Τα ξένα σπίτια
(Κείμενο που δημοσιεύτηκε στις Στάχτες στις 11 Οκτωβρίου 2013)
Θυμάμαι μια παλιά συνέντευξη του Βασίλη Αλεξάκη που περιέγραφε το σπίτι του στην Αθήνα. Ένα μικρό ισόγειο είναι, έλεγε, που όμως το αγαπά επειδή στην αυλή του υπάρχει μια λεμονιά, και αυτό του φαίνεται σπουδαίο. Και μια άλλη, της Φρανσουάζ Σαγκάν, που μιλούσε για το διαμέρισμά της στο Παρίσι όπου είχε περάσει τα νεανικά της χρόνια. Έλεγε πως ήταν λιλιπούτειο και με εκθαμβωτική θέα. Χωρίς περιττές πολυτέλειες, φυσικά – για να μπουν μέσα πατούσαν ο ένας πάνω στον άλλον, και αυτό το έκανε ακόμη πιο γοητευτικό. Θυμάμαι επίσης το σπίτι της Ζυράννας Ζατέλη, έτσι όπως φαινόταν σε κάτι φωτογραφίες όπου ο δημοσιογράφος που της έπαιρνε συνέντευξη φρόντισε να συμπεριλάβει στο πορτρέτο της συγγραφέως και κάποιες γωνιές του χώρου της. Ένα σπίτι γεμάτο γλάστρες, γάτες και γλυκό απογευματινό φως.
Πολλές φορές σκέφτομαι τα σπίτια των ανθρώπων που επισκέφτηκα και συμπάθησα, και ας ήμουν απλώς περαστική. Και τα αντικείμενά τους. Πράγματα με άγνωστο χαρακτήρα και μια κρυφή, δική τους ζωή. Μια φρουτιέρα γεμάτη ροζ πτι-φουρ αντί για φρούτα πάνω σε ένα τραπέζι. Μια διάφανη κουρτίνα με αστεράκια που άγγιζε τις γλάστρες του μπαλκονιού μέσα από το μισάνοιχτο παράθυρο. Ένα κόκκινο φαναράκι από ανακυκλωμένο χαρτί που κρεμόταν στην άκρη μιας ξύλινης πέργκολας. Ένα παμπάλαιο καρό ριχτάρι στον καναπέ που πάνω του ήταν ξεχασμένο ένα χάρτινο σημείωμα. Ένα ρετρό αρκουδάκι στο κάτω μέρος μιας ντουλάπας. Μια παλιά φωτογραφία ανάμεσα στις σελίδες του Εμίλ Ζολά. Ένας χαλασμένος αναπτήρας με δύο αρχικά κι ένα μαύρο πετράδι μέσα σε ένα άδειο τασάκι. Ένα βινύλιο του Κηθ Τζάρρετ ακουμπισμένο στο πάτωμα, που δεν επιτρεπόταν να το μετακινήσει κανένας. Ένα κλεμμένο κουταλάκι της Lufthansa μέσα σε ένα συρτάρι, τότε που τα σερβίτσια ήταν ακόμη μεταλλικά. Αν όλες αυτές τις λεπτομέρειες συγκεντρώνονταν στον ίδιο χώρο, μπορεί και να σχηματιζόταν το ιδανικό σπίτι. Από την άλλη, μπορεί να έχαναν παντελώς την αύρα τους και πλέον πάνω τους να μην υπήρχε τίποτε το μαγικό.
Δεν ξέρω αν, από καθαρή προκατάληψη, μου αρέσουν συνήθως τα σπίτια των ανθρώπων που θαυμάζω ή αν πράγματι έχουν κάτι ελκυστικό ανεξάρτητα από τον ιδιοκτήτη τους. Έναν δικό τους, σπιτικό χαρακτήρα. Συνήθως σκέφτομαι σπίτια συγγραφέων ή καλλιτεχνών, επειδή είναι γεμάτα βιβλία και προσωπικά αντικείμενα σε κοινή θέα, και έχουν μια αύρα διαφορετική. Πάμπολλες φορές μου έχει τύχει να ζηλέψω και σπίτια αγνώστων, που τα κρυφοκοίταξα περνώντας από το πεζοδρόμιο την ώρα μιας απογευματινής βόλτας. Άλλοτε χαζεύω σπίτια σε περιοδικά διακόσμησης, και αυτή είναι ίσως η μόνη φορά που οι χώροι με αφήνουν παγερά αδιάφορη και χαίρομαι που δεν είναι δικοί μου.
