Αρχεία Ιστολογίου
Ο ομιλών μεγαλοφώνως θα εκδιώκεται
Βράδυ Μεγάλης Τετάρτης στον Πλου. Ανάμεσα σε αγάλματα, παλιές γραφομηχανές, ξύλινα ράφια με βιβλία και μυρωδιά τσαγιού. Στο τραπέζι στριφτά τσιγάρα, κάτι νηστίσιμα μπισκότα, κάνα δυο καινούρια βιβλία. Ολόγυρα άνθρωποι που μιλάνε χαμηλόφωνα, ποτηράκια με ένα κόκκινο λικέρ, παρέες κάθε ηλικίας που συνεννοούνται σε ντοπιολαλιά. Διαβάζω λίγη λίγη τη Μαντάμ Εντουαρντά, για τρίτη ή τέταρτη φορά, όπως κάθε τόσο. Το βιβλίο, με ενημέρωσε ο Δήμος, δεν πωλείται. Ανήκε στη μάνα του, την Ουρανία, και διατίθεται μόνο για ανάγνωση. «Βάλτο κάπου που να το θυμάσαι κι έλα διάβαζέ το σιγά σιγά».
Έξω η Κέρκυρα αντηχεί από ψαλμωδίες, τα φώτα στις καμάρες της πλατείας είναι μωβ. Ακόμα και στο πένθος της υπέρκομψη η αγαπημένη μου, σκέφτομαι και χαμογελώ. Μέσα ακούγονται εναλλάξ Νατάσα Άτλας και Λέοναρντ Κοέν. Τα πάντα μου φαίνονται συγκινητικά. «Η γύμνια του μπορντέλου χρειάζεται το μαχαίρι του χασάπη», λέει ο Μπατάιγ στη σελίδα 14. Κοιτάζω γύρω μου τον κόσμο. Κάποιος μιλάει τώρα πιο δυνατά. Η φωνή του με εκνευρίζει. Μια κυρία ρίχνει στο ποτήρι της επτά ζάχαρες. Τις μετράω καθώς έχει σπάσει κάθε προηγούμενο ρεκόρ. Μετά ρίχνει προσεκτικά ζεστό νερό από την τσαγιέρα και ανακατεύει. Έπειτα αρχίζει να πίνει μικρές κουταλιές από το ζαχαρόνερο. Έχει ξεχάσει να βουτήξει μέσα το τσάι. Δίπλα της έχει μια σακούλα από το φούρνο «Ευρωπαία». Βγάζει ένα ψωμάκι, κόβει μεγαλούτσικες μπουκιές και τις μασάει σεμνά. Βρέχει κάθε τόσο το στόμα της με ζαχαρόνερο. Κάποτε θυμάται, σχίζει με τα δόντια το σακουλάκι και φτιάχνει το τσάι της.
Ένα αγοράκι παριστάνει το τρένο. Μια παρέα γελάει. Η κυρία μασουλάει. Ο αναιδής κύριος περιγράφει ένα αρχιτεκτονικό σχέδιο. Η Νατάσα Άτλας τραγουδάει κάτι για μια γεμάτη καρδιά.
Μέσα σε αυτή την έρημο συνεχίζω τη νύχτα μου.
Αν ποτέ ανοίξω μαγαζί θα βάλω ταμπέλα: «Ο ομιλών μεγαλοφώνως θα εκδιώκεται», λέει ο διπλανός μου.
«Ο Θεός είναι παντού. Μέσα σε κάθε κορίτσι του δρόμου. Απόψε η Εντουαρντά είναι ο Θεός», λέει ο Μπατάιγ.
Κάτω από το απέναντι τραπέζι βλέπω ένα ξεχασμένο παιδικό παιχνίδι.
Νιώθω μοναξιά και εγκατάλειψη, όπως συμβαίνει πάντα παρουσία του Θεού.
Τα πράγματα μου φέρνουν δάκρυα στα μάτια.
.
