Fahrenheit
(Κείμενο που δημοσιεύτηκε στην Bibliotheque στις 14 Ιουλίου 2015)
Με στεναχωρούν οι άνθρωποι που αυτοφωτογραφίζονται. Κάτι από τη μοναξιά της κίνησής τους μου ραγίζει το χαμόγελο σαν γυαλάκι, και σκαρφαλώνει στο λαιμό μου από τα τρίσβαθα μιας ανάμνησης που δεν καταφέρνει να αναδυθεί με σαφήνεια και θάρρος. Ούτε σαν απόγνωση ούτε σαν συγκεκριμένο γεγονός εμφανίζεται μπροστά μου η ανάμνηση αυτή. Απλώς με παραλύει καθολικά όταν κάτι από τα πράγματα καταφέρνει και χτυπά μια μυστική, ευαίσθητη χορδή μου που της μοιάζει. Μερικές φορές το κάνω κι εγώ – βγάζω φωτογραφίες τον εαυτό μου. Με στεναχωρώ κι εγώ, όπως όλοι οι άλλοι. Οι άνθρωποι δεν διαφέρουν μεταξύ τους στα βασικά, και αυτό είναι τόσο ανακουφιστικό όσο και παράδοξο. Κάτι τέτοιες λεπτομέρειες, όμως, ομολογώ, δεν κατάφεραν ποτέ να ξεσηκώσουν μέσα μου κάτι ισχυρό, διαφωτιστικό ή έστω και ελάχιστα σημαίνον. Ένα βράδυ ονειρεύτηκα φωτογραφίες. Πολλές φωτογραφίες, έγχρωμες κι ασπρόμαυρες, στοιβαγμένες μέσα σε ένα λευκό χαρτονένιο κουτί από γλυκά ή γάντια. Δεν ξέρω πώς γίνεται το ίδιο κουτί να μπορεί να φιλοξενήσει δυο πράγματα τόσο ετερόκλητα, νομίζω όμως πως η αίσθηση ενός ζευγαριού γαντιών σε χρώμα ροζ παστέλ ανάμεσα σε πολλούς μικρούς λευκούς κουραμπιέδες, λερωμένα από ζάχαρη άχνη και αρωματισμένα με μυρωδιά ροδόνερου, μου χρωμάτισε το όνειρο με μια εσάνς γλυκιάς, ρομαντικής μελαγχολίας σαν αυτή που νιώθουν τα νεαρά κορίτσια όταν κοιτάζουν περιοδικά μόδας ή νυφικά, που μετά από χρόνια θα προβάρουν μπροστά στον καθρέφτη μιας επιδέξιας μοδίστρας που θα τους διορθώνει με βελόνα και κλωστή το μπούστο, την αναπνοή, το ξεχείλισμα της καρδιάς τους. Εκείνη τη νύχτα οι φωτογραφίες μου ξεχείλιζαν αγάπη και μυρωδιά Φαρενάιτ. Και γελούσαν λίγο μεθυσμένες καθώς έπιναν κάπως περισσότερο ροζέ. Δεν είναι ν’ απορεί κανείς για το πώς γίνεται να πίνουν κρασί και να γελούν οι φωτογραφίες των ονείρων του. Αρκεί να σκεφτεί πως μέσα τους είναι φυλακισμένες στιγμές από ζωές, ήχοι από φωνές και χρώματα από βλέμματα που κάποτε συνόψιζαν όλες τις γραμματικές του κόσμου και τίποτε δεν μπορούσε να αμφισβητήσει τα γούστα, τη γεύση και τη διατύπωσή τους. Μετά, οι φωτογραφίες μου είπαν «Βάλε μας στη σειρά», κι εγώ τις έβαλα τη μία δίπλα στην άλλη. Η καλύτερή μου, όπως οι κάρτες ποδοσφαιριστών που κάνουν συλλογή τα παιδιά στην Στ’ Δημοτικού, ήταν μια δική σου. Ήταν εκείνη που στεκόσουν πλάτη στο φακό και μου έλεγες, χωρίς να μιλάς, «Μπράβο που σκότωσες το θηρίο, το είχα βάρος στη συνείδησή μου, αλλά τώρα είμαστε καλά». Αναρωτήθηκα πώς γινόταν και οι φωτογραφίες είχαν συγκεκριμένη φωνή, παρότι λίγο νωρίτερα δεν είχα αναρωτηθεί για τις αλκοολικές τους τάσεις, αλλά μετά κατάλαβα πως στα όνειρα όλα επιτρέπονται και πως μερικά πράγματα συμβαίνουν αναγκαστικά. Αν δεν την ακούω ούτε κει τη φωνή σου, κατάλαβα, δεν θα την ακούω πουθενά, και αυτή η ιδέα μου φάνηκε αβάσταχτη, πόνεσε η ψυχή μου – ναι, γίνεται να πονάει μια ψυχή – και τότε ένιωσα μια τεράστια ευγνωμοσύνη για τον ύπνο που μας πλέκει όνειρα κι έτσι μέσα από αυτά μπορώ να κοιτάζω παλιές φωτογραφίες σου με φωνή, γεύση και προτιμήσεις, και να ακούω ξανά ένα μπράβο από το στόμα σου που μιλάει όπως θυμάμαι μόνο εγώ, λατρευτικά κι απόλυτα, και με μια φωνή που μυρίζει Φαρενάιτ.
Posted on 14 Ιουλίου, 2015, in Χωρίς κατηγορία and tagged Εκκρεμότητες. Bookmark the permalink. Σχολιάστε.
Σχολιάστε
Comments 0