Αρχεία Ιστολογίου
Έμπορος παραμυθιών
(Κείμενο που δημοσιεύτηκε στην Bibliotheque στις 10 Ιανουαρίου 2018)
Σκέφτηκα ένα καινούριο επάγγελμα. Έμπορος παραμυθιών. Είναι αυτός που κατασκευάζει παραμύθια στα μέτρα πελατών που γνωρίζει πως θα τα αγοράσουν επειδή τα χρειάζονται, όπως χρειαζόμαστε κάθε προϊόν που φροντίζουμε να αποκτήσουμε.
Είναι συστηματικός και εφευρετικός. Έχει συγκεκριμένο προφίλ πελατείας που επιλέγει προσεκτικά, και του εξασφαλίζει επιτυχία και εγγυημένη κατανάλωση.
Φτιάχνει λοιπόν ο έμπορος sur mesure τα παραμύθια των επίλεκτων πελατών του, τους τα πουλάει, εκείνοι τα πληρώνουν πάντα ακριβά (είναι δύσκολη και χρονοβόρα δουλειά η κατασκευή προσωπικών παραμυθιών) και τα ευχαριστιούνται μέχρι να φτάσουν στην ημερομηνία λήξης τους (όπως κάθε εμπορικό προϊόν που σέβεται τον εαυτό του και τον καταναλωτή του).
Τα παραμύθια αυτά είναι εφήμερα σαν όνειρα, αλλά λιγάκι πιο ζωντανά και αληθοφανή, θα έλεγε κάποιος που χρυσοπλήρωσε και απόλαυσε τη συγκίνηση μιας τέτοιας εμπειρίας.
There is no Santa Claus
(Κείμενο που δημοσιεύτηκε στις Staxtes στις 30 Νοεμβρίου 2017)
Υπάρχει ένας αλάθητος τρόπος να καυτηριάζεις μια πληγή, ένα συναίσθημα, μια έξη.
Στη διαδικασία αυτή, η δυσφορία είναι φυσικά αναμενόμενη: καμία χειρουργική επέμβαση δεν έχει πλάκα.
Όταν όμως πρόκειται για θέμα ζωής ή θανάτου, σαφώς προτιμάς να διασχίσεις έναν κάμπο με αγκάθια παρά να περιμένεις να βγουν τα φίδια να σε φάνε.
Ο τρόπος αυτός είναι μάλλον απλός ως προς τη σύλληψή του.
Το άρρωστο «κάτι» συνήθως χτυπιέται καλύτερα με τα δικά του μέσα.
Η πληγή χτυπιέται με νυστέρι που την σκάβει λίγο περισσότερο για να την καθαρίσει.
Το συναίσθημα παλεύεται με τα τραγούδια/μέρη/λόγια/εικόνες που το έχτισαν και το συνόδευαν όσο διαρκούσε αμφίπλευρα το πάθος (τόσο ώστε να γίνεις αναίσθητος σε αυτά).
Και η έξη χρειάζεται μια νέα έξη για να αποδομηθεί, και σιγά σιγά να σβήσει.
Είναι σκληρό να πρέπει κάποιες φορές να αποχωρίζεσαι αιφνιδίως πράγματα, καταστάσεις και ανθρώπους που έχεις αγαπήσει βαθιά.
Οι ανθρώπινες σχέσεις όμως, ενέχουν πάντοτε τον κίνδυνο της ανατροπής. Της διάψευσής τους.
Κανένας βέβαια δεν το σκέφτεται αυτό όταν τις εγκαινιάζει.
Όπως οι έφηβοι και οι νεαροί, έτσι και οι ερωτευμένοι οικειοποιούνται το αίσθημα – ή έστω την εντύπωση – της αθανασίας.
Οι νέοι έχουν την ωραία ψευδαίσθηση πως είναι αθάνατοι σωματικά και ψυχικά, και οι ερωτευμένοι πως η σχέση τους είναι μοναδική, και ποτέ δεν θα λήξει.
Είναι όμορφοι οι θιασώτες του ανέφικτου, ακριβώς επειδή προσδίδουν – έστω και προσωρινά – ένα ανθρώπινο πρόσωπο στις κατεξοχήν απάνθρωπες καταστάσεις: στο χρόνο που περνά και στην φθορά των πάντων.
Διασκεδάζουν τις εντυπώσεις όσων σοφότερων πέρασαν ήδη από εκεί και γνωρίζουν όσα αυτοί αρνούνται να πιστέψουν.
Ενίοτε, τους βοηθούν να παραβλέψουν, ή έστω να λησμονήσουν για λίγο την ματαιότητα της ύπαρξης και να τοποθετηθούν μέσα σε ένα δανεικό ιδανικό πλαίσιο, που ναι μεν δεν τους ανήκει οριστικά, από την άλλη όμως επιδρά ανακουφιστικά, και τους ανανεώνει.
Με την ίδια λαχτάρα και θαυμασμό που ένας γέροντας κρατά στα πόδια του και χαίρεται με ένα μωρό παιδί που του χαμογελά και του μεταδίδει κύματα ζωής και διάρκειας που στην ουσία ο ίδιος δεν έχει , οι ενήλικες επωφελούνται από την έξαψη των νεαρών που θεωρούν πως είναι μοναδικοί και άτρωτοι σε αυτό τον κόσμο. Και αυτό, όχι μόνον όσον αφορά στις ανύπαρκτες ακόμη ρυτίδες τους ή τα ακόμη δροσερά τους χείλη, αλλά και στο εύρος και στην ισχύ των αισθημάτων τους, που τα χειρίζονται και τα επιδεικνύουν ως αναλλοίωτα και μοναδικά στην πλάση.
Τα παραμύθια είναι όμορφα, ποτίζουν τις ψυχές και διευκολύνουν τον ύπνο των δικαίων.
Όσο μεγαλώνουμε και χάνουμε αναγκαστικά και εκ των πραγμάτων την πίστη μας σε αυτά,
τόσο θεριεύει μέσα και γύρω μας ο κίνδυνος της αναπόφευκτης ξηρασίας.
Όμως σε περιστάσεις σαν αυτήν τα λόγια είναι μάταια, περιττά, και λίγα.
Και τούτο εδώ το κείμενο γράφτηκε ένα φθινοπωρινό απόγευμα σε μια βόρεια πόλη με βροχή, μόνο και μόνο για να επιχειρήσει να παραπονεθεί διακριτικά, να βγάλει λίγη πίκρα απέναντι στις προτετελεσμένες διαδρομές που υποχρεούνται να διανύουν όλα τα πράγματα του κόσμου.
*
©Μαρία Πετρίτση
Paradise Circus
(Κείμενο που δημοσιεύτηκε στην Bibliotheque στις 30 Νοεμβρίου 2017)
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα φαγοπωλείο που έμοιαζε με τσίρκο. Οι σερβιτόροι φορούσαν στολές θηριοδαμαστών και οι σερβιτόρες έμοιαζαν με ακροβάτριες. Στην κουζίνα οι κατσαρόλες ήταν μαγικά καπέλα και στα ράφια τα κρασιά ήταν φυλαγμένα σε δοκιμαστικούς σωλήνες. Οι πελάτες φορούσαν εντυπωσιακά ρούχα και φανταχτερά κοσμήματα, που έβρισκαν στο βεστιάριο της εισόδου δωρεάν.
Παντού υπήρχαν καθρέφτες, πολύχρωμα φωτάκια, κεριά, βελούδινα μαξιλάρια, σημαιάκια, τροχοί της τύχης, καρουσέλ και κρυστάλλινες σφαίρες. Οι μουσικοί κυκλοφορούσαν σαν σαλτιμπάγκοι ανάμεσα στα τραπέζια χορεύοντας και παίζοντας φλογέρα, ντέφι και βιολί. Η τραγουδίστρια, μια όμορφη κοπέλα με αφόρητα γλυκό βλέμμα και λαχταριστό κορμί, τους ακολουθούσε ημίγυμνη, χαρίζοντας λουλούδια στους πιο γοητευτικούς πελάτες. Πότε πότε έκανε ακροβατικά παίζοντας με τις κλωστές που έδενε σφιχτά στα χέρια της, και δίπλωνε το σώμα της σαν λάστιχο αποφεύγοντας με κομψούς ελιγμούς τις μύτες των μαχαιριών που οι μουσικοί εκτόξευαν επιτήδεια προς το μέρος της.
