Paradise Circus
(Κείμενο που δημοσιεύτηκε στην Bibliotheque στις 30 Νοεμβρίου 2017)
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα φαγοπωλείο που έμοιαζε με τσίρκο. Οι σερβιτόροι φορούσαν στολές θηριοδαμαστών και οι σερβιτόρες έμοιαζαν με ακροβάτριες. Στην κουζίνα οι κατσαρόλες ήταν μαγικά καπέλα και στα ράφια τα κρασιά ήταν φυλαγμένα σε δοκιμαστικούς σωλήνες. Οι πελάτες φορούσαν εντυπωσιακά ρούχα και φανταχτερά κοσμήματα, που έβρισκαν στο βεστιάριο της εισόδου δωρεάν.
Παντού υπήρχαν καθρέφτες, πολύχρωμα φωτάκια, κεριά, βελούδινα μαξιλάρια, σημαιάκια, τροχοί της τύχης, καρουσέλ και κρυστάλλινες σφαίρες. Οι μουσικοί κυκλοφορούσαν σαν σαλτιμπάγκοι ανάμεσα στα τραπέζια χορεύοντας και παίζοντας φλογέρα, ντέφι και βιολί. Η τραγουδίστρια, μια όμορφη κοπέλα με αφόρητα γλυκό βλέμμα και λαχταριστό κορμί, τους ακολουθούσε ημίγυμνη, χαρίζοντας λουλούδια στους πιο γοητευτικούς πελάτες. Πότε πότε έκανε ακροβατικά παίζοντας με τις κλωστές που έδενε σφιχτά στα χέρια της, και δίπλωνε το σώμα της σαν λάστιχο αποφεύγοντας με κομψούς ελιγμούς τις μύτες των μαχαιριών που οι μουσικοί εκτόξευαν επιτήδεια προς το μέρος της.
Στην ξύλινη σκάλα έπεφτε ένα διάφανο πέπλο που χώριζε τη σάλα από τα καμαρίνια των ζογκλέρ, που έμοιαζαν με κλόουν, και ήταν κοντοί σαν νάνοι. Όταν το φαγοπωλείο γέμιζε κόσμο, οι ζογκλέρ έβγαιναν όλοι μαζί και αντάλλασσαν μεταξύ τους καθαρά και βρώμικα πιάτα και ποτήρια, χωρίς κανείς να καταλαβαίνει για πότε βρίσκονταν από το τραπέζι στην κουζίνα και τούμπαλιν.
Στο μενού υπήρχαν πιάτα σπάνιων γεύσεων, φτιαγμένα με μυρωδικά και εξωτικά μπαχάρια, και τα ποτήρια εκτός από ζεστό ρουμπινί κρασί γέμιζαν και με πολύχρωμα μεθυστικά κοκτέηλ. Στο φαγοπωλείο δεν σερβίρονταν ποτέ πιάτα με κρέας, και αυτό ήταν το μοναδικό σημείο όπου η ιδιοκτήτρια, που υπεραγαπούσε τα ζώα, διαχώριζε τη θέση της από το κλασικό σαρκοβόρο τσίρκο έτσι όπως το ξέρουμε ή το έχουμε ακούσει.
Η μαγεία και η παραξενιά του τσίρκου-φαγοπωλείου έφερνε ευφορία και χαλάρωση στους πελάτες, που αργά τη νύχτα μεταμορφώνονταν στους αγαπημένους τους ήρωες και ζούσαν δικές τους στιγμές. Άλλοι προτιμούσαν τις παιδικές σκηνές και άλλοι έβρισκαν την ευκαιρία να πραγματοποιήσουν τις πιο ενήλικες φαντασιώσεις τους. Όλοι έφευγαν λίγο πριν χαράξει, ευχαριστημένοι και απαλλαγμένοι, έστω και προσωρινά, από το άγχος της καθημερινής τους ταυτότητας.
Οι γείτονες αγνοούσαν την ύπαρξη του μαγικού φαγοπωλείου, στο οποίο μπορούσε κανείς να βρεθεί περνώντας μέσα από μια μυστική πόρτα, χτισμένη στο πίσω μέρος ενός μπακάλικου. Μόνο οι ιδιοκτήτες του μαγαζιού γνώριζαν την ύπαρξη του μυστικού περάσματος, και οι αφοσιωμένοι πελάτες που, κυρίως τα Σάββατα, αφού πρώτα ψώνιζαν τα τσιγάρα και την τεκίλα τους από τον γλυκομίλητο μπακάλη, κατέβαιναν τα σκαλιά του μαγικού φαγοπωλείου, με τον ίδιο τρόπο που η Αλίκη είχε γλιστρήσει παλιότερα στην είσοδο της Χώρας των Θαυμάτων.
Το φαγοπωλείο αυτό λειτουργούσε επί χρόνια στην ίδια γειτονιά, και ήταν μοναδικό στο είδος του. Ακούγονται ιστορίες πολλές για όλα αυτά τα χρόνια που χάρισε στους πελάτες του χαρά και μαγεία, αλλά αυτές τις ανακαλύπτει κανείς τυχαία, κρυφακούγοντας από το διπλανό τραπεζάκι σε ένα αδιάφορο συνοικιακό καφέ. Έτσι μαθαίνει πολλά, μέσα από διηγήσεις τρίτων που σύχναζαν κάποτε εκεί, και σήμερα το αναπολούν με την τρυφερή νοσταλγία θεατή περιπλανώμενου τσίρκου που μέσα σε λίγες μέρες μάζεψε τις σκηνές και τα καμαρίνια του κι έφυγε για άλλη πόλη.
Posted on 30 Νοεμβρίου, 2017, in Bibliotheque and tagged Προσωπικά κι απρόσωπα, Παραμυθίες. Bookmark the permalink. 1 σχόλιο.
What a song!!! Η καλύτερη μπασογραμμή που έχω ακούσει ποτέ μου, και ΔΕΝ είναι από τον Bootsy! Και τι υπέροχα γκροτέσκ φαγοπωλείο… τα σέβη μου! Να προσέχετε 🙂