Μερικά χειμωνιάτικα πρωινά έξω από το παράθυρό μου η εικόνα του βορρά είναι παράξενη. Ο ουρανός είναι συννεφιασμένος και μόνο κατά τόπους διακρίνονται μικρές λευκές εστίες φωτός. Τα πυκνά στρώματα του γκρι ουρανού με υπνωτίζουν. Αν βρέχει, η εικόνα συμπληρώνεται ιδανικά και η νοερή μεταφορά μου στο διαμέρισμα της Φρανσουάζ Σαγκάν, στο κέντρο του Παρισιού, ολοκληρώνεται αυτομάτως. Γίνομαι μια Γαλλίδα με γυαλιά και φουντωτά μαλλιά, που περιφέρεται ανάμεσα στο χωλ και στο μπάνιο μετρώντας τέσσερα βήματα με ένα τσιγάρο στο χέρι. Περιμένω να πάει εννιά για να κατέβω στο φούρνο να πάρω μπαγκέτα και ζεστά κρουασάν, που θα τα μουλιάσω στον καφέ μου διαβάζοντας εφημερίδα. Κοιτάζω έξω από το παράθυρο και βλέπω το Παρίσι να ξυπνά. Έπειτα κοιτάζω ξανά το ρολόι μου και κάθομαι βιαστικά μπροστά στη γραφομηχανή μου για να συνεχίσω το βιβλίο μου, που δεν είμαι ακόμη σίγουρη αν θα το ονομάσω Καλημέρα θλίψη ή Περσινή αρραβωνιαστικιά.
Τα καλοκαίρια, όταν δεν ζηλεύω τις νοικοκυρές που κάθονται στα κατώφλια των σπιτιών τους στο νησί και καθαρίζουν φασολάκια πετώντας τα φλούδια στην ποδιά τους και κουβεντιάζοντας, περπατάω στους δρόμους και αλλάζω ταυτότητα. Γίνομαι μια μεσόκοπη οικιακή βοηθός από τη Μπράιλα που μένει στην Κυψέλη και ονειρεύεται τα πλατάνια του Δούναβη μαγειρεύοντας καπνιστά kiełbasa με πατάτες, δαμάσκηνα και σπόρους παπαρούνας για τον γηραιό κλινήρη κύριο που στις τέσσερις πρέπει να πάρει το φάρμακό του. Ή μια νεαρή έφηβη που τη λένε Σοφία , ετοιμάζεται να δώσει εξετάσεις για το Proficiency και κάνει διάλειμμα από το διάβασμα για να βάψει τα νύχια της ροζ ακούγοντας ποπ τραγουδάκια στο ισόγειο δωμάτιό της στην Κόρινθο. Ή μια βιβλιοπώλισσα με κιρσούς και μαύρη φούστα στην οδό Θεμιστοκλέους Κοτάρδου, που αδειάζει τις κούτες με τις νέες παραλαβές και μετά γεμίζει τα ράφια της σκαρφαλωμένη πάνω σε ένα ξύλινο σκαμνάκι που γέρνει.
Γίνομαι ο Βασίλης Αλεξάκης που ποτίζει την αθηναϊκή λεμονιά του μια Κυριακή στις δώδεκα καπνίζοντας μια ευωδιαστή πίπα και βαριέται την Καλαματιανή γειτόνισσά του, που βγάζει το κεφάλι από τον πρώτο όροφο και του φωνάζει «καλημέρα και όλα καλά;», κι έχει βραχνιάσει. Μυρίζω τα φύλλα της λεμονιάς, , ακούω το τρίξιμο του πάγκου όπου ακουμπώ τον τρίτο τούρκικο καφέ της ημέρας, χασμουριέμαι πλατιά και μονολογώ διώχνοντας τα περιστέρια από την αυλή μου με τα χέρια μπροστά στα μάτια για να μη με τυφλώνει ο ήλιος.
Δεν έχω ταξιδέψει ποτέ στο δωμάτιο της Τζέην Έυρ, του Φιλέα Φογκ, του Ρασκόλνικωφ, της Εκάβης και της Νίνας, του Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδίας, του Τσε, της Μαρί Κιουρί ή του Τζων Λέννον, παρότι τους θαυμάζω ολόψυχα. Ενσωματώνομαι σε σπίτια ανθρώπων που, κατά κάποιο τρόπο, μαζί τους θα ήθελα να έχω εκλεκτικές συγγένειες ή νιώθω πως η ζωή τους θα μπορούσε να με αφορά άμεσα. Να ήταν δική μου. Και που, κατά καιρούς, γίνεται όντως.
Σε όλα αυτά, υπάρχει και μια άλλη πλευρά. Όταν βλέπω φωτογραφίες από την κουζίνα του Μιχάλη Μιχαήλ, με πιάνει μια ακατανίκητη ανάγκη να μαγειρέψω. Όποτε πετυχαίνω μια ανακοίνωση του Βαγγέλη Ραπτόπουλου, επείγομαι να ξαναπιάσω τη Λούλα ή να συνεχίσω εκείνο το κεφάλαιο της νουβέλας που έμεινε μισή. Όταν ακούω ένα τραγούδι από το Χαμόγελο της Τζοκόντας προσπαθώ να θυμηθώ τις οκτάβες και τα κλειδιά μου στο πιάνο, και οικτίρω τον εαυτό μου για την τόση έλλειψη εξάσκησης στα πλήκτρα. Αν καμιά φορά δω την αφίσα από μια έκθεση του Ρόρρη, βγάζω από τα συρτάρια τα πινέλα και τις τέμπερές μου και προσπαθώ να θυμηθώ τις οδηγίες του δάσκαλου για τις φωτοσκιάσεις. Χωρίς να το ξέρουν, οι άνθρωποι που δανείζομαι τις ζωές τους λειτουργούν παραδειγματικά και με κάνουν καλύτερο άνθρωπο. Γι΄αυτό και η τηλεπαθητική μεταφορά μου στο περιβάλλον τους είναι ένα σπουδαίο δώρο.