Στην ξύλινη σκάλα έπεφτε ένα διάφανο πέπλο που χώριζε τη σάλα από τα καμαρίνια των ζογκλέρ, που έμοιαζαν με κλόουν, και ήταν κοντοί σαν νάνοι. Όταν το φαγοπωλείο γέμιζε κόσμο, οι ζογκλέρ έβγαιναν όλοι μαζί και αντάλλασσαν μεταξύ τους καθαρά και βρώμικα πιάτα και ποτήρια, χωρίς κανείς να καταλαβαίνει για πότε βρίσκονταν από το τραπέζι στην κουζίνα και τούμπαλιν.
Στο μενού υπήρχαν πιάτα σπάνιων γεύσεων, φτιαγμένα με μυρωδικά και εξωτικά μπαχάρια, και τα ποτήρια εκτός από ζεστό ρουμπινί κρασί γέμιζαν και με πολύχρωμα μεθυστικά κοκτέηλ. Στο φαγοπωλείο δεν σερβίρονταν ποτέ πιάτα με κρέας, και αυτό ήταν το μοναδικό σημείο όπου η ιδιοκτήτρια, που υπεραγαπούσε τα ζώα, διαχώριζε τη θέση της από το κλασικό σαρκοβόρο τσίρκο έτσι όπως το ξέρουμε ή το έχουμε ακούσει.
Η μαγεία και η παραξενιά του τσίρκου-φαγοπωλείου έφερνε ευφορία και χαλάρωση στους πελάτες, που αργά τη νύχτα μεταμορφώνονταν στους αγαπημένους τους ήρωες και ζούσαν δικές τους στιγμές. Άλλοι προτιμούσαν τις παιδικές σκηνές και άλλοι έβρισκαν την ευκαιρία να πραγματοποιήσουν τις πιο ενήλικες φαντασιώσεις τους. Όλοι έφευγαν λίγο πριν χαράξει, ευχαριστημένοι και απαλλαγμένοι, έστω και προσωρινά, από το άγχος της καθημερινής τους ταυτότητας.
Οι γείτονες αγνοούσαν την ύπαρξη του μαγικού φαγοπωλείου, στο οποίο μπορούσε κανείς να βρεθεί περνώντας μέσα από μια μυστική πόρτα, χτισμένη στο πίσω μέρος ενός μπακάλικου. Μόνο οι ιδιοκτήτες του μαγαζιού γνώριζαν την ύπαρξη του μυστικού περάσματος, και οι αφοσιωμένοι πελάτες που, κυρίως τα Σάββατα, αφού πρώτα ψώνιζαν τα τσιγάρα και την τεκίλα τους από τον γλυκομίλητο μπακάλη, κατέβαιναν τα σκαλιά του μαγικού φαγοπωλείου, με τον ίδιο τρόπο που η Αλίκη είχε γλιστρήσει παλιότερα στην είσοδο της Χώρας των Θαυμάτων.
Το φαγοπωλείο αυτό λειτουργούσε επί χρόνια στην ίδια γειτονιά, και ήταν μοναδικό στο είδος του. Ακούγονται ιστορίες πολλές για όλα αυτά τα χρόνια που χάρισε στους πελάτες του χαρά και μαγεία, αλλά αυτές τις ανακαλύπτει κανείς τυχαία, κρυφακούγοντας από το διπλανό τραπεζάκι σε ένα αδιάφορο συνοικιακό καφέ. Έτσι μαθαίνει πολλά, μέσα από διηγήσεις τρίτων που σύχναζαν κάποτε εκεί, και σήμερα το αναπολούν με την τρυφερή νοσταλγία θεατή περιπλανώμενου τσίρκου που μέσα σε λίγες μέρες μάζεψε τις σκηνές και τα καμαρίνια του κι έφυγε για άλλη πόλη.
Ένα γδαρμένο γόνατο
-Συνταγές μαγειρικής για πορτοκαλόπιτα, κόκορα κρασάτο, μουχαλεμπί, χταποδάκι στιφάδο, κιουνεφέ, μουσταλευριά, σάντουιτς. Συνταγές επιτυχίας στον έρωτα, στις φιλίες, στα επαγγελματικά, στα οικονομικά ζητήματα. Συνταγές ευτυχίας. Συνταγές τυφλοσούρτες. Λάθος ή σωστές. Κι ο καιρός περνά, κι εμείς μεγαλώνουμε ζώντας τη ζωή που ξέρουμε – ή μαθαίνουμε – να ζούμε.
-Πριν κάτι μέρες άκουσα το αγαπημένο μου κομμάτι του John Cale, το «Dying on the vine», και ο νους μου ξαναγύρισε σε μια παλιά εποχή που πλέον θητεύει στο σούρουπο ενός τρυφερού τοπίου μεγάλων προσδοκιών που έμειναν από λάστιχο. Η μουσική τιμά το μεγαλείο της νοσταλγίας. Ουαί κι αλίμονο – η μουσική ξέρει.
-Η αφοσίωση που επιλέγουν να μας αφιερώσουν οι άνθρωποι είναι ανάλογη της αδιαφορίας με την οποία είναι ικανοί να μας αντιμετωπίσουν εάν κάποιο κοινό πάθος σταματήσει να λειτουργεί ως όχημα για έναν προορισμό όπως τον σχεδίαζαν. Εμείς, επίσης. Δόξα και τιμή στην ισορροπία της ανταποδοτικότητας.
-Ελάχιστα πράγματα είναι πιο ευχάριστα από το να μαγειρεύεις μαζί με αγαπημένους σου ανθρώπους.
-Θα ήθελα να γυρίζει ταινίες ο Λάνθιμος κάθε μήνα. Και να βγάζει δίσκο η Λένα Πλάτωνος. Και βιβλίο ο Ευγένιος Αρανίτσης. Χρόνια το λέω αυτό, και γνώμη δεν αλλάζω. Και μετά μου λένε πως είμαι κυκλοθυμική.
-Κέρκυρά μου, λατρεμένη μου, φέρε μια καταιγίδα. Γονάτισέ μας ξανά με τα χαρτιά που κρύβεις στο μανίκι σου.
-I guess that I miss you, I guess I forgive you, I’m glad you stood in my way. Τι ωραίοι στίχοι.
-Ο έρωτας με έρωτα περνάει, λέει η λαϊκή σοφία. Οι φοβίες, άραγε, ομοίως;
-Χθες βράδυ ονειρεύτηκα πως παντρευόμουν ένα φίλο μου, που στην πραγματικότητα ουδέποτε με συγκίνησε ερωτικά, κι ενώ τον παντρεύτηκα άλλαξα γνώμη και κατέληξα να ξαναπαντρεύομαι την ίδια μέρα κάποιον άλλον, χρησιμοποιώντας την ίδια ασημένια βέρα. Όταν την έβγαλα από το δάχτυλό μου για να δω τι έλεγε μέσα, διαπίστωσα πως έγραφε το όνομα ενός αγνώστου, που είχε πουλήσει τη βέρα του επειδή δεν την χρειαζόταν πια. Αναρωτήθηκα τι είδος ανθρώπου πουλάει τη βέρα του επειδή δεν την θέλει άλλο. Μετά, έτρεξα να φωτογραφηθώ ανάμεσα σε δύο Γιαπωνέζες νύφες που παντρεύονταν ταυτοχρόνως σε ένα πάρκο. Αυτές φορούσαν ολόλευκα νυφικά, εγώ τα γνωστά μαύρα ρούχα μου. Είχα το δεξί μου γόνατο γδαρμένο, και μια γραμμή αίμα κυλούσε ως το χώμα. Ωραίο κόκκινο χρώμα.
-Πότε ξαναρχίζουμε;
-Μετά από αυτό που πάθαμε;
-Μετά από αυτό που πάθαμε.
