Αρχεία Ιστολογίου
Δυο ποιήματα του Αντώνη Ζέρβα
ΜΕΣ ΣΤΑ ΠΟΛΛΑ ΝΑΙ
.
Όχι κύριε δεν μ’ αρέσουν τα τραγούδια σας
κι ας πουλάνε σαν πραλίνες Βρυξελλών.
Προτιμώ τις ψαλμωδίες μιας παλιάς θρησκείας
που σε κάνουν να λυγίζεις γόνατα και ράχη,
έστω κι αν η πίστη έχει ξεραθεί μέσα στα οστά σου.
Προτιμάω τους ενθουσιαστικούς παιάνες
μ’ όλες τις αιματοχυσίες που δεν βγάζουν πουθενά.
Προτιμάω την πασχαλινή στιγγλιά:
L’hanno ammazzato* και τον θρήνο του Ισπανού μες στην αρένα.
Προτιμώ αυτό το νυχτοπούλι, σαν ανοίγω λίγο
να ‘μπει ο αέρας και να μου θυμίσει
ότι πρέπει να ξανακαπνίσω, αν δεν θέλω να μου στρίψει
κάτω από τα μουσικά νταβάνια της αυτόματης ψυχής.
*”Τον χάλασαν”· με την κραυγή αυτή τελειώνει η Cavalleria Rusticana
του Pietro Mascagni.
———————————————-
ΣΧΟΛΙΟ ΣΤΟΝ ΠΛΑΤΩΝΑ
.
Έπαθα ό,τι ανέκαθεν φοβόμουν.
Φοβόμουν ότι θα γεράσω, και γέρασα.
Φοβόμουν ότι θα πεθάνει ο πατέρας μου και δεν θα τον ξαναδώ.
Φοβόμουν μήπως με βλέπουν στα σκοτεινά μου και όλα τυφλώθηκαν,
Φοβόμουν τους ανθρώπους της Νέας Ελλάδας με τα πολλά δικαστήρια και τα πολλά ιατρεία.
Φοβόμουν πως θα μου ζητούσαν ν’ αλλάξω συμπάθειες. Πως θα με απέφευγαν για την λατρεία του ήρωα και του χώματος.
Φοβόμουν μήπως ξεμείνω στα ξένα, και ξέμεινα.
Φοβόμουν πως θα γίνω δημόσιος υπάλληλος με προϊστάμενο και μπλἐηζερ.
Φοβόμουν το φθόνο των φίλων και τους φθόνησα.
Φοβόμουν τα χρέη κι έκτοτε δουλεύω για τις τράπεζες και τους τοκιστές.
Φοβόμουν τα θερμοκήπια της ηδονής και όσους φωτίζουν εν Θεώ τους κρύφιους δρόμους.
Φοβόμουν πως θα κρατάω στο χέρι μου το κλειδί και δεν θα το βρίσκω.
Φοβόμουν το μαύρο ναυάγιο κάτω από τη σκάλα της ζωής.
Η φράση του Πλάτωνα έχει ως εξής: ο άνθρωπος είναι σαν να τα ξέρει όλα στον ύπνο του και όλα να τα αγνοεί στον ξύπνιο του.
—————————–
(ευχαριστώ τον Σ. που μου μίλησε πρώτη φορά για τον ποιητή)
Διαγωνισμός διηγήματος 2013
Αιώνια ωραίοι ανθούμε σαν τα φύλλα του καφέ που ‘ ναι μεγάλα κι αζήτητα
Και σαν τους σπόρους του καπνού που τους πετάνε πίσω στο χώμα
Και καταναλισκοντας καθημερινώς εκατοντάδες τόνους χλωροφύλλης
Καταφέραμε να μεταφυτέψουμε το άπειρο στα χορτάρια μας
Νάνος Βαλαωρίτης, Το θαύμα (1961)
Καπνός το θέμα του Γ’ Διαγωνισμού Διηγήματος «Στέλιος Ξεφλούδας» κι από έδώ θα σας δίνουμε συχνά κομμάτια κι αποσπάσματα για τον καπνό. Βιβλία, ποιήματα, εικόνες… (από το μπλογκ του Κώστα Στοφόρου)
Τα δώδεκα πρώτα διηγήματα που θα ξεχωρίσουν, θα δημοσιευτούν σε ειδική Ανθολογία. Για την συγκεκριμένη έκδοση οι συγγραφείς παραχωρούν αυτοδίκαια στους οργανωτές τα πνευματικά τους δικαιώματα. Πέρα από τα τρία πρώτα βραβεία θα δοθεί το Ειδικό Βραβείο Γιώργης Χαλατσάς σε διήγημα που θα αναφέρεται στα Καστέλλια. Θα δοθούν ακόμη 12 έπαινοι.
Τα διηγήματα υποβάλλονται ταχυδρομικά με την ένδειξη
Για τον Γ’ διαγωνισμό διηγήματος «Στέλιος Ξεφλούδας» ως ακολούθως:
Παραλήπτης
Προοδευτικός Σύλλογος «Τα Καστέλλια»
Κτίριο Πνευματικού Κέντρου Ρουμελιωτών
Σίνα και Δαφνομήλη 1Α, ΑΘΗΝΑ 106 80
Διηγήματα παραλαμβάνονται από τις 15 Ιανουαρίου του 2013. Τελευταία ημέρα κατάθεσης ορίσθηκε η 30η Ιουνίου του 2013, με αποδεικτικό στοιχείο τη σφραγίδα του Ταχυδρομείου.
Τα διηγήματα υποβάλλονται δακτυλογραφημένα σε επτά (7) αντίτυπα. Κάτω απ’ τον τίτλο του διηγήματος αναγράφεται υποχρεωτικά ψευδώνυμο του συγγραφέα. Μέσα στο φάκελο αποστολής πρέπει να υπάρχει δεύτερος κλειστός φάκελος αλληλογραφίας, που εξωτερικά θα φέρει το ψευδώνυμο. Μέσα είναι τα πραγματικά στοιχεία όπως: όνομα, επώνυμο, πατρώνυμο, έτος και τόπος γέννησης, διεύθυνση μόνιμης κατοικίας, τηλέφωνα επικοινωνίας και ηλεκτρονική διεύθυνση (e-mail). Οι φάκελοι με τα πραγματικά στοιχεία θα ανοιχθούν μόνο στην περίπτωση διάκρισης του διηγήματος.
Η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων και η βράβευση θα γίνει σε ειδική πανηγυρική εκδήλωση, που θα πραγματοποιηθεί το Νοέμβριο στην Αθήνα.
Η κριτική επιτροπή
Ανακοινώθηκαν από τον Προοδευτικό Σύλλογο «Τα Καστέλλια» τα ονόματα των μελών της Κριτικής Επιτροπής
Όπως και στους δυο προηγούμενους διαγωνισμούς μετέχουν οι:
Δημήτρης Χαλατσάς -δικηγόρος και συγγραφέας, επίτιμος πρόεδρος του Συλλόγου
Κώστας Στοφόρος– δημοσιογράφος και συγγραφέας, αντιπρόεδρος του Συλλόγου
Τα νέα μέλη της Κριτικής Επιτροπής είναι οι συγγραφείς:
Δώρα Κασκάλη
Διονύσης Μαρίνος
Μαρία Πετρίτση
Λίγα λόγια για τα νέα μέλη της Επιτροπής
Η Δώρα Κασκάλη ζει και εργάζεται στην Θεσσαλονίκη. Ήταν υποψήφια για το Βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα του περιοδικού Διαβάζω για τη συλλογή διηγημάτων της «Στο τρένο» (2010, εκδόσεις Γαβριηλίδης). Το Νοέμβριο του 2011 κυκλοφόρησε από τις ίδιες εκδόσεις το μυθιστόρημά της «Κάτω». Τον Οκτώβρη του 2012 κυκλοφόρησε ελεύθερα στο διαδίκτυο σε ψηφιακή μορφή η νουβέλα της «Πέντε ζωές κι ένα μυθιστόρημα – Σπουδή ενός δόκιμου γραφιά» από την Ανοικτή Βιβλιοθήκη OPENBOOK (http://www.openbook.gr/2012/10/kaskali.html). Επίσης, διατηρεί τη στήλη «Ακουστικός τηλέγραφος» στο ηλεκτρονικό περιοδικό τέχνης, ΝΤΟΥέΝΤΕ.
Τα μυθιστόρηματά της «Όλα Λάθος» και «Μιράντα» κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Κέδρος.
Ο Ξανθούλης ξαναχτυπά
Η αυτοκτονία ενός νέου άντρα, γιου του δάσκαλου, τη μακρινή άνοιξη του 1972, γίνεται αφορμή να στηθεί ένα σενάριο αισθηματικών ψευδαισθήσεων. Φυσικά η τραγωδία και ο πόνος εξακολουθούν να ξετυλίγουν την οδύνη τους. Αλλά αυτό δεν εμποδίζει τους ηθικούς αυτουργούς να παρακάμπτουν τη θλίψη σαν να πρόκειται για μια ιστορική μελαγχολική παρένθεση. Αυτά συμβαίνουν στη διάρκεια μιας Σαρακοστής που, έτσι κι αλλιώς, φορτίζει με ξεχωριστό τρόπο την ατμόσφαιρα. Με τον καιρό, το δράμα αμβλύνεται και όλα μπαίνουν στην τροχιά μιας ήρεμης λήθης. Ως εδώ καλά. Ή περίπου καλά.
