Αρχεία Ιστολογίου
Μια βόλτα
(Κείμενο που δημοσιεύτηκε στην Bibliotheque στις 11 Μαρτίου 2018)
Ξέρεις τι ονειρεύομαι;
Μια βόλτα στο Ντιτρόιτ. Νύχτα. Ανάμεσα σε έρημα κτίρια και άδειους δρόμους.
Μια βόλτα ανατριχιαστική.
Εκεί που τα φανάρια αναβοσβήνουν ακόμα από μόνα τους, μιας και φεύγοντας δεν σκέφτηκε να τα σβήσει κανένας.
Και που στις γωνίες των τετραγώνων εμφανίζονται απρόβλεπτα κάτι άγρια πουλιά.
Να κοιτάζω μέσα σε σκοτεινά παράθυρα και να βλέπω σκονισμένα έπιπλα, πατώματα με ρωγμές, αράχνες στα ταβάνια.
Παλιές φωτογραφίες στους τοίχους και κουζινικά σκεύη πεσμένα στο πάτωμα, κάτω από την επιμονή μιας γάτας ή ενός ποντικού που έψαχνε πώς να τραφεί.
Μπορεί και κάποιο ρουχαλάκι παιδικό ή μια σχισμένη αρβύλα.
Κάτι με αναμνήσεις, τέλος πάντων, που να καταφέρει να με κάνει να συγκινηθώ.
Να μπαίνω σε εγκαταλελειμμένα εργοστάσια ζάχαρης και να τρίζουν οι σόλες των παπουτσιών μου.
Να απολαμβάνω το κριτς! της πατούσας σε ολόκληρο το σώμα μου και να εισπνέω τη μούχλα της κλεισούρας και μιας παλιάς γλυκύτητας που έμεινε εκκρεμής.
Να νιώθω ευγνωμοσύνη.
Θα μου άρεσε να περπατάω μπροστά σε βικτωριανά σπίτια με δαντελωτά κουρτινάκια και ξύλινα κατώφλια. Κάπως τρομακτικά.
Και σε χωράφια άσπαρτα, γεμάτα ζώα που δεν ζητάνε και πολλά για να επιβιώσουν.
Να καπνίζω με την πλάτη κολλημένη σε μια κολώνα ηλεκτροδότησης και να διαβάζω τα σχισμένα αποκόμματα των εφημερίδων που κάποτε κόλλησαν κατά λάθος στην πίσσα του κορμού της.
Που περιγράφουν τα νέα μιας πολύ παλιάς εποχής. Που προειδοποιούν για κάτι που έχει ήδη παρέλθει
.
Θα μου άρεσε να διακρίνω τα φώτα μιας διπλανής πόλης πιο μακριά, και στο σημείο όπου ο μαύρος ορίζοντας θα βάφεται πορτοκαλί.
Να βάλω σημάδι για να ξέρω πως κάπου εκεί η μοναξιά έχει κατά προσέγγιση υποστεί τα όριά της.
Κλείσε τα γιαπωνέζικα μάτια σου τώρα, και δες τι εννοούσα.
Όνειρο που φεύγει είν’ η ζωή
(Κείμενο που δημοσιεύτηκε στις staxtes στις 22 Μαρτίου 2018)
Εκείνη την ημέρα, καθώς ανέβαινε τις σκάλες του μετρό, διαπίστωσε πως έβγαινε σε μια άδεια πόλη. Ήταν μόνη της. Στο χέρι της κρατούσε ένα μαύρο τηλέφωνο, από κείνα τα παλιά με το στρογγυλό καντράν και τα λευκά νούμερα. Χωρίς καλώδιο.
Το άφησε στο πεζοδρόμιο και άρχισε να περπατά στην άσφαλτο – γύρω της η πόλη έμοιαζε με σταματημένο καρέ. Καμία κίνηση, κανένας ήχος. Ούτε καν τα σύννεφα δεν πετούσαν στον ουρανό. Έκανε λίγα βήματα και τότε είδε μπροστά στα πόδια της μια διάφανη πλαστική σακούλα με νερό. Στο πάνω μέρος ήταν δεμένος ένας χοντρός κόμπος. Μέσα κολυμπούσαν δύο ψάρια. Της φάνηκαν κάπως υπερτροφικά για να προέρχονται ή να προορίζονται για κάποια γυάλα, δεν ήταν καν χρυσόψαρα. Τα άφησε εκεί και περπάτησε κι άλλο.
Συνέχισε να προχωρά μέχρι που είδε το κτίριο του Σιδηροδρομικού Σταθμού.
Σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε το μεγάλο ρολόι. Ήταν σταματημένο στις 3. Παρατήρησε πως στα πλάγια του, δεξιά κι αριστερά, υπήρχαν δύο μεγάλα φτερά. Της ήρθαν στο νου τα Φτερά του Έρωτα, αλλά πέρα από αυτή τη σκέψη τίποτε περισσότερο δεν παρέπεμπε στην ταινία. Στον ουρανό τα σύννεφα είχαν ζωντανέψει και τώρα έτρεχαν σε γρήγορη κίνηση προς το βορρά. Μπήκε στο σταθμό και κατευθύνθηκε προς το βάθος.
Στο τέλος του διαδρόμου, εκεί που ήταν η καφετέρια, είδε τον Tom Waits και τον τον Iggy Pop που έπιναν burbon και καφέ. Κάπνιζαν στριφτά τσιγάρα, στο τραπέζι έχασκε ανοιχτός ένας καπνός Drum κι ένας zippo, και γύρω τους κανείς.
Ήξερε πως η σκηνή ήταν από την ταινία του Jarmusch, Coffee & Cigarettes. Η μόνη διαφορά ήταν πως η εικόνα τους ήταν παραμορφωμένη, έτσι όπως παραμορφώνεται καμιά φορά στο σινεμά η κόπια και τη βλέπεις να βγάζει όξινες μπουρμπουλήθρες στην οθόνη, και να τρυπάει, να καίγεται, να λιώνει.