-Στο κουρείο ενός απομακρυσμένου ορεινού χωριού ένας κουρέας έπινε βερμούτ και άκουγε Περικλή Περράκη. Την ίδια στιγμή, σε ένα αρχαίο μπαρ σε μια υποβαθμισμένη περιοχή της πρωτεύουσας, ο γηραιός ιδιοκτήτης έπινε ουίσκι σε ποτήρι σωλήνα και άκουγε το ίδιο συγκλονιστικό τραγούδι. Αγνοούσαν ο ένας την ύπαρξη του άλλου και αυτό ήταν ένα τραγικό, μοιραίο λάθος, που όμως δεν κατάφερε ποτέ να διορθωθεί.
–
Η τρίχα
(Κείμενο που δημοσιεύτηκε στην http://www.bibliotheque.gr/article/63823 στις 23 Απριλίου 2017)
Είναι οδυνηρή η στιγμή που διαπιστώνεις πως κάποιος που μέχρι πρότινος σε αγαπούσε, ή νόμιζες πως σε αγαπούσε, πλέον εύχεται το θάνατό σου. Έναν θάνατο που μπορεί να μην αφορά άμεσα την υλική σου υπόσταση, αλλά την ύπαρξή σου εντός κι εκτός του κόσμου του. Στέκεσαι τότε λυπημένος μπροστά σε εκείνο που ήταν και δεν είναι πια, και αναρωτιέσαι πώς είναι δυνατόν οι άνθρωποι και τα αισθήματά τους να είναι τόσο ευμετάβλητα και ασταθή. Απάντηση δεν βρίσκεις συχνά, μόνο εικασίες μπορείς να κάνεις και αυτές χωρίς την παραμικρή βεβαιότητα πως αντικατοπτρίζουν κάτι αληθινό.
Εκείνο το πρωί ξύπνησα με έναν βαρύ και πολύ συγκεκριμένο πόνο στο κεφάλι. Όπως όταν χτυπάμε κάπου και φουσκώνει καρούμπαλο ή κάτι παρόμοιο τέλος πάντων.
Άγγιξα με το χέρι το πονεμένο σημείο και διαπίστωσα πως πάνω από το μέτωπο, βαθιά στο τριχωτό της κεφαλής είχε φυτρώσει μια ατσαλένια τρίχα. Ήταν λεπτή και έμοιαζε με τα υπόλοιπα μαλλιά μου. Έφτανε ως τη μέση της πλάτης μου, ολόισια και στιλπνή. Η μεταλλική ρίζα της με πονούσε, και όταν προσπάθησα να την τραβήξω διαπίστωσα πως ήταν αδύνατον να μετακινηθεί από το κεφάλι μου. Έτρεξα στο μπάνιο και κοιτάχτηκα στον καθρέφτη. Η ατσαλένια τρίχα ήταν εκεί – αμετακίνητη, γυαλιστερή και σκληρή. Και ήταν όντως τρίχα!
Την ανασήκωσα και την κοίταξα καλά. Ήταν πράγματι ένα συνηθισμένο κομμάτι σύρμα που είχε ριζώσει στο κεφάλι μου. Η εικόνα μου φάνηκε απίστευτη και εντελώς εφιαλτική, παρόλα αυτά παρέμεινα ψύχραιμη. Αναρωτήθηκα πώς είχε συμβεί αυτό και αν όσα ζούσα ήταν όνειρο ή πραγματικότητα. Δεν μου έχει συμβεί να δω ποτέ ανθρώπους με μεταλλικά μαλλιά, ούτε καν σε ταινίες επιστημονικής φαντασίας. Πόσω δε μάλλον στην καθημερινή ζωή.
Έπιασα τη βάση της και προσπάθησα να την στρίψω μπρος πίσω, έτσι όπως λυγίζουμε ένα σύρμα όταν θέλουμε να το τσακίσουμε σε ένα σημείο και να κοπεί. Ήταν αδύνατον. Η τρίχα παρέμενε γερά ριζωμένη στο κεφάλι μου. Κατάλαβα πως έπρεπε να βρω άλλο τρόπο. Τότε το μάτι μου έπεσε στο ψαλίδι ραπτικής που χρησιμοποιούσε η μητέρα μου για να κόβει ρούχα. Δεν ξέρω γιατί βρισκόταν στο μπάνιο, πάντως ήταν εκεί. Το άρπαξα και προσπάθησα να κόψω την τρίχα λίγα εκατοστά πάνω από τα υπόλοιπα μαλλιά μου. Να την κουρέψω. Και πάλι αδύνατον. Ήταν τόσο σκληρή που ένιωσα πως αν επέμενα, σε λίγο θα έσπαγα το ψαλίδι.
Εκείνη τη στιγμή άκουσα ένα χτύπημα στην πόρτα. Παράτησα το ψαλίδι στο νιπτήρα και έτρεξα ν΄ ανοίξω. Ένας από μηχανής θεός στεκόταν στο κατώφλι. Ήταν ένας άντρας γύρω στα πενήντα, με στολή πού θύμιζε κάτι ανάμεσα σε τραυματιοφορέα και πυροσβέστη. Χωρίς πολλά πολλά, κατάλαβα πως είχε έρθει για να με βοηθήσει. Δεν τον ρώτησα πώς είχε μάθει τι συμβαίνει ούτε ποιος τον έστειλε να με γλιτώσει από το μαρτύριο της σιδερένιας τρίχας. Δεν μπήκε καν στον κόπο να μου εξηγήσει.
Μου ζήτησε να καθίσω σε μια καρέκλα και να μείνω ακίνητη. Υπάκουσα χωρίς να σχολιάσω. Όλα συνέβαιναν με έναν απολύτως φυσικό τρόπο που δεν μου δημιουργούσε καμία αγωνία. Ο άντρας στάθηκε μπροστά μου, και ψηλάφισε την άκρη της μύτης μου. Είπε «θα την κόψω από δω». Διαμαρτυρήθηκα πως η τρίχα μου βρισκόταν στο κεφάλι και όχι στη μύτη μου, και πως το βαρύ σιδερένιο εργαλείο που κρατούσε στο χέρι του ήταν άσχετο με αυτό που έπρεπε να γίνει. Έμοιαζε με κλειδί συνεργείου, ή γιγάντιο κατσαβίδι, και πρέπει να ζύγιζε τουλάχιστον τρία κιλά. Αν έπεφτε στη μύτη μου θα μου την έσπαγε σε χίλια κομμάτια.
Ο άντρας μου είπε να μην μιλάω και να κρατήσω την αναπνοή μου για πέντε δευτερόλεπτα, ενόσω εκείνος θα στόχευε το σημείο όπου θα χτυπούσε με το εργαλείο του. Τον άκουσα να μετράει αντίστροφα από το πέντε μέχρι το ένα. Ψιθυριστά. Στο μηδέν πήρε βαθιά ανάσα και κατέβασε με φόρα το εργαλείο μπροστά στο πρόσωπό μου. Δεν ένιωσα τίποτα.
«Τελειώσαμε», μου είπε και μου έτεινε τη σιδερένια τρίχα μου.
Πήρα το σύρμα και το κοίταξα. Μετά άγγιξα την άκρη της μύτης μου και ένιωσα μια ιδέα μεταλλικής ρίζας που βαθούλωνε κάπως από το υπόλοιπο δέρμα. Έτρεξα στο μπάνιο και κοιτάχτηκα στον καθρέφτη. Ο σωτήρας μου είχε δίκιο. Η μύτη μου είχε απλώς ένα μικρό μεταλλικό στίγμα και το κεφάλι μου ήταν καθαρό. Έφυγε χωρίς να με χαιρετήσει και όλο αυτό το ανεξήγητο σκηνικό ήταν σαν να μην συνέβη ποτέ.
