Δεν είναι, φίλε, όλες ίδιες οι καρδιές
(Κείμενο που δημοσιεύτηκε στην Bibliotheque στις 22 Σεπτεμβρίου 2016)
Είναι κάτι μέρες παράξενες. Που σου ξεφεύγουν, σε μπερδεύουνε, δεν μπορείς να τις εξηγήσεις. Μοιάζουν με μαδημένα γαρύφαλλα στο πάτωμα βρωμερού σκυλάδικου στο τέρμα μιας εθνικής οδού χαράματα Δευτέρας. Μυρίζουν μελαγχολικά και άσχημα, σαν άπλυτα σεντόνια γεμάτα ακάρεα και ληγμένο DNA. Έχουν το χρώμα ενός ενοχλητικού κυριακάτικου απογεύματος στην επαρχία, που δεν σηκώνει κεφάλι με τίποτα. Και μοιάζουν να υποφέρουν.
Ηχούν σαν φθαρμένος αμανές πρώην φερέλπιδος λαϊκού τραγουδιστή που όμως χάθηκε σταδιακά από τις πίστες, γιατί δεν έπραξε τα δέοντα ώστε να κάνει λαμπρή καριέρα όπως οι μεγαλόσχημοι συνάδελφοί του. Έχουν το χρώμα των ματιών μιας γλυκιάς κοπέλας δίχως όνομα στην άκρη μιας παρέας επωνύμων, σε μια φωτογραφία του ’86, ανάμεσα σε κοψίδια και λιωμένα σαλατικά που αργότερα θα αποτελέσουν υλικό για την τέχνη. Διστάζουν να εκδηλωθούν ισότιμα στην εβδομάδα, σαν παιδιά που ντρέπονται και φοβούνται για κάτι που ετοιμάζεται να τα μαλώσει ένας μεγάλος, αυστηρός. Αν μπορούσαν, οι μέρες αυτές θα σκίζονταν μόνες τους απ’ το ημερολόγιο, αφήνοντας τη θέση τους στο χαρτάκι της επόμενης μέρας, με τα ανέκδοτα, τις γιορτές και τις συνταγές μαγειρικής για αρχάριους και προχωρημένους.
Κάτι τέτοιες μέρες οι άνθρωποι νιώθουν ανήμποροι, μόλις κατά το ένα τοις εκατό ιδιοκτήτες της ζωής τους. Οι σκέψεις και τα αισθήματά τους δεν έχουν καμία σχέση με τις σκέψεις και τα αισθήματα κάποιου που μόλις έλαβε ένα ακριβό δώρο, ένα απρόσμενο μήνυμα, κάποια καλά μαντάτα ή έστω ένα δροσερό μπουκέτο λουλούδια. Τότε οι άνθρωποι είναι ευάλωτοι, κι οι στιγμές τους θραυσματάκια αναμνήσεων και νοσταλγίας για σαφή ή και απροσδιόριστα πράγματα που ματαίως έπραξαν, σκέφτηκαν ή ήλπισαν πως θα ζήσουν. Δεν είναι αμέριμνοι, ούτε καν αδιάφοροι για αυτά που συμβαίνουν μέσα τους και γύρω. Δεν πάνε για καφέ στη Μαβίλη ή στο Λιστόν, δεν τηλεφωνούν σε μια μακρινή θεία, δεν καταστρώνουν σχέδια διακοπών ούτε κάνουν όνειρα για το μέλλον. Πάσχουν από την ακινησία εκείνου που δεν του απέμεινε τίποτε να πει. Εκείνου που νιώθει πως του λιγοστεύουν οι αισθήσεις. Γίνονται ένα με τη σιωπή του υπνωτισμένου, με την ακαμψία του σώματος ενός άδικα σκοτωμένου από παρεξήγηση στη μέση μιας κακόγουστης πλατείας.