Οι μπαμπάδες της πλαζ
Οι μπαμπάδες της πλαζ είναι μια ξεχωριστή ράτσα///Εμφανίζονται τις ίδιες ώρες με τις μαμάδες, με βερμούδα και τισερτάκι, σαγιονάρες ή ανατομικά πέδιλα, με καπελάκι ή χωρίς///Σαφώς πιο χαλαροί και ανέμελοι, δεν κουβαλάνε καροτσάκια, ταπεράκια, πάμπερς ή ομπρελίνα στην αγκαλιά, γιατί απλώς και μόνο δεν τα χρειάζονται///Καμιά φορά άντε να σέρνουν κάνα βαρύ σάκο στην πλάτη κι αυτό είναι όλο/// Ή έστω το μωρό που νύσταξε και κάνει σχέδια φωνάζοντας ή χτυπώντας τα στρουμπουλά χεράκια στις μεγάλες πλάτες τους///Οι μπαμπάδες της πλαζ είναι όμορφοι///Ανεξάρτητα από την εμφάνισή τους, έχουν ωραία φωνή και ελκυστική αύρα///Δεν φωνάζουν πανικόβλητοι όταν το παιδάκι πλατσουρίσει λίγο πάρα πάνω στην ακρογυαλιά///Δεν επιμένουν με χίλια δυο τεχνάσματα για μια κουταλίτσα πάρα πάνω///Δεν αγχώνονται αν η ώρα πήγε μία και ο ήλιος βαράει κατακούτελα///Εμπιστεύονται κάπως περισσότερο από τις μαμάδες τα κέφια των τέκνων τους///Τους παρέχουν μια κάποια επιπλέον ελευθερία///Στις βουτιές, στις πατητές και στα πηδήματα από την εξέδρα είναι μάστορες///Ό, τι πρέπει για να ξετρελλαθεί από χαρά το σεληνιασμένο τρίχρονο που επιτέλους ζει μερικές στιγμές ξεγνοιασιάς και απόλαυσης μαζί τους///Οι μπαμπάδες της πλαζ δεν κυνηγάνε τους δραπέτες του καροτσακίου για να τους αλλάξουν μαγιώ, δεν τρέχουν ξωπίσω τους να τους σκουπίσουν τις μύξες///Στην παραλία βρισκόμαστε, ο ήλιος ζεσταίνει όμορφα, οι πατουσίτσες αν καούν θα τρέξουν από μόνες τους για λίγη σκιά, κι όλα τα άλλα βολεύονται///Η διαφορά ανάμεσα στους μπαμπάδες και στις μαμάδες της πλαζ είναι ειδοποιός///Εκείνοι απολαμβάνουν το μπάνιο τους, και μαζί τους απολαμβάνουν τη ζωή και τα πιτσιρίκια///Εκείνες παλεύουν με το άγχος του ρόλου και της ταυτότητάς τους καθώς και με την τάση υπερβολικής προστασίας γι’ αυτά, που φύεται παιδιόθεν ως υπέρτατη αρχή μέσα στα σπλάχνα τους, και αυτό ούτως ή άλλως μόνο ενθαρρυντικό για την διασκέδαση δεν είναι///Όχι πως οι μπαμπάδες της πλαζ είναι ανεύθυνοι///Κάθε άλλο///Απλώς, εκ φύσεως, ξέρουν κάποια πράγματα που οι γυναίκες αγνοούν ή επιλέγουν να αγνοήσουν///Τις μεγαλειωδέστερες στιγμές χαράς σε μια παραλία -τουλάχιστον!, ένα παιδί τις ζει μόνο με τον πατέρα του///Ας με συγχωρήσουν οι απανταχού φεμινίστριες μανούλες, η Μαντάμ Μποβαρί και οι φίλες της, όμως θεωρώ ότι βρίσκομαι εδώ για να λέω την άποψή μου, όποια κι αν είναι αυτή και ουχί για να χαϊδεύω αυτάκια -θηλυκά ή αρσενικά///Το καλοκαίρι πέρασε///Οι οικογένειες εξαφανίζονται σιγά σιγά από τις παραλίες αφήνοντας πίσω τους απόηχους από περασμένα παιχνίδια και χαμογελαστά κλισέ στο κινητό///Του χρόνου, με το καλό, ελπίζω να είμαστε όλοι εδώ και να το ξανασυζητήσουμε///Oh, daddy, you’ re making me see, if there’s a fool around, it’s gotta be me///Τα σέβη μου.
Κάτι μαμάδες στην πλαζ, το μεσημέρι…
Πώς τις αναγνωρίζεις: +- 35, συνήθως χαλαρωμένοι κοιλιακοί, ενίοτε και ραγάδες, πρόχειρη κόμμωση, κυτταρίτιδα γύρω και κάτω από τη μέση, λαμπερό και όμορφο βλέμμα, ζωντάνια στη φωνή, αύρα τρυφερότητας που τις ακολουθεί σαν άρωμα καθώς περνάνε δίπλα σου διασχίζοντας την παραλία μέχρι την επόμενη σκιά με τα μωρά και τα συμπράγκαλα στα χέρια.
Πού τις βρίσκεις: Σε λαϊκές πλαζ αποκλειστικά, γύρω από ξαπλώστρες, κάτω από αρμυρίκια, κάτω από ομπρέλες, κάτω από την τέντα της ταβέρνας, στα ρηχά, στα ντους. Οι άλλες, των κυριλέ ξενοδοχείων με το άψογο μπικίνι, με το πεντικιούρ της ώρας, με την κράτηση για σέρβις μπέιμπι σίτιν 24/24 ή την οικιακή βοηθό που τρέχει ξωπίσω τους δεν αφορούν αυτήν εδώ την συζήτηση.
