Tokyo anyway/Aretsou
[…]
Εκείνη η εποχή ήταν παράξενη. Μετρούσα τις μέρες λες και είχα χάσει το μέτρημα. Τις βάφτιζα με χρώματα, όχι με ονόματα. Ημέρα μωβ, ημέρα λουλακί, ημέρα χαλκοπράσινη. Έβγαινα στο δρόμο και έπιανα φιλίες με τα αδέσποτα και τους περιπτεράδες. Χάιδευα τα κεφάλια των σκυλιών και ανατρίχιαζα στην ιδέα πως το βράδυ είχα φάει την ξαδέρφη τους σουβλάκι απ’ την καντίνα στο λιμάνι. Μιλούσα μετά με τους ξενύχτηδες στα κουβούκλια, με κερνούσαν τσιγάρο και σακέ, καθόμουν κι εγώ και άκουγα τις θλιβερές τους ιστορίες. Κοίταζα τα μάτια τους, τις μικρές σχισμές της όρασής τους απ΄ όπου δεν ανέτειλλε ο ήλιος αλλά μόνο κουρασμένες εικόνες σπασμένες στα δυο. Απομνημόνευα τις θολές τους φωνές και έφτιαχνα παιδικά τραγούδια. Πριν προλάβουν να στηθούν, τα είχα κιόλας ξεχάσει.
Μετά ξανάπαιρνα το δρόμο και χάζευα τις ταμπέλες που δείχνουν την κατεύθυνση. Σκεφτόμουν πόσα μάτια τις είχαν συμβουλευτεί, πόσα χέρια στο τιμόνι είχαν καθοδηγήσει. Μέρη που δεν θα επισκεφτώ ποτέ. Βλέμματα που δεν θα εντοπίσω. Δεν ένιωθα κανένα συναίσθημα, όλα ήταν αδιάφορα, γλυκά και οικεία. Περαστικά, σαν παραίσθηση. Ακόμα και όσα έβλεπα για πρώτη μου φορά, τα ένιωθα λίγο δικά μου. Με κείνο τον τρόπο τον ευχάριστο, τον αφηρημένο, που θεωρεί κάποιος δικά του όσα δεν τον παραξενεύουν, όσα αν δεν υπήρχαν καν μπορεί και να μην τον ένοιαζε επειδή δεν θα το παρατηρούσε.
Τον σκεφτόμουν διαρκώς, ακόμα κι όταν νόμιζα πως δεν τον σκεφτόμουν. Έβρισκε τρόπο να ενσωματώνεται παντού. Στο γαμψό κάγκελο ενός σπιτιού, στο βρεγμένο πηλό μιας γλάστρας, στο κορνάρισμα ενός φορτηγού, στο ξεβαμμένο νύχι μιας κοπέλας στη στάση του μετρό, στο πέταγμα ενός πουλιού κάπου πολύ μακριά μου. Με λένε Aretsou και ήμουν βέβαιη πως θυμόταν το όνομά μου. Ήξερα όμως πως ακόμα κι αν συναντιόμασταν πρόσωπο με πρόσωπο δεν θα με αναγνώριζε πια. Αυτό ναι, το είχα φροντίσει. Δεν θα έβλεπε πάνω μου τίποτε από όσα είχα πασχίσει να του δείξω παλιότερα, όταν ο σκοπός της ζωής μου ήταν η δική του αποδοχή όπως η καραμέλα που δίνει ο αφέντης στο σκυλάκι. Τίποτε δεν θα διέκρινε. Ούτε τις υπερβολές, ούτε την προθυμία, ούτε την βαθιά ανάγκη μου για το σκοτεινό του χάος. Μια περιπλανώμενη εικόνα θα έβλεπε, που θα την προσπέρναγε το δίχως άλλο αδιάφορα, μπορεί και με λίγη ανεκτικότητα, και αυτό είν’ όλο. Έτσι όπως αντιλαμβανόμαστε κι έπειτα αδιαφορούμε ευγενικά για κάποιον που μας σκούντηξε κατά λάθος με τον αγκώνα του και ζήτησε συγγνώμη σε μια ξένη γλώσσα, την ώρα που διασχίζουμε την διάβαση μιας κεντρικής οδού στη μέση του Τόκυο, της Νίκαιας, της Καβάλας.
[…]
—
Posted on 22 Μαΐου, 2014, in Χωρίς κατηγορία and tagged Hiroshima Mon Amour, Κλειδαρότρυπα, Μικρές παράλογες ιστορίες του Τόκυο. Bookmark the permalink. 2 Σχόλια.
ο ερωδιός
τίναξε τα φτερά του,
κοίταξε ‘πάνω.
Τότε, αφιερωμένο: