Αρχεία Ιστολογίου
Έμπορος παραμυθιών
(Κείμενο που δημοσιεύτηκε στην Bibliotheque στις 10 Ιανουαρίου 2018)
Σκέφτηκα ένα καινούριο επάγγελμα. Έμπορος παραμυθιών. Είναι αυτός που κατασκευάζει παραμύθια στα μέτρα πελατών που γνωρίζει πως θα τα αγοράσουν επειδή τα χρειάζονται, όπως χρειαζόμαστε κάθε προϊόν που φροντίζουμε να αποκτήσουμε.
Είναι συστηματικός και εφευρετικός. Έχει συγκεκριμένο προφίλ πελατείας που επιλέγει προσεκτικά, και του εξασφαλίζει επιτυχία και εγγυημένη κατανάλωση.
Φτιάχνει λοιπόν ο έμπορος sur mesure τα παραμύθια των επίλεκτων πελατών του, τους τα πουλάει, εκείνοι τα πληρώνουν πάντα ακριβά (είναι δύσκολη και χρονοβόρα δουλειά η κατασκευή προσωπικών παραμυθιών) και τα ευχαριστιούνται μέχρι να φτάσουν στην ημερομηνία λήξης τους (όπως κάθε εμπορικό προϊόν που σέβεται τον εαυτό του και τον καταναλωτή του).
Τα παραμύθια αυτά είναι εφήμερα σαν όνειρα, αλλά λιγάκι πιο ζωντανά και αληθοφανή, θα έλεγε κάποιος που χρυσοπλήρωσε και απόλαυσε τη συγκίνηση μιας τέτοιας εμπειρίας.
There is no Santa Claus
(Κείμενο που δημοσιεύτηκε στις Staxtes στις 30 Νοεμβρίου 2017)
Υπάρχει ένας αλάθητος τρόπος να καυτηριάζεις μια πληγή, ένα συναίσθημα, μια έξη.
Στη διαδικασία αυτή, η δυσφορία είναι φυσικά αναμενόμενη: καμία χειρουργική επέμβαση δεν έχει πλάκα.
Όταν όμως πρόκειται για θέμα ζωής ή θανάτου, σαφώς προτιμάς να διασχίσεις έναν κάμπο με αγκάθια παρά να περιμένεις να βγουν τα φίδια να σε φάνε.
Ο τρόπος αυτός είναι μάλλον απλός ως προς τη σύλληψή του.
Το άρρωστο «κάτι» συνήθως χτυπιέται καλύτερα με τα δικά του μέσα.
Η πληγή χτυπιέται με νυστέρι που την σκάβει λίγο περισσότερο για να την καθαρίσει.
Το συναίσθημα παλεύεται με τα τραγούδια/μέρη/λόγια/εικόνες που το έχτισαν και το συνόδευαν όσο διαρκούσε αμφίπλευρα το πάθος (τόσο ώστε να γίνεις αναίσθητος σε αυτά).
Και η έξη χρειάζεται μια νέα έξη για να αποδομηθεί, και σιγά σιγά να σβήσει.
Είναι σκληρό να πρέπει κάποιες φορές να αποχωρίζεσαι αιφνιδίως πράγματα, καταστάσεις και ανθρώπους που έχεις αγαπήσει βαθιά.
Οι ανθρώπινες σχέσεις όμως, ενέχουν πάντοτε τον κίνδυνο της ανατροπής. Της διάψευσής τους.
Κανένας βέβαια δεν το σκέφτεται αυτό όταν τις εγκαινιάζει.
Όπως οι έφηβοι και οι νεαροί, έτσι και οι ερωτευμένοι οικειοποιούνται το αίσθημα – ή έστω την εντύπωση – της αθανασίας.
Οι νέοι έχουν την ωραία ψευδαίσθηση πως είναι αθάνατοι σωματικά και ψυχικά, και οι ερωτευμένοι πως η σχέση τους είναι μοναδική, και ποτέ δεν θα λήξει.
Είναι όμορφοι οι θιασώτες του ανέφικτου, ακριβώς επειδή προσδίδουν – έστω και προσωρινά – ένα ανθρώπινο πρόσωπο στις κατεξοχήν απάνθρωπες καταστάσεις: στο χρόνο που περνά και στην φθορά των πάντων.
Διασκεδάζουν τις εντυπώσεις όσων σοφότερων πέρασαν ήδη από εκεί και γνωρίζουν όσα αυτοί αρνούνται να πιστέψουν.
Ενίοτε, τους βοηθούν να παραβλέψουν, ή έστω να λησμονήσουν για λίγο την ματαιότητα της ύπαρξης και να τοποθετηθούν μέσα σε ένα δανεικό ιδανικό πλαίσιο, που ναι μεν δεν τους ανήκει οριστικά, από την άλλη όμως επιδρά ανακουφιστικά, και τους ανανεώνει.
Με την ίδια λαχτάρα και θαυμασμό που ένας γέροντας κρατά στα πόδια του και χαίρεται με ένα μωρό παιδί που του χαμογελά και του μεταδίδει κύματα ζωής και διάρκειας που στην ουσία ο ίδιος δεν έχει , οι ενήλικες επωφελούνται από την έξαψη των νεαρών που θεωρούν πως είναι μοναδικοί και άτρωτοι σε αυτό τον κόσμο. Και αυτό, όχι μόνον όσον αφορά στις ανύπαρκτες ακόμη ρυτίδες τους ή τα ακόμη δροσερά τους χείλη, αλλά και στο εύρος και στην ισχύ των αισθημάτων τους, που τα χειρίζονται και τα επιδεικνύουν ως αναλλοίωτα και μοναδικά στην πλάση.