Πότε εμφανίζονται: Μεσημεριανές κυρίως ώρες, να έχει πέσει ο ήλιος αλλά όχι κι εντελώς -«ο ήλιος βοηθά το ασβέστιο να κολλάει καλά πάνω στα κόκκαλα, είναι υγεία!»- νωρίς το απόγευμα, λίγο πριν το σούρουπο, από Ιούνιο μέχρι τις αρχές Σεπτέμβρη που ξανανοίγει το νηπιαγωγείο ή ο παιδικός.
Τι έχουν μαζί τους: Ταπεράκια με μακαρονάκι-κοφτό-σάλτσα-ντομάτα, γιαουρτάκι advance της Δέλτα, σταφύλι καθαρισμένο ή μπανάνα, νερό σε περίτεχνο μπιμπερό ή παγουράκι με ενσωματωμένο καλαμάκι, αντηλιακό +50, πάμπερς, μωρομάντηλα, αλλαξιά στεγνή για μετά το μπάνιο, καροτσάκι με ομπρελίνο, σεντονάκι για την τυχόν σιέστα, πετσέτες με Σπάιντερμαν ή Πριγκίπισσες, κινητό, αδιάβροχα παιχνίδια, παρέα άλλες μαμάδες ή φίλες ομοϊδεάτισσες.
Τι λένε: «Έλα μωρό μου, μια τελευταία κουταλιά για τη μανούλα!», «Κοίτα το ψαράκι, κοίτα το!!!», «Μη φοβάσαι, σε λίγο δεν θα κρυώνεις!», «Έλα έξω, μούλιασες πια!», «Όχι παγωμένο νερό, έχεις το λαιμό σου!», «Μην τραβάς την πετσέτα της κυρίας, άσε τη σαγιονάρα του κυρίου, μην πειράζεις το παιδάκι!», «Δεν δαγκώνει το σκυλί αλλά αν δεν φας θα το φωνάξω!», «Ω, τι όμορφο κοχύλι που βρήκες!», «Αν δεν σταματήσεις αμέσως θα σε πάω πίσω στη γιαγιά και δεν θα κάνεις μπάνιο!», «Κοίτα το κοριτσάκι τι καλά που κάθεται!», «Όχι στον ήλιο!», «Μια βουτιά και πάμε!».
Πώς κάθονται: Σε αναμμένα κάρβουνα, δεν απολαμβάνουν μπάνιο, στα χέρια τους υπάρχει πάντοτε κάποιος που αν είναι απρόσεκτες μπορεί και να πνιγεί, αν δεν τον ταϊσουν θα πεινάει, αν δεν τον ποτίσουν θα πάθει αφυδάτωση, αν δεν του βάλουν καπέλο θα πάθει ηλίαση, αν δεν τον κυνηγήσουν θα γκρεμιστεί στα βράχια, θα φάει άμμο, θα χαθεί στο πλήθος των λουόμενων και θα κλαίει μέχρι να τον ξαναβρούν.
Πώς αντέχουν: Λόγω υπέρμετρης αγάπης προς τους μικρούς δυνάστες τους, λόγω ανωτερότητας, λόγω απεριόριστου αισθήματος ευθύνης, λόγω μητρικού φίλτρου, λόγω ιδιοσυγκρασίας, λόγω άποψης για την χαρά της ζωής, λόγω ανάγκης, λόγω υποχρέωσης προς τους αδυνάτους, λόγω έρωτος με τους κλώνους της ελπίδας και της καρδιάς τους, λόγω αδιεξόδου, λόγω θέσης.
Τι συζητάνε μεταξύ τους: Περί ανέμων και υδάτων, για τη ζέστη, για εμβόλια, για μωρουδιακές τροφές, για υποαλλεργικά υφάσματα, για δόντια και αντιβιωτικά, για παιδικούς σταθμούς και δασκάλες, για τους άντρες τους, για τους φίλους τους, για τις γειτόνισσες, για τη συνταγή του Μαμαλάκη, για την αντιπαθητική/συμπαθέστατη συνάδελφο, για τον γοητευτικό γείτονα που δεν θέλουν να τις βλέπει στο μπαλκόνι με τη ρόμπα, για το δάνειο, για τα πεθερικά, για το ενοικιαζόμενο στα Γουβιά ή στον Πέλεκα, για το τελευταίο μυθιστόρημα της Λένας Μαντά, για το γραφείο και την άδεια, για τη ζυγαριά τους, για τα Μυστικά της Εδέμ, για τα μυστικά τους –«μα πώς να κρυφτείς απ’ τα παιδιά, έτσι κι αλλιώς τα ξέρουν όλα, και σε κοιτάζουν με μάτια σαν κι αυτά, όταν ξυπνούν στις δύο η ώρα»– για τη γκόμενα του ξαδέρφου, για το γκόμενο της ανηψιάς, για το γκόμενο των ονείρων τους, για τα όνειρά τους, για τα παιδιά τους μετά από χρόνια ή πριν χρόνια, καμιά φορά δεν μιλάνε, κι άλλοτε συνεχίζουν απλώς να λένε ό,τι εσείς κι εγώ.