Γάλα απ’ το στήθος
(Ένα εικονογραφημένο με ζωγραφιές του Mark Ryden παραμύθι)
Η Σοφία είναι ένα εννιάχρονο αγγελικό νυμφίδιο, άσπιλο κι αμόλυντο από ανθρώπου χέρι. Έχει ροζ καραμελένια χείλη, διάφανα γαλάζια μάτια και κατάξανθα, σχεδόν λευκά, μαλλιά. Ακριβώς ίδια με το αλαβάστρινο δέρμα της. Ο αφαλός της είναι ένας τοσοδά κρατήρας όπου θα μπορούσαν να καλλιεργούνται όστρακα με τα σπανιότερα μαργαριτάρια του κόσμου.
Τα στήθη της είναι στρογγυλά και γεμάτα γάλα. Οι θηλές της μοιάζουν με ολόφρεσκα ζαχαρωτά έτοιμα να πιπιλιστούν και να λιγώσουν τον ουρανίσκο κάθε ζωντανού οργανισμού του πλανήτη. Ανάμεσα στα ολομέταξα μπούτια της το παρθένο αιδοίο της θυμίζει μωρουδιακό στόμα που κάθε τόσο ανοιγοκλείνει αχόρταγα αναζητώντας την παραδείσια τροφή του: λίγο ευωδιαστό γάλα τριαντάφυλλο ή μερικές σταγόνες υπόλευκου θρεπτικού νέκταρ.
Τα πρωινά και τα μεσημέρια η Σοφία ζει όπως όλα τα παιδιά της ηλικίας της, η ζωή της δεν παρουσιάζει κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Τα βράδια όμως, αφού κάνει με θρησκευτική ευλάβεια επανάληψη στα παλιά ποιήματα του Ευγένιου Αρανίτση, εκείνα που εξυμνούν τους αφόρητους παιδικούς έρωτες και τον βαθύ καημό τους, περιμένει την ώρα που οι φίλοι του μπαμπά της τελειώνουν το πούρο τους και τις φιλοσοφικές τους συζητήσεις, και τότε κατεβαίνει στο σαλόνι φορώντας τα πιο παράδοξα κοριτσίστικα φορέματα που σχεδιάστηκαν ποτέ από ανθρώπου χέρι.
Έχει φρεσκάρει τις ολομέταξες μπούκλες της με τη χτένα της και έχει πουδράρει απαλά το μπούστο της με τη μαργαριταρένια πούδρα της μαμάς της. Κινείται με χάρη και σεμνότητα ανάμεσα στους ιδρωμένους μεσήλικες, που στη θέα της γεμίζουν γι’ άλλη μια φορά με λικέρ κεράσι τα κρυστάλλινα ποτήρια τους και παίρνουν βαθιές εισπνοές καθαρίζοντας τη φωνή τους. Τους λέει καλησπέρα και τους χαμογελά.
Είναι τόσο όμορφη κι αγνή που όλοι σεμνύνονται στο πέρασμά της. Χαμηλώνουν το βλέμμα τους και αφήνουν να αρχίσει να ξεκουράζεται χαλαρά η στάση του σώματός τους. Βήχουν και την ρωτούν πώς πήγε στο σχολείο σήμερα και τι καινούριο της έμαθε η δασκάλα. Η ανάσα της, καθώς γέρνει το κεφάλι και τους απαντά ψιθυριστά, ευωδιάζει ροδόνερο και παιδική πείνα.
Κάθεται για λίγο στον μεγάλο καναπέ με τα βελούδινα μπροκάρ, αυτόν που τσιμπάει και γδέρνει ευχάριστα τα γυμνά της μπράτσα, και κάνει πως βαριέται. Οι αναστατωμένοι κύριοι σπεύδουν όπως μπορούν να την κάνουν να μείνει στην αίθουσα μερικά λεπτά πάρα πάνω. Γελούν και την παροτρύνουν να μην φύγει τόσο νωρίς απ’ την παρέα τους, «κρίμα θα’ ναι!». Άλλος της λέει άνοστα αστεία για τον καιρό, άλλος ενδιαφέρεται για την πρόοδό της στη μουσική και άλλος την ρωτά τι θέλει να γίνει όταν μεγαλώσει.
Η Σοφία απαντά σε όλους ευγενικά, με το τακτ και τη γαλήνη που προκύπτουν από την εξαίρετη ανατροφή της. Η φωνή της θυμίζει κελάιδισμα πουλιού και η πάναγνη μα και ανεξήγητα θελκτική εμφάνισή της κάνει τους κυρίους να πείθονται πως μπροστά τους δεν βρίσκεται ένα εννιάχρονο παιδί αλλά ένα παραδείσιο ανεξήγητο πλάσμα βγαλμένο από το πιο κρυφό και ένοχο όνειρό τους.
Ο μπαμπάς και η μαμά της είναι πολύ περήφανοι για την εκλεκτή θυγατέρα τους, το φως της ζωής τους, και δεν της χαλάνε ποτέ χατίρι. Της αγοράζουν δαντελένιους γιακάδες για τα χειροποίητα φουστάνια της, μεταξωτά κοκαλάκια και πολύχρωμες κορδέλες για τα στιλπνά μαλλιά της, ροζ μαξιλάρια για το κρεβάτι της και πολλά, πάμπολλα χνουδωτά ζωάκια για να κοιμάται μαζί τους τις νύχτες.
Μερικές φορές, όταν η Σοφία αρχίσει να χασμουριέται μισοκρύβοντας το στόμα της με το χέρι, κάποιος από τους φίλους του μπαμπά της προσφέρεται να την συνοδεύσει στο δωμάτιό της και να την βοηθήσει να σκεπαστεί με το λουλουδάτο πάπλωμά της. Ανεβαίνουν χέρι χέρι τα ξύλινα σκαλιά και διασχίζουν τον ημιφωτισμένο διάδρομο που οδηγεί στην κάμαρά της.
