Wondermarket

bibliotheque31

(Κείμενο που δημοσιεύτηκε στην Bibliotheque στις 22 Οκτωβρίου 2015)

Η γυναίκα κατεβαίνει προσεκτικά τις σκάλες και διασχίζει τον κήπο. Φοράει ρόμπα και παντόφλες. Στις πλάτες της κρέμεται ένα πράσινο χειροποίητο σάλι. Προχωρά κάπως δύσκολα, με αργά βήματα. Στο πεζοδρόμιο, δίπλα στο αμάξι της, ένα νεαρό αγόρι στέκεται και κοιτάζει τις λεπτομέρειες μέσα κι έξω.
 
-Πού θα πήγαινες με ένα αμάξι σαν αυτό;
-Διακοπές.
-Έχεις δίπλωμα;
-Ναι. Δικό σας είναι το αυτοκίνητο;
-Δέκα δολάρια την ώρα. Ξεκινάμε αύριο το πρωί, πάμε εκδρομή. Νωρίς νωρίς. Ναι.
-Σοβαρολογείτε;…
-Νωρίς νωρίς!
 
Το αγόρι φεύγει και η γυναίκα επιστρέφει στο σπίτι της. Μέχρι το επόμενο πρωί περιμένει καθισμένη μπροστά στο παράθυρο κοιτώντας προς το δρόμο. Στα γόνατά της ακουμπά η τσάντα της. Τα χέρια της σφίγγουν τα λουριά και χαϊδεύουν το γυαλιστερό παλιωμένο δέρμα. Μέσα από το τζάμι φαίνεται σαν φωτογραφία.
 
Είναι πια πρωί. Το αγόρι εμφανίζεται και κοιτάζει προς το σπίτι. Η γυναίκα βγαίνει, κλειδώνει την πόρτα και πλησιάζει στο πεζοδρόμιο. Του δίνει τα κλειδιά, ανοίγει την πόρτα και κάθεται στη θέση του συνοδηγού. Ακουμπά τη δερμάτινη τσάντα στα πόδια της και βολεύεται στο κάθισμα. Φοράει γκρι παλτό κι ένα αστείο μικρό καπέλο.
 
-Νωρίς νωρίς είχαμε πει.
-Δέκα είναι…
-Άρα όχι νωρίς νωρίς. Ξεκίνα.
-Πού πάμε;
-Οδήγησε. Προς το εμπορικό κέντρο.
-Θέλετε να ψωνίσετε;
-Όχι. Οδήγησε.
 
Φτάνουν στο πολυκατάστημα. Στη μαρκίζα γράφει Wondermarket. Με κόκκινη, κάπως χοντροκομμένη γραμματοσειρά. Το αγόρι σταματά μπροστά στην είσοδο. Η γυναίκα δεν κάνει καμία κίνηση. Κοιτάζει τους ανθρώπους που μπαινοβγαίνουν με τα καλάθια και τα καρότσια τους. Παρατηρεί τα ρούχα των πελατών. Και τα παπούτσια τους. Το αγόρι κάνει να της ανοίξει την πόρτα αλλά εκείνη τον σταματά.
-Φεύγουμε. Πάμε.
-Πού;
-Στο ταχυδρομείο.
-Χρειάζεστε γραμματόσημα;
-Όχι. Οδήγησε.
Μπροστά στο ταχυδρομείο το αγόρι φρενάρει κάπως απότομα και κοιτάζει τη γυναίκα που και πάλι δεν δείχνει να θέλει να κατέβει. Πριν προλάβει να της πει κάτι, του ζητά να ξεκινήσει ξανά. Με την άκρη του ματιού της παρακολουθεί τον ταχυδρόμο που βγαίνει με μια τσάντα γεμάτη επιστολές. Και μια υπάλληλο που βιάζεται να μπει μέσα.
-Τι παιχνίδι παίζουμε, κυρία;
-Πάμε διακοπές.
-Στο σούπερ μάρκετ και στο ταχυδρομείο;
-Και αλλού. Οδήγησε.
-Να σας πάω κάπου να χαιρετίσετε κάποιον; Έχετε φίλους;
-Όχι. Κανέναν πια.
-Πάμε στο νεκροταφείο τότε. Εκεί όλο και κάποιον θα έχετε να πείτε ένα γεια.
-Όχι, κανέναν. Έχουν πεθάνει όλοι εκεί. Οδήγησε.
 
Το αγόρι υπακούει και σε λίγο η Κάντιλακ τρέχει στην εθνική οδό. Το ραδιόφωνο είναι παλιό. Τα χιλιόμετρα του αυτοκινήτου ελάχιστα. Η γυναίκα κοιτάζει έξω και χαράζει μια νοερή γραμμή μέσα από το τζάμι, με το χέρι της να τρέχει υποτίθεται πάνω στο κιγκλίδωμα. Σαν να το χαϊδεύει.
 