Σαράντα χρόνια αργότερα, οι συμπτώσεις θα σηματοδοτήσουν την επέλευση της Νέμεσης. Ένα βροχερό καλοκαιρινό αθηναϊκό απομεσήμερο θα σταθεί αιτία να ξεκινήσει μια κοπιαστική και ψυχοφθόρα αναζήτηση απαντήσεων σε αναπάντητους ως τώρα γρίφους. «Δράστης», ο λιγότερο… αξιοθέατος γιος του δάσκαλου. Ο μικρότερος, που τώρα, κοντοζυγώνοντας στα εξήντα του χρόνια, αν και αδιάφορος για το ενδοοικογενειακό του οδοιπορικό, θα κάνει τα πάντα ώστε να βρεθεί άκρη στο μυστήριο της αυτοχειρίας του αδερφού του. Έτσι, θα επιστρέψει σε ό,τι είχε αγνοήσει μέχρι τότε. Ξαναζωντανεύει συνειδητά τις φοβίες του και επιζητεί τη δικαίωση του αυτόχειρα. Δεν θα διστάσει, αυτός, ο αποξενωμένος απ’ όλους ‒και κυρίως από την επιλήψιμη επιρροή του πατέρα-δάσκαλου‒, να ισοπεδώσει τη σιγουριά της χρονικής απόστασης από την τραγωδία με ένα δικό του πια χρονόμετρο, γεμάτο φαντάσματα, θυμό και τύψεις.
Κι όλα αυτά, με αφορμή μια ξαφνική καλοκαιρινή βροχή…
Είναι να μην τρέξω;…
Pop: Το bar των 32 τ.μ. που έγραψε μία τεράστια ιστορία στην αθηναϊκή νύχτα
(Αναδημοσίευση από εδώ)

Από τη Νίκη Χάγια
«Ήταν μία πεθαμένη Δευτέρα χειμώνα, αργά το βράδυ, και μαζί με τον φίλο μου ψάχναμε ένα μπαρ να τα πιούμε. Μου λέει να πάμε Pop και εγώ του απαντώ «μπα θα είναι κλειστό». Με τα από ‘δω και τα από ‘κει με πείθει να ρίξουμε μια ματιά. Γίνεται της κολάσεως. Μπαίνουμε μέσα και χόρευαν όλοι. Του λέω «ρε εδώ χορεύουν όλοι»… μείναμε μέχρι το πρωί και από τότε το Pop μετονομάστηκε στο «πάμε εκεί που χορεύουν όλοι».
Μερικές φορές ψάχνεις να βρεις τρόπο να αρχίσεις ένα κείμενο, να πεις μία ιστορία και τρώγεσαι να βρεις κάποια αμπελοφιλοσοφία για να κάνεις την αρχή (και να το παίξεις και λίγο έξυπνος). Στην περίπτωση του Pop θα έπρεπε να πω κάτι ψαγμένο σχετικά με νύχτα, ποτό, μέθη, ξενύχτι. Σωστά; Καμία όμως φράση – κανενός Bukowski και Kerouac – δεν μπορεί να περιγράψει το τι γινόταν στο bar, που μεγάλωσε τις πρώτες γενιές της αθηναϊκής ιντίλας, καλύτερα από τα παραπάνω λόγια της Φωτεινής, μίας απλής πελάτισσας του μικρού αυτού τεράστιου bar.

Το Pop άνοιξε 2 Ιουνίου του 2001 και είναι «παιδί» του Χριστόφορου και του Νίκου. » Με τον Νίκο δουλεύαμε μαζί σε ένα μαγαζί στου Ψυρρή», θυμάται ο Χριστόφορος, «εκείνος έπαιζε μουσική και εγώ ήμουν barman». Το όραμα ήταν απλό: να κάνουν κάτι διαφορετικό απ’ ότι υπήρχε μέχρι τότε. «Το μοναδικό μέρος που έπαιζε τη μουσική που γουστάραμε τότε ήταν το Mad στη Συγγρού. Εμείς θέλαμε να φτιάξουμε κάτι που να είναι μικρό, να μην είναι μαύρο και να έχει κοκτέιλ. Αυτό που στην ουσία κάναμε ήταν να ανακαλύψουμε μία τρύπα στην διασκέδαση και να χωθούμε».
Ο «πρόγονος» του Pop, ουδεμία σχέση είχε με αλκοόλ. Τα 32 αυτά τετραγωνικά στην Κλειτίου κάποτε ήταν ένα μαγαζί με χειροποίητα δώρα, που λεγόταν «ο ομφαλός της πόλης» στα λατινικά και ιδιοκτήτης του ήταν ο Κωσταντινίδης, που για ένα φεγγάρι έγραφε και στο Wallpaper. «Ήταν Χριστούγεννα όταν είχα περάσει από εκεί και του είχα πει πως αν δει πουθενά εκεί τρίγυρω κάτι μακρόστενο και ψηλοτάβανα σαν το συγκεκριμένο μαγαζί να ενοικιάζεται να μου το πει», λέει ο Χριστόφορος.
Μετά από δύο τρεις μέρες, πέφτει τηλέφωνο από τον Κωνσταντινίδη ότι πρόκειται να φύγει και Χριστόφορος και Νίκος βρίσκουν το μέρος που θα στεγάσει πάθη, έρωτες, μεθύσια, ξύλο, πολλά zombie και σίγουρα καλή μουσική.
«Αρχικά είχαμε πει να το ονομάσουμε bar breeze και σε κάποια φάση ο Νίκος μου λέει πως έχει μία πρόταση στο νου του για το όνομα. Είχα και εγώ. Και έτσι είπαμε ότι θα γράψει ο καθένας την ιδέα του σε ένα χαρτάκι και μετά θα το ανταλλάξουμε. Χωρίς να το ξέρουμε το όνομα που γράψαμε και οι δύο ήταν Pop».
Το μουσικό soundtrack του μαγαζιού το έγραψαν μεταξύ άλλων ο Νίκος Τριανταφύλλου, ο Γιώργος Κωνσταντινίδης, o Δημήτρης Πολιτάκης, η Βασιλική, ο Δαβίδ και ο Βαρώτσος, ενώ ουκ ολίγα συγκροτήματα είχαν κάνει ένα πέρασμα από εκεί (για να πιουν) με πρώτους και καλύτερους τους Archive
Τα εγκαίνια του Pop (με την pulp γραμματοσειρά – καθότι ο Νίκος ήταν φανατικός του βρετανικού συγκροτήματος) γίνονται με κατεβασμένο το ρολό μιας και δεν είχε έρθει ακόμα η άδεια. «Εγώ το είχα πει εγώ σε πέντε μετρημένους στα δάχτυλα φίλους μου και ο Νίκος σε άλλους πέντε. Αυτοί όμως το είπαν σε άλλους πέντε και πάει λέγοντας. Έγινε ένας πανικος το πρώτο βράδυ. Ο Νίκος ήταν στη μουσική και εγώ στα ποτά. Kαι αυτό ήταν όλο. Δεν είχαμε σέρβις δεν είχαμε τίποτα».
Και κάπως έτσι ξεκινάει και γράφεται μία νέα ιστορία στο κέντρο, που μέχρι τότε ήταν νεκρό, γιατί ούτε πλατεία Καρύτση υπήρχε, ούτε πλατεία Αγίας Ειρήνης. Ίσα-ίσα ένα Toy, που εξυπηρετούσε τον Λαμπράκη και ένα Booze που λειτουργούσε με sms και όποτε να ‘ναι. Τα νέα φτάνουν στους σωστούς κύκλους για αυτό το μικρό bar που παίζει new wave, post punk, κιθάρες και τα νυχτοπούλια της Αθήνας καταλαμβάνουν ένα-ένα και από μία θέση στην μπάρα.
Ο δημοσιογράφος και πρωτοπαλίκαρο του athens-by-night style, Φώτης Βαλλάτος, το θέτει το θέμα πολύ ωραία: » η φάση του Pop ήταν για μένα η Μαβίλλη των 00s. Ό,τι ζήσαμε στα 90s στη Μαβίλλης, που όλος ο κόσμος ήταν έξω, αλλά όχι χύμα, αυτό αναβίωσε και το Pop στη Κλειτίου».
Αν βγάλεις τουαλέτα και μπαρ, ο ωφέλιμος χώρος του Pop, που είχες για να κάτσεις δηλαδή, ήταν μόλις 19 τ.μ. – εξού και πολύ σωστά ο δημοσιογράφος και hip persona της Αθήνας, Γιάννης Τσιούλης (aka Cartoon Dandy) λέει «πως οι περισσότερες ιστορίες στο Pop έχουν γίνει έξω από αυτό».
Ο Μάκης Παπασημακόπουλους, δημοσιογράφος, μουσικάντης και σκληρό παλικάρι έχει και αυτός τη δική του ιστορία. «Ενθυμούμαι ότι είχα το εκνευριστικό συνήθειο να πίνω το ποτό μου και μετά αναγκαστικά να πετάω το ποτήρι πίσω απο το κεφάλι μου (όταν ήμουν έξω). ‘Ενα βράδυ το παράκανα, με αποτέλεσμα να έχω δημιουργήσει μια θάλασσα από γυαλιά γύρω μου στον πεζόδρομο κι εγώ να κοιμάμαι στην μέση. Ποτέ δεν μου έβαλαν χέρι και πάντα με αντιμετώπιζαν με μια διάθεση «άστονα μωρέ αφού είναι το χόμπι του». τους αγαπώ για τούτο.

