Daily Archives: 28 Σεπτεμβρίου, 2016

Χωρίς τρυφερότητα

bibliotheque31

(Κείμενο που δημοσιεύτηκε στην Bibliotheque στις 28 Σεπτεμβρίου 2016)

Με το πέρας του χρόνου, και μόλις ωριμάσουν οι συνθήκες γι’ αυτό που αναπόφευκτα  μέλλει να συμβεί, μόλις δηλαδή τα πλεονάσματα της τρυφερότητας στη ζωή του αρχίσουν να γίνονται υπολείμματα και στο τέλος απώλεια, ο άνθρωπος, για να μην πεθάνει από μελαγχολία, αλλάζει δέρμα και συμπεριφορά.  
 
Επιβιώνει χάρη σε ξεχασμένα αποθεματικά. Αρχίζει να ασχολείται με πράγματα απλά, καθημερινά, που μέχρι πρότινος μπορεί και να αψηφούσε (οι γενικεύσεις είναι πράγμα επικίνδυνο, οι κερδισμένοι της τρυφερότητας μοιάζουν όμως τρομερά μεταξύ τους). Γίνεται πιο ταπεινός (οι τυλιγμένοι με τη ζεστή κουβέρτα της τρυφερότητας νιώθουν και είναι κάτι σαν θεοί) και πιο σεμνός (οι χαϊδεμένοι της τρυφερότητας έχουν μια δικαιολογημένη υπεροψία στην ψυχή και στα χείλη). Παύει να αναζητά στα σύννεφα αγγέλους, και αρχίζει να εκτιμά την ύπαρξη των πουλιών. 
 
Κάνει πράγματα που δεν έκανε. Παρατηρεί με θρησκευτική προσήλωση τα υπό κατάρρευση ισόγεια καταστήματα μιας βρώμικης ευρωπαϊκής πρωτεύουσας και κάνει νοερές προσευχές στις  ιστορικές επιγραφές τους. Περιεργάζεται τα πρόσωπα των περαστικών, τα δέντρα, τα δενδρύλλια, τα παρτέρια των δρόμων. Χαζεύει τα άνθη μιας γαζίας ή τους καρπούς μιας χαρουπιάς που φύεται σε ένα πεζοδρόμιο το οποίο μέχρι τότε δεν είχε αντιληφθεί, και μόλις πάει σπίτι αναζητά βιβλιογραφία με την ιστορία και τη χρήση του παράξενου φυτού ανά τον κόσμο (οι τρυφεροκρουσμένοι στα ντουζένια τους έχουν μάτια μόνο για το συννεφάκι μέσα απ’ το οποίο ξεπροβάλλει η οπτασία του εκλεκτού της καρδιάς τους).
 
Κολυμπά στις επτά το πρωί σε μια ανώνυμη αμμώδη παραλία γεμάτη σπασμένα κοχύλια (αυτός που ανέκαθεν μισούσε τα σπασμένα πράγματα και τα χωρίς τρυφερότητα άγνωστα νερά) και διαβάζει σαν χρησμό τις ρωγμές και τις θρυμματισμένες άκρες τους. Κρύβει πευκοβελόνες στις σελίδες των βιβλίων του απλώς και μόνο για να κρύψει κάτι (οι τρυφεροί έχουν πάντα κάποιο μυστικό), μαζεύει αποκόμματα εισιτηρίων και αποδείξεις μαγαζιών για να θυμάται λεπτομέρειες από ένα ταξίδι όπου δεν έβγαλε φωτογραφίες μιας και δεν είχε όρεξη να απαθανατίσει κάτι. Χαμογελά σε εκνευρισμένα παιδάκια που παιδεύουν τους γονείς τους στο εστιατόριο χωρίς να εξανίσταται, εφόσον ελάχιστα απ’ όσα συμβαίνουν γύρω του τον καίνε πραγματικά.
 
Γίνεται περαστικός των τόπων, επισκέπτης των βλεμμάτων, των αισθημάτων και των νοημάτων. Δοκιμάζει τεχνικές χαλάρωσης που καταπολεμούν το άγχος και τις φοβίες (η έλλειψη τρυφερότητας προκαλεί φοβίες), και μετά ορμάει αψήφιστα σε βαπόρια, τρένα, αεροπλάνα, λεωφορεία και ρηχά νερά. Σκοπός του γίνεται η όσο πιο ανώδυνη φυγή και όχι πια το Μαζί μιας τρυφερής συνομωσίας.
 