Λίγο πριν φτάσουν στο κατώφλι της, η Σοφία αφήνει το χέρι του συνοδού της και προπορεύεται. Η αύρα της την ακολουθεί σαν αέρινο μονοπάτι και μεθά λίγο πιο πολύ τον ευγενικό ακόλουθό της. Ο αέρας μυρίζει λιβάνι, γυναικεία ανάγκη και παιδική πονηριά. Ο σκοτεινός διάδρομος φωτίζεται από τη λάμψη της αγγελικής της παρουσίας. Ο ζαλισμένος κύριος την ακολουθεί σιωπηλά χωρίς να ορίζει εκατό τοις εκατό τις πέντε του αισθήσεις.
Όταν η Σοφία μπει στο δωμάτιο, του ζητά να καλύψει με το χέρι του τα μάτια του και να την αφήσει να γδυθεί για να ετοιμαστεί να ξαπλώσει. Εκείνος υπακούει πρόθυμα και καλύπτει τα μάτια του με τα μισάνοιχτα δάχτυλά του. Η Σοφία κατεβάζει τα ρούχα και τα στολίδια της αφήνει τις μεταξωτές κάλτσες της στο πάτωμα, δίπλα στα βαμβακερά εσώρουχά της. Τεντώνει το πάναγνο και αμόλυντο σώμα της προς όλες τις κατευθύνσεις, σκύβει και αναδιπλώνεται, και όταν βεβαιωθεί πως ο ευγενικός φίλος του μπαμπά της έχει θαυμάσει όλες τις γωνίες και όλα τα κοιλώματα του παιδικού της βασιλείου, ξαπλώνει στο πουπουλένιο κρεβάτι της και αγκαλιάζει στοργικά τα χνουδωτά της ζωάκια.
Στον τοίχο απέναντι από το κρεβάτι της κρέμεται ένας πεντάμορφος Ιησούς, που τις μοναχικές νύχτες η Σοφία γονατίζει μπροστά του ολόγυμνη σαν σκουλήκι, και με δάκρυα στα μάτια του μιλά και του προσεύχεται.
Μερικές φορές νιώθει πως ο Ιησούς παίρνει τη δική της μορφή – πως γίνονται ένα. Αυτός κρατά στα χέρια του το απολωλός πρόβατο σε βιβλική μορφή και την κοιτά με κατανόηση και απροσμέτρητη αγάπη, συγχωρώντας την μεγαλόψυχα για κάθε της φταίξιμο και πονηρή σκέψη.
Αφού τεντωθεί στο πουπουλένιο κρεβάτι της, για να μπορέσει να κοιμηθεί, η Σοφία ζητά από τον ευγενικό άνθρωπο να καθίσει για λίγο δίπλα της και να της πει ένα παραμύθι. Ποτέ και κανένας δεν αρνήθηκε το χατίρι της, και όλοι συναγωνίζονται μεταξύ τους για την πιο εμπνευσμένη νυχτερινή μυθοπλασία.
Η Σοφία ακούει σιωπηλά μισοκλείνοντας τα βελούδινα βλέφαρά της και χασμουριέται απελευθερώνοντας ευωδιαστά σύννεφα παιδικής νύστας και αόρατες σταγόνες πολύτιμου κοριτσίστικου σάλιου. Στην αγκαλιά της τα πολύχρωμα ζωάκια της απολαμβάνουν απαλά τσιμπήματα και θωπείες. Η φωνή του ανθρώπου ραγίζει, χαμηλώνει και υψώνεται ανεξέλεγκτα, το μέτωπο και οι παλάμες του ιδρώνουν – παρόλα αυτά τα πάντα διατηρούν την αξιοπρέπεια και την μαγευτική γλυκύτητά τους.
Πού και πού, όταν το παραμύθι ενεργοποιεί το μητρικό της ένστικτο, η Σοφία νιώθει την ανάγκη να προσφέρει. Τότε φέρνει το χέρι πάνω στην καραμελένια της θηλή και πιέζει με τα δύο δάχτυλα τη ρώγα της, έτσι όπως έχει δει σε περιοδικά της μητέρας και του πατέρα της να κάνουν οι γυναίκες που έχουν μόλις γεννήσει ή και για άλλους λόγους.
Γαλάζιο νερό, κάπως γαλακτώδες και πολύ αρωματικό ξεπηδά τότε από το μαλακό δέρμα της, σαν λεπτός πίδακας ζεστής ευτυχίας. Το σαν-γάλα ζουμάκι του στήθους της διαγράφει την ημικυκλική του τροχιά και προσγειώνεται στο ανοιχτό στόμα του μικρού ζώου που πεινάει περισσότερο απ’ όλα.
Η Σοφία στύβει λίγο ακόμα και πιέζει με τα δάχτυλα τη ρώγα, να βγει καλά καλά και να στραγγίξει εντελώς το σαν-γάλα νέκταρ της, για να μην στάξει μετά εδώ κι εκεί και λερώσει τα σεντόνια. Ανάμεσα στα ορθάνοιχτα πόδια της, το μικρό της αιδοίο πάλλεται σαν ολοζώντανο μύδι. Ανοιγοκλείνει πυρετικά, αφήνοντας μια θεσπέσια μυρωδιά καμένης ζάχαρης να πλημμυρίσει τον αέρα του δωματίου. Είναι ζουμερό και αφράτο, και πολύ συχνά μπαλίτσες με αέρια ή δυο τρεις μικρές σταγόνες γαλακτώδους υγρού ξεχειλίζουν από τα θερμά χείλη του και ποτίζουν τα σεντόνια.