-Θέλατε ποτέ να πάτε κάπου και δεν πήγατε;
-Ναι. Στην Ιαπωνία.
-Γιατί δεν πήγατε τελικά;
-Επειδή η ζωή πήρε το πάνω χέρι.
 
Μέσα στο τούνελ το αγόρι ανάβει τα φώτα και τρέχει. Ο δείκτης ανεβαίνει στα 100 χιλιόμετρα. Η γυναίκα δυσφορεί. Του ζητά να κόψει ταχύτητα. Εκείνος συμβιβάζεται με τη βελόνα καρφωμένη στο 80.
 
-Πώς σε λένε;
-Φλας.
-Φλας; Τι όνομα είναι αυτό;
-Είναι το όνομα του σούπερ ήρωα Φλας Γκόρντον. Εσάς;
-Ελίζαμπεθ.
-Έχετε σύζυγο; Παιδιά;
-Πέθανε. Όχι.
-Πόσω χρονών είστε;
-98. Εσύ;
-19.
-Η υπαρξή σου μου δίνει ελπίδα. Φλας. Φλας Γκόρντον, σούπερ ήρωα.
-Νιώθω κάπως άσχημα, Ελίζαμπεθ. Μήπως να γυρίζαμε;
-Πού;
-Να σας πάω σπίτι.
-Δέκα δολάρια την ώρα είπαμε, για να με πας εκδρομή. Οδήγησε.
-Δεν θέλω λεφτά. Θέλω να σας πάω σπίτι.
-Πάμε διακοπές σε ένα Wondermarket.
-Τι θέλετε να αγοράσετε;
-Τίποτα. Θέλω απλώς να βρεθώ σε μια αγορά θαυμάτων.
-Ελίζαμπεθ, αλήθεια, με κάνει και νιώθω κάπως άβολα όλο αυτό.
-Τότε γύρνα.
 
Το αγόρι κάνει στροφή και αρχίζει να οδηγεί πιο προσεκτικά. Η γυναίκα κατεβάζει το τζάμι, βγάζει το χέρι από το παράθυρο και το αφήνει να σκαμπανεβάζεται στον αέρα. Κοιτάζει τις λεωφόρους, τα αυτοκίνητα, τις νεαρές μητέρες, τα κτίρια. Πού και πού και τον ουρανό. Μετά στρέφεται προς τη μεριά του οδηγού και χαμογελάει στο αγόρι.
 
-Άφησέ με εδώ. Θα οδηγήσω εγώ, παρόλο που δεν έχω δίπλωμα.
-Γιατί;
-Μου το πήραν. Είπαν πως είμαι δημόσιος κίνδυνος.
-Κάνατε κάποια παράβαση; Είστε παράνομη;
-Είμαι γριά.
 
Το αγόρι παρκάρει μπροστά σε ένα πάρκο. Μένει για λίγο ακίνητο κοιτώντας το τζάμι που έχει γεμίσει σταγόνες βροχής. Το σούρουπο κάνει το δρόμο με τα πεσμένα φύλλα να φαίνεται θολός. Στο τέλος του πάρκου ανάβει μια χλωμή λάμπα. Η γυναίκα ανοίγει την πόρτα και πλησιάζει από την άλλη πλευρά. Το αγόρι βγαίνει και της δίνει τα κλειδιά. Στέκονται όρθιοι στη βροχή και κοιτάζονται αμίλητοι. Είναι κάπως λυπημένοι.
 
-Καλό ταξίδι, Ελίζαμπεθ.
-Τα χρήματά σου, Φλας.
-Δεν θέλω χρήματα. Ήταν ωραίες οι διακοπές μαζί σας, Ελίζαμπεθ.
-Σε ευχαριστώ, Φλας. Φλας Γκόρντον, σούπερ ήρωα.
-Καληνύχτα Ελίζαμπεθ.
 
Η γυναίκα μπαίνει στην Κάντιλακ και σε λίγο χάνεται στο βάθος του δρόμου. Το αγόρι στέκεται στο πεζοδρόμιο και περιμένει. Μόλις δεν την βλέπει πια, αρχίζει να περπατά σκυφτό. Στο πάρκο έχουν ανάψει όλες οι χλωμές λάμπες και από ένα γειτονικό μπαρ ακούγεται μουσική.
 
 

About Theorema

Είμαι η Άντζελα Ανακόντα aka @FearOfFireflies

Posted on 23 Οκτωβρίου, 2015, in Χωρίς κατηγορία and tagged , . Bookmark the permalink. 1 σχόλιο.

  1. Όμορφο!Μου θυμίζει σύγχρονη παραλαγή της Σονάτας του Σεληνόφωτος..

Αφήστε απάντηση στον/στην pote-pote tin kiriaki Ακύρωση απάντησης