ήταν μία από αυτούς.

Ένα μεσημέρι ο καινούριος ρουμάνος συνάδελφος μπήκε στο γραφείο της.

«Γιατί δεν βγαίνεις ποτέ έξω εσύ; Όλο γράφεις, γράφεις. Και τι γράφεις;», μίλησε αγγλικά.

Σήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε. Καλοσυνάτο πρόσωπο, καθαρό. Τριαντακάτι, γκρι κοστούμι και γαλάζιο πουκάμισο με ένα ανοιχτό κουμπί. Χωρίς γραβάτα.

«Καλώστον. Μεσημέριασε. Πάμε να φάμε;», πρότεινε. Χωρίς να απαντήσει στις ερωτήσεις του.

«Πάμε», είπε εκείνος και περίμενε.

Μπήκαν στο ασανσέρ και μέχρι να φτάσουν δεν μιλούσαν, μόνο κοιτούσαν τα νούμερα που άλλαζαν. Γύρω τους, κάποιοι συνάδελφοι συζητούσαν σε άλλες γλώσσες.

«Το ασανσέρ με τους εμιγκρέδες», σκέφτηκε και χαμογέλασε μόνη της.

Έφτασαν στην καντίνα και στάθηκαν στην ουρά. Πλήρωσαν και έψαξαν για θέση. Η αίθουσα βούιζε από κουβέντες και μαχαιροπίρουνα που χτύπαγαν στα πιάτα.

Κάθισαν αντικριστά, στο βάθος, εκεί που είχε λιγότερο κόσμο. Της είπε για την κόρη του, για το αγγλικό τμήμα που απορροφούσε τα παιδιά των ξένων στο σχολείο, για τα πεθερικά του που «ποτέ δεν μιλάνε στα ίσα» και για τη γυναίκα του, που μεγάλωσε χωρίς σοβαρή κληρονομιά επικοινωνίας όμως την αγαπούσε από μικρός. Φίλους δεν είχαν πολλούς. Ο καιρός που ζούσαν στην Ελλάδα ήταν ελάχιστος.

Κοίταξε τα γαλάζια μάτια του πίσω από τα μικρά γυαλιά, το στρογγυλό κοντοκουρεμένο κεφάλι. Στους ώμους του είχε λίγη πιτυρίδα.

«Ρουμάνικη πιτυρίδα», σκέφτηκε παρατηρώντας ένα ένα τα λευκά σκονάκια.

Τον έβλεπε να σκουπίζεται κάθε τόσο με τη χαρτοπετσέτα και χαιρόταν. Ποτέ της δεν χώνεψε τα λερωμένα στόματα.

«Θες καφέ;», τη ρώτησε μετά.

Ήθελε. Άφησαν τους δίσκους πάνω στη ρόδα με τα άπλυτα και προχώρησαν. Ανέβηκαν στον τελευταίο όροφο του κτιρίου με τα πόδια μετρώντας ο καθένας από μέσα του σκαλοπάτια. Στο ταμείο πέρασε μπροστά της και πλήρωσε τους καφέδες. Καμία ρουμάνικη μυρωδιά δεν έφτασε στα ρουθούνια της. Πήραν τα κυπελάκια και κάθισαν.

«Πες μου μια λέξη στα ρουμάνικα», του ζήτησε.

«Τι θες να μάθεις;».

«Δεν ξέρω… Ο, τι να’ ναι. Πες μου ό, τι σκέφτεσαι πρώτο».

«Degete», της είπε τελικά και κοίταξε τα νύχια της.

«Τι σημαίνει αυτό;», μάζεψε αυτόματα τα χέρια της από το τραπέζι.

«Δάχτυλα», της εξήγησε και στράγγιξε τον καφέ του.

Η καρωτίδα του πετάχτηκε μερικά εκατοστά μπροστά στα μάτια της.

Εμιγκρέδες της Ρουμανίας, πιθανότητες ευτυχίας.

«Πώς σου ήρθε να μου πεις ειδικά αυτή τη λέξη;», τον ρώτησε.

Έξω, μακριά, περνούσε ένα αεροπλάνο. Κανένας ήχος δεν έφτανε ως τα αυτιά τους. Μόνο μια λευκή γραμμή χάραζε στα δύο τον ουρανό πάνω από την αμερικάνικη πρεσβεία, και έτσι έκλεινε η εικόνα.

«Είδα τα νύχια σου που είναι κόκκινα, και σκέφτηκα αυτό…», είπε ο Ρουμάνος.

Γέλασε με μια απλότητα τραχιά και συναρπαστική, κι έπειτα σταμάτησε.

Κατέβηκαν τα σκαλιά φλυαρώντας. Στο κατώφλι του γραφείου της κοντοστάθηκε.

«Θα ξαναπεράσω να σε πάρω για φαγητό. Αν καταφέρω και σε πείσω να σηκώσεις κεφάλι, δηλαδή…», αστειεύτηκε και έκανε μεταβολή.

Τον παρατήρησε να απομακρύνεται στο διάδρομο και προσπάθησε να διακρίνει κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ράτσας του στο περπάτημά του. Νόμισε πως βρήκε.

Στην πραγματικότητα δεν υπήρχε τίποτα.

Μετά, μπήκε στο γραφείο της και έβαλε να ακούσει ξανά το τραγούδι της Λένας Πλάτωνος που μιλούσε για κείνους τους ανθρώπους, τους ανώνυμους, που ανεβαίνουν με το ασανσέρ και μιλάνε ρουμάνικα.

About Theorema

Είμαι η Άντζελα Ανακόντα aka @FearOfFireflies

Posted on 14 Ιουλίου, 2013, in Αυγή and tagged , . Bookmark the permalink. Σχολιάστε.

Σχολιάστε