Επίσης, ενθυμούμαι πως για μια σειρά πέντε και πλέον ετών, ο μόνιμος διάλογος μου με το μπαρ σταφ ήταν «γεια, ρε μ$&$ πλήρωσα χθες;» «ναι Mάκη όλα καλά», ενώ από τα τελευταία έτσι σκηνικά που μου έμειναν ήταν ένα βράδυ που είχε στήσει διαφημιστικό περίπτερο η άμστελ απόξω με την καινούργια μπύρα (στο τζαμπέ) και μπαινοβγαίναμε μέσα όξω. μέσα για το τζιντόνικ, έξω για την μπύρα. ή όπως την ονόμασε ένας σοφός «απόξω οικοδομή απο μέσα ταγκερί». Του είπαμε ότι είναι τανκερέη να πούμε, αλλά μας απάντησε ότι «αφού πάει ο στίχος δεν με ενδιαφέρει η μάρκα»».
Από τα πάρτι που έχουν μείνει στην ιστορία του Pop ήταν το αποκριάτικο με θέμα τη «Δυναστεία», ένα καλοκαιρινό που είχαν πέσει κάτι μπουκέτα, τα γενέθλια κάθε χρόνο, όπου μοιραζόντουσαν στους πελάτες καπέλα, t-shirts, πετσέτες, καπελάκια – «την πρώτη χρονιά είχαμε δώσει κονκάρδες γιατί δεν είχαμε λεφτά», λέει ο Χριστόφορος – και φυσικά εκείνο το καλοκαιρινό πάρτι με πισίνες και φοίνικες, πριν περίπου ένα χρόνο, του street artist και φωτογράφου Dreamer.
«Είχα ζητήσει από το κοινό να μου στείλει φωτογραφίες με αγαπημένες του παραλίες , τις οποίες από αυτές διάλεξα κάποιες και τις κόλλησα στους δρόμους και ήθελα να κλείσω αυτό το interactive project με ένα πάρτι στο οποίο θα έδινα ως δώρο τη δική μου αγαπημένη παραλία ως αφίσα. Προσπαθήσαμε να κάνουμε ένα τόσο αστικό τοπίο, όπως είναι ο πεζόδρομος της Κλειτίου, όπου τη μέρα είναι ένα δρόμος και το βράδυ το στέκι του χιπστερ, καλοκαιρινή αμμουδιά. Εννοείται ότι ξημέρωσε και ήμασταν ακόμα εκεί».
«Η κολόνα του μαγαζιού», όπως λέει μία άλλη θαμώνας, η Λήδα, «ήταν η Λιλίκα, η σερβιτόρα. Παρόλο τον πανικό δεν της ξέφευγε κανείς. Μία φορά θυμάμαι ένα φίλος μου είχε φύγει χωρίς να πληρώσει και η Λιλίκα τον είδε μετά από τρία χρόνια και του την είπε».
«Όλοι αυτοί που ερχόντουσαν πολλά χρόνια σταμάτησαν να έρχονται, πήγαιναν αλλού, βαρέθηκαν, δεν είχαν χρήματα. Έτσι ξεκίνησε μία φθίνουσα πορεία και κάποια στιγμή ήρθε το τέλος»
Λιλίκα και Pop ήταν ένα, παρόλο που η ιστορία την θέλει στο πρώτο interview για τη δουλειά να τρώει απόρριψη από τον Χριστόφορο: «Η Λιλίκα είχε έρθει για interview μετά από το Decadance, όπου δούλευε. Είχε έρθει με έναν φίλο της στις δύο το πρωί. Eίχε ακούσει ότι είχε ανοίξει ένα μαγαζί στο κέντρο και είχε έρθει λίγο χαρούμενη ας το πούμε, τρίκλιζε λίγο. Οπτικά μου έκανε, αλλά έτσι λίγο ζαλισμένη όπως την είδα την έκοψα. Επέμεινε όμως ήρθε και την επόμενη σαν πελάτισσα χωρίς να πει κάτι, αλλά την μεθεπόμενη ήρθε και με ξαναρώτησε. Και τελικά της είπα το ναι. Η Λιλίκα έγινε για πολλούς η προσωποποίηση του Pop».
Το μουσικό soundtrack του μαγαζιού το έγραψαν μεταξύ άλλων ο Νίκος Τριανταφύλλου, ο Γιώργος Κωνσταντινίδης, o Δημήτρης Πολιτάκης, η Βασιλική, ο Δαβίδ και ο Βαρώτσος, ενώ ουκ ολίγα συγκροτήματα είχαν κάνει ένα πέρασμα από εκεί (για να πιουν) με πρώτους και καλύτερους τους Archive. Ίσως να είχες πετύχει και τους Camera Obscura και τους Sigur Ros.
«Ένα βράδυ μετά από την πρεμιέρα της ταινίας Διχασμένο Κορμί, στις Νύχτες Πρεμιέρας, είχε έρθει ο Almodovar με τη Rosie de Palma. Βασικά, αυτή που φάνηκε ήταν η Rosie. Τους είχε φέρει ο Ορέστης Ανδρεαδάκης, που έλεγε πως έχουμε το καλύτερο μαρτίνι της πόλης», λέει ο Χριστόφορος.
Πέρα από τα Zombie (και όμως υπήρχε άνθρωπος που έπινε μέχρι και εφτά), τις μουσικές, και τις χορευτικές φιγούρες, το Pop ήταν και το πρώτο μαγαζί που ήταν gay friendly. «Γενικότερα απεχθάνομαι οτιδήποτε έχει ταμπέλα. Είχαμε αποφασίσει με τον Νίκο ότι είναι όλοι καλοδεχούμενοι. δεν έχω κανένα πρόβλημα με κανέναν αρκεί να σέβεται το προσωπικό και το μαγαζί ως μαγαζί. Από εκεί και πέρα όποιος ήθελε να φιληθεί με όποιον θέλει, ας το έκανε», λέει ο Χριστόφορος.
Ο Γιώργος, θαμώνας του Pop και αυτός που τώρα έχει το πιο χιπστερικό περίπτερο κοντά στη πλατεία Καρύτση, υποστηρίζει ότι «εκεί ένιωθες σαν στο σπίτι σου. Ήξερες ότι θα πας και θα βρεις κάποιον και ακόμα και αν δεν έβρισκες θα μιλούσε με τον barman, τον dj, τη Λιλίκα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ που μερικά πρωινά που έκλεινε το Pop και ήμασταν ακόμα εκεί, πηγαίναμε με τον Χριστόφορο στην αγορά για κοκκινιστά και πατσά».

Και μετά από όλα αυτά τα ωραία ήρθε το τέλος. Ο ένας εκ των δύο συνεταίρων, ο Νίκος πεθαίνει λόγω σοβαρού προβλήματος υγείας, το κέντρο αρχίζει να ερημώνει και το κοινό δεν ανανεώνεται. «Όλοι αυτοί που ερχόντουσαν πολλά χρόνια σταμάτησαν να έρχονται, πήγαιναν αλλού, βαρέθηκαν, δεν είχαν χρήματα. Έτσι ξεκίνησε μία φθίνουσα πορεία και κάποια στιγμή ήρθε το τέλος», εξηγεί ο Χριστόφορος.
Η ιστορία του Pop, όσο και αν θέλουν πολλοί, δεν θα συνεχίζει να γράφεται. Πλέον, τον χώρο τον πήρε ένας από τους πελάτες του Pop και θα ανοίξει ένα καινούργιο bar στη θέση του με διαφορετικό όνομα.
«Η κολόνα του μαγαζιού ήταν η Λιλίκα, η σερβιτόρα. Παρόλο τον πανικό δεν της ξέφευγε κανείς. Μία φορά θυμάμαι ένα φίλος μου είχε φύγει χωρίς να πληρώσει και η Λιλίκα τον είδε μετά από τρία χρόνια και του την είπε»
Για πολλούς, από τους indie μέχρι τους νεοχίπστερ (πες όπως θες αυτούς που γουστάρουν να ακούνε καλή μουσική) το Pop θα τους μείνει για πάντα στη μνήμη.
Ο Χριστόφορος θα σκέφτεται τον κυρ Πλάτωνα, ιδιοκτήτη του χώρου, που έμενε ακριβώς από πάνω και του είχε ζητήσει να βάλει μία καρεκλίτσα δίπλα από την πόρτα του bar και τα ποτά του ήταν το πίπερμαν και το κουαντρόλα.
Ο Θάνος, ιδιοκτήτης του Baba au Rum λέει ακόμα για όταν πρωτοπάτησε το πόδι του στο Pop και άκουσε τον Νίκο να παίζει Sound Devise, που ήταν το παλιό του συγκρότημα.
Η Ρινέτα θα θυμάται τα βαρελάκια που έκανε μεθυσμένη στον πεζόδρομο αγκαλιά με φίλο της και το τρέξιμο για να προλάβουν την μπάρα ανοιχτή. «Παίρναμε τηλέφωνο για να μας έχουν έτοιμα τα ποτά».