Το σαλόνι του σπιτιού μου ήταν τώρα γεμάτο κόσμο. Κάθισα στον καναπέ και περιεργάστηκα τα άγνωστα πρόσωπα που όμως δεν μου δημιουργούσαν την παραμικρή ανασφάλεια ή περιέργεια. Κάποιος με πλησίασε και άρχισε να με φιλάει στα χείλη. Με φιλούσε γλυκά, πολύ απαλά και όμορφα. Μου άρεσε πολύ. Κάποια στιγμή απομάκρυνε το πρόσωπό του, με κοίταξε και μου είπε:
«Σ’ αγαπώ μόνο για σήμερα. Αύριο θα θέλω να είσαι κάτι άλλο, που όμως δεν θα είσαι κι ούτε θα αντέχεις να γίνεις. Τότε θα σε απαρνηθώ και θα ευχηθώ το θάνατό σου».
Στο χέρι του κρατούσε τη μεταλλική τρίχα μου και έπαιζε μαζί της. Την τύλιγε γύρω από τα δάχτυλά του και την έκανε να μοιάζει με ταλαιπωρημένο ελατήριο. Με κοιτούσε ήσυχα και έδειχνε ήρεμος και σίγουρος για τον εαυτό του. Κατάλαβα πως ήταν δική του.
Σηκώθηκα από τον καναπέ και τότε ένιωσα πως κατά μήκος των μηρών μου, εσωτερικά, κυλούσε κάτι ζεστό. Έσκυψα και είδα μια γραμμή αίμα να στάζει στους αστραγάλους μου, και μετά στο πάτωμα. Κάλυψα όπως όπως το σώμα μου με ένα μαξιλάρι από τον καναπέ και έτρεξα στο μπάνιο. Δεν πονούσα ούτε ένιωθα πανικό. Μόνο μια βαθιά λύπη. Έμεινα αρκετή ώρα εκεί, προσπαθώντας να θυμηθώ απ’ την αρχή και να εξηγήσω όλα όσα είχαν γίνει.
Απάντηση δεν βρήκα, ομολογώ. Μόνο εικασίες έκανα, και αυτές χωρίς την παραμικρή βεβαιότητα πως αντικατόπτριζαν κάτι αληθινό.
Ο έρωτας είναι σαν την ιλαρά. Σου αφήνει σημάδια, αλλά περνάει
https://www.youtube.com/watch?v=giUfgHcN0oQ
(Κείμενο που δημοσιεύτηκε στην http://www.bibliotheque.gr/article/63516 στις 7 Απριλίου 2017)
Οι ανθρώπινες σχέσεις είναι ένα μεγάλο παζλ. Ενώνεις κομματάκια, συνδυάζεις καμπύλες και γωνίες, υπολογίζεις φόρμες και προχωράς. Στήνεις ένα τελικό αποτέλεσμα στο μυαλό σου, γίνεσαι αρχιτέκτονας και χτίστης μαζί. Δοκιμάζεις συνεχώς ταιριάσματα, που άλλα πετυχαίνουν και άλλα πέφτουν στο κενό. Ο σκοπός είναι να προχωράει το έργο, να σε πείθει για το μέλλον του, να σε τροφοδοτεί με ικανοποίηση και χαρά βλέποντάς το να προοδεύει.
Αυτό που λέμε πρόοδος δεν είναι απαραίτητα ο σχηματισμός μιας ευχάριστης εικόνας. Μπορεί αυτό που απεικονίζεται να είναι από θεσπέσιο μέχρι δυσάρεστο ή ενοχλητικό στην όψη. Δεν είναι όλα για όλους, και παρότι ένα παζλ συνήθως ψυχαγωγεί, ενδέχεται υπό συγκεκριμένες περιστάσεις ο στόχος να είναι απλώς η ολοκλήρωσή του και όχι η τελική τέρψη μπροστά στην εικόνα του.
Αν λείπει κάποιο κομμάτι, αν παράπεσε στο πάτωμα, στο ντουλάπι ή στο κουτί, το παζλ μένει ανολοκλήρωτο. Σε αυτή την περίπτωση είτε ψάχνεις το χαμένο ταίριασμα, είτε εγκαταλείπεις το έργο. Εξαρτάται πόσο θέλεις να ολοκληρώσεις το παζλ ή αν τελικά σου είναι αδιάφορο, ως άλλο ένα παιχνίδι κατασκευής που εύκολα το παρατάς για να ξεκινήσεις κάτι άλλο.
Οι ανθρώπινες σχέσεις, και δη οι ερωτικές, κινούνται πάνω κάτω στο ίδιο μοτίβο.
Όσο το αγαπώμενο πρόσωπο σε τροφοδοτεί με εικόνες, ιδέες, σκέψεις και συναισθήματα, όσο σε συναρπάζει, σε κινητοποιεί να επιχειρήσεις την επόμενη κίνηση, να πας το έργο λίγο πιο πέρα. Σε κάνει να θέλεις να επιδιώξεις και να δεις την πρόοδο, σου κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον και σε τροφοδοτεί ψυχικά για το επόμενο βήμα. Κι αυτό, επειδή η ψυχολογική προετοιμασία των παικτών είναι μια αλληλένδετη με τις κινήσεις τους διαδικασία, που έχει ως καύσιμο την ανταπόκριση, τον συναισθηματικό ανεφοδιασμό, την τέρψη μπροστά σε κάτι που συνεχίζει να αναπτύσσεται και να σημαίνει κάτι σπουδαίο.
Ο εραστής που αισθάνεται αγαπημένος, κατέχει τα εφόδια για να κάνει την επόμενη κίνηση αγάπης. Αυτά τα εφόδια είναι ανίκητα, τίποτε δεν μπορεί να τα υπερβεί, όσο δύσκολες και αν είναι οι συνθήκες. Έχει σύμμαχο, συμπαίκτη που τον κάνει να νιώθει ισχυρός, αήττητος, και χίλιους λόγους για να συνεχίσει να επιδιώκει το μέλλον. Άρα είναι και ο ίδιος μάχιμος και δυναμικός, και συμμετέχει ενεργά σε αυτό τον ωραίο αγώνα.
Συνήθως δεν έχουν σημασία οι δηλώσεις, σε περιπτώσεις σαν αυτές. Οι ερωτευμένοι λένε πολλά. Σημασία έχουν οι πράξεις. Η έμπρακτη απόδειξη πως η όποια σχέση περπατάει προς τα μπρος, ακόμη και να κάποιες φορές συμβαίνουν πισωγυρίσματα. Τι είναι αυτό που ακολουθεί ανεξάντλητα και απρόσκοπτα ανοδική πορεία, εξάλλου; Στη Φύση όλα συμβαίνουν κυκλικά, παράλληλα, ταυτόχρονα, αλλά και ετεροχρονισμένα ή και αντίθετα. Η Φύση είναι το βασίλειο και η δόξα της εντροπίας.
Το ερωτικό παζλ πρέπει να κινείται, να ζει, να ανασαίνει. Να πείθει πως έχει λόγο να συνεχιστεί. Ο ασφαλέστερος τρόπος για να μείνει στη μέση είναι ένας από τους δύο, ή και οι δύο, να νιώσουν και να δείξουν πως το έργο δεν έχει μέλλον και ζωή. Όχι να το πουν ή απλώς να το αισθανθούν: να το αποδείξουν.
Ο ερώμενος που τυχόν αποφασίσει να επιμείνει στην πάλη της διαδικασίας για κάποια πρόοδο δεν θα πειστεί ποτέ πως οφείλει να τα παρατήσει, εάν ο ερών δεν του αποδείξει πως η αγάπη και η όρεξή του έχει πια στερέψει, και άρα δεν είναι πλέον ερώμενος. Τότε δεν χρειάζεται άλλου είδους αποδείξεις – τις αποδείξεις τις ζει στο πετσί και στο είναι του. Σε κάθε βλέμμα που ακουμπά στον κόσμο. Επειδή μένει ακάλυπτος, στερημένος. Το εσωτερικό καύσιμό του λιγοστεύει και κάποια στιγμή δεν έχει παρά να το αναγνωρίσει και να συμμορφωθεί, μιας και δεν έχει πια τα εφόδια ή τη δύναμη να κάνει βήμα. Αναγκάζεται τότε να προσγειωθεί σε μια νέα πραγματικότητα, στεγνή και απογυμνωμένη από τα στολίδια των αισθημάτων που ζεσταίνουν την ψυχή, κενή από το ωραίο και δυσεύρετο εκείνο νόημα που άλλοτε έθρεφε σαν μωρό που θεριεύει το αίσθημα που έδενε τους δυο ανθρώπους.