Τότε η Σοφία κοιτάζει τον ευγενικό κύριο κατάματα, αφήνοντας για χάρη του ένα μικρό, κοφτό γελάκι. Αυτός την παρακολουθεί άναυδος προσπαθώντας να διατηρήσει τη θέση του στην καρέκλα σταθερή και την ίδια του τη ζωή καθώς πρέπει.
Το κορίτσι αρχίζει να ντρέπεται, κλείνει τα πόδια, και γυρίζει μπρούμυτα στο κρεβάτι. Λίγες ανεξήγητες τύψεις της γαργαλούν το στομάχι απαλά μα δεν την αποκαρδιώνουν. Αποκοιμιέται σε λίγη ώρα αμίλητη, με τα ζωάκια της αγκαλιά, και τον τουρλωμένο ποπό της να ανεβοκατεβαίνει ανεπαίσθητα σύμφωνα με την αναπνοή της.
Μικρές ολοστρόγγυλες φυσαλίδες αρχίζουν τότε να αναδύονται σαν δώρο εξ ουρανού από την τρυφερή και νόστιμη τρυπούλα του πρωκτού της, γεμίζοντας το δωμάτιο με καλειδοσκοπικά χρώματα και αγγελικά αρώματα.
Δώρα που θα άξιζε να στολίζουν την επιθανάτια έναστρη νύχτα κάθε ευλογημένου θνητού, ως αποχαιρετιστήριο δώρο και παραδείσιο ξεπροβόδισμα εκείνου του γλυκύτατου χερουβείμ που τον συνοδεύει σιωπηλά προς την τελική εξαΰλωσή του.
Ο άνθρωπος που κοίταζε τα Lonarid να περνούν
(Κείμενο που δημοσιεύτηκε στις Στάχτες στις 24 Μαρτίου 2016)
Στεκόταν στην άσφαλτο, ένα μέτρο από το πεζοδρόμιο, και κοίταζε τον πράσινο σταυρό να αναβοσβήνει. Μόνος του. Το Φαρμακείο διανυκτέρευε. Πού και πού, ο φαρμακοποιός που καθόταν πίσω από το ταμείο με μια εφημερίδα στο χέρι, σήκωνε το κεφάλι κι έριχνε κοφτές ματιές στο δρόμο.
Ψιλόβροχο, μεσάνυχτα, σε μια επαρχιακή ελληνική πόλη. Σαράντα εκκλησιών και Κοραή γωνία. Παλιά ήταν εκεί η ΕΒΓΑ του Τάσου και όλοι έλεγαν πως ήταν καλύτερα έτσι – άγνωστο γιατί. Ίσως ο Τάσος να ήταν πιο συμπαθητικός από τον φαρμακοποιό, ίσως όλα αυτά να ήταν απλώς φήμες.
Συνέχισε να στέκεται αναποφάσιστος στην άκρη του δρόμου. Η άσφαλτος γυάλιζε σαν να την είχαν αλείψει με μια πηχτή, άχρηστη γλίτσα. Ο ουρανός βαρύς. Ψιλόβρεχε από το απόγευμα. Μια εκνευριστική βροχή που οι σταγόνες της έμοιαζαν με μικρές απαίσιες καρφίτσες.
Τα περαστικά αυτοκίνητα τον κατάβρεχαν με απόνερα καθώς περνούσαν. Το παντελόνι του λούτσα στις λάσπες. Κάποιος φρέναρε απότομα δίπλα του, κόρναρε θυμωμένα και έφτυσε μια βρισιά. Ο ήχος από τα λάστιχα του αυτοκινήτου τον τάραξε κάπως.
Γύρισε το κεφάλι κι έριξε μια ματιά στο διερχόμενο προσπαθώντας να καταλάβει. Ο οδηγός συνέχισε να βρίζει χειρονομώντας προς το μέρος του. Το πρόσωπό του έσταζε μίσος. Δεν ακουγόταν τίποτα. Οι κουβέντες ανακυκλώθηκαν μέσα στο αμάξι και στο τέλος κόλλησαν σαν χαλκομανία πάνω στα θολωμένα τζάμια. Τις φαντάστηκε τότε να στάζουν παχύρρευστες, ένα με τις χρησιμοποιημένες αναπνοές που έντυναν το βρώμικο μπροστινό τζάμι του αυτοκινήτου, και χαμογέλασε.
Απέστρεψε το βλέμμα και παρέμεινε ακίνητος.
Το ΙΧ έφυγε μαρσάροντας. Όσα συνέβαιναν γύρω του δεν φαίνονταν να τον νοιάζουν και πολύ. Ταλαντεύτηκε για λίγο και αποτόλμησε μισό βήμα προς τα μπρος. Εκείνη την ώρα ο φαρμακοποιός έκλεισε την εφημερίδα του και χασμουρήθηκε σαν γάτος. Το λευκό νέον στο ταβάνι του Φαρμακείου τρεμόπαιξε για μια στιγμή και μετά επανήλθε. Μέσα από τη τζαμαρία όλα έδειχναν λιγάκι θαμπά. Η μετέωρη στιγμή διαλύθηκε σαν κρύσταλλο που πέφτει πάνω του ένας ταύρος και το θρυμματίζει. Το βήμα δεν ολοκληρώθηκε ποτέ.
Επανέφερε τα πόδια του στην προηγούμενη θέση τους και ξαναπήρε τη γνωστή στάση. Ένιωθε πως ζούσε μια στιγμή-μεταίχμιο. Μια σημαντική στιγμή της νύχτας όπου όλα εξελίσσονταν σε αργή κίνηση, κάπως σαν μουδιασμένα. Ήταν η στιγμή που έπρεπε να πάρει επιτέλους μιαν απόφαση, να αφήσει να συμβεί ή να μην συμβεί κάτι.