Και ο Μιχάλης υποστηρίζει ότι οι ιδιοκτήτες του Pop ήταν από τους πρώτους που ξεκίνησαν τον τίμιο αγώνα κατά της απαγόρευσης του καπνίσματος στους χώρους εστίασης.
Όλοι έχουν κάτι να θυμούνται. Και ξαφνικά τα 32 τ.μ. γίνονται χιλιάδες.
Μαλλιά-κεντήματα-νήματα
…
Εντέλει παντρεύτηκα τη Λίτσα
από το παλιότερο βιβλίο μου.
Ήτανε πρίμα μπαλαρίνα,
αλλά ένα ατύχημα
την έκανε να βάφει νήματα
και να κεντάει.
Μαζί με τις δύο κόρες που αποκτήσαμε,
στήσαμε μια μικρή βιοτεχνία.
Όλη μέρα τραγούδια, γέλια και δουλειά.
Τα βράδια έπαιρνα το άλογο,
το πήγαινα στο τέρμα των τρόλεϊ
να το ποτίσω.
Το καυσαέριο ανέμιζε τη χαίτη του.
Δεν θυμάμαι
πόσες χρονικές μονάδες ψάχναμε
για νερό.
Επιστρέφοντας (βράδυ πάντα)
το τοπίο είχε υποστεί αλλαγές.
Ο κόσμος στις πόρτες μιλούσε μια ξένη γλώσσα.
Στο μέρος του σπιτιού ένα κενό.
Έψαξα, ρώτησα (με νοήματα πια)
και πείστηκα ότι, εφόσον δεν έγινε σεισμός,
το σπίτι είχε απογειωθεί τυλιγμένο στα μαλλιά.
…
(από την ποιητική συλλογή Δωρεάν Σκοτάδι, του Γιάννη Κοντού)
.
Απενοχοποίηση
Ωδή στις παχουλές
Μην το κάνεις αυτό κυρία μου. Μη δαγκώνεσαι μπροστά στον καθρέφτη πιάνοντας με την άκρη των δακτύλων σου τα παχάκια που διακρίνονται στη μέση και στους γλουτούς σου. Μην αναστενάζεις απελπισμένα για τα τρία κιλά που πρόσθεσε στο κορμί σου ο χειμώνας. Μην καταριέσαι το καλοκαίρι εκστομίζοντας την ανυπόφορη φράση «πώς θα βγω έτσι στην παραλία»; Δεν του πρέπει τέτοια απαξίωση, ούτε του καλοκαιριού, ούτε του κορμιού σου. Μην αρχίζεις τις δίαιτες εξπρές, τις σαλάτες δίχως λάδι και τους διαδρόμους μέσα στην κάψα του Ιούνη. Μην φορτώνεις με καντάρια τύψεων το μικρό γλυκάκι που σε κερνάνε στη δουλειά. Μη βάζεις-βγάζεις συνεχώς τα παντελόνια σου μπροστά στην ανοικτή ντουλάπα, για να διαπιστώσεις αν σου χωράνε και πόσο σε σφίγγουν.
Μη ζηλεύεις την αδύνατη κοπελίτσα που περνά δίπλα σου. Ποιός σου είπε ότι οι άνδρες ηδονίζονται να μετράνε γυναικεία παϊδάκια κάτω απ’ το ζωντανό δέρμα; Μη σφίγγεις με όλη σου τη δύναμη το κρέας των μηρών σου για να δεις πόσο αυξήθηκε η κυτταρίτιδα. Κανένα αρσενικό δεν θα σε ζουπίξει τόσο πολύ στο μπούτι, ώστε να ξεπροβάλλουν στα μάτια του όλα τα υποδόρια βουναλάκια σου. Μη βλαστημάς που η κρίση δεν σ’ άφησε λεφτά για να κάνεις καμιά δεκαριά μασάζ στα γρήγορα, μήπως και σουλούπωνες το τοπικό πάχος. Κανένας μασέρ ποτέ δεν έφτιαξε ένα καλοκαίρι και κανένα ινστιτούτο αισθητικής ούτε βρήκε ούτε κράτησε ποτέ γκόμενο σε γυναίκα.
Μα καλά, δεν ξέρεις ότι η λεπτή γυναίκα ντυμένη μπορεί να μοιάζει πιο όμορφη από την παχουλή, αλλά όταν γδυθούν δίπλα-δίπλα, η γεμάτη είναι πιο επιθυμητή; Τι φαντάστηκες δηλαδή; Αν η Αφροδίτη της Μήλου (αυτή αιώνια γυναίκα της ομορφιάς της καθημερινότητας) συναντούσε την Gisele Bundchen ή την Kate Moss (τα πιο καλοπληρωμένα μοντέλα σήμερα στην υφήλιο), θα έτρεχε να σκεπαστεί ντροπιασμένη; Αμ δε. Τα πλαστικοποιημένα πανύψηλα μοντέλα θα φεύγανε έντρομα, αντιμετωπίζοντας αυτή την πηγαία θέρμη που εκπέμπουν οι καμπύλες του ευρύχωρου κορμιού της και το δοτικό (κι όσο πρέπει περιφρονητικό) ύφος της. Μην τρελλαίνεσαι λοιπόν κυρία μου. Όλοι οι άντρες λένε πως θα θέλανε να κυκλοφορήσουν τη Naomi Campbell, όμως μάθε πως η μαύρη ελαφίνα ουδέποτε πρωταγωνίστησε στις βρώμικες φαντασιώσεις τους κάτω από τα σεντόνια τους ή πίσω από τα μαύρα γυαλιά τους στην παραλία. Πάντα εσύ είχες εκεί τον πρώτο ρόλο, μόνο που δεν το ξέρεις.
(Κείμενο του Δημήτρη Καμπουράκη, από το protagon.gr)
—
Άντε, και καλό καλοκαίρι 🙂
—
Χωρίς τη Ντεζιρέ
Ο κκμοίρης ανοίγει την πόρτα, μπαίνει στις Τρεις Ευχές, βάζει νυχτερινή μουσική και βουλιάζει στον καναπέ με μια βότκα μαρτίνι στο χέρι. Μετά βγάζει τη γραβάτα του και μιλά για τη Ντεζιρέ περιγράφοντας τον κόσμο μέσα από ένα ζευγάρι αντρικά μάτια. Την καλύτερη ευχή την κρατά για το τέλος…
—
ties that bind
Με το που πέρασα τα δεύτερα -άντα, η μουσική των Yello ήταν πια το Ιδανικό Σάουντρακ ενός κωλάδικου –λυπάμαι αλλά όπως και να θες να το βαφτίσεις, strip show, nude show, men only, pole dancing, δεν παύει να είναι ένα κωλάδικο- γεμάτου με άντρες κάθε ηλικίας που φοράνε ακριβά ή λιγότερο ακριβά κοστούμια, με τις Hermès χαλαρές στο λαιμό ή χωμένες μέσα στις τσέπες. Το τελευταίο είναι η απόλυτη ήττα της γραβάτας αλλά μη δίνεις σημασία, δεν έχουν στόμα να μιλήσουν αυτές. Αν είχαν μπορεί να μην υπήρχε σπίτι για σπίτι όρθιο σήμερα.
Από καιρό πια δεν με νοιάζουν τα ανόητα ενοχικά μας, ποιές ξεντύνονται, γιατί ξεντύνονται, τι ζωή άφησαν πίσω στο σπίτι ή στο φτηνοξενοδοχείο τους, πόσους λογαριασμούς απλήρωτους έχουν, αν ταΐζουν παιδί, σκυλί ή γέροντες, πώς μας βλέπουν όλους τους κουστουμαρισμένους από κάτω, αν μας αντικρίζουν -βολικό- σαν ιδρωμένους βδελυρούς χοντροκοιλαράδες ή σαν αυτό το αρχέγονο αρσενικό που στ΄ αλήθεια είμαστε, φράγκο τσακιστό δεν δίνω για τις σκέψεις τους, είναι τόσο ανόητο να θέλουν να παριστάνουμε τα γουρούνια μέσα στα μαργαριτάρια. Τις βολεύει να είμαστε o Lan Choney και όχι ο Clive Owen. Mα κανείς άντρας δεν πηγαίνει για να τον δουν σαν βάτραχο και να τον διαλέξουν σαν πρίγκιπα. Για να δει, να βρέξει το στόμα του με λίγο οινόπνευμα και να διαλέξει αυτός τον αποδέκτη του βρώμικου ψεύτικου χαρτονομίσματος πιάνει καλή θέση μπροστά στη μικρή πίστα. Μια, δυο, τρεις, πέντε, δεν είναι δα και για χόρταση. Τόσο απλό.