Τι αφήνουν πίσω τους: Σκόρπιες καρέκλες μέχρι να βγει το καροτσάκι, χαρτομάντηλα, γεμάτα τασάκια, μπουκαλάκια από νερό, άμμο μέσα από τα παπούτσια, πεσμένες τηγανητές πατάτες που ταϊζουν τα περιστέρια στο πλακόστρωτο, αισθήματα θαυμασμού, εντυπώσεις οίκτου, μισοτελειωμένες ματιές, σχόλια από τα γύρω τραπέζια, νεύματα «γεια σου», όμορφα χαμόγελα, υποσχέσεις «θα τα πούμε αύριο», αύρα θεϊκής αυτάρκειας ή αμετάκλητης πείρας που αυγατίζει λεπτό προς λεπτό, όσο εμείς πίνουμε ανέμελα το Πλωμάρι μας τσιμπολογώντας ένα μεζέ και λύνοντας ράθυμα σταυρόλεξα την ώρα που τα δικά μας (μεγαλωμένα πλέον) παιδιά κάνουν αυτόνομες βουτιές και κάποιος από δίπλα μας ζωγραφίζει με μαύρο στυλό μια μικρή καρδιά πάνω στο πόδι.
—
(Το κείμενο είναι αποτέλεσμα μιας πρόσφατης σχετικής συζήτησης με τον φίλο μου τον τροβατόρε εκ Κερκύρας . Παρακαλώ τους τυχόν μπαμπάδες της πλαζ να μην επαναστατήσουν, θα έρθει και η δική τους η σειρά…)
Απομυθοποιώντας τους μύθους του καλοκαιριού
Οι πεθαμένες κυρίες του καλοκαιριού εμφανίζονται στην πλαζ με χρωματιστά παρεό και βαμμένο πρόσωπο. Διώχνουν κομψά τα ίχνη του εμβόλιμου ιδρώτα που κατακάθισε πάνω τους στη διαδρομή από το σπίτι ως την παραλία και κάνουν σαν να μην συνέβη τίποτε. Στη ζωή τους, στη μέρα τους, στον κόσμο.
Τινάζουν ανέμελα τις καλοσιδερωμένες σατινένιες κλάρες τους και απλώνουν στις ξαπλώστρες τα υφάσματά τους με το θάρρος της γυναίκας που έχει πάψει πια να προσπαθεί καθώς δεν έχει τίποτε να χάσει. Ούτε και να κερδίσει, σαφώς.
Ανάβουν τσιγάρο και πίνουν Πλωμάρι κατά βούληση, δίχως δευτερεύοντες και άχρηστους ενδοιασμούς. Καπνίζουν με θάρρος, κοιτώντας εξ αποστάσεως τον στοιβαρό ναυαγοσώστη που φωνάζει με αστεία φωνή : «Λουτσίντες, όλες έξω τώρα! Ο όμιλος δεν με πληρώνει για να σας σώζω, για να σας κοιτάζω είμαι εδώ. Λουτσίντες! Όλες έξω, έρχεται κύμα!».
Οι πεθαμένες κυρίες του καλοκαιριού δεν έχουν όνομα. Είναι όλες τους απλώς «κυρίες». Κάποτε κάποιος μπορεί να τους έλεγε «Ρόζα, Ροζαλία, πάμε μαζί στη συναυλία», ή «Έλσα σε φοβάμαι, Έλσα σ’ αγαπώ» κοιτώντας τες στα μάτια. Τώρα πια όμως κανένας δεν τους λέει σ’ αγαπώ, κανένας δεν τις χρειάζεται δίπλα του σε μια συναυλία. Κανείς δεν τις κοιτάζει στα μάτια προσμένοντας το πολυπόθητο.
Οι πεθαμένες κυρίες του καλοκαιριού ζουν κυρίως τα μεσημέρια. Στις πλαζ, λαϊκές κατά προτίμηση, γιατί εκεί περνούν όσο απαρατήρητες χρειάζεται ώστε να μπορούν οι ίδιες να παρατηρούν με την ησυχία τους τον κόσμο. Διαβάζουν λάιφσταιλ περιοδικά ή και τίποτε. Ελάχιστα νοιάζονται για τα τεκταινόμενα σε πεδία που δεν τις αφορούν προσωπικά.
Απλώνουν λάδι ή κρέμα στα κρεμασμένα μπράτσα τους χαϊδεύοντας το γερασμένο δέρμα με την ηδυπάθεια του ανέγγιχτου από χρόνια, εκείνου που μόνον ο ίδιος μπορεί πλέον να ασκήσει πάνω στο παλαιό σώμα του την αφή.