Απέστρεψε το βλέμμα και κοίταξε τον ουρανό. Είδε έναν κόκκινο σταυρό να αναβοσβήνει ρυθμικά. Στο ίδιο μέγεθος με τον σταυρό του Φαρμακείου. Την ήξερε από παλιά αυτή την αντανακλαστική λειτουργία των ματιών. Όταν κοιτάζεις για πολλή ώρα ένα πράσινο αντικείμενο, αν αποστρέψεις το βλέμμα το βλέπεις να εμφανίζεται μπροστά σου σαν κόκκινη σκιά. Και τούμπαλιν.
«Απόψε θα ονειρευτώ έναν φλεγόμενο ουρανό, ή δυο πουλιά με ανθρώπινα πρόσωπα», χαμογέλασε μόνος του και άφησε την κόκκινη αντανάκλαση να σβήσει σιγά σιγά από τα μάτια του μέχρι που χάθηκε εντελώς.
Η ανάγκη να πάρει ή να μην πάρει μιαν απόφαση διαλύθηκε μέσα του ως δια μαγείας. Όλα πλέον ήταν απλά.
Θυμήθηκε πως την προηγούμενη νύχτα είχε ονειρευτεί σαν γλυπτό το σώμα μιας κότας φτιαγμένο από νεκρά φίδια, κάτι που ήταν, λέει, η ενσάρκωση του Απόλυτου Κακού.
Το όνειρο του έφερε μια πικρή γεύση στο στόμα.
Ένας οξύς όνος στη μέση τον σούβλισε ξαφνικά κάνοντάς τον να αλλάξει στάση. Άνοιξε τη παλάμη και έσφιξε το σημείο όπου υπολόγισε πως βρίσκονται τα νεφρά. Ο φαρμακοποιός σηκώθηκε από τη θέση του και πλησίασε στη βιτρίνα. Ήταν φαλακρός και φορούσε στρογγυλά γυαλιά. Από την τσέπη της λευκής του ρόμπας προεξείχε ένας μαύρος λεπτός φακός. Ήταν η ενσάρκωση του παραδοσιακού φαρμακοτρίφτη, ποντικομούρης, κοντός και με ξινισμένη φάτσα. Κόλλησε τη μύτη στο τζάμι, κοίταξε προς το μέρος του, μετά έστρεψε το βλέμμα στο βάθος του δρόμου, έλεγξε την κλειδωμένη πόρτα και επέστρεψε στο πόστο του ξαναπιάνοντας την διαβασμένη εφημερίδα.
Πήρε βαθιά αναπνοή και έτριψε το πλευρό του. Ο πόνος έμοιαζε να εξασθενεί. Η βροχή συνέχιζε να τον τρυπά σαν ορδή από λυσσασμένες καρφίτσες. Τα αυτοκίνητα έριχναν πάνω του φώτα και λασπόνερα. Ο πράσινος σταυρός αναβόσβηνε νευρωτικά. Η ώρα περνούσε. Το πιο ενοχλητικό ήταν τα μαλλιά του, που κολλούσαν στο μέτωπό του και έσταζαν ρυάκια στο πρόσωπό του. Σκούπισε με τη ράχη της παλάμης τη μύτη του, αναμειγνύοντας μύξες και βροχόνερα. Έπειτα ξερόβηξε σιγανά και αφοσιώθηκε στα διαφημιστικά πόστερ της βιτρίνας. Korres, Betadine, Vichy, μια ανακοίνωση αιμοδοσίας του Ερυθρού Σταυρού, μια κρέμα αδυνατίσματος πάνω σε κάτι καλλίγραμμα πόδια.
Όλη αυτή την ώρα δεν σκεφτόταν τίποτα. Απλώς ζούσε τη ζωή του όρθιος, ένα μέτρο από το πεζοδρόμιο, σε μια επαρχιακή οδό, μπροστά από ένα διανυκτερεύον Φαρμακείο με αντιπαθητικό υπάλληλο. Όλα ήταν απλά. Αυτό όμως κανείς δεν μπορούσε να το καταλάβει.
«Το να μπήγεις μούζικες μέσα στις εικόνες που θα γεμίσει με λέξεις κάποιος άλλος είναι κακό γιατί η εικόνα είναι πια δική του και πρέπει να μείνει άδεια. Αλλά ο κακός εγώ είναι πιο δυνατός από μένα και διέταξε: “βάλε αυτό που άκουγες όσο κοιτούσες αυτόν εκεί κάτω“», σκέφτηκε ο κάτοικος του τρίτου ορόφου της απέναντι πολυκατοικίας, και σε λίγο στο σαλόνι του σπιτιού του αντήχησε η μελωδία του Keeping It.
Τόσην ώρα στεκόταν πίσω από το τζάμι και παρατηρούσε τον μυστήριο άγνωστο που μούσκευε στην άκρη της ασφάλτου, μπροστά στο Φαρμακείο. Μελετούσε τη στάση του σώματός του, την αναποφασιστικότητα των νοερών κινήσεων, τα μουσκεμένα χαρακτηριστικά του. Τις πτυχές της καμπαρντίνας του πάνω στην κυρτή πλάτη.
Πήρε την κάμερα, τράβηξε μια φωτογραφία την παράλληλη πραγματικότητα και την κοίταξε. Ο άνθρωπος-μεταίχμιο διακρινόταν σαν εμβόλιμη κουκκίδα μέσα στο δρόμο. Θαμπή.
Η ζέστη του δωματίου τον έκανε να νιώθει θαλπωρή αλλά και μια απροδιόριστη αγωνία. Γύρισε την πλάτη και εξαφανίστηκε μέσα στο σπίτι.
Είχε βαρεθεί τόσην ώρα να κοιτάζει τον μετέωρο ασθενή της ασφάλτου. Επίσης φοβόταν πως, αργά ή γρήγορα, κάποιος απρόσεκτος οδηγός κινδύνευε να τον κάνει λιώμα μέσα στο υγρό σκοτάδι, και κάτι τέτοια όχι μόνο τον τρόμαζαν, αλλά του υπενθύμιζαν με τον πιο άγριο τρόπο πως για μερικά πράγματα απλώς δεν υπάρχει καμία μα απολύτως καμία θεραπεία.