Το ζωοποιό γάλα μιας ερωτικής σχέσης είναι η διάχυτη αγάπη, η εικόνα και η ιδέα της συναισθηματικής εγγύτητας και τη ανάγκης που κάνει τους εραστές ανίκητους και θεϊκούς. Και, κυρίως, ενωμένους. Η ανταλλαγή άυλων κυρίως υλικών, δηλαδή, που μόνο αυτά καταφέρνουν να κάνουν έναν άνθρωπο να αισθάνεται αθάνατος μπροστά στο θάνατο της αγάπης.
«Προειδοποιήθηκε, έλαβε εξηγήσεις, κι όμως επιμένει». Είναι μια διαδικασία άμυνας, ή έστω της ιδέας της, για κείνον που δεν θέλει να παραδεχτεί την πραγματικότητα της μοναξιάς που ακολουθεί μια σχέση χωρίς αίσιο τέλος. Δεν διαρκεί πολύ η διαδικασία αυτή, και αυτό είναι επιβεβαιωμένο. Ο καιρός θεραπεύει τις πληγές, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που θεραπεύει και τις ελπίδες.
Εδώ δικαιώνεται η γνωστή κινηματογραφική ρήση εκλογίκευσης: «Ο έρωτας είναι σαν την ιλαρά. Σου αφήνει σημάδια, αλλά περνάει».
Εκείνος που αναγκάζεται να υποστεί μια εξέλιξη της πραγματικότητας που τον κάνει και πονάει, που αρχικά την αρνείται και βάζει στόχο να την ανατρέψει προς το καλύτερο, κάποτε καταλαβαίνει το άτοπο των προσπαθειών του. Και συμμορφώνεται. Θωρακίζεται. Βλέπει καθαρά. Καταλαβαίνει. Κι έτσι μπαίνει σε λειτουργία αυτοάμυνας, παύει να επιμένει, το πείσμα του ξεθωριάζει, φθίνει, γίνεται μαλθακό. Μέχρι που σταματάει οριστικά να υπάρχει.
Το σημάδι που αφήνει ο έρωτας πάνω του λειαίνεται σιγά σιγά, σαν βοτσαλάκι στην παραλία. Παραμένει εκεί μόνο και μόνο για να του υπενθυμίζει απλώς πως και οι χειρότερες πληγές κλείνουν κάποτε, και πως ο πόνος λήγει.
Τότε, και μόνο τότε τελειώνουν και οι ανθρώπινες σχέσεις. Όταν η ελπίδα της ύπαρξης του ζωοποιού συναισθήματος στα έγκατα της ψυχής του άλλου αρχίσει να καταρρέει. Μόνο έτσι παύει να ζει και στην ψυχή του έτερου εραστή.
Έτσι, ο έρωτας καταλήγει να συμμορφώνεται με τους κανόνες του παζλ. Αν οι παίκτες δεν επιδιώξουν να ξαναβρούν τα χαμένα κομμάτια, αν η ανάγκη και η επιθυμία τους για ολοκλήρωση της εικόνας αποδειχθούν ανίσχυρες και περιορισμένες, τότε το παζλ μένει ημιτελές. Κλείνεται στο κουτί του διαλυμένο και τη θέση του καταλαμβάνει ένα καινούριο παιχνίδι. Ή και κανένα.
Στους έρωτες συμβαίνει το ίδιο: αν οι συνοδοιπόροι πάψουν να νιώθουν και να πείθουν για την ανάγκη τους να εξελιχτεί η όποια σχέση, αν δείξουν πως η ένωσή τους δεν τους είναι πια ακριβή, τότε εκείνη κλείνεται σε ένα κουτί, χάνει τη δομή και τη δύναμή της, και γίνεται ανάμνηση ή και λησμονημένος χρόνος, κηλίδα στα έγκατα μιας αποξενωμένης από τον άλλον ψυχικής κατασκευής. Ολόιδια με ένα παλιό σημάδι ιλαράς πάνω σε ένα μάγουλο ή σε ένα χέρι.
Η υψηλή τέχνη του φλερτ
(Κείμενο που δημοσιεύτηκε στην Bibliotheque στις 13 Νοεμβρίου 2016)
Το φλερτ είναι η ζάχαρη άχνη της libido. Ένας ακαριαίος μυστικός έρωτας – κεραυνοβόλος, ευχάριστος και ημιτελής, άρα κάπως παιδαριώδης θα έλεγαν λανθασμένα οι πιο πρακτικοί – με σαφές σημείο εκκίνησης και συγκεκριμένο τερματικό σημείο. Είναι ένας στιγμιαίος εντυπωσιασμός και η έκφρασή του που καλλωπίζει το χρόνο. Στην πιο σωστή μορφή του μπορεί να διαρκέσει από μερικά δευτερόλεπτα έως και λίγα λεπτά. Σπανίως κάπως πάρα πάνω. Δεν αποσκοπεί απαραιτήτως σε κάποια ερωτική έξαψη διαρκείας σε συνέχειες, με συνέχεια, για τη συνέχεια. Αντιθέτως, συνήθως υμνεί την κομψή ασυνέχεια μιας διαδικασίας που σε άλλη περίπτωση θα οδηγούσε πιθανώς σε χειροπιαστές αποδείξεις του πάθους.
Το φλερτ είναι το αισθησιακό πυροτέχνημα του μινιμαλισμού της ερωτικής επικοινωνίας. Φίλοι του είναι η ευγένεια, η λεπτότητα, το χιούμορ. Είναι το μέσον για να διανύσει κανείς τη μυστική απόσταση που συνδέει την κωμική πλευρά του χαρακτήρα του με την αντίπερα όχθη της, που είναι η σοβαρότατη διάθεση για το θελκτικό ερωτικό κάλεσμα που επιτάσσει κατά καιρούς η Φύση. Το φλερτ είναι η έκφραση της ανάγκης για αισθησιακή επικοινωνία, και μια απόδειξη της ανθρώπινης πίστης στην πρώτη εντύπωση που ακινητοποιεί και μαγεύει. Είναι η ωραία διέξοδος ενός ερωτικού καλέσματος που, για οποιονδήποτε λόγο, επιλέγει αυτό τον τρόπο για να εκδηλωθεί.
Το φλερτ είναι το παραδείσιο παζλ των αισθήσεων. Ένα διανοητικό σταυρόλεξο για ικανούς παίκτες. Μια ερωτική δαντέλα που υφαίνεται λέξη λέξη, βλέμμα βλέμμα, σιωπή σιωπή. Είναι ένας τρόπος επικοινωνίας που υμνεί την διακριτική επαφή ανάμεσα σε δύο ανθρώπους οι οποίοι ξεχώρισαν ο ένας τον άλλον και αλληλοδιαλέχτηκαν, συνήθως μέσα σε πλήθος άλλων, για να διανύσουν από κοινού μια σύντομη απολαυστική διαδρομή εγρήγορσης και συγκίνησης. Το φλερτ είναι μια χαρούμενη αντίληψη της ζωής, ένα παιχνίδι. Απέχει πολύ από την έλλειψη σθένους των απαισιόδοξων και από την συμπλεγματική περιφρόνηση των κυνικών. Όταν ασκείται ως η καλή τέχνη που είναι, το φλερτ είναι πράξη θαρραλέα, συγκροτημένη, ευγενής.
«Δεν βγαίνω, πια, τα βράδια γιατί δεν φλερτάρουν οι άνθρωποι. Τι νόημα έχει να βγεις αν δεν φλερτάρεις;», έλεγε η Μελίνα Μερκούρη. Το φλερτ είναι μια κίνηση φιλική, αβρή, εκλεπτυσμένη. Δίνει ουσία σε μια νυχτερινή έξοδο, απαλύνει μια δύσκολη μέρα, μουδιάζει μια αρνητική διάθεση, εξευμενίζει μια διάθεση θλιμμένη. Σαγηνεύει με τη γλυκύτητά του και ευεργετεί με την αίσθηση που αφήνει πίσω του ακόμα και όταν έχει πια τελειώσει. Είναι το αθώο στολίδι μιας ανθρώπινης επαφής που ασκείται με κομψό και έξυπνο τρόπο, κλείνοντας υπαινικτικά το μάτι στους αποφασισμένους και χαϊδεύοντας απαλά τους αναποφάσιστους.