Τα παραμύθια είναι όμορφα, ποτίζουν τις ψυχές και διευκολύνουν τον ύπνο των δικαίων.
Όσο μεγαλώνουμε και χάνουμε αναγκαστικά και εκ των πραγμάτων την πίστη μας σε αυτά,
τόσο θεριεύει μέσα και γύρω μας ο κίνδυνος της αναπόφευκτης ξηρασίας.
Όμως σε περιστάσεις σαν αυτήν τα λόγια είναι μάταια, περιττά, και λίγα.
Και τούτο εδώ το κείμενο γράφτηκε ένα φθινοπωρινό απόγευμα σε μια βόρεια πόλη με βροχή, μόνο και μόνο για να επιχειρήσει να παραπονεθεί διακριτικά, να βγάλει λίγη πίκρα απέναντι στις προτετελεσμένες διαδρομές που υποχρεούνται να διανύουν όλα τα πράγματα του κόσμου.
*
©Μαρία Πετρίτση
Γάλα απ’ το στήθος
(Ένα εικονογραφημένο με ζωγραφιές του Mark Ryden παραμύθι)
Η Σοφία είναι ένα εννιάχρονο αγγελικό νυμφίδιο, άσπιλο κι αμόλυντο από ανθρώπου χέρι. Έχει ροζ καραμελένια χείλη, διάφανα γαλάζια μάτια και κατάξανθα, σχεδόν λευκά, μαλλιά. Ακριβώς ίδια με το αλαβάστρινο δέρμα της. Ο αφαλός της είναι ένας τοσοδά κρατήρας όπου θα μπορούσαν να καλλιεργούνται όστρακα με τα σπανιότερα μαργαριτάρια του κόσμου.
Τα στήθη της είναι στρογγυλά και γεμάτα γάλα. Οι θηλές της μοιάζουν με ολόφρεσκα ζαχαρωτά έτοιμα να πιπιλιστούν και να λιγώσουν τον ουρανίσκο κάθε ζωντανού οργανισμού του πλανήτη. Ανάμεσα στα ολομέταξα μπούτια της το παρθένο αιδοίο της θυμίζει μωρουδιακό στόμα που κάθε τόσο ανοιγοκλείνει αχόρταγα αναζητώντας την παραδείσια τροφή του: λίγο ευωδιαστό γάλα τριαντάφυλλο ή μερικές σταγόνες υπόλευκου θρεπτικού νέκταρ.
Τα πρωινά και τα μεσημέρια η Σοφία ζει όπως όλα τα παιδιά της ηλικίας της, η ζωή της δεν παρουσιάζει κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Τα βράδια όμως, αφού κάνει με θρησκευτική ευλάβεια επανάληψη στα παλιά ποιήματα του Ευγένιου Αρανίτση, εκείνα που εξυμνούν τους αφόρητους παιδικούς έρωτες και τον βαθύ καημό τους, περιμένει την ώρα που οι φίλοι του μπαμπά της τελειώνουν το πούρο τους και τις φιλοσοφικές τους συζητήσεις, και τότε κατεβαίνει στο σαλόνι φορώντας τα πιο παράδοξα κοριτσίστικα φορέματα που σχεδιάστηκαν ποτέ από ανθρώπου χέρι.
Έχει φρεσκάρει τις ολομέταξες μπούκλες της με τη χτένα της και έχει πουδράρει απαλά το μπούστο της με τη μαργαριταρένια πούδρα της μαμάς της. Κινείται με χάρη και σεμνότητα ανάμεσα στους ιδρωμένους μεσήλικες, που στη θέα της γεμίζουν γι’ άλλη μια φορά με λικέρ κεράσι τα κρυστάλλινα ποτήρια τους και παίρνουν βαθιές εισπνοές καθαρίζοντας τη φωνή τους. Τους λέει καλησπέρα και τους χαμογελά.
Είναι τόσο όμορφη κι αγνή που όλοι σεμνύνονται στο πέρασμά της. Χαμηλώνουν το βλέμμα τους και αφήνουν να αρχίσει να ξεκουράζεται χαλαρά η στάση του σώματός τους. Βήχουν και την ρωτούν πώς πήγε στο σχολείο σήμερα και τι καινούριο της έμαθε η δασκάλα. Η ανάσα της, καθώς γέρνει το κεφάλι και τους απαντά ψιθυριστά, ευωδιάζει ροδόνερο και παιδική πείνα.
Κάθεται για λίγο στον μεγάλο καναπέ με τα βελούδινα μπροκάρ, αυτόν που τσιμπάει και γδέρνει ευχάριστα τα γυμνά της μπράτσα, και κάνει πως βαριέται. Οι αναστατωμένοι κύριοι σπεύδουν όπως μπορούν να την κάνουν να μείνει στην αίθουσα μερικά λεπτά πάρα πάνω. Γελούν και την παροτρύνουν να μην φύγει τόσο νωρίς απ’ την παρέα τους, «κρίμα θα’ ναι!». Άλλος της λέει άνοστα αστεία για τον καιρό, άλλος ενδιαφέρεται για την πρόοδό της στη μουσική και άλλος την ρωτά τι θέλει να γίνει όταν μεγαλώσει.