Οι πεθαμένες κυρίες του καλοκαιριού δεν σκέφτονται μόνο τις διακοπές. Αντίθετα με τον υπόλοιπο κόσμο σκέφτονται και τη συνέχεια. Τι θα ήταν άλλωστε οι διακοπές χωρίς μια Συνέχεια που θα τους επέτρεπε να την διακόψουν;
Βρέχουν λίγο τα βαμμένα νύχια τους στο κύμα αναδεύοντας τον αφρό με τα ωραία τους δάχτυλα, κάποιες επιχειρούν και μια βουτιά στα νερά της ακτής προσέχοντας ιδιαιτέρως να μην επιτρέψουν σε κάποια σταγόνα αλατόνερου να αλλοιώσει την περιποιημένη βαφή Σαντρέ νούμερο 76 και την επιμελώς φορμαρισμένη μιζανπλί που έφεραν μαζί τους από το σπίτι.
Μιλούν μεταξύ τους με φωνές που θυμίζουν τιτίβισμα πουλιών, ανταλλάσσουν παλιά και νέα ανασηκώνοντας διακριτικά το πεσμένο ραντάκι του σουτιέν και απευθύνονται στο γκαρσόνι στον πληθυντικό παραγγέλοντας το επόμενο ποτήρι ούζο. Αν ήταν νύχτα θα έπιναν βερμούτ ή καμπάρι, τα μεσημέρια όμως ο ήλιος αποζητά μια γεύση λυκίσκου και λίγο πικάντικο μεζέ.
Οι πεθαμένες κυρίες του καλοκαιριού δεν ελπίζουν σε τίποτε. Κανείς δεν τους στέλνει φιλιά κλείνοντας το τηλέφωνο, η οθόνη του κινητού τους δεν αφυπνίζεται ποτέ από ένα αναπάντεχο γραπτό μήνυμα.
Τίποτε μέσα τους δεν αγριεύει μια έναστρη νύχτα που περπατούν στα πλακόστρωτα ή ανάμεσα στο μπάνιο και την κουζίνα. Οι φεγγαράδες δεν τις αφορούν γιατί έχουν πάψει προ πολλού να τις μαγεύουν.
Οι πεθαμένες κυρίες του καλοκαιριού δεν είναι θλιμμένες. Πίσω από τα ευμεγέθη γυαλιά τους κρύβουν βλέμματα υπνωτιστικά. Είναι όμορφες επειδή διαθέτουν το θάρρος και την ψυχραιμία που τους δώρισε ο χρόνος περνώντας από πάνω τους πότε ευεργετικά και πότε ισοπεδώνοντάς τες –δεν έχει και τόση σημασία, όχι πια. Άντεξαν, και αυτό είναι το μόνο σημαντικό. Μα μόνο αυτές το ξέρουν.
Αυτές οι γυναίκες νιώθουν μια αξιοθαύμαστη αυτάρκεια καθισμένες στις πλαστικές καρέκλες της πλαζ. Καμία σχέση με τις νέες. Κάτι πάνω τους θυμίζει την άνεση και την χάρη των αγγέλων που δύνανται να παρατηρούν τον κόσμο από ψηλά χωρίς ποτέ να πρέπει να έρθουν σε άμεση επαφή με τους ανθρώπους. Δεν έχουν ανησυχίες.
Οι πεθαμένες κυρίες της πλαζ είναι έξυπνες, μας έχουν κοροϊδέψει.
Κάτω από την επιδερμική ανωτερότητα μιας ημερομηνίας λήξης κρύβουν μια ακόμα σοβαρότερη αξιοπρέπεια και μια συναρπαστική δύναμη που κανέναν πεθαμένο δεν θα χαρακτήριζε ποτέ. Όταν αποφασίσουν να αισθάνονται το κάνουν με τρόπο που θα κέρδιζε μια εφηβεία ή και μια μέση ηλικία, εύκολα, ανώδυνα, ρουά ματ. Απλώς εμείς δεν το βλέπουμε. Επειδή οι κυρίες του καλοκαιριού δεν θέλουν να το αφήσουν να εκτεθεί στα μάτια μας. Για τους δικούς τους λόγους, που δεν μας αφορούν. Κι έτσι παραμένουμε τυφλοί μέσα στο μεσημέρι μας παρατηρώντας τες από μακριά, εικάζοντας γι’ αυτές τα μύρια όσα.
Ποιος είπε όμως πως τα πράγματα που δεν φαίνονται δεν είναι ζωντανά;
Βάζει κανείς το χέρι στη φωτιά πως όσα δεν βλέπεις δεν υπάρχουν;
Οι «πεθαμένες» κυρίες του καλοκαιριού θα μειδιούσαν με τις αγωνίες μας.
«Αστεία παιδιά», θα μας έλεγαν, «Ησυχάστε. Θα έρθει ή ώρα που θα καταλάβετε κι εσείς ότι είναι τα ύστερα, και μόνον αυτά, εκείνα που τιμούν τα πρώτα».
Και τότε, έτσι απλά και εύκολα, η απομυθοποίηση των μύθων του καλοκαιριού και ολόκληρου του χρόνου έρχεται σεμνά και μας ξυπνά από τον λήθαργο της παιδικής μας ηλικίας.