Τα σπίτια των ανθρώπων και οι εικόνες που οικειοποιούμαι νοερά είναι εναλλακτικές μορφές ζωής και μυστικά καταφύγια. Εισιτήρια αποδράσεων. Είναι κρυφά δωμάτια του μυαλού μου που, τόσο αληθινά όσο και φανταστικά, τόσο άδεια όσο και γεμάτα, έχουν τη μαγική ικανότητα να με διακτινίζουν σε μια παράλληλη πραγματικότητα και να μου εμπλουτίζουν τη ζωή ωθώντας με όχι μόνο να ονειρευτώ αλλά και να δράσω. Με επηρεάζουν προς το καλύτερο. Ακούραστα και επίμονα. Κατευναστικά και εμψυχωτικά απέναντι στην καθημερινότητα που, δίχως τέτοιες άμυνες, θα ήταν σίγουρα λιγότερο ωραία.
© Μαρία Πετρίτση
φωτο©Στράτος Φουντούλης, “Rue Salomé, Wol.St.Pierre –Bruxelles”, 2008
Posted on 11 Οκτωβρίου, 2013, in Χωρίς κατηγορία and tagged Είπαν πως.... Bookmark the permalink. 4 Σχόλια.
τη Σοφία που ετοιμάζεται να δώσει εξετάσεις για το Proficiency και κάνει διάλειμμα από το διάβασμα για να βάψει τα νύχια της ροζ ακούγοντας ποπ τραγουδάκια στο ισόγειο δωμάτιό της στην Κόρινθο, τη ξέρω, την έχω γνωρίσει! Μου είχε δώσει κάποτε ένα λεύκμωα που είχε, και ζήτούσε από τους φίλους της να γράψουν λίγα λόγια να έχει πάντα να θυμάται. Λίγα λόγια που θα κουβαλούσε μαζί της, στα ταξίδια, που σκεφτόταν να πάει μόλις τελειώσει το σχολείο. Τότε είχα βρει και εγώ την ευκαιρία να τη φλερτάρω, να της γράψω πόσο ξεχωριστή ήταν για μένα. Της το έγραψα με μια ιστορία για μια πριγκήπισα και έναν αλήτη, ένα μικρό παραμύθι δηλαδή που τελείωνε αποκαλύπτοντας το όνομα της πριγκήπισας, Σοφία! Η Σοφία σήμερα έχει φύγει από τη Κόρινθο, μένει νομίζω στη Πετρούπολη, έχει δικό της σπίτι, και δεν το έχω επισκευτεί. Διαβάζοντας το κείμενό σου θυμήθηκα ένα ακόμα κορίτσι που έχω λησμονίσει όλα αυτά τα χρόνια και θα’θελα να ξαναδώ. Που ξέρεις, ίσως βρω και εκείνο το πλούσιο λεύκωμα..
Το καλύτερο σχόλιο που έχω διαβάσει εδώ και πολύ καιρό! Αν το κείμενό μου σου ξύπνησε τέτοιες αναμνήσεις, τότε λέω ένα μπράβο στον εαυτό μου, και σου εύχομαι να την βρεις και να σου πει πόσο συχνά κοιτάζει εκείνο το λεύκωμα και πόσο τρυφερά σκέφτεται εκείνο το αγόρι που ήσουν όταν την αγαπούσες…
Τα σπίτια είναι οι άνθρωποι που τα κατοικούν δε λένε? Τι και αν είναι μια τρυπούλα, τι και αν είναι μέγαρο. Και μου θύμησες μια εικόνα που κοιτούσα επι ώρα πρόσφατα. Σε μια άθλια πολυκατοικία, απο αυτές που προορίζονται για γραφεία, χωρίς μπαλκόνια, έβλεπα πλάι σε ένα ολόγιομο φεγγάρι ένα παράθυρο με κόκκινη κουρτίνα, πίσω του ένα αμπαζούρ να απλώνει γλυκό φως και ίσα που διέκρινα στον τοίχο μια βαρυφορτωμένη βιβλιοθήκη. Τι όμορφο σπίτι σκέφτηκα και ας βρίσκεται στο…πουθενά 😉
Παράθεμα: Τα ξένα σπίτια | paraharaktis