Η Σοφία απαντά σε όλους ευγενικά, με το τακτ και τη γαλήνη που προκύπτουν από την εξαίρετη ανατροφή της. Η φωνή της θυμίζει κελάιδισμα πουλιού και η πάναγνη μα και ανεξήγητα θελκτική εμφάνισή της κάνει τους κυρίους να πείθονται πως μπροστά τους δεν βρίσκεται ένα εννιάχρονο παιδί αλλά ένα παραδείσιο ανεξήγητο πλάσμα βγαλμένο από το πιο κρυφό και ένοχο όνειρό τους.
Ο μπαμπάς και η μαμά της είναι πολύ περήφανοι για την εκλεκτή θυγατέρα τους, το φως της ζωής τους, και δεν της χαλάνε ποτέ χατίρι. Της αγοράζουν δαντελένιους γιακάδες για τα χειροποίητα φουστάνια της, μεταξωτά κοκαλάκια και πολύχρωμες κορδέλες για τα στιλπνά μαλλιά της, ροζ μαξιλάρια για το κρεβάτι της και πολλά, πάμπολλα χνουδωτά ζωάκια για να κοιμάται μαζί τους τις νύχτες.
Μερικές φορές, όταν η Σοφία αρχίσει να χασμουριέται μισοκρύβοντας το στόμα της με το χέρι, κάποιος από τους φίλους του μπαμπά της προσφέρεται να την συνοδεύσει στο δωμάτιό της και να την βοηθήσει να σκεπαστεί με το λουλουδάτο πάπλωμά της. Ανεβαίνουν χέρι χέρι τα ξύλινα σκαλιά και διασχίζουν τον ημιφωτισμένο διάδρομο που οδηγεί στην κάμαρά της.
Λίγο πριν φτάσουν στο κατώφλι της, η Σοφία αφήνει το χέρι του συνοδού της και προπορεύεται. Η αύρα της την ακολουθεί σαν αέρινο μονοπάτι και μεθά λίγο πιο πολύ τον ευγενικό ακόλουθό της. Ο αέρας μυρίζει λιβάνι, γυναικεία ανάγκη και παιδική πονηριά. Ο σκοτεινός διάδρομος φωτίζεται από τη λάμψη της αγγελικής της παρουσίας. Ο ζαλισμένος κύριος την ακολουθεί σιωπηλά χωρίς να ορίζει εκατό τοις εκατό τις πέντε του αισθήσεις.
Όταν η Σοφία μπει στο δωμάτιο, του ζητά να καλύψει με το χέρι του τα μάτια του και να την αφήσει να γδυθεί για να ετοιμαστεί να ξαπλώσει. Εκείνος υπακούει πρόθυμα και καλύπτει τα μάτια του με τα μισάνοιχτα δάχτυλά του. Η Σοφία κατεβάζει τα ρούχα και τα στολίδια της αφήνει τις μεταξωτές κάλτσες της στο πάτωμα, δίπλα στα βαμβακερά εσώρουχά της. Τεντώνει το πάναγνο και αμόλυντο σώμα της προς όλες τις κατευθύνσεις, σκύβει και αναδιπλώνεται, και όταν βεβαιωθεί πως ο ευγενικός φίλος του μπαμπά της έχει θαυμάσει όλες τις γωνίες και όλα τα κοιλώματα του παιδικού της βασιλείου, ξαπλώνει στο πουπουλένιο κρεβάτι της και αγκαλιάζει στοργικά τα χνουδωτά της ζωάκια.
Στον τοίχο απέναντι από το κρεβάτι της κρέμεται ένας πεντάμορφος Ιησούς, που τις μοναχικές νύχτες η Σοφία γονατίζει μπροστά του ολόγυμνη σαν σκουλήκι, και με δάκρυα στα μάτια του μιλά και του προσεύχεται.
Μερικές φορές νιώθει πως ο Ιησούς παίρνει τη δική της μορφή – πως γίνονται ένα. Αυτός κρατά στα χέρια του το απολωλός πρόβατο σε βιβλική μορφή και την κοιτά με κατανόηση και απροσμέτρητη αγάπη, συγχωρώντας την μεγαλόψυχα για κάθε της φταίξιμο και πονηρή σκέψη.
Αφού τεντωθεί στο πουπουλένιο κρεβάτι της, για να μπορέσει να κοιμηθεί, η Σοφία ζητά από τον ευγενικό άνθρωπο να καθίσει για λίγο δίπλα της και να της πει ένα παραμύθι. Ποτέ και κανένας δεν αρνήθηκε το χατίρι της, και όλοι συναγωνίζονται μεταξύ τους για την πιο εμπνευσμένη νυχτερινή μυθοπλασία.
Η Σοφία ακούει σιωπηλά μισοκλείνοντας τα βελούδινα βλέφαρά της και χασμουριέται απελευθερώνοντας ευωδιαστά σύννεφα παιδικής νύστας και αόρατες σταγόνες πολύτιμου κοριτσίστικου σάλιου. Στην αγκαλιά της τα πολύχρωμα ζωάκια της απολαμβάνουν απαλά τσιμπήματα και θωπείες. Η φωνή του ανθρώπου ραγίζει, χαμηλώνει και υψώνεται ανεξέλεγκτα, το μέτωπο και οι παλάμες του ιδρώνουν – παρόλα αυτά τα πάντα διατηρούν την αξιοπρέπεια και την μαγευτική γλυκύτητά τους.