Όπως μ’ έχουν διδάξει αμισθί μερικοί τολμηροί εξερευνητές, αυτό το κομμάτι χαρτί πρέπει να καταλήγει επιδέξια διπλωμένο ανάμεσα στο κορδόνι και τη σάρκα πλαγίως. Τα πρωτάκια και οι πολύ παλιές καραβάνες δοκίμαζαν να το καταθέσουν κατάφατσα, εκεί που κάποτε άρχιζε το μαγεμένο τρίγωνο -πριν την θλιβερή εποχή της αποψίλωσης και των fake ιψενικών- αλλά τέτοια casus belli κίνηση μόνο πείνα και χωριατιλίκι δηλώνει. Μερικοί αισιόδοξοι επιμένουν στην παραδοσιακή μέθοδο του άνω διαζώματος σαν έρχεται ωμό, ξινά ευωδιαστό και αλαφιασμένο μπροστά στο πρόσωπό σου, μα εκεί ανάμεσα -στο λέω αν δεν το ξέρεις- δεν στέκεται χαρτονόμισμα ούτε με προσευχή αν δεν το σαλιώσεις πρώτα (αλλά δεν είσαι στο «Γκλάμουρ» του χωριού σου, στο Pasha της Κολωνίας είσαι) ή αν δεν βάλει -ως υποστυλώματα- και τα δυο χέρια της η δικαιούχος, οπότε -φευ- η ικανοποίηση είναι στατικά ανάπηρη. Στήθια βιβλιοστάτες δεν συνάντησα στον σύντομο βίο μου σ’ αυτούς τους ναούς. Πνίγηκα κάτω απ΄το βάρος της σιλικόνης, της επανάληψης, της ληγμένης ορμόνης και της νύστας. Σπάνια με συνέλαβα να ξυπνάω, τότε όμως ήμουν σίγουρος πως τριγύρω υπήρχε ζωή, σάρκα που έκαιγε. Όχι αντικατοπτρισμός.
Ήθελα λοιπόν να καταλήξω στο ότι αυτοί που παίζουν μουσική σε τέτοια σαλόνια για να καλύπτουν το αποστειρωμένο λίκνισμα της κάθε Ντεζιρέ, πρέπει να είναι άξια παιδιά που σέβονται και το έξυπνα φωτισμένο -για να ξορκίζεται η κυτταρίτιδα- δέρμα που κυκλοφορεί μιαν ανάσα μακριά σου αλλά και τους σκουροντυμένους θαμώνες ολόγυρα, που δεν μυρίζουν ιδρώτα, νοθευμένο κρασί και λίπος αλλά Chanel, Oban και Biotherm. Ποιός πάει, θα μου πεις, για να ακούσει μουσικές εκεί μέσα; Κι όμως. Αν αφήσεις έστω και μισή αίσθηση παραπονεμένη, φεύγεις με την βεβαιότητα πως κάτι λείπει. Εκτός βέβαια από τη γραβάτα των εκατοντριάντα ευρώ που την φόρεσες, πάνω στο ωραίο σου θόλωμα, γύρω από το λαιμό της -είτε Ντεζιρέ τη λένε, είτε Zoja, καρφάκι δεν μας καίγεται- και δεν γύρισε ποτέ πίσω. Για να γυρίσεις εσύ, κάποιο άλλο βράδι, να την αναζητήσεις…
Η πραγματικότητα που καταστρέφει κάθε άλλη πραγματικότητα
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ V
ΚΟΡΙΤΣΙ Αυτό είναι το σπίτι σου;
ΑΝΔΡΑΣ Σ’ αρέσει;
ΚΟΡΙΤΣΙ Συμπαθητικό είναι.
ΑΝΔΡΑΣ Βγάλε το παλτό σου…
ΚΟΡΙΤΣΙ Είσαι βέβαιος ότι δεν θα έρθει κανένας;
ΑΝΔΡΑΣ Αυτό είναι το σπίτι μου.
ΚΟΡΙΤΣΙ Μα μένεις μόνος σου;
ΑΝΔΡΑΣ Τώρα, ναι, μένω μόνος μου.
ΚΟΡΙΤΣΙ Τώρα; Δηλαδή;
ΑΝΔΡΑΣ Κάποτε υπήρχε η γυναίκα μου και τα παιδιά μου. Φέτος την άνοιξη έφυγαν… και δεν γύρισαν πλέον…
ΚΟΡΙΤΣΙ Μπρρρ, αρχινά η θλιβερή εποχή, από σήμερα το πρωί όλα συννέφιασαν…
ΑΝΔΡΑΣ Πρώτη βροχή του φθινοπώρου και το καλοκαίρι δεν έχει ακόμη τελειώσει… Είναι η καλύτερη στιγμή να κάνεις έρωτα.
ΚΟΡΙΤΣΙ Ω, για μένα είναι πάντοτε το ίδιο!
ΑΝΔΡΑΣ Δεν είναι έτσι – υποκρίτρια. Με την συννεφιά σ’ αρέσει πιό πολύ να μένεις μέσα και να κλείνεις τα παράθυρα γιατί αισθάνεσαι την πρώτη ζεστασιά μέσα στο δωμάτιο που βρίσκεσαι, μιά ζεστασιά ξεχασμένη κι όμως τόσο βαθιά γνώριμη, η ζεστασιά των περασμένων χρόνων! Νιώσε τη νοσταλγία της φωτιάς και η σάρκα κάτω από την πρώτο μάλλινο πλεκτό γίνεται ευαίσθητη σε τούτη τη καινούρια δροσιά μεσ’ την καρδιά ενός ουρανού ακόμη γαλήνιου.
ΚΟΡΙΤΣΙ Πόσο χρονών είναι οι γιοί σου;
ΑΝΔΡΑΣ Ο ένας είναι έξι ετών, ο άλλος τεσσάρων. Είναι δυό σοβαρά αντράκια σαν και τ’ άλλα. Μερικές φορές μου φαίνονται πιό μεγάλα από μένα…
ΚΟΡΙΤΣΙ Μπορώ τώρα να βγάλω το παλτό μου;
ΑΝΔΡΑΣ Ναι, σου το είπα… Ο πιό μεγάλος είναι σκληρός, τα σκοτεινά του μάτια είναι γεμάτα από αγάπη για την μητέρα. Ο πιό μικρός έχει κι αυτός την ίδια αγάπη, αλλά τα μάτια του γελάνε, δεν τον ενδιαφέρει τίποτα, είναι ελαφρόμυαλος και γελοίος σαν ζωάκι, και με τον βαθύ σεβασμό που τρέφει για τον πιό μεγάλο αδελφό του μοιάζει σαν το αστείο συμπλήρωμά του…
ΚΟΡΙΤΣΙ Αλήθεια, πόσο ευχάριστη είναι η δροσιά, όταν μέσα αισθάνεσαι μιά όμορφη ζέστη. Ναι, ναι, μοιάζει να είναι η περασμένη χρονιά.
ΑΝΔΡΑΣ Ή μπορεί να είναι έπειτα από δέκα χρόνια… (αν ακόμη είσαι ζωντανή). Αυτό είναι ένα πρωϊνό του μέλλοντος – σ’ αρέσει – στο τέλος ενός καλοκαιριού που δεν έφτασε ακόμη… Βλέπεις, ε; πως βιάζεται ο χρόνος, μ’ όλο που πηγαίνει τόσο αργά!
ΚΟΡΙΤΣΙ Μα γιατί λες: αν ακόμη είσαι ζωντανή;
ΑΝΔΡΑΣ Ξεντύσου τώρα.
ΚΟΡΙΤΣΙ Α, ναι, το λές γιατί ήμουνα άρρωστη, δυό χρόνια στο σανατόριο.
ΑΝΔΡΑΣ Α! Μα ξεντύσου τώρα.
ΚΟΡΙΤΣΙ Θες να με δεις να ξεντύνομαι;
ΑΝΔΡΑΣ Ναι.
ΚΟΡΙΤΣΙ Το ξέρεις ότι με κάνεις και γελάω; (Αρχινά να ξεντύνεται.)
ΑΝΔΡΑΣ Το καλοκαίρι τελείωσε μα είσαι ηλιοκαμένη…
ΚΟΡΙΤΣΙ Δεν έχεις κανέναν δίσκο να βάλεις;
ΑΝΔΡΑΣ Δεν έχω. Ας τα κάνουμε όλα σιωπηλά.
ΚΟΡΙΤΣΙ Μα για ποιά με έχεις πάρει;
ΑΝΔΡΑΣ Γι’ αυτή που είσαι, μια κοπέλα του πρώτου πρωϊνού του καλοκαιριού χωρίς ήλιο.
ΚΟΡΙΤΣΙ Α, εντάξει…
ΑΝΔΡΑΣ Δεν ντρέπεσαι να με κοιτάς στα μάτια;
ΚΟΡΙΤΣΙ Όχι, γιατί;
ΑΝΔΡΑΣ Επειδή είσαι γυμνή, σαν σκουλήκι.
ΚΟΡΙΤΣΙ Πως με κοιτάς άσχημα!
ΑΝΔΡΑΣ Δεν ένιωσες ποτέ ντροπή;
ΚΟΡΙΤΣΙ Λίγο την πρώτη φορά, αλλά μετά, ποτέ.
ΑΝΔΡΑΣ Μα δεν σκέφτεσαι την κοιλιά σου;
ΚΟΡΙΤΣΙ Δηλαδή;
ΑΝΔΡΑΣ Την κοιλιά σου! Την κοιλιά σου! Αυτή τη γωνιά του κορμιού που όλοι την κρύβουν , που δεν θα έπρεπε να υπάρχει, που όλοι κάνουν πως δεν έχουν, ή τουλάχιστον πως δεν την σκέφτονται, ή πως την έχουν ξεπεράσει… Ακόμη κι ο πατέρας σου!