Ποτέ μας
(Κείμενο που δημοσιεύτηκε στην Bibliotheque στις 21 Ιανουαρίου 2015)
Εκείνο το απόγευμα αποφασίσαμε να μην κάνουμε τίποτε άλλο. Η Καορί μου είπε ότι ήξερε ένα συμπαθητικό μπιστρό, όχι πολύ μακριά από το ξενοδοχείο μας, με καθαρά ποτά και νόστιμο φαγητό. Τόσες μέρες τρώγαμε στο πόδι, είτε στα όρθια, σε καντίνες για τουρίστες, είτε σε ασιατικά φαστ φουντ που έμπλεκαν την γιαπωνέζικη κουζίνα με την κορεάτικη και την ινδική. Δέχτηκα και σε λίγο ανηφορίζαμε προς τα σκαλάκια της Μονμάρτρης. Έκανε κρύο και σουρούπωνε πολύ γλυκά, σχεδόν με τρυφερότητα. Οι ελάχιστοι περαστικοί που συναντούσαμε ήταν χωμένοι στα παλτά τους ως το λαιμό, όπως κι εμείς. Κανένας δεν κοιτούσε στα μάτια κανέναν. Η Καορί προπορευόταν μερικά βήματα, κι εγώ ακολουθούσα λαχανιασμένος. Ήξερα πως της άρεσε να με καθοδηγεί, κι έτσι την άφηνα να παριστάνει τον τουριστικό οδηγό πατώντας πάνω στα βήματα που πριν από μένα είχε πατήσει εκείνη. Φτάσαμε σχετικά σύντομα. Το μπιστρό ήταν συμπαθητικό και εξαιρετικά ζεστό. Από το ταβάνι κρέμονταν παλιακοί πολυέλαιοι με οβάλ λαμπιόνια και χάλκινα άνθη και πουλιά. Στους τοίχους υπήρχαν καθρέφτες και μικρές γκραβούρες από γειτονιές του Παρισιού. Τα τραπέζια ήταν στρωμένα με κόκκινα καρό τραπεζομάντηλα κι είχαν κάτι μικρά μπρούτζινα κηροπήγια με αναμμένα κρεμ κεριά. Οι λιγοστοί πελάτες, που κινούνταν μεταξύ μέσης και τρίτης ηλικίας, παραήταν απασχολημένοι με αυτό που έκαναν ώστε να προσέχουν την πόρτα που ανοιγόκλεινε κάθε τόσο. Τίποτε στο χώρο δεν θύμιζε χλιδή ή πολυτέλεια. Όλα παρέπεμπαν σε κάτι απλό, οικείο, σχεδόν οικογενειακό. Ένιωσα αμέσως πού άνετα, σχεδόν ευφορικά. Απόρησα που η Γιαπωνέζα γνώριζε τόσο καλά τα γούστα μου και το Παρίσι. -Κάθισε και βγάλε το βιβλίο, μου είπε και μου έδειξε ένα τραπεζάκι για δύο κοντά στη τζαμαρία. Ήξερα πως ανυπομονούσε. Κάθισε πρώτη. Άναψε τσιγάρο, έπεσε πίσω και με κοίταξε. Πέταξα το παλτό στην πλάτη της καρέκλας μου και βολεύτηκα ανάμεσα σε δυο παχουλά μαξιλάρια. Η Καορί έκανε νόημα στο σερβιτόρο, ο οποίος έσπευσε στο τραπέζι μας. Χωρίς καν να με συμβουλευτεί, παρήγγειλε μια Veuve Cliquot Ponsardin και με κοίταξε ευχαριστημένη. Ήξερα πως θα τρώγαμε μετά. Όσο πίναμε, η Καορί κι εγώ δεν βάζαμε μπουκιά στο στόμα μας ποτέ. Ποτέ μας. -Κερνάς απόψε, να υποθέσω; ρώτησα χαμογελώντας κάπως περιπαικτικά. -Κερνάω. Αν θες να μάθεις, πήρα προκαταβολή από τη δουλειά και θέλω να το γιορτάσουμε. -Στην υγειά μας, λοιπόν. -Το βιβλίο, έκανε και έδειξε με το σαγόνι την τσάντα μου. Τράβηξα το φερμουάρ και έβγαλα το βιβλίο στο τραπέζι. Η Καορί ρούφηξε μια γουλιά και ακούμπησε το ποτήρι μπροστά της. Οι μπουρμπουλήθρες της σαμπάνιας τρεμόπαιξαν όπως τα μάτια της πάνω απ’ το κερί. Παρατήρησα πως τα μάγουλά της ήταν αναψοκοκκινισμένα. Έτριψε τα χέρια της και σταύρωσε τα δάχτυλα κάτω από το σαγόνι. -Δεν υπάρχει τίποτα πιο γοητευτικό από το να είναι χειμώνας, να πίνεις εκλεκτή σαμπάνια σε ένα συμπαθητικό μπιστρό στο Παρίσι, να περιμένεις να δοκιμάσεις μια θεσπέσια κρεμμυδόσουπα με κρουτόν και να σου διαβάζει Αρανίτση κάποιος που σου είπε πως κοντά σου γίνεται καλύτερος άνθρωπος και σου ορκίστηκε πως δεν θα χωρίσετε ποτέ. -Τελικά δεν είναι και τόσο άσχημα να είσαι Γιαπωνέζα στο Παρίσι, αρκεί να έχεις έναν Έλληνα εραστή που να ταιριάζει με τα γούστα σου και να συμμερίζεται τα υποννοούμενά σου, έτσι;, είπα και άνοιξα το Βιβλίο