Πού και πού, όταν το παραμύθι ενεργοποιεί το μητρικό της ένστικτο, η Σοφία νιώθει την ανάγκη να προσφέρει. Τότε φέρνει το χέρι πάνω στην καραμελένια της θηλή και πιέζει με τα δύο δάχτυλα τη ρώγα της, έτσι όπως έχει δει σε περιοδικά της μητέρας και του πατέρα της να κάνουν οι γυναίκες που έχουν μόλις γεννήσει ή και για άλλους λόγους.
Γαλάζιο νερό, κάπως γαλακτώδες και πολύ αρωματικό ξεπηδά τότε από το μαλακό δέρμα της, σαν λεπτός πίδακας ζεστής ευτυχίας. Το σαν-γάλα ζουμάκι του στήθους της διαγράφει την ημικυκλική του τροχιά και προσγειώνεται στο ανοιχτό στόμα του μικρού ζώου που πεινάει περισσότερο απ’ όλα.
Η Σοφία στύβει λίγο ακόμα και πιέζει με τα δάχτυλα τη ρώγα, να βγει καλά καλά και να στραγγίξει εντελώς το σαν-γάλα νέκταρ της, για να μην στάξει μετά εδώ κι εκεί και λερώσει τα σεντόνια. Ανάμεσα στα ορθάνοιχτα πόδια της, το μικρό της αιδοίο πάλλεται σαν ολοζώντανο μύδι. Ανοιγοκλείνει πυρετικά, αφήνοντας μια θεσπέσια μυρωδιά καμένης ζάχαρης να πλημμυρίσει τον αέρα του δωματίου. Είναι ζουμερό και αφράτο, και πολύ συχνά μπαλίτσες με αέρια ή δυο τρεις μικρές σταγόνες γαλακτώδους υγρού ξεχειλίζουν από τα θερμά χείλη του και ποτίζουν τα σεντόνια.
Τότε η Σοφία κοιτάζει τον ευγενικό κύριο κατάματα, αφήνοντας για χάρη του ένα μικρό, κοφτό γελάκι. Αυτός την παρακολουθεί άναυδος προσπαθώντας να διατηρήσει τη θέση του στην καρέκλα σταθερή και την ίδια του τη ζωή καθώς πρέπει.
Το κορίτσι αρχίζει να ντρέπεται, κλείνει τα πόδια, και γυρίζει μπρούμυτα στο κρεβάτι. Λίγες ανεξήγητες τύψεις της γαργαλούν το στομάχι απαλά μα δεν την αποκαρδιώνουν. Αποκοιμιέται σε λίγη ώρα αμίλητη, με τα ζωάκια της αγκαλιά, και τον τουρλωμένο ποπό της να ανεβοκατεβαίνει ανεπαίσθητα σύμφωνα με την αναπνοή της.
Μικρές ολοστρόγγυλες φυσαλίδες αρχίζουν τότε να αναδύονται σαν δώρο εξ ουρανού από την τρυφερή και νόστιμη τρυπούλα του πρωκτού της, γεμίζοντας το δωμάτιο με καλειδοσκοπικά χρώματα και αγγελικά αρώματα.
Δώρα που θα άξιζε να στολίζουν την επιθανάτια έναστρη νύχτα κάθε ευλογημένου θνητού, ως αποχαιρετιστήριο δώρο και παραδείσιο ξεπροβόδισμα εκείνου του γλυκύτατου χερουβείμ που τον συνοδεύει σιωπηλά προς την τελική εξαΰλωσή του.
Let’s get totally, totally, fucked
Τα βράδια γίνομαι ένα κομμάτι από παιχνίδι. Πλαστικό, ξύλινο ή πλαστελίνη. Αγκαλιάζω τη γάτα μου, τη Μονοκατοικία, αυτή την αθυρόστομη που λέει συνεχώς «fuck» και μοιάζει με έφηβο κορίτσι, και της δίνω κρυφά τζούρες απ’ το τσιγάρο μου. Η Μονοκατοικία είναι η γάτα των εθισμών και λατρεύει τις βρισιές, γι΄αυτό την αγαπάω.
Κοιταζόμαστε επί ώρες ακίνητες στο σκοτάδι και προσπαθούμε να φανταστούμε πώς θα ήταν ένας αιφνίδιος ίλιγγος για καλό σκοπό, το επόμενο πρωί ή αργά το απόγευμα. Μέχρι τις τρεις χακάρουμε μανιωδώς τις διαβαθμίσεις των συναισθημάτων μας, κι έτσι, μόνο έτσι τη βγάζουμε καθαρή. Η Μονοκατοικία κι εγώ. Που στις πέντε παριστάνουμε τις Γιαπωνέζες ηθοποιούς και αντιμετωπίζουμε τα ηλιόλουστα πρωινά των οκτώ παρά δέκα με την ψυχραιμία πλημμύρας ξέφωτου ανάμεσα σε δυο σε βραχώδη όρη.
(μετά βάζουμε η μία στην άλλη πρόστιμο και λέμε let’s get totally, totally fucked)
….
Yoko
Yoko με βάφτισαν τυχαία. Δεν ήξεραν τι όνομα να μου δώσουν εφόσον γεννήθηκα την ώρα 00:00 και, όπως συμβαίνει πάντα, με βάφτισαν με το όνομα της εκπαιδευόμενης νοσοκόμας που εμφανίστηκε μπροστά στη μητέρα μου όταν με παρέδωσε σαν συστημένο δέμα. Θα ήθελα να με είχαν βαφτίσει «μαργαριτάρι» ή «πριγκίπισσα κύλισης», χαίρομαι όμως που αισθάνθηκαν ελεύθεροι να εφαρμόσουν το έθιμο και να τονώσουν το ηθικό της μαθητευόμενης που, απ’ ό, τι έμαθα, πνίγηκε μέσα στη μπανιέρα της λίγους μήνες αργότερα, όταν ένα από τα χρυσόψαρα που κολυμπούσαν γύρω της μπήκε στο στόμα της και κύλισε αμάσητο στον οισοφάγο.