Ουδείς δικαιούται να κακοχαρακτηρίσει ή να δυσαρεστηθεί από κάποιον που χρωματίζει την ατμόσφαιρα μιας συνάντησης φλερτάροντας διακριτικά, ασκώντας την σκανταλιάρικη διπλωματία μιας ερωτοτροπίας που ξεκινά και καταλήγει στο λόγο περνώντας μέσα από τις κοιλάδες και τις χαράδρες της αναστάτωσης του υπογαστρίου, του στομαχιού, του οισοφάγου, των ματιών, της άκρης των δακτύλων.
Το φλερτ είναι απαλλαγμένο από την ενοχή. Θυμίζει παιδικό όνειρο που αφήνει την πραγματικότητα ανέπαφη, αρωματίζοντάς την απλώς με μια φευγαλέα, αόρατη μυρωδιά κάποιων παράδοξων συνδυασμών που αναστατώνουν χωρίς να εξηγούνται. Είναι δαιμόνιο, σκλαβωτικό, συναρπάζει. Αναζωογονεί με την εφευρετικότητα και την ηδονική του ευωδία που καμία σχέση δεν είχε ποτέ με την σαφή προστυχιά ή τα συνώνυμά της. Το φλερτ υπενθυμίζει και επικυρώνει την ιδέα της αγνότητας της φαντασίας και του πάθους. Τα πρώιμα στάδια της ερωτικής επαφής. Τις καλές πλευρές του εαυτού μας.
Το φλερτ, παρότι μάλλον σημειολογικό άθλημα, δεν περιφρονεί τις σαρκικές ηδονές. Αντιθέτως, όταν ασκείται με ταλέντο και ανεμελιά, τις υπονοεί και ενδεχομένως τις προετοιμάζει. Η μυστική μαγεία του κρύβεται στη σαφή, λεπτεπίλεπτη γραμμή που το διαχωρίζει από το αμιγές ερωτικό κάλεσμα. Το φλερτ είναι το χαμογελαστό χερουβείμ που φτερουγίζει γύρω απ΄ τη φωτιά ενός πάθους που δεν έχει ανάψει ακόμα. Δεν είναι όμως μια άγονη απόλαυση, είναι ο πυρήνας της ερωτικής επικοινωνίας στην πιο αγνή μορφή της. Από αυτό ενδέχεται να προκύψουν όλα ή τίποτα, και τούτο είναι άλλο ένα ευγενές χαρακτηριστικό της ύπαρξής του. Το φλερτ είναι ένα αριστοκρατικό, υψηλό, ανυπόμονο κάλεσμα ζωής. Ένα ρομαντικό και κάπως θεατρικό άπλωμα του χεριού, μια σεμνή υπόκλιση, ένα όσο χρειάζεται τολμηρό νεύμα προς κάποιον που κοιτάζει.
Δεν είναι, φίλε, όλες ίδιες οι καρδιές
(Κείμενο που δημοσιεύτηκε στην Bibliotheque στις 22 Σεπτεμβρίου 2016)
Είναι κάτι μέρες παράξενες. Που σου ξεφεύγουν, σε μπερδεύουνε, δεν μπορείς να τις εξηγήσεις. Μοιάζουν με μαδημένα γαρύφαλλα στο πάτωμα βρωμερού σκυλάδικου στο τέρμα μιας εθνικής οδού χαράματα Δευτέρας. Μυρίζουν μελαγχολικά και άσχημα, σαν άπλυτα σεντόνια γεμάτα ακάρεα και ληγμένο DNA. Έχουν το χρώμα ενός ενοχλητικού κυριακάτικου απογεύματος στην επαρχία, που δεν σηκώνει κεφάλι με τίποτα. Και μοιάζουν να υποφέρουν.
Ηχούν σαν φθαρμένος αμανές πρώην φερέλπιδος λαϊκού τραγουδιστή που όμως χάθηκε σταδιακά από τις πίστες, γιατί δεν έπραξε τα δέοντα ώστε να κάνει λαμπρή καριέρα όπως οι μεγαλόσχημοι συνάδελφοί του. Έχουν το χρώμα των ματιών μιας γλυκιάς κοπέλας δίχως όνομα στην άκρη μιας παρέας επωνύμων, σε μια φωτογραφία του ’86, ανάμεσα σε κοψίδια και λιωμένα σαλατικά που αργότερα θα αποτελέσουν υλικό για την τέχνη. Διστάζουν να εκδηλωθούν ισότιμα στην εβδομάδα, σαν παιδιά που ντρέπονται και φοβούνται για κάτι που ετοιμάζεται να τα μαλώσει ένας μεγάλος, αυστηρός. Αν μπορούσαν, οι μέρες αυτές θα σκίζονταν μόνες τους απ’ το ημερολόγιο, αφήνοντας τη θέση τους στο χαρτάκι της επόμενης μέρας, με τα ανέκδοτα, τις γιορτές και τις συνταγές μαγειρικής για αρχάριους και προχωρημένους.
Κάτι τέτοιες μέρες οι άνθρωποι νιώθουν ανήμποροι, μόλις κατά το ένα τοις εκατό ιδιοκτήτες της ζωής τους. Οι σκέψεις και τα αισθήματά τους δεν έχουν καμία σχέση με τις σκέψεις και τα αισθήματα κάποιου που μόλις έλαβε ένα ακριβό δώρο, ένα απρόσμενο μήνυμα, κάποια καλά μαντάτα ή έστω ένα δροσερό μπουκέτο λουλούδια. Τότε οι άνθρωποι είναι ευάλωτοι, κι οι στιγμές τους θραυσματάκια αναμνήσεων και νοσταλγίας για σαφή ή και απροσδιόριστα πράγματα που ματαίως έπραξαν, σκέφτηκαν ή ήλπισαν πως θα ζήσουν. Δεν είναι αμέριμνοι, ούτε καν αδιάφοροι για αυτά που συμβαίνουν μέσα τους και γύρω. Δεν πάνε για καφέ στη Μαβίλη ή στο Λιστόν, δεν τηλεφωνούν σε μια μακρινή θεία, δεν καταστρώνουν σχέδια διακοπών ούτε κάνουν όνειρα για το μέλλον. Πάσχουν από την ακινησία εκείνου που δεν του απέμεινε τίποτε να πει. Εκείνου που νιώθει πως του λιγοστεύουν οι αισθήσεις. Γίνονται ένα με τη σιωπή του υπνωτισμένου, με την ακαμψία του σώματος ενός άδικα σκοτωμένου από παρεξήγηση στη μέση μιας κακόγουστης πλατείας.
Αυτές οι μέρες που υποσκάπτουν έτσι τη ζωή των κατοίκων τους, είναι απρόβλεπτες και πολύ χολωμένες. Πατάνε πάνω σε πτώματα υποσχέσεων και πλάνων που ματαιώθηκαν χωρίς καν έναν σοβαρό και άξιο λόγο. Θέλουν τους ανθρώπους τους νικημένους και παραιτημένους εξαρχής, με το πρώτο κιόλας φως του ήλιου. Είναι απόπειρες αποφυγής της όποιας πραγματικότητας, κάτι σαν προθάλαμοι σοβαρού χειρουργείου όπου ο γιατρός σου λέει πως όλα θα γίνουν όπως πρέπει κι ο ασθενής μάλλον θα επιβιώσει. Θυμίζουν πόρτες που κλείνουν πριν καν ολοκληρωθεί η ξενάγηση, ξερά χωράφια που λιμοκτονούν και ζέχνουν ψοφιμίλα, άδεια μπουκάλια μπίρας μετά από μια νύχτα απ’ την οποία δεν έμεινε τίποτα, κι ας συνέβησαν πολλά και διάφορα σπουδαία.