ΚΟΡΙΤΣΙ Με κάνεις και γελάω! Μα ποιός σκέφτηκε ποτέ τέτοια πράγματα…
ΑΝΔΡΑΣ Εσύ βρίσκεις φυσικό να έχεις το μουνί σου, εκείνο το μαλακό σύνορο στο βάθος της κοιλιάς σου, τυλιγμένο από μαύρη παλίρροια… Κι όμως είναι αφύσικο… αφύσικο! Δεν ξέρεις πως είναι ανυπόφορο και σκανδαλώδες να επαληθεύεις με την περίπτωσή σου τον γενικό κανόνα; Με το να μου δείχνεσαι γυμνή, αυτό κάνεις… Επειδή με καταλαβαίνεις… λοιπόν, σκέψου δύο πατέρες… ναι, δύο πατέρες… δύο ενήλικους άντρες, χωρίς καμιά πλέον από τις ελαφρότητες της νεότητας, ο ένας απέναντι στον άλλον, σαν δυό αλητήριοι νεαροί, με τα παντελόνια τους ανοιχτά, να κοιτιούνται…
ΚΟΡΙΤΣΙ Α, α! Ω, ω! Μα τι σκέφτεσαι…
ΑΝΔΡΑΣ Όπως είσαι εσύ, με την κοιλιά γυμνή…
ΚΟΡΙΤΣΙ Ναι, ναι, εντάξει, κατάλαβα. Εσύ δεν θα ξεντυθείς;
ΑΝΔΡΑΣ Εγώ όχι, διότι ξέρω ότι είσαι βρώμικη, και σου αρέσει πιό πολύ ένας άνδρας μ’ ανοιχτό μόνο το παντελόνι, παρά με ολόγυμνο σώμα όπως είσαι εσύ.
ΚΟΡΙΤΣΙ Δεν με νοιάζει, κάνε όπως θες.
ΑΝΔΡΑΣ Σ’ αρέσει να προκαλείς πόνο;
ΚΟΡΙΤΣΙ Τι πράμα;
ΑΝΔΡΑΣ Να προκαλείς πόνο.
ΚΟΡΙΤΣΙ Στον άντρα;
ΑΝΔΡΑΣ Α, κατάλαβες.
ΚΟΡΙΤΣΙ Με ποιό τρόπο;
ΑΝΔΡΑΣ Τι θα πει προκαλώ πόνο; Δεν πονάς όταν ένας άντρας σου ρίχνει μπουνιές, κλωτσιές;
ΚΟΡΙΤΣΙ Σε μένα; Αλλίμονο αν τολμήσει κάποιος να σηκώσει το χέρι του. Την έβαψε!
ΑΝΔΡΑΣ Φτωχό κορίτσι… καϋμένο… σάρκα φτηνή που αμύνεται… Που πρέπει να παλέψει και να θεωρεί νίκη τις υποχωρήσεις…
ΚΟΡΙΤΣΙ Το πρόσωπό σου έγινε άσπρο σαν χαρτί… Και μου φαίνεται ότι τρέμεις… Τι έχεις;
ΑΝΔΡΑΣ Έγινε άσπρο; Και τρέμω; Ίσως είναι αυτό το φως… Κι έπειτα… είμαι λίγο άρρωστος. Αλλά δεν χρειάζεται να το σκέφτομαι. Λοιπόν, σ’ αρέσει να προκαλείς πόνο;
ΚΟΡΙΤΣΙ Δηλαδή, πώς; Πώς;
ΑΝΔΡΑΣ Να… Ποιός ήταν ο τελευταίος που πήγε μαζί σου;
ΚΟΡΙΤΣΙ Την περασμένη Κυριακή… Ήταν, θυμάμαι, ένα παιδί από την Σικελία που κάνει την θητεία του στην Μπολώνια. Είχε έρθει εδώ να δει συγγενείς του…
ΑΝΔΡΑΣ Ήταν ωραίο παιδί; Μελαχρινός; Καστανός;
ΚΟΡΙΤΣΙ Δεν θυμάμαι… Φαίνονταν σαν ληστής.
ΑΝΔΡΑΣ Λοιπόν… σκέψου ότι αυτός ο ληστής έτοιμος να κάνει έρωτα όπως αυτός κάνει, δηλαδή όπως μιά μάνα που σε σφίγγει στο στήθος της ή όπως ένας πατέρας που σε κρατά κλειστή στο σπίτι – με τον μεγάλο σικελικό πούτσο του – δυνατό σαν κορμό και τρυφερό σαν φρούτο – σκέψου αυτόν τον στρατιώτη να σου τον έδινε και να σου έλεγε: κοίτα μπροστά σου τόση δύναμη ανίκανη: ταπείνωσέ τον, πλήγωσέ τον, πάρε εκδίκηση που απαιτεί να γονιμοποιήσει… Κάνε τον να κλάψει σαν παιδί…
ΚΟΡΙΤΣΙ (Γελά.)
ΑΝΔΡΑΣ Α, η συνείδησή σου είναι μικρή όπως και η μοίρα σου!
ΚΟΡΙΤΣΙ (Γελά.)
ΑΝΔΡΑΣ Είσαι μόνη μαζί του κι αυτός μέσα στα χέρια σου. Καταλαβαίνεις; Κάντε κάτι που να μην είναι εκ του κόσμου τούτου. Να είναι πέρα από κάθε όριο, να υπάρχει μόνο στο πνεύμα. Ένα αγόρι δυνατό που ετοιμάζεται να γίνει πατέρας, και που πάει για περιπέτειες σαν Δον Κιχώτης μέσα στον κόσμο με τα πόδια του και με τον πούτσο του, αυτό το αγόρι έπεσε – όλα μπορούν να συμβούν, όλα, εκτός απ’ αυτό που είναι ήδη μέρος του κόσμου…
ΚΟΡΙΤΣΙ Δεν μπορώ να καταλάβω…
ΑΝΔΡΑΣ Είσαι μόνη μαζί του! Μόνη! Μόνη!
ΚΟΡΙΤΣΙ Αυτό το ξέρω…
ΑΝΔΡΑΣ Ωραία, ας δούμε εμάς τους δυό… Τι γαλήνη! Είναι το πρώτο απόγευμα!
Ο κόσμος δεν ξέρει τίποτα, αποτελείται από ανθρώπους που γυρίζουν από την δουλειά και το ποτάμι των αυτοκινήτων, ακούς, προχωρά, μέσα στα φώτα, σαν στεναγμός. Ο άνδρας που ετοιμάζεται να κάνει έρωτα – εγώ – όπως μπροστά στο μνημείο μιάς σάρκας γεμάτης αίμα φρέσκο – εσύ – τρέμει, ξέρεις, μέχρι που να χτυπούν τα δόντια. Είναι σε έκσταση. Αυτό που είναι ιερό στην παιδική ηλικία, όταν πραγματοποιείται, τον κάνει αθάνατο. Πρέπει να ξέρεις ότι όλο αυτό επιστρέφει και επαναλαμβάνεται. Κάθε νέα στύση το επιζητεί. Δεν αρκεί η πρώτη φορά, γιατί δεν την θυμάσαι. Αναζητούμε, σ’ αυτήν την επανάληψη, μιά νέα αρχή. Και δεν σταματάμε ποτέ να ψάχνουμε γιατί κάθε φορά ξεχνάμε. Μέσα από την επανάληψη ξαναζεί ένα Πράγμα μόνον. Μείνε να περιμένεις, με το θύμα σου (που περιμένει, μαζί σου, την πραγματοποίηση του ονείρου), την πραγματοποίηση μιάς πραγματικότητας που καταστρέφει κάθε άλλη πραγματικότητα. ΚΑΘΕ ΘΕΟΣ ΠΟΥ ΕΞΑΦΑΝΙΣΤΗΚΕ, ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ.
Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα, στην ήσυχη πλατεία μιας μικρής πόλης ή ενός χωριού ανάμεσα στα βουνά και την θάλασσα, μια ήρεμη μέρα σαν να ήταν του 1600 ή του 1800. Και μου παρουσιάστηκε ο Θεός. Έπειτα εξαφανίστηκε ξαφνικά. Κάθε νέα στύση, ή αγωνία, ή ντροπή για στύση, θέλει το Πράγμα να επαναλαμβάνεται και ο Θεός να επιστρέφει.
(Πιάνει το κορίτσι και του δένει τα χέρια.)
ΚΟΡΙΤΣΙ Βοήθεια, τι θες να κάνεις; Βοήθεια!
ΑΝΔΡΑΣ Βούλωστο, ηλίθια, αλλιώς θα σε σκοτώσω αμέσως.
ΚΟΡΙΤΣΙ Βοήθεια, μαμά μου, σε παρακαλώ, άσε με!
ΑΝΔΡΑΣ Ίσως δεν θα σου κάνω κανένα κακό… Ίσως θα μου αρκέσει ο φόβος σου, ο αληθινός, που περνά ορμητικός πάνω στο μούτρο σου, και συ τον παρουσιάζεις σαν ντροπή… επειδή σκέφτεσαι ότι αν εκδηλωθείς, θα είναι χειρότερα… Βλέπεις; Βλέπεις πως κάθε άλλη πραγματικότητα δεν μετρά; Είναι μιά έκσταση όπου εξαφανίζεται ο κόσμος κι αρχινά να ξαναφαίνεται ο Θεός.
ΚΟΡΙΤΣΙ Ναι, μα τώρα ας πάμε, είναι αργά, πρέπει να γυρίσω σπίτι!