Η μνήμη μου είναι φορτωμένη με εικόνες σιωπηλής νύχτας. Γυναίκες και κορίτσια που κρέμονται από μια σκάλα ή κυλιούνται στο πάτωμα με τα χέρια δεμένα πισθάγκωνα. Άλλες φιμωμένες με δερμάτινα μαντήλια και γύρω από το λαιμό τους δαντελένιοι γιακάδες, πολύ ρομαντικοί, και ίχνη από βάναυσα φιλιά ή χαστούκια. Μερικές φορές γίνομαι ένα τρομαγμένο ευρωπαϊκό περιστέρι που αργοπεθαίνει από ενοχές και άλλοτε μια αλάνα που μέσα της κλωτσάνε μια μπάλα από κουρέλια κάτι αγόρια με πληγωμένα γόνατα και εγωισμό. Τις νύχτες με βροχή, όταν το καλοκαίρι στο Τόκυο βρυχάται, τυλίγομαι στο άθικτο, λευκό σεντόνι μιας ξεχασμένης παρθενιάς και γύρω μου δένω ιστούς από ανθεκτικά φυτά και ύπερους από άνθη. Τις ορχιδέες δεν τις συμπάθησα ποτέ. Στα γενέθλιά μου ο πατέρας μου μού χάριζε μόνο γιασεμιά – και μόνο αυτά θυμάμαι.
Τη μέρα που γεννήθηκα, στο διπλανό καλάθι είχαν ένα ασουλούπωτο μωρό. Άσχημο, κατάχλωμο, πρόχειρο σαν αντίγραφο ενός πίνακα που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ του. Ή σαν εφιάλτης. Ήταν σαν να φώναζε «παρακαλώ χρησιμοποιείστε με το συντομότερο δυνατόν», επειδή ήξερε πως σε λίγο επρόκειτο να πεθάνει. Μη με ρωτάτε πώς το θυμάμαι αυτό. Πολλά πράγματα συμβαίνουν ανεξήγητα στη ζωή μου. Η μνήμη μου είναι μια χειριστή συλλογή γεγονότων της ζωής και η καθημερινότητά μου μια περίληψη που καταγράφεται αυτομάτως στο εξώφυλλο του άλμπουμ. Ιχνηλατώντας τα γεγονότα της αναδρομής βλέπω το κακομούτσουνο μωρό να μου χαμογελάει. «Yoko, Yoko», μου φωνάζει με βιασύνη σκαθαριού που έπιασε φωτιά, και συνεχίζει να τραγουδά το όνομά μου με μια φωνή σαν βολή, που για λίγο με τρομάζει. Μετά, μου ζητά συγγνώμη για την αναστάτωση και με αποχαιρετά με μια χορευτική κίνηση έκτακτης ομορφιάς, που στην ουσία ξέρω καλά πως δεν έχει να κάνει τίποτε με το βαθύτερο ποιόν του.
—
Tsukasa
Τις νύχτες διαβάζω ιστορίες για δυτικά καλαμποκοχώραφα και βιογραφίες Αμερικανών αλκοολικών συγγραφέων. Τα απογεύματα αποστηθίζω χαϊκού του Σίκι και του Μπασό πίνοντας νερό χρωματισμένο με λίγη ροζ τέμπερα – παρότι μετά μου γαργαλάει το στομάχι και μου στερεί κάθε όρεξη ή ευθυμία. Όπως όλα τα κορίτσια της γενιάς μου, μπορώ να γίνω νευρωτική ή αισθησιακή, φοράω ψεύτικους φακούς επαφής με γεύση βανίλια και φροντίζω να κάνω μια ευχή μπροστά από τη γέφυρα Hama Hiroyuki-San τις Τετάρτες.
Εκτός από την παραδοσιακή ιαπωνική μουσική, προτιμώ τη ζωντανή τοπική σαμισέν, τα κουδούνια και τα τύμπανα που μοιάζουν με θρόισμα φύλλων σε έναν έρημο δρόμο. Τότε, όποια συμπεριφορά είναι ελεύθερη την προσκαλώ να έρθει και να με νικήσει. Στην ήττα είμαι πάρα πολύ καλή. Είναι η μικρή, προσωπική μου νίκη.
Φοβάμαι το δίσεκτο έτος των Ιχθύων, τα εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος δίπλα στο ποτάμι με τα χέλια, και τις συναντήσεις με συγγενείς από την πλευρά της μητέρας μου την εποχή των βροχών. Το Τόκυο είναι για μένα μια τραγανή πόλη που τα καλοκαίρια κινδυνεύει να ξεραθεί από την ανυδρία. Γι’ αυτό και φροντίζω να ποτίζω τα πεζοδρόμια και τις κενές θέσεις πάρκινγκ με το ευωδιαστό σάλιο μου, όταν έχω τελειώσει πια μια ολόκληρη γρανίτα κεράσι και με το ζεστό μου κάτουρο, όταν γυρνώ μισομεθυσμένη σπίτι μου τα βράδια.