της Παιδικής Ηλικίας σε μια τυχαία σελίδα. -Καθόλου άσχημα, παρατήρησε. Εξάλλου σε έχω ερωτευτεί, δεν θέλω να σε χάσω. Ξέρω πως κανέναν δεν θα ξανασυναντήσω σαν εσένα, όπως ούτε σαν εμένα εσύ. Θα ήθελα να με αγαπούσες λίγο, βέβαια. Θα ήταν πιο δίκαιη η κατανομή των αισθημάτων μεταξύ μας. Επιπλέον, μου είσαι πολύτιμος, με κάνεις και νιώθω πως η καλοπέραση μπορεί και να είναι κάτι εφικτό. Απενοχοποιημένο ακόμα και για μας τις απλές εργαζόμενες μετανάστριες. Διάβασέ μου λίγο. Άρχισα να διαβάζω μερικές σελίδες. Το χέρι της άγγιζε το δικό μου πάνω στο τραπέζι. Πού και πού της έριχνα κοφτές ματιές πάνω απ’ το βιβλίο. Ούτε εγώ ήθελα να την χάσω, έπρεπε όμως να βρω έναν τρόπο να την πείσω γι’ αυτό. Ούτε πως την αγαπούσα πίστευε κατά βάθος. Όλα έμοιαζαν επικίνδυνα κοντά της. Μόνο εγώ ένιωθα καθαρός. Ήξερα πράγματι πως δεν θα ξανασυναντούσα ποτέ μια γυναίκα σαν αυτήν. Σταμάτησα να διαβάζω και έβαλα το πόδι μου ανάμεσα στα δικά της, κάτω από το τραπέζι. Με κοίταξε ψύχραιμα και άνοιξε τα μπούτια της. Την χάιδεψα με τις άκρες των δαχτύλων. -Αντρέα; έκανε ξαφνικά. -Έλα μωρό μου, της απάντησα όπως πάντα. -Πότε θα χωρίσουμε εμείς οι δυο; -Θα κάνουμε πως χωρίζουμε πολλές φορές, επανέλαβα τη γνωστή απάντηση, όμως εμείς οι δυο δεν θα χωρίσουμε ποτέ. Ποτέ μας.Εμένα εσύ είσαι ο Αρανίτσης μου 2.
‘Ησουν δεκατριών και ζούσαμε μαζί στον παράδεισο.
Έπαιζα μουσική με πλήκτρα τα δάχτυλά σου.
Συλλαβίζαμε στίχους μελλοντικούς και μετά σιωπούσαμε.
Το κρεβάτι στρωμένο, το πιάτο προς το μέρος σου.
Η πλάτη σου υπέροχη σε μια φωτογραφία.
Σου διάβαζα Αρανίτση και μου έβαζες Blur.
Δεν είχαμε αμφίβολες υποθέσεις.
Τα χάδια μας αγωγοί εξαερισμού μιας εκλεπτυσμένης οδύνης.
Υποκλινόμουν στις τρυφερές απαιτήσεις σου και προστάτευες ό, τι νόμιζες ευάλωτο στα αισθήματά μου.
Οι κοινές ομολογίες μας δεν διεκδικούσαν ζωτικό χώρο – ήμασταν εμείς, και αυτό αρκούσε.
Ήμουν η Μπλανς και ήσουν το χταπόδι μου.
Ποτέ δεν πάψαμε να είμαστε δυο δράκοι.
Εμένα εσύ είσαι ο Αρανίτσης μου 1.
Οι δράκαινες αγαπούν τα δρακάκια τους όσο τίποτα στη γη.
Τα μεγαλώνουν με δρακόντειες αγκαλιές, φιλιά, ζεστά γεύματα και υπαινιγμούς αποθέωσης και καταστροφής.
Τα αφουγκράζονται από την ώρα που γεννιούνται.
Όσο είναι μικρά, τα ταΐζουν στο στόμα λιωμένες λεξούλες και καρδούλες στα κάρβουνα. Μαζί με αγωνιώδη χάδια και ερωτήσεις που δεν θα απαντηθούν ποτέ.
Μόλις μεγαλώσουν τα μυούν στις απολαύσεις της ωμής σάρκας, έτσι όπως ορίζει η Φύση τους και ο πρωταρχικός ρόλος της Μητέρας.
Το βράδυ, πριν κοιμηθούν, τους λένε συναρπαστικά παραμύθια με κουτσές μπαλαρίνες (όλες οι μπαλαρίνες είναι κατά βάθος ελαττωματικές) και βρώμικες υπηρέτριες (όλες οι υπηρέτριες είναι κατά βάθος σιχαμένες).
Τα πείθουν πως είναι πρίγκιπες, άγγελοι, άρχοντες του σκότους.
Τους λένε την αλήθεια σε δόσεις, ντυμένη με ζαχαρωτά γλυκόλογα, και προσπαθούν να κάνουν τη μελλοντική μοναξιά τους λιγότερο πικρή, βρέχοντας την παιδική γλωσσίτσα τους με καραμέλες αποκλειστικής νοστιμιάς, αντιπυρετική λατρεία και σιρόπι για το βήχα με γεύση κερασιού.
Τα συγχαίρουν επιμελώς και γοερά για την δρακοσύνη τους και πριμοδοτούν πάσης φύσεως εκδηλώσεις της ανήμερης ράτσας τους με πάθος και σοφία.
Οι δράκαινες κοιτούν στα μάτια τα δρακάκια τους έτσι όπως δεν μπορούν να κοιτάξουν κανένα άλλο πλάσμα στον κόσμο.
Οι δράκαινες δεν έχουν μυαλό. Παλλόμενες καρδιές έχουν μόνο.