Αυτές οι μέρες οι παράξενες μοιάζουν με παλλόμενες καρδιές που παρότι δείχνουν πανομοιότυπες, δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους. Κολλάνε σαν υγρασία σε ανοχύρωτα δέρματα και πονάνε σαν τσιμπήματα από άρρωστα κουνούπια. Έρχονται αιφνίδια, μετά από τις μικρές ή μεγάλες καταστροφές που χτυπούν σαν πραγματικοί ή νοεροί κεραυνοί τις ζωές των ανθρώπων. Φορούν πάνω τους στάχτες από ένα τελευταίο μισοκαπνισμένο Μάρλμπορο, ιδρώτα που δεν σαπουνίστηκε εγκαίρως, κουρελάκια από λαϊκά τραγούδια μιας προδοσίας, μιας καψούρας, ενός ντεραπαρίσματος που κόστισε τη ζωή σε αθώους και ενόχους. Στις γωνίες τους βλέπει κανείς ένα παλιό μαξιλάρι-αιρ κοντίσιον που κάποτε δρόσιζε τον αγκώνα κάποιου που αγαπήθηκε πολύ μα δεν το πίστεψε ποτέ του, ένα φορεμένο φανελάκι που μυρίζει ένα οποιοδήποτε «εσύ», ένα ξεχασμένο πι κι ένα ξύλινο μπαστούνι κάποιου που μάλλον δεν είναι πια εδώ, γι’ αυτό και οι οικείοι του αποφάσισαν να του βγάλουν στο σφυρί το σπίτι.
Αυτές οι μονόφθαλμες, κουτσές και φιμωμένες μέρες συμβαίνουν πανομοιότυπα και τρομακτικά σε όσους, καθότι αναποφάσιστοι, έχουν ανάγκη να αναβάλλουν γι’ άλλη ώρα κάτι σημαντικό. Σε όσους δεν αντέχουν τον πόλεμο, τις διαπραγματεύσεις, την ίδια την πραγματικότητα που τους έλαχε σαν λοταρία μια Δευτέρα πρωί, κι έτσι τσακίζονται να αποφύγουν τα σημεία των καιρών μπας και γλιτώσουν. Κι ενώ ξέρουν πως κάτι τέτοια δεν γλιτώνονται, εκείνοι επιμένουν να διατηρούν την ψευδαίσθηση πως μπορούν για λίγο ακόμα, έστω, να τα καθυστερήσουν.
Βάσει παλαιότητας
(Κείμενο που δημοσιεύτηκε στις Στάχτες στις 22 Σεπτεμβρίου 2016)
Ο άντρας ήταν ψιλόλιγνος και ευέλικτος. Είχε κάτι από τη άγρια ελαστικότητα του λιονταριού και την αυστηρή πλαστικότητα της μπαλαρίνας. Παρέμενε ιδιαίτερα αρρενωπός, παρότι οι κινήσεις του είχαν κάτι έντονα γυναικείο. Μύριζε νύχτα και αλκοόλ. Είχε πολύ μαύρο δέρμα, και κάπως γυαλιστερό. Το ασπράδι των ματιών του ήταν γεμάτο μικρές κόκκινες φλέβες. Τα χείλη του ήταν τόσο μαύρα που στο τέλος γίνονταν ασημί. Σαν το ασημί που βγαίνει όταν μουτζουρώνεις με μολύβι για πολλή ώρα ένα χαρτί και τελικά η μουτζαλιά γίνεται ασημόμαυρη, και λάμπει. Ή και λίγο μπλε, αν έχεις καλλιτεχνικό μάτι και επιμένεις να υπεραναλύεις τα χρώματα και τους δερματικούς ιριδισμούς τους.
Το όνομά του ήταν δύσκολο για όποιον δεν είναι συνηθισμένος στα αφρικάνικα ονόματα, ο ίδιος όμως δεν έκανε την παραμικρή προσπάθεια να το προφέρει διαφορετικά για να το ακούσει καλύτερα η λευκή που καθόταν δίπλα του και σιγόπινε το ρούμι της καπνίζοντας ευρωπαϊκά τσιγάρα.
«Οι φίλοι μου με σέβονται επειδή είμαι η γηραιότερος της παρέας», είπε και μισόκλεισε τα φλεγόμενα μάτια του. Από το απέναντι τραπέζι τρεις κατάμαυροι άντρες κοίταζαν σιωπηλά. «Έτσι είναι στη φυλή μας. Δεν υπάρχει εξουσία, υπάρχει ηγεσία. Οι νεώτεροι σέβονται τους γηραιότερους, και οι γηραιότεροι ηγούνται των νεώτερων – δεν υπάρχει ισχυρότερη ιεραρχία απ’ αυτήν».
Κοίταξε για λίγη ώρα το ποτήρι του, σαν να το διάβαζε. Χωρίς να μιλάει. Μετά σηκώθηκε, πήρε από το χέρι τη λευκή γυναίκα, έκαναν μερικά βήματα και άρχισαν να χορεύουν στο κέντρο της πίστας. Κάτι ήσυχο, σχεδόν ρομαντικό. Ήχοι της ζούγκλας ζώων και ανθρώπων, απόηχοι των παρανοήσεων ενός μικρού καλοκαιριού που έφευγε λίγο λίγο. Ένας πίνακας του Λουστάλ. Μια σκηνή από ταινία με άγριες στέπες και αρπακτικά. Λίγοι στίχοι από ένα παλιό τραγούδι της Κούμπα Γκάουλο. Η μουσική γεννούσε εικόνες.
Από την άκρη του ξύλινου πάγκου, κάτω από τις λάμπες με το θαμπό, κίτρινο φως, σαν αυτά που μένουν αναμμένα στα παιδικά δωμάτια όταν τα μωρά πέφτουν για ύπνο, οι μαύρες γυναίκες τους κοιτούσαν με καχυποψία. Ήταν όμορφες και χρωματιστές. Ντυμένες με τα σπάνια φυτά της στέπας, τα εξαίσια λουλούδια της άγριας φύσης, τις εικόνες μιας υπέροχης παγανιστικής γιορτής. Γυναίκες τυλιγμένες σε μια ζωή που ανήκε μόνο σε κείνες και στις άγριες φυλές τους.
Οι μαύρες γυναίκες είχαν συνηθίσει να απαιτούν και να απολαμβάνουν την προσοχή των αντρών που μπαινόβγαιναν στο μαγαζί και στη ζωή τους. Ο χώρος αυτός ήταν ως τότε ένα ιερό άβατο για τους ξένους. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπαν έναν δικό τους να χορεύει με μια λευκή και αυτό τους φαινόταν απίστευτο, έμοιαζε με παράπτωμα, ένα μεταφυσικό λάθος. Η σκηνή είχε κάτι το εξοργιστικό όσο και κινηματογραφικά ερεθιστικό. Ήταν σχεδόν ανεξήγητη, σαν παραβιασμένο έθιμο που σε κάνει να φοβάσαι και να απορείς τι θ’ απογίνεις την άλλη μέρα.
Το ζευγάρι συνέχισε να χορεύει χωρίς να ενοχλείται από τα αιχμηρά βλέμματα που, εξάλλου, δεν φαινόταν να διακρίνει ουδόλως. Η μουσική, η ώρα και το ρούμι κυλούσαν ήσυχα, γλυκά, μέσα στη νύχτα. Οι μαύρες γυναίκες σχολίαζαν τη σκηνή με βαριές, εκνευρισμένες φωνές και τραχιά λόγια, που παρόλα αυτά δεν κατάφερναν να ραγίσουν τη γαλήνη της στιγμής. Στο ρεφραίν του τραγουδιού, ο άντρας έσκυψε απότομα και φίλησε τη λευκή γυναίκα στα χείλη. Λικνίστηκαν γι’ άλλη μια στιγμή κι έπειτα στάθηκαν ακίνητοι στο κέντρο της πίστας. Την ένιωσε να κουρνιάζει στο στέρνο του και την αγκάλιασε ακόμα πιο σφιχτά, έτσι όπως τυλίγει κανείς με τα χέρια του ένα απροστάτευτο παιδί που φοβάται για τους σωστούς ή τους λάθος λόγους. Μετά την πήρε από το χέρι και κάθισαν στο τραπέζι, αθόρυβα και αδιάφορα, έτσι όπως είχαν σηκωθεί.
Αντάλλαξαν δυο τρεις κουβέντες ακόμα, που χάθηκαν στα βάθη της μελωδίας ενός καινούριου τραγουδιού και στην αψιά γεύση που αφήνει το ρούμι στο στόμα τις πρώτες πρωινές ώρες του Σαββάτου. Σε λίγη ώρα, το ίδιο απρόσμενα με τον ερχομό της, η λευκή βγήκε από το μαύρο μαγαζί και χάθηκε στην ευρωπαϊκή νύχτα.
Ο μαύρος αρχηγός έμεινε με τη σεβαστική παρέα του και τις μαινάδες με τα άφρο χτενίσματα και τα ολοστρόγγυλα αφρικάνικα βυζιά, να προσπαθεί να ιεραρχήσει βάσει παλαιότητας τα χρώματα των στομάτων που ενώνονται, τους ήχους των αλλότριων φιλιών και τις λέξεις μιας ξένης, πρόσκαιρης καλοκαιρινής γλώσσας που δεν θα ξαναμιληθεί ποτέ της.
Βάσει παλαιότητας. Ισχυρότερη ιεραρχία απ’ αυτήν δεν υπάρχει.
Το βραβείο
(Κείμενο που δημοσιεύτηκε στην Bibliotheque στις 14 Σεπτεμβρίου 2016)
Όπως μου συμβαίνει συχνά, άλλα ήθελα να κάνω κι άλλα κάνω σήμερα. Όμως η βροχή και το τρένο που αργοπορεί μου άλλαξαν τα σχέδια. Ήθελα να σε δω, να σου τρίψω την πλάτη και τα δάχτυλα των ποδιών. Να σου διηγηθώ μια ιστορία με άγρια ζώα και άγνωστους πλανήτες μέχρι να κοιμηθείς, και να σε περιμένω να ξυπνήσεις με καφέ και μπισκότα βουτύρου. Και να μείνουμε μαζί στο κρεβάτι μέχρι να σουρουπώσει, να βλέπουμε τι χρώμα γίνεται ο ουρανός.
Ήθελα να μου πεις τι όνειρο είδες, τι φαγητό έχεις όρεξη να φας και αν είχες ποτέ σου γάτα. Είναι παράξενο, γνωρίζεις κάποιον όλο και καλύτερα, και παρόλα αυτά αγνοείς σημαντικά στοιχεία της ζωής του. Θα ήθελα να μου πεις σε ποια στάση σου άρεσε να κοιμάσαι όταν ήσουν μικρός, τι απαντούσες στους μεγάλους όταν σου έλεγαν «όχι», και την πρώτη πρώτη σου ανάμνηση, όταν ακόμη δεν υπήρχαν αναμνήσεις.
Τώρα που κάθομαι και στα λέω όλα αυτά μου λείπει το άρωμά σου και η αίσθηση του χεριού μου πάνω στο μάγουλό σου. Σου έχω ξαναπεί πως έχεις τον πιο όμορφο λαιμό που έχω δει. Μοιάζει με λαιμό μικρού παιδιού. Όταν σε φιλάω εκεί, όταν σε αγγίζω, σε ξαναβρίσκω ξαφνικά σε δύο ηλικίες. Στη σημερινή και στην αλλοτινή σου. Λατρεύω τη σκέψη πως μέσα από ένα κομμάτι του σώματός σου μπορώ και περιφέρομαι ανάμεσα στις ηλικίες σου. Εσύ δεν το ξέρεις όταν συμβαίνει, όμως είναι εξαιρετικό.
Μου αρέσει να σε κοιτάζω όταν μιλάς, ακόμα κι αν εσύ μονολογείς ή χαζεύεις τον τοίχο απέναντί σου. Μερικές φορές, στις συζητήσεις μας, έχω παρατηρήσει πως αφαιρείσαι, το βλέμμα σου πετάει αλλού, και τότε πιστεύω απόλυτα όσα μου λες, επειδή ξέρω πως είναι αλήθεια. Όταν μου λες την αλήθεια άλλοτε σε μισώ κι άλλοτε χώνομαι ακόμα πιο βαθιά στον συναρπασμό μου για σένα. Όταν μου λες ψέματα θέλω να καταφέρω να σε σιχαθώ και να μην σε ξαναδώ ποτέ. Να μη με νοιάζεις, να είναι σαν να μην σε γνώρισα, σαν να μην υπήρξες.
Μερικές φορές σκέφτομαι σαν κανίβαλος. Όπως σήμερα, για παράδειγμα, που ήθελα να κάνω άλλα πράγματα κι όμως η βροχή και το τρένο που αργεί μου άλλαξαν τα σχέδια. Έχω ονειρευτεί πολλές φορές πως σε ξαπλώνω και αρχίζω να σε τρώω σιγά σιγά. Εσύ δεν πονάς, και αυτό κάνει το έργο μου ευκολότερο. Τελικά σε τρώω σχεδόν ολόκληρο, και γίνομαι ένα Εμείς που δεν έχεις ξαναδεί ποτέ σου. Σε έχω μέσα μου, αφομοιωμένο, και με ποτίζεις σιγά σιγά με τα θρεπτικά συστατικά σου, την ομάδα αίματός σου, τα υγρά και τις σκέψεις σου, τα βιώματά σου. Έπειτα καταλαβαίνω πως αυτό είναι κάπως βίαιο – όπως όλες οι ανθρώπινες ενώσεις – και αλλάζω φαντασίωση.
Μας βάζω να βρισκόμαστε σε ένα ύποπτο ξενοδοχείο στο Τόκιο, σε μια υπόγεια τουαλέτα στις Βρυξέλλες, πίσω από μια σκάλα σε ένα σταθμό του μετρό στη Μαδρίτη, στην είσοδο μιας πολυκατοικίας στην Αθήνα, σε μια ακτή στο πουθενά. Στα όνειρά μου μας βάζω δίπλα δίπλα, λες και πρόκειται για έναν αγώνα άνευ αντιπάλου, όπου για λίγο βρίσκονται και οι δύο παίκτες στην ίδια πλευρά και παλεύουν για τον ίδιο στόχο.
Άλλες φορές, όταν σε σκέφτομαι, οι εικόνες μέσα μου λοξοδρομούν. Δεν είμαι σίγουρη πως θα καταφέρω μετά να τις ξαναβάλω στη θέση τους. Τότε εύχομαι να έπαυα να ήμουν άνθρωπος με χέρια, πόδια και σκέψεις, και να γινόμουν το σφουγγάρι σου. Ένα σφουγγάρι που το πιάνεις με το χέρι σου και τρίβεις την κοιλιά σου, το στήθος σου, τις μασχάλες και το πίσω μέρος των ποδιών σου. Να με πιάνεις σφιχτά και να με βάζεις στη σωστή γωνία ή στη σωστή κοιλότητα που θέλεις να καθαρίσεις. Και μετά να με ξαναγεμίζεις με αφρόλουτρο και να με αφήνεις να σέρνομαι πάνω σου σαν σιροπιαστό γλυκό.
Θα έδινα το παν για να βγαίναμε μαζί μια νύχτα στο ποτάμι, να κοιτάζαμε τα πλοία να περνούν και να μυρίζαμε το κρύο και τα Χριστούγεννα που σε λίγο θα πλησιάζουν. Κάθε εποχή έχει τη δική της μυρωδιά. Μόλις η εποχή έρθει, χάνεται αυτή η οσμή και τη θέση της παίρνουν σελίδες στο ημερολόγιο, νοερές σημειώσεις, αισθήματα που αμβλύνονται με τον καιρό και στο τέλος γίνονται άλλα από αυτά που ήταν. Μαζί σου θα ήθελα να ζω στο κατώφλι όλων των εποχών. Και ο κόσμος να μυρίζει πάντα το ίδιο.
Αυτό κι αν είναι το υπέρτατο βραβείο.