Αγαπώ τα yukata, κάτι όμορφα λουλούδια που ανθίζουν νωρίς το απόγευμα, και την άλλη μέρα ξεψυχάνε. Δεν ξεχνώ ποτέ να λιβανίζω με θυμίαμα τις Κυριακές στις 10:35 – ώρα ιερή – και να ράβω στα ρούχα μου από ένα καινούριο θηλυκό κουμπί μία βδομάδα πριν από τα γενέθλιά μου. Κάποτε θα παντρευτώ έναν κατασκευαστή ποταμών αρκετά μεγαλύτερο από μένα, που όμως θα με ανακουφίσει τρομερά, εφόσον θα είναι αυτός που, για πρώτη φορά, είτε θα απομακρύνει τα εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος από τις γύρω περιοχές είτε θα σώσει τα χέλια από τις ηλεκτρικές εκκενώσεις που προκαλούν οι ατέλειες των απρόσεκτων ανθρώπων.
Έχω πάντοτε όρεξη για ερωτικούς αναστεναγμούς, νωπά κεράσια και στίχους από το χαϊκού του βατράχου.
Με λένε Tsukasa. Μου αρέσουν τα γαλάζια κιμονό και η ιδέα πως μπορώ να στολίζω την κάθε μέρα σας με την πρακτική χαλάρωσης που τη λένε «διαταγή φίλτρου σε Shii-» στο σαλόνι.
Ξέρω να φτιάχνω μάσκες αργίλου που αναζωογονούν την επιδερμίδα, ξέρω να χορεύω το χορό του φωτός.
Δεν παύω στιγμή να σκέφτομαι τα καρβουνιασμένα χέλια στο ποτάμι.
—
Tosa Geiko
Θέλω να πάω 1,5 βήμα μπροστά, αλλά όλο χάνω το τέμπο μου, κάτι στις ώρες με αποσταθεροποιεί συνεχώς, με αποσυντονίζει. Με λένε Tosa Geiko. Από παλιά ήμουν αυτή που δεν αθετούσε ποτέ τις υποσχέσεις της κι έκανε συνεχώς το λάθος να πιστεύει πως το ίδιο συμβαίνει και με τους άλλους (πράγμα που με πληγώνει βαθιά, όπως το μαύρισμα χωρίς αστεία).
Θέλω να πάω 1,5 βήμα μπροστά αλλά όλο κάτι γίνεται και μου χαλάει το πλάνο. Μετά, το κεφάλι μου γεμίζει με γέλια, κλάματα, γελοίες σκέψεις, σάλια. Αναρωτιέμαι πότε και από ποιον θα κληθούν να αποφανθούν οι άνθρωποι της λατρείας και άλλοι σοφοί αν η συμπεριφορά μου μοιάζει με κέικ ρυζιού ή με μια κόκκινη ομπρέλα στο Τόκυο ένα απόγευμα που βρέχει. Θέλω να μάθω αν είμαι αναλώσιμη, ανακυκλώσιμη, ή απλή ρεζέρβα σε όχημα πλανόδιου εστιατορίου. Θα είναι μια τελεσίδικη απόφαση, δίπλα σε μια εικονική πραγματικότητα που όλο πέφτει.
Η φωνή της θερμότητας, η επικάλυψη ενός λωτού με τανίνη, ένα παιδί που το βάφτισαν «γδούπο»: αυτά θα έπρεπε να σκέφτομαι και να ονειροπολώ. Μα αντί να αρέσκομαι απλώς στην ευχαρίστηση, όπως οι δυτικές τουλάχιστον γυναίκες, οι ποθητές, που ερεθίζουν και κατακτούν χειροπιαστά εκείνον που τους αρέσει, κι έπειτα τις αναπολεί δια παντός κοιτάζοντας παλιές φωτογραφίες, εγώ κάθομαι και μαγειρεύω αινίγματα (με σόγια, αλεύρι ρυζιού και έναν βαθύ οργασμικό βρυχηθμό από ένα πρώην έφηβο λιοντάρι), που την εποχή των βροχών – η εποχή μας, αλίμονο! – κανένας δεν δύναται να λύσει.
Παρακαλώ, παρακαλώ, απολαύστε ελεύθερα, όμως μην ξανα υποσχεθείτε.
—
Tokyo anyway/Aretsou
[…]
Εκείνη η εποχή ήταν παράξενη. Μετρούσα τις μέρες λες και είχα χάσει το μέτρημα. Τις βάφτιζα με χρώματα, όχι με ονόματα. Ημέρα μωβ, ημέρα λουλακί, ημέρα χαλκοπράσινη. Έβγαινα στο δρόμο και έπιανα φιλίες με τα αδέσποτα και τους περιπτεράδες. Χάιδευα τα κεφάλια των σκυλιών και ανατρίχιαζα στην ιδέα πως το βράδυ είχα φάει την ξαδέρφη τους σουβλάκι απ’ την καντίνα στο λιμάνι. Μιλούσα μετά με τους ξενύχτηδες στα κουβούκλια, με κερνούσαν τσιγάρο και σακέ, καθόμουν κι εγώ και άκουγα τις θλιβερές τους ιστορίες. Κοίταζα τα μάτια τους, τις μικρές σχισμές της όρασής τους απ΄ όπου δεν ανέτειλλε ο ήλιος αλλά μόνο κουρασμένες εικόνες σπασμένες στα δυο. Απομνημόνευα τις θολές τους φωνές και έφτιαχνα παιδικά τραγούδια. Πριν προλάβουν να στηθούν, τα είχα κιόλας ξεχάσει.