(Φ. ευχαριστώ για τις φωτό, κύριε Αρανίτση ευχαριστώ για την έμπνευση του κείμενου)
Fuck the pain away
Το απόγευμα εκείνης της Δευτέρας η γυναίκα που την έλεγαν Sincetta καθόταν στο πεζούλι και έπινε καφέ καπνίζοντας. Μπροστά της το παλαιό φρούριο δέσποζε βλοσυρό και ωραίο. Η ώρα πέρασε χωρίς να το καταλάβει. Η ιόνια νύχτα κατέβηκε στο παραπέντε και θρονιάστηκε πάνω στους ώμους της αποφασιστικά, ως συνήθως. Δε μου γλιτώνεις κούκλα, της ψιθύρισε, θα σε λιώσω και πάλι. Τα γνωστά, σκέφτηκε η γυναίκα. Και δεν ανησύχησε, καθώς γνώριζε πια.
Σε λίγο ένα διεθνές αεροπλάνο κατέφθασε στο νησί. Η γυναίκα το παρακολούθησε να προσγειώνεται ομαλά, όμορφα. Καλώς τους, είπε από μέσα της, τους τυχερούς. Στον κατάμαυρο ουρανό μια ασημένια γραμμή άφησε το ίχνος της πίσω από το μαγευτικό επίτευγμα της σύγχρονης τεχνολογίας. Η γυναίκα θαύμασε την ουρά της πτήσης και συνέχισε να την κοιτάζει έκθαμβη και να φαντάζεται τους επιβάτες έναν προς έναν.
Η ώρα περνούσε και η ασημένια γραμμή παρέμενε στον ουρανό, ευθεία και σταθερή. Ακόμα και μετά την προσγείωση του αεροπλάνου. Η γυναίκα συνέχισε να την παρατηρεί με περιέργεια. Τι μεγάλη διάρκεια ουράνιου ίχνους, σκέφτηκε παραξενεμένη. Καθώς τα λεπτά προσπερνούσαν τον εαυτό τους και κάθε λογική, η γυναίκα εστίασε ξανά στη λαμπερή ουρά της πτήσης. Και τότε κατάλαβε.
Αυτό που θαύμαζε ως υπόλειμμα μιας διεθνούς πτήσης δεν ήταν άλλο από την ασημένια λάμψη ενός σκοινιού για τα ρούχα που οι γείτονες είχαν κρεμάσει ανάμεσα σε δύο αντικρυστά παράθυρα, κατά την παραδοσιακή συνήθεια του νησιού. Το σύρμα έλαμπε κάτω από το φεγγάρι την ώρα που η γυναίκα διέκρινε πάνω του το ουράνιο σήμα μιας μακρινής διαδρομής που είχε περάσει από πάνω της στο παρά τρίχα.
Δεν είναι πια αστείο, σκέφτηκε η γυναίκα. Εφόσον επιμένω να διακρίνω ουράνιες διαδρομές και σημαντικά νοήματα στα σκοινιά μιας κοινής μπουγάδας, η ασθενής όραση και όποια αντίληψή μου πάσχουν από μια σοβαρή διαταραχή σύνδεσης της πραγματικότητας με μιαν απελπισμένη φαντασία.
Μπήκε στο σπίτι κι έβαλε μια τεκίλα, άναψε ένα καινούριο τσιγάρο και συλλογίστηκε τον καλύτερό της φίλο, κάπου στην Αθήνα. Μετά σκέφτηκε πως τον αγαπούσε απελπιστικά πολύ. Και του αφιέρωσε όλες τις υπαρκτές κι ανύπαρκτες λάμψεις και διαλείψεις του μυαλού της, γιατί μόνο εκείνος γνώριζε τι σημαίνει παρεξήγηση και σύγχυση, και αυτό την παρηγορούσε τρομερά κάτω από τον ουρανό του Ιονίου.
Σαν οθόνη που την κόβει στα δυο η άκρη μιας σιδερώστρας
Η γυναίκα άνοιξε τα μάτια της και κοίταξε τη θάλασσα. Της πήρε μερικά δευτερόλεπτα ώσπου να καταλάβει πού ακριβώς βρισκόταν. Ο μεσημεριάτικος ήλιος την έκανε να μισοκλείσει τα μάτια και η βρεγμένη πετσέτα κόλησε στα πόδια της καθώς έκανε να σηκωθεί. Γύρω η ζωή είχε συνεχιστεί κανονικά αυτή την τελευταία ώρα που εκείνη είχε αποκοιμηθεί στα βότσαλα της λαϊκής παραλίας όπου έκανε τα μπάνια της ολόκληρο το καλοκαίρι. Παιδάκια έτρεχαν εδώ κι εκεί πλατσουρίζοντας στο κύμα, έφηβοι έκαναν βουτιές από την ξύλινη εξέδρα, μαμάδες τάιζαν φρουτόκρεμα τα μωρά τους, γιαγιάδες αντάλλασσαν ντόπιες συνταγές για μελιτζάνες κατσαρόλας και κοκκινιστό.
