Το βιβλίο της παιδικής ηλικίας
[…]
Εκείνο το απόγευμα αποφασίσαμε να μην κάνουμε τίποτε άλλο. Η Καορί μου είπε ότι ήξερε ένα συμπαθητικό μπιστρό, όχι πολύ μακριά από το ξενοδοχείο μας, με καθαρά ποτά και νόστιμο φαγητό. Τόσες μέρες τρώγαμε στο πόδι, είτε στα όρθια, σε καντίνες για τουρίστες, είτε σε ασιατικά φαστ φουντ που έμπλεκαν την γιαπωνέζικη κουζίνα με την κορεάτικη και την ινδική. Δέχτηκα χωρίς δεύτερη κουβέντα και σε λίγο ανηφορίζαμε προς τα σκαλάκια της Μονμάρτρης. Έκανε κρύο και σουρούπωνε πολύ γλυκά, σχεδόν με τρυφερότητα. Οι ελάχιστοι περαστικοί που συναντούσαμε ήταν χωμένοι στα παλτά τους ως το λαιμό, όπως κι εμείς. Κανένας δεν κοιτούσε στα μάτια κανέναν. Η Καορί προπορευόταν μερικά βήματα, κι εγώ ακολουθούσα λαχανιασμένη. Ήξερα πως της άρεσε να με καθοδηγεί, κι έτσι την άφηνα να παριστάνει τον τουριστικό οδηγό πατώντας πάνω στα βήματα που πριν από μένα είχε πατήσει εκείνη.
Φτάσαμε σχετικά σύντομα. Το μπιστρό ήταν συμπαθητικό και εξαιρετικά ζεστό. Από το ταβάνι κρέμονταν παλιακοί πολυέλαιοι με οβάλ λαμπιόνια και χάλκινα άνθη και πουλιά. Στους τοίχους υπήρχαν καθρέφτες και μικρές γκραβούρες του Παρισιού. Τα τραπέζια ήταν στρωμένα με κόκκινα καρό τραπεζομάντηλα και στολισμένα με μικρά μπρούτζινα κηροπήγια όπου έκαιγαν κρεμ κεριά. Οι λιγοστοί πελάτες, που κινούνταν μεταξύ μέσης και τρίτης ηλικίας, παραήταν απασχολημένοι με αυτό που έκαναν ώστε να προσέχουν την πόρτα που ανοιγόκλεινε κάθε τόσο. Τίποτε στο χώρο δεν θύμιζε χλιδή ή πολυτέλεια. Όλα παρέπεμπαν σε κάτι απλό, οικείο, σχεδόν οικογενειακό. Ένιωσα αμέσως πού άνετα, σχεδόν ευφορικά. Απόρησα που η Γιαπωνέζα γνώριζε τόσο καλά τα γούστα μου και το Παρίσι.
-Κάθισε και βγάλε το βιβλίο, μου είπε και μου έδειξε ένα τραπεζάκι για δύο κοντά στη τζαμαρία.
Ήξερα πως ανυπομονούσε. Κάθισε πρώτη. Άναψε τσιγάρο, έπεσε πίσω και με κοίταξε. Πέταξα το παλτό στην πλάτη της καρέκλας μου και βολεύτηκα ανάμεσα σε δυο παχουλά μαξιλάρια. Η Καορί έκανε νόημα στο σερβιτόρο, ο οποίος έσπευσε στο τραπέζι μας. Χωρίς καν να με συμβουλευτεί, παρήγγειλε μια Veuve Cliquot Ponsardin και με κοίταξε ευχαριστημένη. Ήξερα πως θα τρώγαμε μετά. Όσο πίναμε, η Καορί κι εγώ δεν βάζαμε μπουκιά στο στόμα μας. Ποτέ.
-Κερνάς απόψε, να υποθέσω; ρώτησα χαμογελώντας κάπως περιπαικτικά.
-Κερνάω. Αν θες να μάθεις, πήρα προκαταβολή από την εφημερίδα και θέλω να το γιορτάσουμε.
-Στην υγειά μας, λοιπόν, είπα και ύψωσα το ποτήρι που είχε μόλις σερβιριστεί μπροστά μου με τον πιο διακριτικό τρόπο.
-Το βιβλίο, έκανε και έδειξε με το σαγόνι την τσάντα μου.
Τράβηξα το φερμουάρ και έβγαλα το βιβλίο στο τραπέζι. Η Καορί ρούφηξε μια γενναία γουλιά και ακούμπησε το ποτήρι μπροστά της. Οι μπουρμπουλήθρες της σαμπάνιας τρεμόπαιξαν όπως τα μάτια της πάνω απ’ το κερί. Παρατήρησα πως τα μάγουλά της ήταν αναψοκοκκινισμένα. Έτριψε τα χέρια της και σταύρωσε τα δάχτυλα κάτω από το σαγόνι.
-Δεν υπάρχει τίποτα πιο γοητευτικό από το να είναι χειμώνας, να πίνεις εκλεκτή σαμπάνια σε ένα συμπαθητικό μπιστρό στο Παρίσι, να περιμένεις να δοκιμάσεις μια θεσπέσια βελουτέ σούπα με κρουτόν και να σου διαβάζει Αρανίτση από το πρωτότυπο η προσωπική σου μεταφράστρια, έκανε και μου χαμογέλασε με μια παιδιάστικη ευτυχία που απλώθηκε γύρω της σαν φωτοστέφανο.
-Τελικά δεν είναι και τόσο άσχημα να είσαι Γιαπωνέζα στο Παρίσι, αρκεί να έχεις μια φίλη Ελληνίδα που να ταιριάζει με τα γούστα σου και να σε διευκολύνει, έτσι;, είπα και άνοιξα το Βιβλίο της Παιδικής Ηλικίας σε μια τυχαία σελίδα.
-Καθόλου άσχημα, παρατήρησε. Με κάνεις και νιώθω πως η καλοπέραση μπορεί και να είναι κάτι εφικτό. Απενοχοποιημένο ακόμα και για μας τις απλές εργαζόμενες μετανάστριες.
[…]
Posted on 10 Νοεμβρίου, 2014, in Χωρίς κατηγορία and tagged Hiroshima Mon Amour, Διηγήματα, Εκκρεμότητες. Bookmark the permalink. Σχολιάστε.
Σχολιάστε
Comments 0