Μετά ξανάπαιρνα το δρόμο και χάζευα τις ταμπέλες που δείχνουν την κατεύθυνση. Σκεφτόμουν πόσα μάτια τις είχαν συμβουλευτεί, πόσα χέρια στο τιμόνι είχαν καθοδηγήσει. Μέρη που δεν θα επισκεφτώ ποτέ. Βλέμματα που δεν θα εντοπίσω. Δεν ένιωθα κανένα συναίσθημα, όλα ήταν αδιάφορα, γλυκά και οικεία. Περαστικά, σαν παραίσθηση. Ακόμα και όσα έβλεπα για πρώτη μου φορά, τα ένιωθα λίγο δικά μου. Με κείνο τον τρόπο τον ευχάριστο, τον αφηρημένο, που θεωρεί κάποιος δικά του όσα δεν τον παραξενεύουν, όσα αν δεν υπήρχαν καν μπορεί και να μην τον ένοιαζε επειδή δεν θα το παρατηρούσε.
Τον σκεφτόμουν διαρκώς, ακόμα κι όταν νόμιζα πως δεν τον σκεφτόμουν. Έβρισκε τρόπο να ενσωματώνεται παντού. Στο γαμψό κάγκελο ενός σπιτιού, στο βρεγμένο πηλό μιας γλάστρας, στο κορνάρισμα ενός φορτηγού, στο ξεβαμμένο νύχι μιας κοπέλας στη στάση του μετρό, στο πέταγμα ενός πουλιού κάπου πολύ μακριά μου. Με λένε Aretsou και ήμουν βέβαιη πως θυμόταν το όνομά μου. Ήξερα όμως πως ακόμα κι αν συναντιόμασταν πρόσωπο με πρόσωπο δεν θα με αναγνώριζε πια. Αυτό ναι, το είχα φροντίσει. Δεν θα έβλεπε πάνω μου τίποτε από όσα είχα πασχίσει να του δείξω παλιότερα, όταν ο σκοπός της ζωής μου ήταν η δική του αποδοχή όπως η καραμέλα που δίνει ο αφέντης στο σκυλάκι. Τίποτε δεν θα διέκρινε. Ούτε τις υπερβολές, ούτε την προθυμία, ούτε την βαθιά ανάγκη μου για το σκοτεινό του χάος. Μια περιπλανώμενη εικόνα θα έβλεπε, που θα την προσπέρναγε το δίχως άλλο αδιάφορα, μπορεί και με λίγη ανεκτικότητα, και αυτό είν’ όλο. Έτσι όπως αντιλαμβανόμαστε κι έπειτα αδιαφορούμε ευγενικά για κάποιον που μας σκούντηξε κατά λάθος με τον αγκώνα του και ζήτησε συγγνώμη σε μια ξένη γλώσσα, την ώρα που διασχίζουμε την διάβαση μιας κεντρικής οδού στη μέση του Τόκυο, της Νίκαιας, της Καβάλας.
[…]
—
Διαφημιστικό διάλειμμα
Κάποτε πίστευα στα αυταπόδεικτα πράγματα. Όπως όλοι οι καθυστερημένοι ρομαντικοί ή έστω όσοι εθελοτυφλούν σκοπίμως. Η ανακούφιση του αυταπόδεικτου με γλίτωνε από απορίες, έρευνες και αμφιβολίες. Με τον καιρό έμαθα πως τέτοια πράγματα δεν υπάρχουν – και αν υπάρχουν είναι τόσο σπάνια που είναι μάλλον απίθανο να τα εντοπίσω εγκαίρως. Όσα οι θετικοί της σκέψης θα μου αντιπρότειναν με πάθος, δεν θα κατάφερναν παρά να διασκεδάσουν προσωρινά τη δυσπιστία μου.
Υπάρχουν τόσοι πολλοί όμορφοι άνθρωποι στον κόσμο που είναι άδικο να παραπονιόμαστε για έλλειψη ομορφιάς. Από ένα σημείο και μετά η ομορφιά αποκτά διακλαδώσεις. Και επίπεδα δυσκολίας. Γίνεται περίπλοκη. Και τότε τα σαλιγκάρια επιστρέφουν στο κουκούλι τους και περιμένουν κάτι νέο να φανεί. Ίσως λιγότερο όμορφο, για τα μέτρα τους, αλλά σαφώς πιο εφικτό για μια πραγματικότητα που το έχει ανάγκη.
Το πάθος είναι κάτι που νομοτελειακά επιστρέφει στον πομπό του. Εκκινείται από αυτόν, διαπερνά τον αποδέκτη, αιωρείται για λίγο στο κενό και στο τέλος ξαναγυρνά στην πηγή του. Το πάθος δεν μπορεί να γίνει δώρο. Είναι σαν το βλέμμα. Το εκτοξεύεις, χαϊδεύει την εικόνα, και στο τέλος ξαναγίνεται δικό σου ώσπου να το πας κάπου αλλού. Και έτσι περνά ο καιρός, μέχρι την επόμενη φορά που θα το ελευθερώσεις, σαν το σκυλάκι που παίζει χαρούμενα κουνώντας την ουρά του στο πάρκο ώσπου να επιστρέψει στον αφέντη του που σφύριξε και να πάνε σπίτι.