Η γυναίκα κοίταξε τα χέρια της και σκέφτηκε πως ο ήλιος την είχε πιάσει για τα καλά. Το ίδιο και στα πόδια. Επιπλέον, μια ελαφρά φαγούρα στο πρόσωπο την έκανε να καταλάβει πως το επικείμενο έγκαυμα θα της κόστιζε άλλη μια νύχτα με γιαούρτι στο σώμα και τσούξιμο πάνω στα σεντόνια. Έτσι είναι τα καλοκαίρια, σκέφτηκε μειδιώντας μαζοχιστικά, καίνε και πονάνε, μα ο κόσμος συνεχίζει να τα ονειρεύεται και να τα περιμένει διακαώς. Χάρηκε με το εσωτερικό λογοπαίγνιο και κοίταξε τον ασυννέφιαστο ουρανό. Ένα αεροπλάνο χάραζε τη γαλάζια επιφάνεια αφήνοντας πίσω του μια λευκή γραμμή καπνού. Η αισθητική παραφωνία την επανέφερε στην πραγματικότητα και της πήρε αρκετή από τη χαρά του καλοκαιρινού απογεύματος που πλησίαζε στο τέλος του. Όμοια με το ίδιο το καλοκαίρι.
Λίγο πριν σηκωθεί οριστικά, η γυναίκα ένιωσε πως κοίταζε μια οθόνη τηλεόρασης που την έκοβε στα δυο η άκρη μιας θλιβερής σιδερώστρας.
Μοναξιές
Κάποτε αγαπούσα πολύ τα ζώα. Δεν φοβόμουν να τα πλησιάσω, τα άγγιζα τρυφερά, ευχαριστιόμουν πολύ με τα υγρά μουσούδια τους ή με τα απαλά φτερά τους. Σιγά σιγά τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν -ούτε που κατάλαβα πότε ακριβώς ή για ποιο λόγο.
Η πολική αρκούδα με την οποία ήμουν ερωτευμένος, και με την οποία συναντιόμασταν στο ονειρότερο – σόρρυ, στο ορεινότερο ήθελα να πω – μέρος του κόσμου άρχισε να πίνει Coca Cola στα πεδινά. Ο αστείος κάστορας που μαζί του σκάρωνα ζαβολιές και αυτοσχέδιες συναυλίες με τα υπόλοιπα ζώα αποφάσισε πως του ταίριαζε περισσότερο ν΄αρχίσει να πλένει τα δόντια του με Oulodent και σταμάτησε τους πειραματισμούς με νέους καρπούς στα δάση, στρέφοντας ολοκληρωτικά την προσοχή του στο πολύτιμο σμάλτο του. Η καλόβολη αγελάδα που με πότιζε γάλα και κρυφά χάδια στα καταπράσινα λιβάδια της προσωπικής μας Εδέμ απέκτησε ονοματεπώνυμο και σκουλαρίκι. Ο γλάρος Ιωνάθαν που με συνόδευε στις φοιτητικές θαλάσσιες περιπέτειές μου με το φέρρυ μποτ – αξέχαστα τα φουγάρα του «Αλέξανδρος» ή η παντόφλα «Αικατερίνη» που έκανε μισή μέρα για μια διαδρομή Ηγουμενίτσα-Κέρκυρα – έγινε λογότυπο στα πλευρά ενός ταχύπλοου με βελούδινα καθίσματα και αιρκοντίσιον.
Η μόνη σχέση που έχω πλέον με τα ζώα είναι νοερή. Σα να μην αντέχω πια την επαφή με τις μεταλλαγμένες γούνες τους ή με τα διαφημιστικά χαμόγελά τους. Μπορεί απλώς και να τα φοβάμαι, και να μην μπορώ να το ομολογήσω ανοιχτά ούτε καν στον εαυτό μου. Νιώθω πολύ μόνος μερικές φορές. Απελπισία. Είμαι σίγουρος πως οι περισσότεροι άνθρωποι συνεχίζουν ν’ αγαπούν τα ζώα κι έχουν εντελώς διαφορετική άποψη από μένα, αλλά τι να γίνει. Τα ζώα είναι καλά, αλλά δεν είναι όλα καλά για όλους. Αναπολώ την εποχή των δεινοσαύρων και δακρύζω, μα ούτε καν τα απολιθώματα δεν δύναμαι να αγγίξω μιας και τώρα, μέχρι κι αυτά έγιναν ντεκόρ πίσω από μια βιτρίνα πλυμένη με Azax.