ΑΝΔΡΑΣ Προηγουμένως σου είπα ότι η γυναίκα μου και τα παιδιά μου έφυγαν αυτό το Πάσχα. Αλλά δεν είναι αλήθεια. Τους σκότωσα. Εκείνη έπρεπε να σκοτώσω, αλλά ήταν πιό όμορφο να σκοτώσω όλους. Μετά τους πήρα και τους πέταξα στο ποτάμι.
ΚΟΡΙΤΣΙ Δεν είναι αλήθεια! Δεν σε πιστεύω! Αλλά τώρα, σε παρακαλώ, λύσε μου τα χέρια!
ΑΝΔΡΑΣ Το ξέρεις ότι δεν θα έδινα δεκάρα αν πέθανες; Διότι δεν υπάρχει τίποτα εκτός από τον θάνατο και την επιθυμία μου. Το ξέρεις ότι μπορεί και να μην γυρίσεις πιά σπίτι σου, ότι μπορεί να μην ξαναδείς τη μητέρα σου;
ΚΟΡΙΤΣΙ Μα τις λες τώρα; Θεέ μου…
ΑΝΔΡΑΣ Θα μείνεις εδώ στα χέρια μου, γιατί είσαι ένα κοριτσάκι, με τα χέρια κοκκινισμένα από τη δουλειά και μια πρώϊμη ελαφριά ρυτίδα στο μέτωπο… Είσαι ένα κοριτσάκι λίγο αγοράκι, ριψοκίνδυνη, με αυτοπεποίθηση σαν αρσενικό. Την τρύπα κάτω από την κοιλιά σου τη δίνεις στους άντρες σαν να δίνεις κάτι σ’ ένα φιλαράκι, έτσι δεν είναι; Έτσι θα μάθεις να εμπιστεύεσαι τόσο τη φιλία!
ΚΟΡΙΤΣΙ Μιλάς σαν τρελός, ω Θεέ μου, άσε με να φύγω…
ΑΝΔΡΑΣ Θα σε πηδήξω εκατό φορές, χωρίς να χύνω… Και στο μεταξύ θα σε σπάσω στις κλωτσιές και στις μπουνιές, σαν μεθυσμένος σύζυγος…
ΚΟΡΙΤΣΙ Φτάνει, μαμά, μανούλα μου!
ΑΝΔΡΑΣ Θα σε σπάσω στις μπουνιές και τις κλωτσιές γιατί δεν αξίζεις τίποτ’ άλλο εξαιτίας της αθωότητάς σου! Κι εγώ πνίγομαι από την επιθυμία να χαθώ κι έτσι να σταματήσω την επιθυμία.
(Αρχινά να την χτυπά.)
ΚΟΡΙΤΣΙ Όχι, όχι! Πάνω στη πλάτη όχι!
ΑΝΔΡΑΣ Γιατί; Σε χτυπάω όπου θέλω…
(Συνεχίζει να την κτυπά.)
ΚΟΡΙΤΣΙ Σε παρακαλώ, όχι πάνω στην πλάτη! Ήμουνα στο σανατόριο! Σου τό ’πα! Σου τό ’πα!
ΑΝΔΡΑΣ Α, το ξέρω. Και να ήξερες τι ωραία πληροφορία μου έδωσες! Πήγες στο σανατόριο όπως πάνε οι φτωχοί… Σκύλα, βρωμοσκύλα, που ήρθες μ’ αυτό το φορεματάκι σαν πουτάνα… για να με συγκινήσεις… γεμάτη υγεία, βρωμιάρα, ακόμη και με τρύπια πνευμόνια… Είσαι φτωχή και η ζωή σε ξυλοκοπάει, αυτό δεν γίνεται; Κι εγώ το ίδιο κάνω όπως η ζωή. Ούρλιαξε τώρα, γιατί μετά θα σωπάσεις, γιατί, αύριο το πρωί – αν δεν σε σκοτώσω – θα τα παρατήσεις και θα γυρίσεις στη γειτονιά σου σαν να μην συνέβη τίποτα! Σπουδαίο πράγμα να επιζείς, αγία, αγαπημένη πουτάνα! Θα διηγείσαι αυτήν την ιστορία, και συ θά ’σαι η νικήτρια, και μετά θα βρεις κάποιον άλλον, διότι η ζωή μπορεί σε χτυπάει, αλλά εσύ ηρωϊκά προχωράς μπροστά, έτσι δεν είναι;
ΚΟΡΙΤΣΙ Ναι, ναι, έτσι είναι. Αλλά άσε με τώρα να φύγω!
ΑΝΔΡΑΣ Ούτε να το σκεφτείς.
(Ξαναρχίζει να την κτυπά.)
ΚΟΡΙΤΣΙ (Ουρλιάζει.)
ΑΝΔΡΑΣ Κι όταν θα σε ρίξω κάτω καταγής και θα σε πατάω σαν ζώο, θα ξεκουμπώσω το παντελόνι μου και παρ’ όλο που ξέρω ότι το κάτουρό μου δεν είναι σαν μικρού παιδιού και ούτε σαν της γάτας, θα το αδειάσω πάνω σου, κατάλαβες; Πάνω σ’ αυτά τα αηδιαστικά μάτια γεμάτα βλακώδη ασυνειδησία, πάνω σ’ αυτό το ξεδιάντροπο άγιο στήθος!
(Ξαναρχίζει να την κτυπά.)
ΚΟΡΙΤΣΙ (Ουρλιάζει.)
ΑΝΔΡΑΣ Ε; Μήπως νόμισες ότι αστειευόμουνα; Πίστευες ότι εγώ δεν θά ’θελα ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ…
(Ξαφνικά σταματά να την κτυπά και παραπατά.)
ΑΝΔΡΑΣ Αααα, αισθάνομαι άσχημα… Έχει ιδρώσει το μέτωπο και τρέμω… όπως συμβαίνει όταν πραγματικά… είμαι άρρωστος… Βοήθεια, Θεέ μου!
(Κάνει εμετό.)
Έπρεπε να συμβεί. Κάτι με τραβά στον βυθό… Μιά ζέστα στο κεφάλι, αχ, Θεέ μου, μου φαίνεται λιποθυμάω…
Ξέρω ότι αυτό είναι ο θάνατος… Να έτσι, τον δέχομαι υποτακτικά… δεν σκέφτομαι τίποτα.
(Πέφτει λιπόθυμος πάνω στον εμετό. Το κορίτσι καταφέρνει να λύσει τα χέρια, φορά μόνον τα παπούτσια και το παλτό πάνω στο γυμνό σώμα της και φεύγει τρέχοντας.)
—————————————————–
Όργιο (απόσπασμα)
Πιέρ Πάολο Παζολίνι (μτφρ Γ. Φαρμακίδη, 2001)
—
The Brussels connection
Σταμάτησε μαλακά το VOLVO δίπλα στο χιονισμένο πεζοδρόμιο. Ακριβό αυτοκίνητο αλλά τα άξιζε τα λεφτά του. Μπορεί να το χρώσταγε ακόμα αλλά δεν μετάνιωνε. Κοίταξε προσεκτικά γύρω του, τσέκαρε τους καθρέφτες. Κανείς. Παρότι αφέγγαρη η νύχτα είχε μια απόκοσμη λάμψη από το χιόνι που στοργικά σκέπαζε το κάθε τι. Ρύθμισε το φως καμπίνας να μην ανάψει καθώς θ’ άνοιγε την πόρτα. Κατέβηκε, έκλεισε μαλακά την πόρτα, στάθηκε μια στιγμή σαν αναποφάσιστος, με τα χέρια στην τσέπη του ακριβού παλτού του. Κάνοντας ότι διορθώνει το burberry κασκόλ του κοίταξε πάλι προσεκτικά γύρω του. Κανείς. Προχώρησε προς το εγκαταλελειμμένο σπίτι. Η πόρτα του κήπου άνοιξε μ’ έναν ανατριχιαστικό στριγγό ήχο. Στάθηκε κι αφουγγράστηκε. Τίποτα δεν έσπαγε την καθησυχαστική σιωπή του χιονιού.
«Τέτοια ώρα,τέτοια νύχτα, χριστουγεννιάτικα κανείς δεν θα κυκλοφορεί στους δρόμους» σκέφτηκε ανακουφισμένος.