Το βιβλίο της παιδικής ηλικίας
[…]
Εκείνο το απόγευμα αποφασίσαμε να μην κάνουμε τίποτε άλλο. Η Καορί μου είπε ότι ήξερε ένα συμπαθητικό μπιστρό, όχι πολύ μακριά από το ξενοδοχείο μας, με καθαρά ποτά και νόστιμο φαγητό. Τόσες μέρες τρώγαμε στο πόδι, είτε στα όρθια, σε καντίνες για τουρίστες, είτε σε ασιατικά φαστ φουντ που έμπλεκαν την γιαπωνέζικη κουζίνα με την κορεάτικη και την ινδική. Δέχτηκα χωρίς δεύτερη κουβέντα και σε λίγο ανηφορίζαμε προς τα σκαλάκια της Μονμάρτρης. Έκανε κρύο και σουρούπωνε πολύ γλυκά, σχεδόν με τρυφερότητα. Οι ελάχιστοι περαστικοί που συναντούσαμε ήταν χωμένοι στα παλτά τους ως το λαιμό, όπως κι εμείς. Κανένας δεν κοιτούσε στα μάτια κανέναν. Η Καορί προπορευόταν μερικά βήματα, κι εγώ ακολουθούσα λαχανιασμένη. Ήξερα πως της άρεσε να με καθοδηγεί, κι έτσι την άφηνα να παριστάνει τον τουριστικό οδηγό πατώντας πάνω στα βήματα που πριν από μένα είχε πατήσει εκείνη.
Φτάσαμε σχετικά σύντομα. Το μπιστρό ήταν συμπαθητικό και εξαιρετικά ζεστό. Από το ταβάνι κρέμονταν παλιακοί πολυέλαιοι με οβάλ λαμπιόνια και χάλκινα άνθη και πουλιά. Στους τοίχους υπήρχαν καθρέφτες και μικρές γκραβούρες του Παρισιού. Τα τραπέζια ήταν στρωμένα με κόκκινα καρό τραπεζομάντηλα και στολισμένα με μικρά μπρούτζινα κηροπήγια όπου έκαιγαν κρεμ κεριά. Οι λιγοστοί πελάτες, που κινούνταν μεταξύ μέσης και τρίτης ηλικίας, παραήταν απασχολημένοι με αυτό που έκαναν ώστε να προσέχουν την πόρτα που ανοιγόκλεινε κάθε τόσο. Τίποτε στο χώρο δεν θύμιζε χλιδή ή πολυτέλεια. Όλα παρέπεμπαν σε κάτι απλό, οικείο, σχεδόν οικογενειακό. Ένιωσα αμέσως πού άνετα, σχεδόν ευφορικά. Απόρησα που η Γιαπωνέζα γνώριζε τόσο καλά τα γούστα μου και το Παρίσι.
-Κάθισε και βγάλε το βιβλίο, μου είπε και μου έδειξε ένα τραπεζάκι για δύο κοντά στη τζαμαρία.
Ήξερα πως ανυπομονούσε. Κάθισε πρώτη. Άναψε τσιγάρο, έπεσε πίσω και με κοίταξε. Πέταξα το παλτό στην πλάτη της καρέκλας μου και βολεύτηκα ανάμεσα σε δυο παχουλά μαξιλάρια. Η Καορί έκανε νόημα στο σερβιτόρο, ο οποίος έσπευσε στο τραπέζι μας. Χωρίς καν να με συμβουλευτεί, παρήγγειλε μια Veuve Cliquot Ponsardin και με κοίταξε ευχαριστημένη. Ήξερα πως θα τρώγαμε μετά. Όσο πίναμε, η Καορί κι εγώ δεν βάζαμε μπουκιά στο στόμα μας. Ποτέ.
-Κερνάς απόψε, να υποθέσω; ρώτησα χαμογελώντας κάπως περιπαικτικά.
-Κερνάω. Αν θες να μάθεις, πήρα προκαταβολή από την εφημερίδα και θέλω να το γιορτάσουμε.
-Στην υγειά μας, λοιπόν, είπα και ύψωσα το ποτήρι που είχε μόλις σερβιριστεί μπροστά μου με τον πιο διακριτικό τρόπο.
-Το βιβλίο, έκανε και έδειξε με το σαγόνι την τσάντα μου.
Τράβηξα το φερμουάρ και έβγαλα το βιβλίο στο τραπέζι. Η Καορί ρούφηξε μια γενναία γουλιά και ακούμπησε το ποτήρι μπροστά της. Οι μπουρμπουλήθρες της σαμπάνιας τρεμόπαιξαν όπως τα μάτια της πάνω απ’ το κερί. Παρατήρησα πως τα μάγουλά της ήταν αναψοκοκκινισμένα. Έτριψε τα χέρια της και σταύρωσε τα δάχτυλα κάτω από το σαγόνι.
-Δεν υπάρχει τίποτα πιο γοητευτικό από το να είναι χειμώνας, να πίνεις εκλεκτή σαμπάνια σε ένα συμπαθητικό μπιστρό στο Παρίσι, να περιμένεις να δοκιμάσεις μια θεσπέσια βελουτέ σούπα με κρουτόν και να σου διαβάζει Αρανίτση από το πρωτότυπο η προσωπική σου μεταφράστρια, έκανε και μου χαμογέλασε με μια παιδιάστικη ευτυχία που απλώθηκε γύρω της σαν φωτοστέφανο.
-Τελικά δεν είναι και τόσο άσχημα να είσαι Γιαπωνέζα στο Παρίσι, αρκεί να έχεις μια φίλη Ελληνίδα που να ταιριάζει με τα γούστα σου και να σε διευκολύνει, έτσι;, είπα και άνοιξα το Βιβλίο της Παιδικής Ηλικίας σε μια τυχαία σελίδα.
-Καθόλου άσχημα, παρατήρησε. Με κάνεις και νιώθω πως η καλοπέραση μπορεί και να είναι κάτι εφικτό. Απενοχοποιημένο ακόμα και για μας τις απλές εργαζόμενες μετανάστριες.
[…]