Απόλαμβάνει την πραγματική γεύση ενός φαγητού ή ενός κρασιού (η τρυφερότητα παραπλανεί την όσφρηση και τη γεύση, και κάνει τα πάντα να φαίνονται ιδανικά), εφορμά σε ξένα κατατόπια προσπαθώντας να θυμηθεί εκείνη την υπέροχη ξεγνοιασιά του άσκοπου ξοδέματος που μόνο οι μοναχικοί μπορούν να νιώσουν, εφόσον το μυαλό τους δεν είναι πια κανείς εκεί για να το κινεί προς το μέρος του.
 
Προσέχει λιγότερο το ημερολόγιο πρόγραμμά του, από το οποίο απουσιάζει κάποιο ραντεβού που άλλοτε θα προκαλούσε καρδιοχτύπι και αγωνία (οι τυχεροί της τρυφερότητας χάνουν αεροπορικά ταξίδια στην Κέρκυρα ή στην Ισπανία προκειμένου να ζήσουν λίγες στιγμές επίγειας τρυφερότητας στο δωμάτιό τους).
 
Γίνεται ελαστικός και ανεκτικός, κάπως πιο ανθρώπινος (οι ευλογημένοι της τρυφερότητας μπορούν να γίνουν εγωιστές μέχρι αηδίας) κι αφήνεται με απλότητα και μια κάποια αδιαφορία στην τύχη και στην καλοσύνη των ξένων. Γίνεται και ο ίδιος καλύτερος με τους ξένους και τους καρδιοχτυπούντες, μιας και ξέρει τι όμορφα είναι εκεί που βρίσκονται, και νοσταλγεί.
 
Μπροστά στις ενδεχόμενες νοερές και ψυχικές παλινδρομήσεις του προτάσσει νέα σχέδια και νέες προοπτικές, ακόμα και αν αυτή είναι μια πρακτική που μέχρι πρότινος δεν του ταίριαζε καθόλου. Διώχνει τις σκέψεις του με μια κίνηση του χεριού, σαν να ήταν ενοχλητικά κουνούπια. Όχι δίχως λίγο πόνο, είναι η αλήθεια. Ούτε δίχως μια κάποια τάση να υποκύψει ξανά στον πειρασμό, στην προσπάθεια να περισώσει ίσως κάτι απ’ τα χαμένα ή να ξαναμπεί στο στίβο της αναζήτησης εκείνου που έχει μόλις χάσει.
 
Παρόλα αυτά, συνειδητοποιεί πως η απώλεια της τρυφερότητας είναι πια γεγονός, και αυτό τον επαναφέρει γρήγορα στην τάξη του κενού. Σε μια αυστηρά μαθηματική τάξη. Και καθώς η επανέναρξη των διαδικασιών για μια νέα του εναρμόνιση με το πολυπόθητο συναίσθημα του φαίνεται βουνό, ο άνθρωπος προτιμά να φέρεται σαν τους ανακουφιστικά αποχαυνωμένους τηλεθεατές των σαλονιών και των καναπέδων, που ενώ καθημερινά βλέπουν εκατομμύρια εικόνες να περνούν μπροστά από τα μάτια τους, στην πραγματικότητα δεν διακρίνουν ποτέ το βάθος καμίας.
 
Συνειδητά αποφεύγει τα πολλά, και αρκείται στα στοιχειώδη. Υιοθετεί το κενό ως προσωρινό συγκάτοικο του μυαλού και του δωματίου του. Γίνεται άλλος ένας ερασιτέχνης περαστικός παρατηρητής απ’ τις ζωές των άλλων, με τον ίδιο τρόπο που τους υποδέχεται πλέον και ο ίδιος στη δική του.
 
Αφήνει ψύχραιμα τον καιρό να περνά και λίγο λίγο αρχίζει ν’ αντέχει περισσότερα απ’ όσα άντεχε τότε  που κι ένα φύλλο που έπεφτε μπορούσε να τον συντρίψει. Αρχίζει σιγά σιγά να τα ξαναβρίσκει με τον εαυτό του (οι τυλιγμένοι με τρυφερότητα τα βρίσκουν κυρίως με το αγαπώμενο μέλος μέσα στο οποίο χάνονται) και να μένει όλο και πιο γυμνός. Πιο μόνος. Πιο κυνικός. Σοφότερος.
 
Πανέτοιμος να ξαναρχίσει τα πάντα, να εξελιχθεί τρομερά, αλλά σε καμία περίπτωση να εμπιστευτεί εκείνη την τρομερή και άνευ όρων καταβύθιση στην φευγαλέα και προσωρινή, φευ!, εγκάρδια τρυφερότητα που κάποτε τον έκανε να κοντέψει να πεθάνει από μελαγχολία.
 
 
Αρέσει σε %d bloggers: