Αρχεία Ιστολογίου
Το μυρμήγκι
(Κείμενο που δημοσιεύτηκε στις http://staxtes.com/2003/?p=10892 στις 22 Φεβρουαρίου 2017)
Είναι ένα μυρμήγκι που προχωράει μακριά από τα υπόλοιπα. Σκύβω καλύτερα και το παρατηρώ. Μαύρο, μεγαλούτσικο, με μακριές κεραίες και δαγκάνες. Έχω τινάξει το σακουλάκι της τυρόπιτας στο χώμα και κάθομαι στο πεζούλι. Παρακολουθώ τις ορδές των φίλων του να σπεύδουν. Άλλα καταπιάνονται με τα μεγαλύτερα φύλλα σφολιάτας, μερικά με κάτι μικροσκοπικά κομματάκια τυρί. Το δικό μου μυρμήγκι κινείται απόμερα, κουνάει πάνω κάτω τις κεραίες του και σταματάει απότομα μόλις συναντήσει κάποιο άλλο. Πιάνω ένα κομματάκι φύλλο και το ρίχνω μπροστά του. Φρενάρει, το επεξεργάζεται και αλλάζει πορεία. Το μυρμήγκι μου δεν πεινάει, αψηφά τον κίνδυνο, δεν έχει αίσθηση του καθήκοντος, είναι τρελό.
Είμαι επτά χρονών και όταν δεν κάθομαι στο θρανίο μου, στη λεκάνη της τουαλέτας ή στο τραπέζι της κουζίνας μου αρέσει να κάθομαι στο πλατύσκαλο του σπιτιού ή στο πεζούλι δίπλα από τις λεμονιές και να παρατηρώ τα μυρμήγκια. Ξέρω πως υπάρχουν διάφορες φυλές. Καφετιά, μαύρα, μικρά, μεγάλα, φτερωτά, πλατυκέφαλα. Στο χώμα της αυλής μας κυκλοφορούν διάφορα από αυτά. Νομίζω πως όλα μοιάζουν μεταξύ τους. Αν εξαιρέσεις το χρώμα και το μέγεθος, θα έλεγα πως το χώμα κατοικείται αυστηρά από ολόιδια σπιτικά μυρμήγκια.
Πολλές φορές παρακολουθώ πού καταλήγει μια σειρά μυρμηγκιών και φτάνω μέχρι τη φωλιά τους. Έχω προσπαθήσει να δω τι υπάρχει μέσα στον σκοτεινό κρατήρα, όμως είναι αδύνατον. Η τρύπα είναι πολύ μικρή, δεν φαίνεται τι έχει μέσα. Παλιότερα μου είχε συμβεί να πατήσω πάνω σε μυρμηγκοφωλιές και να χαλάσω το μικρό βουναλάκι σκόνης και χώματος που τις περιβάλλει. Πλέον προσέχω περισσότερο και δεν κάνω τέτοια λάθη.
Το μυρμήγκι μου ξεμακραίνει από τα υπόλοιπα και αδιαφορεί για τα αποφάγια που έχω ρίξει μπροστά του. Αναρωτιέμαι γιατί το κάνει αυτό, την ώρα που οι δικοί του σκοτώνονται να μαζέψουν προμήθειες για το χειμώνα. Κάποτε είχα δει ένα μυρμήγκι να σέρνει έναν κόκκο σιταριού τουλάχιστον τέσσερις φορές μεγαλύτερο από κείνο. Το πιο εντυπωσιακό, βέβαια, ήταν ένα άλλο, που έσερνε μια νεκρή μέλισσα που στα μάτια του θα πρέπει να φάνταζε τουλάχιστον σαν τον γίγαντα Γκρισίνο. Άλλα κουβαλάνε κατσαρίδες, σκαθάρια, ψίχα ψωμιού, φτυμένες πατάτες, κουκούτσια, μέχρι και το ξεραμένο καύκαλο από μια πληγή που είχα ξύσει κάποτε και όταν το πέταξα μπροστά τους σκοτώθηκαν να το αρπάξουν και ν’ αρχίσουν να τρέχουν.
Είναι μεσημέρι και ο ήλιος με χτυπάει κατακούτελα. Κάνει ζέστη και πιο κει η μάνικα ποτίζει σιγανά τα λουλούδια της μάνας μου. Το συνηθίζει να αφήνει ανοιχτή τη βρύση για να ποτίζονται λίγο λίγο τα φυτά όταν βαριέται να ποτίσει κανονικά. Πολύ συχνά γεμίζει ο τόπος λάσπες.
Σκύβω πάνω από το τρελό μυρμήγκι και το πιάνω. Πάει να μου γλιτώσει αλλά δεν μπορεί. Προσπαθώ να μην του σπάσω τα πόδια, και γενικώς να μην το λιώσω κατά λάθος. Η καρδιά μου χτυπάει γρήγορα. Ξαφνικά νιώθω πως ξύπνησα, η μεσημεριανή ζαλάδα έχει περάσει.
Με το άλλο χέρι αρπάζω μια καρφίτσα που μόλις ανακάλυψα στα χώματα και καρφώνω στη μέση το μυρμήγκι. Η άκρη της καρφίτσας μου τρυπάει λίγο το δάχτυλο αλλά όχι τόσο βαθιά ώστε να τρέξει αίμα. Το σουβλισμένο μυρμήγκι μου κουνιέται σαν τρελό. Το φέρνω μπροστά στα μάτια μου και το κρατάω έτσι όπως έχω δει να κρατάνε οι γυναίκες ένα λουλούδι ή τα άλλα παιδιά το γλειφιτζούρι τους. Το κάνω γύρους στον αέρα. Αυτό συνεχίζει να κουνάει χέρια και πόδια σαν παλαβό. Αναρωτιέμαι αν έχει καταλάβει τι του συνέβη.
Σε λίγο βαριέμαι το παιχνίδι μου κι αρχίζω να πεινάω. Πετάω το καρφιτσωμένο μυρμήγκι πιο κει και μπαίνω στο σπίτι. Δεν κάνω καν τον κόπο να το πατήσω για να βάλω ένα τέλος στο βάσανό του, μιας και δεν μου περνάει καν απ’ το μυαλό καν πως το μυρμήγκι μπορεί να πονάει.
Αργά το απόγευμα ξαναβγαίνω στην αυλή και αναρωτιέμαι τι να απέγινε η αυτοσχέδια σούβλα μου. Επιστρέφω στο σημείο του μαρτυρίου και ψάχνω να το βρω. Η καρφίτσα πουθενά. Το παρτέρι έχει γεμίσει λάσπες. Κλείνω τη μάνικα που τρέχει απ’ το πρωί και ξανακάθομαι στη θέση μου, στο πεζούλι. Σκύβω κοντά στη γη και μυρίζω τη σκόνη. Κοιτάζω κάτω από τα πόδια μου και φτύνω λίγο σάλιο γεμάτο μπουρμπουλήθρες και υπολείμματα μακαρονιών. Δεκάδες μυρμήγκια μαζεύουν τροφή για το χειμώνα.
Τις νύχτες δυσκολεύομαι να κοιμηθώ
(Kείμενο που δημοσιεύτηκε στις Στάχτες στις 15 Οκτωβρίου 2015)
Η Γιουλίκα δουλεύει στις καλλιέργειες πιπεριάς στην Ανδραβίδα και τις νύχτες δυσκολεύεται να κοιμηθεί.
Η παρακμή είναι ευλογία. Σε βοηθά να δεις ποιος πραγματικά είσαι και πόσο βαστούν τα κότσια σου. Όταν με χτύπησε ο καρκίνος και άρχισα τα νταραβέρια με γιατρούς, χημειοθεραπείες και ξεράσματα, κατάλαβα το νόημα της ζωής. Το νόημα της ζωής είναι η ζωή η ίδια. Που μας δίνεται μία κι άλλη καμία. Έπρεπε όμως να φτάσω ως το αμήν για να καταλάβω αυτό το απλό πράγμα. Το κουτό. Πιο πριν ούτε που το φανταζόμουν. Έτσι είναι οι αλήθειες μας. Όσο κάθονται όμορφα όμορφα μπροστά στα μάτια μας και δεν μας ενοχλούν, τις περιφρονούμε. Όταν μία από αυτές ραγίσει, έτσι όπως ραγίζει το κρύσταλλο στην πόρτα που δεν το είδες και πήγες και το κουτούλησες, τότε καταλαβαίνουμε τη διαφορά. Και τότε γινόμαστε απλοί. Σοφοί και απλοί, όπως είναι ο προορισμός μας.
Όσο κράτησε αυτή η περιπέτεια, έμαθα κι άλλα. Πολλά. Όπως, για παράδειγμα, ότι οι κατά συρροήν ετοιμοθάνατοι ανασταίνονται πολύ εύκολα. Στο νοσοκομείο γνώρισα γυναίκες με το ίδιο πρόβλημα, που μόλις περνούσαν το κατώφλι πέθαιναν χειρότερα απ’ ό, τι στην καρέκλα του νοσοκομείου με τη φλέβα ανοιχτή να στάζει η χημεία. Για να πεθάνουν μαζί τους και οι αθώοι τους, οι μανάδες, οι άντρες και οι γιοί τους. Για να μοιραστούν τη συμφορά τους με τους ανθρώπους τους, λες και η συμφορά είναι κέικ που το κόβεις σε μερίδες και το κερνάς στον κόσμο για να το φάτε όλοι μαζί και να φχαριστηθείτε.
Κάποιες από αυτές έκρυβαν κάτω από το μανίκι το κουράγιο που με τα μάτια μου τις έβλεπα να δείχνουν μέσα, και στον έξω κόσμο παρίσταναν τις ανήμπορες, τις σκοτωμένες, ξέσκιζαν τις σάρκες των υγιών λες κι έφταιγαν αυτοί για τη δική τους ταλαιπωρία. Όχι πως είναι εύκολα πράγματα αυτά, προς Θεού. Κατάρα είναι. Οι διπλοί ρόλοι όμως με ρίχνουν. Την άλλη μέρα, στη λαϊκή ή στο καθαριστήριο, όταν γύρω δεν υπήρχε γνωστό μάτι και γνωστό αυτί, μιλούσαν με κουράγιο και θάρρος, όπως έπρεπε. Κι όλο έλεγαν πως είμαστε πιο δυνατές, το κακό δεν θα περάσει και τέτοια. Μου συνέβη κάμποσες φορές, δεν υπερβάλλω.
Από την άλλη, δεν θέλω να γίνομαι ξινή. Η ξινίλα είναι άδοξη, και με μαυρίζει. Μερικές φορές παραείμαι αυστηρή με τους άλλους επειδή έτσι έχω μάθει να είμαι και με τον εαυτό μου. Και αυτό είναι τρομακτικό. Καμιά φορά σκέφτομαι πως τις αρρώστιες μας τις επινοούμε μόνοι μας, και μόνοι μας τις προκαλούμε, από αγωνία και μοναξιά. Επειδή έχουμε ανάγκη να ασχοληθεί κάποιος μαζί μας, να γίνουμε το κέντρο του κόσμου του έστω και με αυτό τον τρόπο της αυτοκαταστροφής μας.
Κατά κάποιο τρόπο τιμωρούμε τον εαυτό μας για τις ελλείψεις μας, ποντάροντας στη μαγική εμφάνιση κάποιου που θα μας πάρει κάτω απ’ τη φτερούγα του, και θα μας πει «δεν πειράζει, τιμωρήθηκες που νιώθεις μοναξιά, αρρώστησες, και τώρα θα σε παρηγορήσω». Μπορεί κι εκείνες οι γυναίκες να εκλιπαρούσαν για λίγη στοργή. Μπορεί να έσερναν μέσα τους ερημιά αιώνων.
Τρία χρόνια τώρα, είπαν πως παραμένω καθαρή. Και τα δυο βυζιά στη θέση τους. Οι γιατροί με διαβεβαίωσαν πως από μόνη μου έκανα την περισσότερη δουλειά, μιας και πάντοτε έδειχνα σθένος. Έκτοτε προχωράω πεζή, κι εντελώς προσγειωμένη στην πραγματικότητα. Ξέρω πως ένα τρέκλισμα είναι υπόθεση δευτερολέπτων και πως δεν θέλει πολύ για να συμβεί.
Χτες τη νύχτα ονειρεύτηκα πως κρατούσα στην αγκαλιά μου ένα μωρό. Ένα νεογέννητο κορίτσι ήταν, που κολυμπούσε στα σιρόπια. Δεν ξέρω πώς έγινε αυτό, πάντως το μωρό έσταζε σιρόπι. Καθόμασταν σε ένα σπίτι που δεν έχω ξαναδεί και είχα στεναχώρια, μήπως και νομίσουν οι γύρω μου πως εγώ έφταιγα που το μωρό κολλιάριζε και δεν ήταν καθαρό.
Μετά το πήρα παραμάσχαλα και έφυγα μέσα στη νύχτα. Όταν, μετά από ώρα, κατάλαβα πως το μωρό μου είχε πέσει και πως κάτω από τη μασχάλη μου είχα μόνο την κουβέρτα του, παραφρόνησα. Άρχισα να ψάχνω παντού σαν τρελή. Τότε, μέσα στο μυαλό μου, το παιδί έγινε αγόρι και κατάλαβα πως οι γονείς του ήταν ο Ε. και η Ι. από τα παλιά. Το μωρό είχε τα μάτια της συγχωρεμένης της Ι. Καταγάλανα και καθαρά. Και όλοι μαζί , ζώντες και τεθνεώτες, αρχίσαμε να ζούμε σε μια τοξική πόλη, όπου ό, τι κι αν ακουμπούσες ήταν θανατηφόρο, κι εμένα μου άρεσε να σέρνω το δάχτυλο στην κόχη των σκουπιδοτενεκέδων και να δοκιμάζω την τύχη μου για να δω αν θα μολυνθώ.
Στην Ανδραβίδα κατέληξα πέρυσι χάρη σε μια φίλη μου, την Ερμιόνη, που ήρθε από τους Άγιους Σαράντα με τον άντρα της κάμποσους μήνες πριν ανοίξουν οι δουλειές κι αρχίσουν να χρειάζονται χέρια στα χωράφια. Στην Αλβανία ήμουν δασκάλα μα με απέλυσαν επειδή ένας πατέρας με μήνυσε για βίαιη συμπεριφορά απέναντι στο γιο του. Η κατηγορία ευσταθούσε κατά το ήμισυ. Συνεχίζω πάντως να σκέφτομαι πως το βρωμόπαιδο τις άξιζε τις ξυλιές του. Στην Ελλάδα έγινα εργάτρια. Ήσυχη δουλειά. Η ζωή εδώ είναι απλή, επαναληπτική, χωρίς αναταραχές ή εκπλήξεις.
Το πρωί πιάνω δουλειά στις πέντε ακριβώς. Δεν με ενόχλησε ποτέ το πρωινό ξύπνημα. Αυτό που δεν αντέχω είναι τα ξενύχτια. Τα μεσημέρια, αργά, μόλις κάνουμε το διάλειμμα από τις πιπεριές, πάμε με τα κορίτσια και τρώμε στο μαγειρείο δίπλα στο γραφείο τελετών, που είναι δίπλα στο χωράφι. Είναι όλες τους ευγενικές, σχέσεις όμως δεν έχουμε ιδιαίτερες. Τις περισσότερες φορές δεν μιλάμε καν, πέρα από τα βασικά της επικοινωνίας. Καθεμιά χάνεται στις σκέψεις της και στο τέλος σηκωνόμαστε και φεύγουμε για την επόμενη βάρδια, σαν κουρδισμένα στρατιωτάκια. Στο χωράφι συνεχίζω την κουβέντα με τον εαυτό μου. Άλλες τραγουδάνε, άλλες μουρμουρίζουν, άλλες δεν κάνουν τίποτα – εγώ πάω πιο πέρα τις σκέψεις μου.
Θα ήθελα να είχα κάποιον να του μιλάω για τα σχέδιά μου. Να του διηγούμαι την κοινή μας ζωή σε ένα μέλλον που δεν είναι καν σίγουρο πως πρόκειται να υπάρξει.
«Θα ζούμε σε ένα σπίτι χωρίς θεμέλια, χωρίς γείτονες, χωρίς φόρους», θα του έλεγα.
«Οι έγνοιες μας αφορούν μονάχα το μεσημεριανό φαγητό, τα βραδινά ποτά και τους νυχτερινούς οργασμούς μας. Η κυριότερη ασχολία μας θα είναι ο εντοπισμός και η καταγραφή νέων πλανητών.
Θα τους βρίσκουμε όμορφα ονόματα που δεν θα τα μάθει ποτέ κανένας. Ο χρόνος θα είναι κάτι σχετικό και σίγουρα πιο φιλικό προς τον χρήστη από τον γνωστό χρόνο. Η αυτάρκεια της απομόνωσής μας θα μας βοηθήσει να μας καταλάβουμε καλύτερα. Μπορεί και να μας μάθουμε απ’ την αρχή».
«Καμία προσπάθεια δεν πέφτει στο κενό», θα μου έλεγε εκείνος, και θα πότιζε αμέριμνος τα λουλούδια την ώρα που εγώ θα του παίζω στο πιάνο μια μελωδία που θα είχε νοσταλγήσει.
Σήμερα το πρωί μου συνέβη κάτι περίεργο. Την ώρα που βούρτσιζα τα δόντια μου μπροστά στον καθρέφτη και σκεφτόμουν μια ιστορία που αγαπώ πολύ, είχα ένα déjà vu.
-Πώς θα τελειώσουν όλα αυτά; ρώτησα τον εαυτό μου.
-Δεν θυμάμαι, μου απάντησε.
Νευρίασα λίγο για όλη αυτή την άγνοια που με περιβάλλει. Έλεγα πως καθώς περνούν τα χρόνια θα γινόμουν όλο και πιο σοφή. Τελικά η αμνησία μου κερδίζει έδαφος ακόμα και σε θέματα τόσο προσωπικά όσο οι προηγούμενες ζωές μου. Βαθιά μέσα μου ξέρω πως κάτι τέτοιες στιγμές μιλάω με μια μετεμψύχωσή μου που έχει έρθει από το παρελθόν επειδή είναι η ώρα να μου πει κάτι. Επειδή είναι η ώρα της.
Κάποτε γνώριζα κάποιον που πίστευε στη μετεμψύχωση. Ήταν ευκατάστατος, και του άρεσε να με φροντίζει. Πέρα από ευκατάστατος ήταν και ικανός. Μπαινόβγαινε χωρίς να το ξέρει στα δωμάτια του νου των ανθρώπων, όμως επίσης χωρίς να το ξέρει άφηνε ξωπίσω του κάποια ίχνη. Μερικά ήταν αόρατα με γυμνό μάτι. Άλλα απαιτούσαν τόσο εξασκημένη όραση, που κατέληγαν να ακυρώνουν όλων σχεδόν των ειδών τα βλέμματα.
«Τι είναι αυτή η ιστορία με τα διπλά γυαλιά;» με είχε ρωτήσει έξω από έναν γιαπωνέζικο κήπο όπου είχαμε πιει κόκκινο κρασί και είχαμε φάει ριζότο και μια τάρτα τυριών, την τελευταία φορά που βρεθήκαμε.
«Κοντινή και μακρινή όραση», ήταν η απάντηση, που βέβαια δεν αφορούσε εκείνα τα άλλου είδους ίχνη.
Ελάχιστα τον ενδιέφεραν όμως όλα αυτά. Γι’ αυτό συνέχισε απλώς να μπαινοβγαίνει. Μέχρι που με βαρέθηκε, και άλλαξε στέκια. Εντωμεταξύ είχα προλάβει να τον θελήσω.
Αυτή την ιστορία σκεφτόμουν το πρωί κι έκανα την ερώτηση στον εαυτό μου. Νευρίασα που δεν θυμόταν την απάντηση, από την άλλη βέβαια μπορεί και να τον εμπόδισε η μετεμψύχωσή μου από κάποιο παράλληλο σύμπαν να ομολογήσει την κατάληξη των πραγμάτων. Το κακό είναι πως όσα προσποιούμαι πως αγνοώ ,τα γνωρίζω ήδη. Απλώς μερικές φορές αναζητώ αιτίες για να κάνω πως τα ξεχνώ και να δοκιμάσω μήπως και γίνεται να αλλάξει η ροή των πραγμάτων χάρη σε κάποια μαγική σκέψη.
Τις νύχτες δυσκολεύομαι να κοιμηθώ. Κι όταν τελικώς τα καταφέρω, τα όνειρά μου έρχονται σαν μαύρα πουλιά μέσα απ’ το κεφάλι μου και με ξυπνούν. Έχω δει κοράκια να πετάνε στον ουρανό, ποτέ όμως να ξεπηδάνε μέσα από ανθρώπινα κεφάλια. Τα όνειρά μου είναι τέτοιου είδους. Ανύπαρκτα για τον κόσμο, ανησυχητικά για μένα. Όπως μπορεί να είναι εκατομμύρια άλλα όνειρα μέσα σε εκατομμύρια άλλα κεφάλια, δηλαδή. Δεν διεκδικώ δικαίωμα σε κάποια διαφορετικότητα. Ούτε πιστεύω πως είμαι μοναδική. Εξάλλου, στα δέκα παράλληλα χωροχρονικά σύμπαντα που ζούμε ταυτοχρόνως, είμαι βέβαιη πως οι υπόλοιποι εαυτοί μου – άλλος μωρό, άλλος μεσήλικος και άλλος υπέργηρος – τα έχουν βαρεθεί πλέον όλα.
Ο άνθρωπος που ήθελε να γίνει Ευγένιος στη θέση του Αρανίτση, στις Στάχτες
[…]
Μασάω γρήγορα. Γεμίζω το στόμα μου και κλείνω τα μάτια να πάει παντού η γεύση. Καίει αλλά μ΄ αρέσει. Με τον πόνο τα πήγαινα ανέκαθεν καλά. Μάλλον εκπαιδεύτηκα άπαξ και δια παντός πάνω σε κείνη την οδοντιατρική καρέκλα. Αυτός θα μπορούσε να είναι τίτλος τσόντας ή πορνοπεριοδικού αλλά δεν πειράζει. Η σάλτσα μου είναι όντως σέξι. Καταπίνω το καυτό, λιανισμένο μου φαγητό σχεδόν αμάσητο και νιώθω το κεφάλι μου να γεμίζει από την ηδονή της γλυκιάς ελευθερίας των βίτσιων. Μέχρι να τελειώσω το πιάτο μου έχω γίνει ο Μαραντόνα κι έχω βάλει πέντε γκολ. Οι κερκίδες αλαλάζουν και ένα κορίτσι με βαμμένο πρόσωπο και στητά βυζιά μου πετάει τη φανέλα του για να την υπογράψω. Μ’ αγαπάει, όμως εγώ δεν μπορώ να το αισθανθώ. Στέλνω φιλιά τους οπαδούς, μαζεύω το πιάτο και τα μαχαιροπίρουνα και νιώθω ωραία. Μετά βγαίνω από το γήπεδο, ορμάω στα αποδυτήρια και αφήνομαι στις ιαχές των ποδοσφαιριστών και του προπονητή. Καθώς και στον ήχο του νερού που τρέχει στο νεροχύτη.
[…]
Η συνέχεια εδώ: http://staxtes.com/2003/?p=6214
Ο βραστήρας
(Κείμενο που δημοσιεύτηκε στη στήλη Ιστορίες της Πέμπτης, του περιοδικού Στάχτες)
Στο βορρά η μέρα ξημερώνει σαν νύχτα. Η πόλη ξυπνάει επειδή δεν μπορεί να πέσει σε χειμερία νάρκη, σαν τις αρκούδες. Αλλιώς θα το έκανε. Η γυναίκα κάθεται στο παράθυρο και κοιτάζει το δρόμο. Ton sur ton τα γκρίζα και τα ασημιά. Σαν λέπια. Αποφασίζει να κατέβει στο περίπτερο να αγοράσει τσιγάρα. Και μια σοκολάτα αμυγδάλου, μπορεί και ρυζιού. Αφήνει στο περβάζι την κούπα με τον καφέ της και ρίχνει πάνω της ένα πορτοκαλί σάλι με κρόσσια.
Ο άντρας που πέρασε πριν από αυτήν στις σκάλες μύριζε μέντα, ή κάτι σχετικό. Ξέρει ποιος είναι. Κατεβαίνει τα σκαλιά εισπνέοντας βαθιά τα ίχνη της μυρωδιάς του που αιωρούνται πίσω από τα κάγκελα της κουπαστής και κρέμονται στους τοίχους. Τις νύχτες, από το διπλανό διαμέρισμα, τον ακούει να μιλάει Γαλλικά. Η φωνή του έχει κάτι πολύ καθησυχαστικό. Η προφορά του τον προδίδει σε μερικά σημεία.
Αυτός ο άντρας είναι Νότιος, όμως δεν θέλει να το συζητάει. Δεν της πέφτει λόγος για όλα αυτά – εξάλλου το μόνο που θέλει από αυτόν είναι να συνεχίσει να μιλάει τις νύχτες και να αφήνει άρωμα μέντας στα σκαλιά τα γκρίζα πρωινά.
Πληρώνει τη σοκολάτα αμυγδάλου, τα τσιγάρα της και ένα αδιάφορο περιοδικό και διασχίζει το δρόμο. Αποφεύγει τις λακκούβες με τα λασπόνερα της νύχτας, παρόλα αυτά μερικές πιτσιλιές κάνουν τις γάμπες της να παγώνουν. Σπρώχνει την μεταλλική εξώπορτα και μπαίνει στην είσοδο της πολυκατοικίας. Η μυρωδιά είναι ακόμα εκεί.
Ανεβαίνει τα σκαλιά και αφουγκράζεται τις φωνές των ενοίκων στα ξένα κατώφλια. Κάποιος ακούει αφρικάνικη μουσική, μια γυναίκα μιλάει στο τηλέφωνο και ένα μωρό τσιρίζει. Όταν φτάνει στον όροφό της, η γυναίκα βγάζει από την τσέπη της τα κλειδιά και ανοίγει μαλακά την πόρτα. Το κρύο μέταλλο κάνει τα δάχτυλά της να σκιρτήσουν.
Μπαίνει στο δωμάτιο και βλέπει πως το στρίφωμα της κουρτίνας σέρνεται στο πάτωμα κι έχει λερωθεί από τη σκόνη. Μικρές μπαλίτσες από χνούδια περιφέρονται στις γωνίες του δωματίου καθώς διασχίζει το χώρο για να φτιάξει καινούριο καφέ. Ο παλιός έχει κρυώσει και η μέρα παραμένει σκοτεινή. «Πριν από το θαύμα η θλίψη, η αγωνία και της φθοράς η διαρκής δοκιμασία«, σκέφτεται ένα στίχο που δεν θυμάται από ποιο ποίημα είναι και ποιος τον έγραψε.
Βάζει το βραστήρα να κοχλάσει και χτυπάει στο φλιτζάνι μια κουταλιά ζάχαρη και μια κουταλιά καφέ. Έπειτα στέκεται πάνω από το αχνιστό νερό, φτιάχνει τον καφέ και αφήνει τα γυαλιά της να θαμπώσουν από τους υδρατμούς. Μερικές φορές ο κόσμος είναι πολύ πιο όμορφος μέσα από τα μικρά αυτοσχέδια σύννεφα ενός βραστήρα.
Είμαι κούκλα ζωντανή
(Κείμενο που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Στάχτες στις 5 Δεκεμβρίου 2014, στη στήλη Ιστορίες της Πέμπτης)
Τις βροχερές μέρες δεν τις αντέχω. Όχι για τη σκοτεινιά ή την υγρασία – αυτά δεν με πειράζουν. Απλώς πρέπει να περνάω τον περισσότερο καιρό στο σπίτι, να μη βραχεί η στολή και τα ρούχα μου. Όχι, η ομπρέλα δεν μου φτάνει. Αν βραχεί το πρόσωπο, τα μαλλιά ή τα χέρια μου, παρότι είμαι αδιάβροχη είναι δύσκολο να βεβαιωθώ πως δεν χάλασε κάτι στην εμφάνισή μου.
Μια φορά περπατούσα στο δρόμο και ο αέρας μου σήκωσε την περούκα. Τραγική στιγμή. Οι περαστικοί έκαναν πέρα, τρόμαξαν. Λες και έβλεπαν κροκόδειλο που ξέφυγε από το τσίρκο. Ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί – τέτοιο ρεζιλίκι. Κανονικά κάτι τέτοια θα έπρεπε να τα βλέπω ως υποθέσεις ρουτίνας, είμαι όμως καινούριος στο χώρο και δεν έχω προσαρμοστεί. Σιγά σιγά θα συνηθίσω.
Άρχισα να μεταμφιέζομαι εδώ και δυο μήνες. Όταν φοράω το δεύτερο δέρμα μου και νιώθω το πλαστικό να κολλάει πάνω μου, είμαι ευτυχισμένος. Το πλαστικό είναι αχόρταγο, αγκαλιάζει σφιχτά το ανθρώπινο δέρμα. Τα πρόσθετα στήθη μου τα αγαπώ, τις καμπύλες μου το ίδιο. Όνομα και πρόσωπο δεν αλλάζω συχνά, προσπαθώ να διατηρώ σταθερή τη γυναικεία ταυτότητά μου. Περούκες έχω κάμποσες, με διάφορα χτενίσματα και αποχρώσεις. Κοσμήματα δεν φοράω ποτέ, προτιμώ η εμφάνισή μου να είναι λιτή και μετρημένη. Να έχει ένα κάποιο class.
Δεν νιώθω εγκλωβισμένος μέσα στην πανοπλία μου. Όχι. Είναι το προστατευτικό μου πέπλο που με θωρακίζει απέναντι στον κόσμο. Το θερμότερο καταφύγιό μου. Μόνο με τη μάσκα μου μπορώ να αισθάνομαι πως τολμώ να δείχνω στους άλλους το πραγματικό μου πρόσωπο. Μόνο με την ολόσωμη στολή μου. Κάθε άνθρωπος έχει μια άμυνα που προτιμά. Που είναι η αγαπημένη του. Τον κλείνει μέσα της και τον στηρίζει σαν απόρθητο πλέγμα. Τον εμποδίζει να διαλυθεί σε χίλια κομμάτια και να καταρρεύσει μπροστά στους άλλους. Όταν σπας το πόδι σου δεν στο βάζουν σε γύψο; Έτσι κι εγώ, όταν νιώθω τσακισμένος, ευάλωτος και μόνος μου, μπαίνω μέσα στο σιλικονένιο μου κορμί και τίποτε δεν μπορεί να με βλάψει. Ησυχάζω.
Είμαι πολύ τρυφερός άνθρωπος, κουράζομαι εύκολα. Έχω ανάγκη από λίγη ξεκούραση απέναντι στα βλέμματα των άλλων κατά καιρούς. Και όχι μόνο. Πότε πότε έχω ανάγκη να με βλέπουν διαφορετικά, είναι λίγο σαν παιχνίδι. Όσα καλύπτει και ταυτόχρονα όσα αποκαλύπτει η στολή μου μού είναι αδύνατον να τα συζητήσω ανοιχτά. Έτσι βρίσκω έναν τρόπο να τα εκφράζω χωρίς καν να χρειαστεί να μιλήσω γι” αυτά, και αυτό με λυτρώνει. Ελάχιστοι άνθρωποι με καταλαβαίνουν. Οι υπόλοιποι με λοιδορούν. Δεν με πειράζει όμως.
Απόψε θα φορέσω την κόκκινη περούκα μου, το μακρύ μαύρο φουστάνι και τις γόβες μου, και θα βγω βόλτα στην κρεαταγορά. Στα σφαγεία, το μικρό κουκλόσπιτό μου. Ανάμεσα στα σφαχτάρια που κρέμονται στα τσιγκέλια των εκδορέων νιώθω πάντοτε ποιητικά. Είναι ρομαντική εικόνα. Αραιά και πού μπορεί μέχρι και να κλάψω στη θέα τους. Από συγκίνηση, συμπόνια κι ευτυχία. Out of belonging. Ευτυχώς η μάσκα δεν αφήνει τα δάκρυα να φανούν, με καλύπτει. Για τους κρεατέμπορους και τις νοικοκυρές που ψωνίζουν μπριζόλες και εντόσθια είμαι απλώς μια κινητή παράσταση. A freaky moving installation. Μόνο τα κατακρεουργημένα ζώα με εμποδίζουν να νιώθω μοναξιά. Ακούγεται διαστροφικό, όμως έχει μια πολύ συγκινητική τρυφερότητα αυτή η σχέση. Σχεδόν ερωτική, με τη θεολογική έννοια του όρου. Φταίει που πολύ συχνά δεν φοβάμαι να παραδεχτώ πως βρίσκομαι στην ίδια μοίρα μαζί τους
*
©Μαρία Πετρίτση
Πρωτότυπη εικόνα/Original image by Debs via creative commons.
(Πρώτη δημοσίευση στο tvxs.gr τον Ιανουάριο 2014)
Ιστορίες της Πέμπτης – Deep Skin
(Κείμενο που δημοσιεύτηκε στις 18 Σεπτεμβρίου 2014 στο περιοδικό Στάχτες)
[…]
Ο κάτω κόσμος έγινε το υπέροχο βασίλειό μας. Μας περιέθαλψε σαν όστρακο που κλείνει μέσα του δυο μαύρα μαργαριτάρια και τα προστατεύει από τους αλιείς. Οι χαρακιές από τα νύχια μου γύρω από τα ολόλευκα μπράτσα της έγιναν πληγές που αφόρμισαν και αργούσαν τρομακτικά να κλείσουν. Τα στήθη της τα έκανα πεδίο μάχης και καταστροφής.
[…]
Η συνέχεια εδώ
Bondage
.
(Κείμενο που δημοσιεύτηκε στις 15 Μαΐου 2014, στη στήλη «Ιστορίες της Πέμπτης», στις Στάχτες)
.
Στην αυλή του σπιτιού ο άντρας έχει ξαπλώσει κάτω από το αυτοκίνητο και προσπαθεί να διορθώσει μια βλάβη. Με μια αδέξια κίνησή του, το κατσαβίδι του τρυπάει το χέρι. Ο άντρας το πετάει δίπλα του στο χιόνι και αρχίζει να γλύφει την παλάμη του βρίζοντας. Στο παράθυρο εμφανίζεται το κεφάλι μιας γυναίκας. Είναι μακιγιαρισμένη, χτενισμένη και ντυμένη όπως στη δεκαετία του ’60.-Έλα μέσα. Είναι ανώφελο, ποτέ δεν πρόκειται να πάρει μπρος.
-Περίμενε, νομίζω πως αυτή τη φορά θα δουλέψει.
-Κάνει κρύο. Έλα μέσα. Δεν θα δουλέψει ποτέ σου λέω! Φυλακισμένοι θα μείνουμε για πάντα…
Ο άντρας σηκώνεται, μπαίνει στο σπίτι και αρχίζει να ξεπλένει το χέρι του στο νεροχύτη. Η γυναίκα κάθεται στον καναπέ και τον κοιτάζει. Δείχνει αυστηρή. Ο άντρας αποφεύγει να την κοιτάξει στα μάτια. Το σπίτι είναι επίσης διακοσμημένο όπως στη δεκαετία του ’60. Η λουλουδένια ταπετσαρία είναι από το ίδιο ύφασμα με την κορδέλα των μαλλιών της. Ο καναπές είναι λαχανί όπως το φόρεμά της. Ο άντρας φοράει πορτοκαλί πουλόβερ και στενό μαύρο παντελόνι. Στα μαλλιά του γυαλίζουν ίχνη μπριγιαντίνης. Κάθεται σε μια πορτοκαλί πολυθρόνα και κοιτάζει τη γυναίκα. Φαίνεται να νιώθει ένοχος, μπορεί και κάπως απελπισμένος. Τα πρόσωπά τους είναι σαν κέρινα.
-Εσύ φταις που δεν θα φύγουμε ποτέ από δω μέσα!…
-Εσύ θέλησες να πιάσουμε αυτό το σπίτι, καλή μου, εγώ απλώς συμφώνησα.
-Κι αυτό το σαράβαλο, δεν θα φτιαχτεί ποτέ! Για πάντα κολλημένοι σε αυτή την ακινησία θα μείνουμε!
-Θα το φτιάξω. Άσε με να δοκιμάσω μια τελευταία φορά αύριο, μόνο αυτό σου ζητάω.
-Βαρέθηκα να ελπίζω μάταια. Τελευταία φορά, αύριο. Αν και το αποτέλεσμα το γνωρίζουμε ήδη…
Εκείνη τη στιγμή ακούγονται βήματα. Πολύ δυνατά. Το έδαφος τρέμει σαν να γίνεται σεισμός. Το ζευγάρι σηκώνεται πανικόβλητο. Κάθονται σε δυο πολυθρόνες, ο ένας δίπλα στον άλλο, και δένουν τις ζώνες ασφαλείας τους. Οι πολυθρόνες στερεώνονται στο πάτωμα με ειδικά δερμάτινα λουριά που τις εμποδίζουν να μετακινούνται. Όπως και όλα τα υπόλοιπα έπιπλα του σπιτιού. Τα μπιμπελό είναι κολλημένα πάνω στα ράφια. Τα κάδρα στους τοίχους επίσης.
Περιμένουν. Η στιγμή φαντάζει αιώνια.
Σε ένα σπίτι στην Γροιλανδία, μια κοπέλα βγαίνει από το μπάνιο. Στο κεφάλι της είναι διπλωμένη σαν τυρμπάν μια λευκή πετσέτα. Το σώμα της είναι τυλιγμένο σε μία παρόμοια. Πλησιάζει στο ράφι πάνω από το τζάκι, παίρνει στο χέρι της την κρυστάλλινη μπάλα με το σπιτάκι και την αναποδογυρίζει. Έπειτα παρατηρεί το χιόνι να πέφτει απαλά πάνω στο μικροσκοπικό σπίτι και να κατακάθεται πάνω στην σκεπή και στον κήπο.
Ένα πορτοκαλί αυτοκίνητο με λαχανί καθίσματα είναι παρατημένο μπροστά στο σπίτι. Από το παράθυρο του σαλονιού διακρίνονται οι μικροσκοπικές φιγούρες ενός ζευγαριού που κάθεται σε δυο πολυθρόνες. Η κορδέλα στα μαλλιά της γυναίκας είναι ίδια με την ταπετσαρία του δωματίου. Όλα μέσα στην κρυστάλλινη μπάλα θυμίζουν δεκαετία του ’60. Αυτό είναι το αγαπημένο παιχνίδι της κοπέλας. Πλησιάζει και κοιτάζει από κοντά τη χιονόμπαλα. Μέσα από το γυαλί το μάτι της διακρίνεται παραμορφωμένο, εφιαλτικά μεγάλο. Το παιχνίδι αυτό είναι το μόνο πράγμα που κληρονόμησε από τη μητέρα της.
Μέσα στο σπίτι με την λουλουδάτη ταπετσαρία όλα έχουν ησυχάσει. Το ζευγάρι κάθεται ακόμα στις πολυθρόνες με τις ζώνες ασφαλείας δεμένες. Κοιτάζονται αμίλητοι και περιμένουν να σταματήσει το χιόνι που αραιώνει έξω από το παράθυρο. Το πάτωμα δεν τρέμει πια. Ο σεισμός πέρασε. Μπορούν πλέον να λύσουν τα λουριά τους.
Η κοπέλα με το λευκό τυρμπάν ανοίγει το παράθυρο και κοιτάζει προς το βάθος του χωραφιού. Όλα είναι χιονισμένα. Στην άκρη της λίμνης διακρίνει ένα αγόρι που προσπαθεί να επιδιορθώσει μια βάρκα. Ο ουρανός είναι συννεφιασμένος και το τοπίο έρημο.
-Έλα μέσα! Θα σε πιάσει το καινούριο χιόνι και μετά δεν θα μπορείς να κάνεις βήμα, του φωνάζει. Έλα να παίξεις με την κρυστάλλινη σφαίρα μου, είναι πιο διασκεδαστικό!
Εκείνος στρέφεται προς το μέρος της και της φωνάζει κάτι που δεν ακούγεται. Μετά από λίγο η κοπέλα κλείνει το παράθυρο και ο νεαρός σηκώνεται και αρχίζει να περπατά προς το σπίτι. Μικρές νιφάδες χιονιού πέφτουν μαλακά γύρω του. Σαν ψεύτικες.
—
©ΜαρίαΠετρίτση
Εικόνα: “Bondage” by Ater Crudus on Flickr, via Creative Commons
Ιστορίες της Πέμπτης
.
(Κείμενο που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Στάχτες, στη στήλη Ιστορίες της Πέμπτης, στις 25 Απριλίου 2014)
Θυμάμαι τα μυωπικά κορίτσια των φέρι μπωτ του ’80. Μακριά μαλλιά και τζην ή φούστες-καθρεφτάκια.Με τη σοφία της Περσινής αρραβωνιαστικιάς ή της Ωραίας Ρεμέδιος στο ένα χέρι και στο άλλο ένα τοστ ζαμπόν-τυρί από το κυλικείο του Άγιος Μελέτιος.
Το νοστιμότερο τοστ του κόσμου.
Απόγευμα, Ρίο-Αντίριο, άνθρωποι χωμένοι στην παντόφλα.
Το λεωφορείο του ΚΤΕΛ μπρος πίσω, πίσω μπρος, κάποιο Γιώτα Χι έγερνε πάνω σε μια μοτοσυκλέτα.
Κάθε εποχή ένα μεγάλο μπλε φθινόπωρο με κυματάκι ελαφρώς ανησυχητικό (ειδικά για όσους ανησυχούν με το τίποτα) και χαμηλό βαρομετρικό όρεξης για πάρα κάτω.
Και τα αγόρια – φοιτητές, φαντάροι, εργαζόμενοι σε λογιστικά γραφεία ή γραφεία κηδειών – που άπλωναν τα άρβυλα στους πλαστικούς καναπέδες κι έπιαναν θέση για τρεις.
Περήφανοι για τον αντρισμό τους.
Στα χέρια τους τίποτα. Στα μάτια η ανάγκη της καλοπέρασης με τρόπο σχεδόν εκφοβιστικό.
Κάποτε είχα δει και μια παρέα αστυνομικών, με μπλε στολές και χρυσά κουμπιά, και σειρήτια.
Έπιναν τούρκικο καφέ στο πλαστικό κυπελάκι, που όλο έλιωνε κι όλο τη γλίτωνε τελικά με λίγη παραμόρφωση στις ρίγες, πάνω πάνω.
Κάποιοι κάπνιζαν Καρέλια, οι προχωρημένοι Κάμελ ή Λάκι Στράικ.
Άλλοι με χειροποίητο πουλόβερ σε χρώμα σταχτί, σιωπηλό ιδρώτα στις μασχάλες τους και έναν έρωτα που δεν ευωδόθηκε στην άκρη των ματιών τους.
Στα μεγάφωνα, λαϊκά της Βίκυς Μοσχολιού και της Πόλυς Πάνου. Σε χαμηλή ένταση, βέβαια, να μην ενοχλείται η νύστα.
Τα θαύμαζα όλα αυτά τα παιδιά, παρότι βρισκόμασταν πάνω κάτω στην ίδια ηλικία.
Ακόμα και όσα χαρακτηριστικά διέθετα, ανέκαθεν τα αντίκρυζα με βλέμμα έκθαμβης ξένης.
Τα κορίτσια και τα αγόρια των φέρι μπωτ αποτελούσαν για μένα ξεχωριστή κοινωνική ομάδα.
Παρότι αταίριαστα με όσα είχα κατά νου, είχαν πάνω μου μια επίδραση πολύ συγκεκριμένη και σαφή.
Με έκαναν να πιστεύω στην εξομάλυνση των δακτύλων τους, έτσι όπως τα κοίταζα να καπνίζουν, να τρώνε, να διαβάζουν, να μην κάνουν τίποτα,
και διέλυαν τις υποψίες μου περί ανεπάρκειας πιανιστών στη χώρα.
Τους θαύμαζα μεμψίμοιρα και μαλθακά, και τους άφηνα να χτενίζουν μέσα μου αυτή την χωρίς ιδιαίτερη σημασία έμπνευση που όμως με ευχαριστούσε.
Πού και πού, ο βόμβος της τουρμπίνας του φέρι μπωτ, που κατά τόπους τρανταζόταν ποιος ξέρει πάνω σε ποιο υπόγειο ψυχρό ή θερμό ρεύμα (εγώ οραματιζόμουν θαλάσσια τέρατα και κοσμογονίες με θρήνους και τρόμο γερμανικού εξπρεσιονισμού στα πρώιμά του) έσπαγε στα δύο την ονειροπόληση και με επανέφερε με σχεδόν άσεμνο τρόπο στην πραγματικότητα.
Οι πιανίστριες μετρούσαν τα νωπά δευτερόλεπτα της διαδρομής που υπολείπονταν μέχρι τη στεριά ρίχνοντας βαριεστημένες ματιές στο μικρό τους ρολόι.
Οι πρίγκιπες των πλήκτρων κατέβαιναν οκτάβα και μιλούσαν μεταξύ τους με κάπως άκομψες φωνές.
Οι αστυνομικοί μου φαίνονταν τραχείς, απέλπιδες και καταδικασμένοι και ο καφετζής που φώναζε “τελευταία παραγγελία” μέσα από το κουβούκλιο με τη νέον λάμπα και μάζευε τα Τσακίρης που του είχαν πέσει στον πάγκο, θλιβερός.
Σε λίγο, ο Άγιος Μελέτιος, προστάτης των ραγιάδων και των ανομοιοκατάληκτων ταξιδευτών, αγκομαχούσε να δέσει στην προβλήτα μιας ψεύτικης άνοιξης, εξαφανίζοντας πλέον μέσα μου κάθε ελπίδα και κάθε χρονικό περιθώριο να πιστέψω πραγματικά πως η λύτρωση αυτού του κόσμου κρύβεται στις κλειδώσεις των δακτύλων κάποιων άγνωστων παιδιών και πως από τη μεριά τους θα επέλθει.
© Μαρία Πετρίτση
φωτο©Στράτος Φουντούλης, Ερμούπολη, Σύρος 2007
Ο βασιλιάς του τρακ – Προδημοσίευση
Ένα απόσπασμα από τον «Βασιλιά του τρακ» προδημοσιεύεται σήμερα στις Στάχτες
[…]
“Bar Σαύρα”. Έτσι. Μισή αγγλικά και μισή ελληνικά η επιγραφή. Όπως πρέπει. Προκάτ μαγαζί με τοίχους από ενισχυμένο κόντρα πλακέ, μέσα στη λίγδα, σκεπή από ελενίτ και στη μαρκίζα το όνομα της ντίβας διαλαλούσε το πρόγραμμα αναβοσβήνοντας. Κόκκινο-σκοτάδι. Κόκκινο-σκοτάδι. Εναλλάξ. Να φωτίζει παλινδρομικά τη νύχτα με βελούδινα χρώματα.
Είσοδος με χαλάκι από πλαστικό γκαζόν, στα σκαλιά είχαν χέσει περιστέρια. Στην πόρτα κανείς. Μέσα ουίσκι τέσσερα ευρώ και ταξιτζήδες. 46ο χιλιόμετρο μιας ξεχασμένης μισοεθνικής οδού. Κατά το ήμισυ ασφαλτοστρωμένη – “το έργο χρηματοδοτήθηκε το έτος 2001 από την Ε.Ε, μπλα μπλα”– και η υπόλοιπη καρόδρομος. Ευκάλυπτοι και άλλα δέντρα τριγύρω, στον ουρανό θρασύ φεγγάρι.
[…]
Για περισσότερα, κλικ στις πορτοκαλί Στάχτες, πιο πάνω.
Χεράκι και φύγαμε.
Οι ιστορίες της Πέμπτης
.
(κείμενο που δημοσιεύτηκε στις 27 Φεβρουαρίου 2014, στη στήλη Ιστορίες της Πέμπτης, στις Στάχτες)
.
Περί συναισθημάτων
.
Μάθημα γιόγκα: «Κοιτάξτε τα συναισθήματά σας. Παρατηρήστε τα. Μην τα κρίνετε, μην τα αξιολογείτε. Συνειδητοποιείστε τι αισθάνεστε κι έπειτα αφήστε το να περάσει. Επικεντρωθείτε στο σώμα σας».
Συνεδρία με τον ψυχίατρο: «Η ύπαρξη διπλών συναισθημάτων αποδεικνύει την αναποφασιστικότητα του ατόμου να τοποθετηθεί ειλικρινά και με θάρρος απέναντι στα πράγματα. Το άτομο μονώνει τα πραγματικά του συναισθήματα επειδή φοβάται να τα αντιμετωπίσει. Το σώμα συμπάσχει κι έτσι εκδηλώνονται τα διάφορα ψυχοσωματικά συμπτώματα».
Ορισμός της συναισθηματικής ωριμότητας: «Συναισθηματική ωριμότητα διαθέτει το άτομο που μπορεί να ελέγχει τα συναισθήματά του, διαθέτει αυτοεπίγνωση, αναγνωρίζει τα συναισθήματα των άλλων, είναι ικανό στην εξεύρεση προσωπικών κινήτρων και διαχειρίζεται αποτελεσματικά τις σχέσεις του».
Δήλωση φίλης ποιήτριας: «Ένα είναι το νόημα της ζωής: το σεξ. Τα υπόλοιπα έπονται. Ο έρωτας είναι ένα συναίσθημα που υπάρχει παντού, με όλους, κάθε στιγμή. Όχι μόνο με έναν, σε συγκεκριμένο πλαίσιο και χρονική στιγμή. Τα συναισθήματα δεν θα έπρεπε να φυλακίζονται, μας αφορούν πάντα και παντού, με όλους τους ανθρώπους που συναντάμε».
Υπότιτλος αγαπημένου περιοδικού: «Εργοτάξιο εξαιρετικών αισθημάτων».
Συναισθηματικώς ακατάλληλο: «Δεν τα φτιάχνω ποτέ με παντρεμένους. Ακόμα και σε μια τέτοια σχέση, ενδέχεται κάποια στιγμή ο άλλος να θελήσει μια κάποια συναισθηματική αποκλειστικότητα. Έχει αυτό το δικαίωμα».
Απόσπασμα κριτικής για την Μαρία Πολυδούρη: «Κι αν στους περισσότερους της νεορομαντικής σχολής το βιωματικό στοιχείο – τόσο κυριαρχικό σε όλους τους – ήταν μια πρώτη ύλη που περνούσε από διαδοχικές διαφοροποιήσεις, ώσπου να φτάσει στο ποίημα, γι’ αυτήν η έκφραση σήμαινε κατ’ ευθείαν μεταγραφή των γεγονότων του συναισθηματικού της κόσμου στην ποιητική γλώσσα της εποχής, με όλες τις εξιδανικεύσεις, τις ωραιοποιήσεις και τις υπερβολές, που της υπαγόρευε η ρομαντική της φύση κι η ατμόσφαιρα του περιβάλλοντος. Η Πολυδούρη κινείται ολόκληρη στην περιοχή του συναισθήματος και των συναισθηματικών καταστάσεων, συνήθως γύρω απ’ τα δύο βασικά μοτίβα του έρωτα και του θανάτου, διατηρώντας έναν ιδιαίτερα προσωπικό τόνο».
Συναισθηματική νάρκωση: «Πριν μπω στο αεροπλάνο παίρνω διπλό ηρεμιστικό και κατά την πτήση καταναλώνω λίγο αλκοόλ. Όταν υπάρχουν αναταράξεις συνειδητοποιώ τα πάντα αλλά δεν αισθάνομαι τίποτα. Άλλες φορές άγγιζα τα όρια του εμφράγματος από τον τρόμο. Τώρα, συναίσθημα μηδέν».
Τίτλος φανταστικού δοκιμίου: «Ασεβείς πόθοι για όσους δεν έχουν κανένα συναίσθημα να προσφέρουν».
Συναισθηματική αναπηρία: « Σε θέλω πολύ μα δεν μπορώ να κάνω κάτι μαζί σου γιατί, παρόλη τη συναισθηματική ταύτιση, τι θα πει ο κόσμος;».
Συζήτηση με 28χρονο μπάρμαν: «Δεν πιστεύω στην αγάπη. Είναι ένα συναίσθημα που δεν με αφορά. Πιστεύω στο ρίσκο. Το παίρνεις το ρίσκο; Τότε βλέπεις τι αξίζει και τι όχι».
Ο Καβάφης για τον Δαρείο: «Καταλαμβάνοντας την εξουσία, ο Δαρείος ένιωσε στιγμιαία συναισθήματα υπεροψίας και μέθης, εντούτοις αμέσως εννόησε τη ματαιότητα και το εφήμερο των μεγαλείων».
Συναίσθημα της στιγμής: «Τι θες; Με θες; ».