(Μετά από όλα αυτά, ο Άρχοντας των Μυγών κατευθύνθηκε προς τη ζούγκλα του Αμμαζονίου, εκεί που είχε καταφέρει να διατηρήσει ένα μυστικό κρησφύγετο, κι έκλεισε τα αυτιά του στο κάλεσμα των Σειρήνων ενός σύγχρονου πλου αεροστάτου που είχε πάψει πια να τον ενδιαφέρει)
Παρασκευή με ένα όνειρο
Κάποια μέρα ονειρεύομαι να ζήσω σε ένα ισόγειο σπίτι. Στο πέτρινο κατώφλι του θα υπάρχει μία γλάστρα με βασιλικό. Θα τον ποτίζω κάθε μέρα με τα χέρια μου. Με δροσερό νερό και κουβέντες. Θα είναι καταπράσινος και ευωδιαστός. Όλοι θα τον θαυμάζουν, κι εγώ θα τον χαϊδεύω διαρκώς. Μετά, θα μυρίζω τα δάχτυλά μου και θα αγαλλιάζω. Η ειδοποιός λεπτομέρεια του ονείρου, η οποία το καθιστά ιδιαίτερο και τελείως διαφορετικό από άλλα όνειρα ή ακόμα και από την ίδια την πραγματικότητα, βρίσκεται αποκλειστικά και μόνο στην προσωπική μου σχέση με τον βασιλικό μου.
Όλες οι λέξεις αφιερωμένες στο 1/3.
Φαύλοι κύκλοι
Ευγενείς διάλογοι
Κυρία Πάρκερ: Φοβάμαι πως κάποτε θα σας χάσω, κύριε Μπέντσλεη.
Κύριος Μπέντσλεη: Θα πρέπει να έχετε μια τεράστια τρύπα στην τσέπη σας για να συμβεί ποτέ αυτό, κυρία Πάρκερ.
—
Ελλονόρα: Σου αρέσει αυτό το αγόρι, Βασιλιά Μελάνι;
Βασιλιάς Μελάνι: Δεν θυμάμαι, Ελλονόρα…
—
Απρόοπτα
Η Νατάσσα γλίστρησε στο μπάνιο. Ράγισε τρία πλευρά. Την φωνάζαμε «Η Ραγισμένη» και γελούσαμε. Σκέφτηκα πριν λίγο: «Πώς είναι δυνατόν να γλιστρήσει κανείς στο μπάνιο;» και βγήκα προσεκτικά σκουπίζοντας τα πόδια μου στο μαλακό χαλάκι. Μετά, η γνωστή μυστική φωνή που με κατανοεί και με συμβουλεύει σε τέτοιες περιπτώσεις κι απαντά στα ερωτήματά μου μού ψιθύρισε: «Απρόοπτο είναι αυτό που σου συμβαίνει όταν δεν περιμένεις με τίποτα να σου συμβεί. Τώρα το περίμενες, άρα δεν υπήρχε καμία περίπτωση να γλιστρήσεις…». Σκέφτηκα πως αυτή η άποψη θα μπορούσε να εφαρμοστεί σε πάρα πολλά πράγματα στη ζωή κι αναρωτήθηκα και πάλι μήπως πρέπει απλώς να πάψω να αναμένω/φοβάμαι/ελπίζω το ο,τιδήποτε. Έτσι, για να του δώσω μια ευκαιρία να μου συμβεί. Η εσώτερη φωνή σιώπησε με σοφία κι εγώ βγήκα από το μπάνιο αρτιμελής και κάπως άδεια.
Συνθήματα
Τοίχος στην Κόρινθο: «Φωτιά σε όλα τα κενά».
Τοίχος στην Κέρκυρα: «Έλλειψη νοήματος στην κοινωνία της αφθονίας».
Υπότιτλος στην τηλεόραση: «Η ταραγμένη ψυχή είναι πάντοτε εξαιρετική πηγή δυνατής λογοτεχνίας».
Τοίχος στο Λουτράκι: «Μου λείπεις».
Μισοξεχασμένη φράση που μεταφέρεται πρόχειρα εδώ: «Το μεγαλύτερο επίτευγμα του χρήματος είναι πως κατορθώνει να κρατά σε απόσταση το σώμα από την ψυχή».
Γραπτό μήνυμα του στυλ αμπελοφιλοσοφώ-επειδή-με-χτύπησε-ο-ήλιος, από την παραλία: «Οι ιδέες που δεν υλοποιούνται είναι σα να μην υπήρξαν ποτέ. Διάβασα ένα ωραίο σύνθημα σήμερα, αυτό με τη φωτιά σε όλα τα κενά. Για να γίνει κάτι καλό θα πρέπει να γίνεται από την αρχή. Χωρίς κενά. Αντίο Πλου, καλημέρα Θεώρημα».
Φιλική συμβουλή: «Αφού δεν τα κατάφερες με τον μπάρμαν ναι, άντε να δεις το χασάπη που του μοιάζει. Αυτό χρειάζεσαι άλλωστε στη ζωή σου, ε;… Έναν καινούριο πόνο!». (…)