Κουτό πράγμα οι αφιερώσεις. Πάνω σε βιβλία, δίσκους, χαρτοπετσέτες, οπουδήποτε. Το μόνο που εξυπηρετούν είναι ένας πρόσκαιρος ενθουσιασμός και μια μουχλιασμένη νοσταλγία μετά από καιρό, όταν όλα έχουν τελειώσει. Μία και μοναδική που φύλαξα κάποτε, πίσω από έναν καθρέφτη, ανέχεται το χάδι μου κάθε φορά που τη βλέπω. Οι άλλες μηδέν. Μηδέν εις το πηλίκον.
Είναι τερατώδης η ψυχραιμία που είμαστε προγραμματισμένοι να δείχνουμε σε δύσκολες στιγμές. Τόσο που σχεδόν έχω πάψει να ανησυχώ για όλα.
Ένα διαφημιστικό διάλειμμα ήταν όλα αυτά, μην ξεγελαστείτε.
Θέλω
Θέλω ένα βαθύ πιάτο με μπριάμ κάτω από μια κληματαριά με θέα τη θάλασσα, μια ρακή, λίγο ζυμωτό ψωμί και φίλους γύρω από το τραπέζι/// Και θέλω να είναι συνεχώς μεσημέρι, ακίνητος ο ήλιος στον ουρανό, να μην περνά η ώρα, να μην περνά η όρεξή μας, να μην μας διαπερνά κανένα ζόρι και καμία βιασύνη, να μην μας προσπερνά η ζωή///Θέλω να γίνουν όλα απλά///Θέλω να δω για άλλη μια φορά τις αιτίες που κάνουν τους ανθρώπους να βουρκώνουν///Θέλω να μπορώ να τους αγκαλιάσω λέγοντάς τους ένα απλό «μαζί»///Θέλω να περπατάω αμέριμνη στα στενά του αγαπημένου μου νησιού και να δροσίζεται το πίσω μέρος του λαιμού μου από μια σταγόνα που έσταξε από την ευωδιαστή μπουγάδα στο σχοινί της τροχαλίας///Θέλω να κοιτάζω όμορφα αγόρια και κορίτσια να στολίζουν σαν λουλούδια τον Ιούλιο///Θέλω να διαγράψω από το νου μου όσα αναιρούν τις καλύτερες προθέσεις μου και ακυρώνουν άτιμα τις χαρές μου///Θέλω να χαϊδεύω το κεφαλάκι του βασιλικού από την πήλινη γλάστρα, να ακουμπάω ένα μοσχομυριστό Μοχίτο στο πράσινο τραπεζομάντηλο ακούγοντας Λένα Πλάτωνος και Cocorosie το ηλιοβασίλεμα και να μουρμουρίζω στίχους του Μπωντλαίρ///Θέλω να ταΐζω στο στόμα κεράσια την αγάπη μου και μετά να απλώνω την παλάμη μπροστά στο στόμα της για να μαζεύω τα κουκούτσια///Θέλω να χαζέψω το μυώδες κορμί του αγοριού με τα Rayban και να περηφανεύομαι πως σε αυτή τη ζωή κατάφερα να κάνω κάτι πολύ άξιο, αφού ένας τόσο ωραίος έφηβος πασχίζει να με εντυπωσιάσει κολυμπώντας///Θέλω να σβήσουν με μια αόρατη γομολάστιχα οι αγωνίες του πρόσφατου καιρού κάνοντας χώρο για ένα αλλιώτικο μέλλον///Θέλω τα περιστέρια να συνεχίσουν να έρχονται γύρω μου κι εγώ να έχω σουσάμι να τα ταΐσω///Θέλω να μη χρειαστεί να ξαναταΐσω ποτέ τον «προστατευόμενό μου» εκεί στο σκαλί, γιατί με κάποιο μαγικό τρόπο αυτή η χώρα θα έχει κάνει χώρο για όλα της τα παιδιά και όλοι θα έχουμε τροφή και στέγη///Θέλω να μου χαριστεί για λίγο η μελαγχολία μου και να παραμερίσει επιτέλους προς όφελος της χαράς μου///Θέλω να βρίσκω αιτίες να νιώθω πως όλα πάνε καλά, πως γίνομαι λίγο καλύτερη, πως δεν είμαι βάρος σε κανέναν και πως δεν είναι απαραίτητο τα βάρη όλου του κόσμου να πέφτουν στις πλάτες μου λόγω ανασφάλειας και ενοχών///Θέλω να ξαναρχίσω να μετράω αστέρια ξαπλωμένη στην άμμο του Αυγούστου και να ξαναβρώ τον τρόπο που μέτραγαν μέσα μας παλιά οι λαμπερές στιγμές και τα ωραία μας λόγια///Θέλω να γίνει κάτι μαγικό και αυτό το καλοκαίρι να μην αφήσει παραπονεμένο ούτε ένα μικρό καφετί μυρμήγκι///Θέλω να γεμίσει ο αέρας με πεταλούδες και αγγέλους κάποιο απόγευμα, και μέσα από το φτερούγισμά μους να διακρίνουν οι άνθρωποι τη δύναμη των πιθανοτήτων///Θέλω να ακούω να γελάει ένα παιδί μέσα από ένα μισάνοιχτο παντζούρι///Θέλω οι φίλοι μου να με πάρουν αγκαλιά και να νιώθω να πάλλονται από ευτυχία οι καρδιές τους///Θέλω να νιώθω πως με αγαπάς και πως εξακολουθείς να θέλεις να σε αγαπάω///Θέλω να γίνω το καλοκαίρι και να κάνω επανάσταση, μένοντας εδώ για πάντα///Θέλω///Τα σέβη μου.
–