Αυτές οι μέρες που υποσκάπτουν έτσι τη ζωή των κατοίκων τους, είναι απρόβλεπτες και πολύ χολωμένες. Πατάνε πάνω σε πτώματα υποσχέσεων και πλάνων που ματαιώθηκαν χωρίς καν έναν σοβαρό και άξιο λόγο. Θέλουν τους ανθρώπους τους νικημένους και παραιτημένους εξαρχής, με το πρώτο κιόλας φως του ήλιου. Είναι απόπειρες αποφυγής της όποιας πραγματικότητας, κάτι σαν προθάλαμοι σοβαρού χειρουργείου όπου ο γιατρός σου λέει πως όλα θα γίνουν όπως πρέπει κι ο ασθενής μάλλον θα επιβιώσει. Θυμίζουν πόρτες που κλείνουν πριν καν ολοκληρωθεί η ξενάγηση, ξερά χωράφια που λιμοκτονούν και ζέχνουν ψοφιμίλα, άδεια μπουκάλια μπίρας μετά από μια νύχτα απ’ την οποία δεν έμεινε τίποτα, κι ας συνέβησαν πολλά και διάφορα σπουδαία.
Αυτές οι μέρες οι παράξενες μοιάζουν με παλλόμενες καρδιές που παρότι δείχνουν πανομοιότυπες, δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους. Κολλάνε σαν υγρασία σε ανοχύρωτα δέρματα και πονάνε σαν τσιμπήματα από άρρωστα κουνούπια. Έρχονται αιφνίδια, μετά από τις μικρές ή μεγάλες καταστροφές που χτυπούν σαν πραγματικοί ή νοεροί κεραυνοί τις ζωές των ανθρώπων. Φορούν πάνω τους στάχτες από ένα τελευταίο μισοκαπνισμένο Μάρλμπορο, ιδρώτα που δεν σαπουνίστηκε εγκαίρως, κουρελάκια από λαϊκά τραγούδια μιας προδοσίας, μιας καψούρας, ενός ντεραπαρίσματος που κόστισε τη ζωή σε αθώους και ενόχους. Στις γωνίες τους βλέπει κανείς ένα παλιό μαξιλάρι-αιρ κοντίσιον που κάποτε δρόσιζε τον αγκώνα κάποιου που αγαπήθηκε πολύ μα δεν το πίστεψε ποτέ του, ένα φορεμένο φανελάκι που μυρίζει ένα οποιοδήποτε «εσύ», ένα ξεχασμένο πι κι ένα ξύλινο μπαστούνι κάποιου που μάλλον δεν είναι πια εδώ, γι’ αυτό και οι οικείοι του αποφάσισαν να του βγάλουν στο σφυρί το σπίτι.
Αυτές οι μονόφθαλμες, κουτσές και φιμωμένες μέρες συμβαίνουν πανομοιότυπα και τρομακτικά σε όσους, καθότι αναποφάσιστοι, έχουν ανάγκη να αναβάλλουν γι’ άλλη ώρα κάτι σημαντικό. Σε όσους δεν αντέχουν τον πόλεμο, τις διαπραγματεύσεις, την ίδια την πραγματικότητα που τους έλαχε σαν λοταρία μια Δευτέρα πρωί, κι έτσι τσακίζονται να αποφύγουν τα σημεία των καιρών μπας και γλιτώσουν. Κι ενώ ξέρουν πως κάτι τέτοια δεν γλιτώνονται, εκείνοι επιμένουν να διατηρούν την ψευδαίσθηση πως μπορούν για λίγο ακόμα, έστω, να τα καθυστερήσουν.
Posted on 22 Σεπτεμβρίου, 2016, in Bibliotheque and tagged Εκκρεμότητες, Προσωπικά κι απρόσωπα, Παραμυθίες. Bookmark the permalink. 1 σχόλιο.
Reblogged στις ungratefulassassin7* και σχολίασε
⭐✴⭐