Προχώρησε στο πλάι του σπιτιού και, όπως έλεγαν οι οδηγίες, έσπρωξε απαλά την μπαλκονόπορτα. Άνοιξε αθόρυβα. Μπήκε, βγάζοντας από την τσέπη του τον μικροσκοπικό φακό του με την εξαιρετικά συγκεντρωμένη δέσμη. Άρχισε να ελέγχει τον χώρο. Σκουπίδια παντού. Βρώμικα κουρέλια, χαρτιά, περιττώματα, αποφάγια, χρησιμοποιημένα προφυλακτικά συνέθεταν την μεταμοντέρνα διακόσμηση του χώρου, με φόντο βρώμικους τοίχους καλυμμένους με κάθε λογής γκράφιτι. Αδιαφορώντας για όλ’ αυτά προχώρησε προς την απέναντι πόρτα κι άρχισε να ελέγχει με προσοχή το πρεβάζι της σάπιας κάσας. Νάτη. Έριξε τη δέσμη του φακού του μέσα στην τρύπα που είχε δημιουργηθεί απ’ τον συδυασμό σαρακιού και πεσμένου σοβά. Ο φάκελος ήταν προσεκτικά στριμωγμένος, να μην φαίνεται. Έβαλε το δείκτη και τον μέσο έπιασε την άκρη του φακέλου και τον τράβηξε. Ένας θόρυβος πίσω του τον έκανε να γυρίσει αλαφιασμένος, στρέφοντας το φακό του προς τα εκεί. Δυο μαύρα μάτια, σε μελαψό πρόσωπο, στεφανωμένα με λιγδερά μαύρα μαλλιά τον κοιτούσαν έντρομα. Ψύχραιμα έβαλε τον φάκελο στην τσέπη του και βγήκε από την μπαλκονόπορτα. Πήγε με αργό βήμα στο αυτοκίνητο, μπήκε και ξεκίνησε χαλαρά. Οδηγώντας, άνοιξε τον φάκελο, έβγαλε από μέσα το χαρτί και το διάβασε φευγαλέα. Ένα χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη του. Με τα λεφτά που του είχε υποσχεθεί ο Συμβολαιογράφος θα ξεχρέωνε επιτέλους το VOLVO. Πέταξε το χαρτί στο διπλανό κάθισμα. Τρεις μόνο λέξεις ήταν χαραγμένες επάνω του :
«Theorema, Τσαλαπετεινός, Σελιτσάνος». Συνέχισε να οδηγεί ικανοποιημένος. [Σ]
Είδα τις χοντρές μπότες του να εμφανίζονται μέσα από την καμινάδα.
Απόρησα, Χριστουγεννιάτικα ο Άγιος Βασίλης δεν έρχεται ποτέ.
Σε μια βδομάδα ήταν η γιορτή του, τι γύρευε νυχτιάτικα στο δικό μου σαλόνι; Περίμενα να εμφανιστεί ολόκληρος και στάθηκα μπροστά στο τζάκι.
«Τι θέλεις Χριστουγεννιάτικα εδώ, Σάντα;», τον ρώτησα καθώς ξεσκόνιζε το μανίκι του από την κάπνα.
Η γενειάδα του ολόλευκη, το κόκκινο ρούχο του ατσαλάκωτο σαν καινούριο.
«Απορώ, καθαριστήριο το πήγε πριν κατέβει ως εδώ;», αναρωτήθηκα χωρίς να μιλήσω.
«Εσύ έγραψες την πρώτη ιστορία, ο Τσαλαπετεινός τη δεύτερη κι ο Σελιτσάνος την τρίτη, έτσι;», με ρώτησε χωρίς περιστροφές.
Είχε ξεχάσει μέχρι και να με καλησπερίσει.
Ένα τρομερό δέος με διαπέρασε σαν ερωτική ταραχή. Πρώτη φορά ένιωθα να ερωτεύομαι έναν Άγιο. Φωτιά θα έπεφτε να με κάψει…
«Ναι, έτσι έγινε, ακριβώς», παραδέχτηκα κοιτώντας τον από την κορυφή ως τα νύχια.
«Και γιατί παίξατε με το κοινό βάζοντάς το να διαλέξει;», με επέπληξε σοβαρά, πλησιάζοντας λίγα βήματα κοντά μου.
Μύριζε χειμώνα, χιόνι και μια ιδέα ιδρώτα. Συγκλονίστηκα.
«Για τη χαρά του παιχνιδιού, Σάντα», παραδέχτηκα νιώθοντας τύψεις για κάτι που δεν είχα καταλάβει τι ήταν.
Μάλλον έφταιγε το χέρι του, που απλώθηκε προς το μέρος μου απειλητικά.
«Ανέβα!», με πρόσταξε χωρίς να μου δώσει άλλες εξηγήσεις.
Μπήκα στην καμινάδα ξωπίσω του, ακολουθώντας τον σαν κουρδισμένο παιχνιδάκι.
Βγήκαμε στην έναστρη νύχτα ασθμαίνοντας.
Με έπιασε από τη μέση και με έριξε πάνω στο έλκηθρο που περίμενε απέξω.
Οι τάρανδοι μούγκρισαν όλο χαρά.
Αρχίσαμε να πετάμε στον καθαρό ουρανό, όπου διακρίνονταν μόνο μερικά ασημένια αστέρια.
Τον κρατούσα από τους ώμους και μέσα μου κάτι έλιωνε σαν σιρόπι πάνω σε γλυκό.
«Με απήγαγε ο Αγιος Βασίλης», σκέφτηκα με μια άγρια χαρά. «Και πώς να το πω στους άλλους δυο που περιμένουν; Δεν έχω κάν μαζί μου ένα κινητό!»…
Δεν ξέρω τι θα γίνει με τον συμβολαιογράφο. Πώς θα χαριστούν τα δώρα στους νικητές. Τι θα γίνει αύριο.
Το μόνο που ξέρω απόψε είναι πως έπεσα θύμα απαγωγής από έναν κόκκινο άγιο, και ο θεός βοηθός από εδώ και πέρα… [Th]
Το πρωί της Δευτέρας 26/12/2011, στις 6.17 ακριβώς κι ενώ ακόμα δεν είχε ξημερώσει, πλησιάζοντας στο κτίριο γραφείων στη Boulevard Anspach στο κέντρο των Βρυξελλών, η Maria Sol, καθαρίστρια από το Εκουαδόρ, είδε σταθμευμένα 4 περιπολικά με αναμμένους τους προβολείς και την είσοδο του κτιρίου όπου εργαζόταν, αποκλεισμένη με πορτοκαλί κορδέλες. Κοντοστάθηκε χωρίς να ξέρει αν θα έπρεπε να κάνει μεταβολή και να φύγει ή να προχωρήσει. Ένα χτύπημα στην πλάτη την κατατρόμαξε. Ήταν ο θυρωρός του κτιρίου, ένας μεσήλικας Έλληνας, ο χειρότερος κουτσομπόλης που είχε γνωρίσει ποτέ · φύσει και θέσει.
Δεν πρόλαβε, να τον ρωτήσει τί συνέβη, ούτε καν να τον καλημερίσει κι εκείνος άρχισε να της λέει χωρίς κανέναν ειρμό: “Τον μπαγάσα! Την κοπάνησε με όλα τα δώρα του διαγωνισμού. Και τα λεφτά της αμοιβής άρπαξε και τη δουλειά δεν έκανε! Οι άλλοι κάτω σε μας, περιμένουν ακόμα τα αποτελέσματα. Συμβολαιογράφος να σου πετύχει! Μεγάλος απατεώνας!. Καλά, βέβαια εγώ είχα καταλάβει από την αρχή τι μούτρο ήταν. Το χειρότερο όμως, ξέρεις ποιό είναι;” Χωρίς να περιμένει απάντηση από τη Maria Sol που μόλις που καταλάβαινε τα γαλλικά του με την έντονη Τρικαλινή προφορά, συνέχισε ακάθεκτος: “ Λένε – κι αυτό να μη σου ξεφύγει σε κανέναν- ότι απήγαγε και τη γυναίκα που του ανέθεσε τη δουλειά! Αυτή πάλι, σοβαρή μπλογκερ χωρίς να αναλογιστεί τις συνέπειες, λένε ότι ενώ κατάλαβε ότι πρόκειται για απαγωγή, τον ερωτεύτηκε και του πρότεινε να φύγουν μαζί για τη Βενεζουέλα που εργάζεται μια φίλη της που τη λένε So Far! Καταλαβαίνεις βέβαια, ότι έτσι η υπόθεση θα περάσει στα χέρια της Ιντερπόλ και…”
Από τη φλυαρία του θυρωρού η Maria Sol γλύτωσε με την παρέμβαση ενός αστυνομικού που τους πλησίασε κι αφού τη ρώτησε αν εργάζεται στο συγκεκριμένο κτίριο της ζήτησε να τον ακολουθήσει. Τους είπε ό,τι ήξερε. Ότι είχε δει τα δώρα όταν τα έφεραν στο γραφείο την περασμένη εβδομάδα και ότι ο συμβολαιογράφος της είχε ζητήσει να μην καθαρίσει το δωμάτιο όπου φυλασσόταν και ότι το είχε διπλοκλειδώσει ο ίδιος. Επίσης ότι καθαρίζοντας τη ντουλάπα που κρεμούσε το παλτό του, την Παρασκευή το απόγευμα είδε κρεμασμένη μια στολή Αγιο Βασίλη και μια ψεύτικη γενειάδα. Tης φάνηκε περίεργο γιατί δεν μπορούσε να φανταστεί έναν τόσο όμορφο και νέο άντρα ντυμένο Άγιο Βασίλη. Αφού δίστασε για λίγο πρόσθεσε ότι στο κάτω μέρος της ντουλάπας βρήκε τσαλακωμένο ένα χαρτί που έγραφε τρεις λέξεις, τη μία κάτω από την άλλη. Δεν το είχε πετάξει. Αν το ήθελαν, ναι, το είχε μαζί της. Άνοιξε το πορτοφόλι της, έβγαλε το χαρτί και το έδωσε στους αστυνομικούς. Το έπιασαν φορώντας γάντια, το έβαλαν σε μια διάφανη σακούλα. Μερικές ώρες αργότερα, στη Σήμανση έμαθαν ότι έγραφε ελληνικά: “Θεώρημα, Τσαλαπετεινός, Σελιτσάνος” και μπερδεύτηκαν ακόμα περισσότερο. [Τ]
.