Αρχεία Ιστολογίου
Winter in Japan
Εκείνο το χειμώνα που θα ζήσουμε στην Ιαπωνία, όλοι οι δρόμοι θα είναι αποκλεισμένοι από τα χιόνια. Θα είναι δύσκολος και μακρύς – έτσι θα λένε οι εκφωνητές στο ραδιόφωνο και θα τρίβουν πίσω απ’ το μικρόφωνο τα χέρια τους, και θα φυσάνε χνώτο στις παλάμες τους πίνοντας σακέ για να ζεσταθούν μέσα στο ραδιοφωνικό σταθμό όπου θα είναι εγκλωβισμένοι. Η πόλη θα είναι ακινητοποιημένη και σιωπηλή. Τίποτε δεν θα κινείται, πέρα από το φως των φαναριών που θα κουνιούνται μπρος πίσω από τον αέρα. Παντού ησυχία και σεβάσμια παγωνιά. Μια παγωνιά αιώνων.
Με κάποιο τρόπο οι προμήθειες που θα υπάρχουν στο κελάρι μας θα επαρκούν για να μας ταΐσουν αρκετές εβδομάδες – μπορεί και μήνες. Μπισκότα καλαμποκιού, κονσέρβες τυριού, ξηροί καρποί, ζάχαρη, παστό χοιρομέρι και ψάρια στο βαρέλι. Τα βράδια θα ανάβουμε το τζάκι, θα καπνίζουμε τα στριφτά τσιγάρα σου και θα πίνουμε ζεστό κρασί. Τότε θα νιώθουμε πως ο κόσμος δεν υπάρχει. Για πρώτη φορά στη ζωή μας θα μπορούμε να είμαστε ρεαλιστές. Πράγματι, ο κόσμος δεν θα υπάρχει, αφού στην πόλη δεν θα συμβαίνει τίποτα, και την πόρτα μας δεν θα την χτυπά ποτέ κανένας.
Θα ανακαλύψουμε πώς είναι να ζει κανείς μια ξέγνοιαστη ζωή. Ενήλικοι κι ελεύθεροι, αν υποθέσουμε πως αυτό μπορεί στις μέρες μας να υπάρξει. Εγκλωβισμένοι στο αδιέξοδο του χειμώνα, θα καταλάβουμε πόσο ευχάριστες είναι κάποιες μορφές σκλαβιάς και θα απολαμβάνουμε την ομορφιά τους.
Θα πλένω στο χέρι τα μάλλινα πουλόβερ σου και θα μου μαγειρεύεις μπιφτέκια με μανιτάρια και καυτερά μπαχαρικά σε ένα παμπάλαιο τηγάνι. Θα σε ρωτάω ποια είναι η γνώμη σου για την ειλικρίνεια και την απάτη, και θα μου λες πως στο παρελθόν μας κρύβεται ένα τεράστιο απόθεμα υποθηκευμένης αγάπης που δεν γίνεται με τίποτα να εξαπατηθεί. Κάθε μέρα θα χάνουμε και λίγο από τον πολιτισμό που θα έχουμε κουβαλήσει μαζί μας μπαίνοντας σε αυτό τον χειμώνα, και τότε θα αρχίσουμε να αισθανόμαστε πώς είναι στ’ αλήθεια να ζεις, ν’ αγαπάς και να σ’ αγαπούν άνευ όρων. Εξάλλου, και οι δυο θα έχουμε καταλάβει πια πως ο μόνος τρόπος για να κατακτηθεί και να μεγαλώσει ελεύθερα μια αγάπη σαν αυτήν που μου έχεις φυτέψει στην καρδιά, είναι μέσα στην απομόνωση ενός παγερού, δύσβατου ιαπωνικού χειμώνα, όπου ο κόσμος γύρω μας θα έχει πάψει να υπάρχει εντελώς, και ο καθένας μας θα είναι υπεύθυνος μόνο για τον εαυτό του. Ίσως λιγάκι και για τον άλλον. Και ως εκεί.
Aiko
Στο ιερό Yakasa, στο Τόκυο, τα φύλλα των δέντρων είναι κόκκινα. Το κόκκινο ήταν ανέκαθεν το αγαπημένο μου χρώμα. Όταν ήμουν μικρή μου άρεσε να κυλιέμαι στο παχύ φύλλωμα μπροστά από το παρεκκλήσι του ναού και να προσποιούμαι πως είμαι μια μπάλα πλυσίματος, σαν αυτές που χρησιμοποιούν για να διαχέεται παντού η μπογιά και να βάφονται ομοιόμορφα τα ρούχα στο πλυντήριο. Δεν θυμάμαι πώς ήξερα γι’ αυτές, – μπορεί να είχα δει κάποια διαφήμιση σε ένα περιοδικό της μητέρας μου, που ονειρευόταν κάποια μέρα από γκέισα να γίνει Ευρωπαία.
Με τάιζε φασόλια, ρυζομακάρονα και ψάρι στον ατμό. Οι πιο νόστιμες γεύσεις της ζωής μου έμπαιναν στο στόμα μου μέσα από παραμύθια όπου οι άνθρωποι έτρωγαν μπαλάκια από κρέας, πόδια από κοτόπουλο και παγωτά από αληθινό γάλα. Το σπίτι μας είχε ψάθινη οροφή και πορώδεις τοίχους. Στο πεζούλι πριν την έξοδο ποτίζαμε τρία βαθυπράσινα μπονζάι.
Τα κιμονό μου ήταν πολύχρωμα και φτηνά – ποτέ από αληθινό μετάξι. Τα μάτια μου ορθάνοιχτα και λιγάκι λυπημένα. Το έτος του Φλοιού αποφάσισε να με παντρέψει με τον πρώτο πελάτη που το όνομά του θα άρχιζε από Τ. Είχε αρκετούς, τις νύχτες τους άκουγα από δίπλα να τραγουδούν και να μουγκανίζουν σιγανά, σαν μεθυσμένα ελάφια.
Με λένε Aiko. Ξέρω να παίζω Hichiriki και να τραγουδώ σωστά.
Με πάντρεψε με κείνον που αγαπούσε. Ήταν πολεμιστής.
«Το κιμονό της πτώσης», σκεφτόμουν την πρώτη νύχτα του γάμου μου. Έντυσα την πτώση με ένα κόκκινο φύλλωμα όπως εκείνο που έβλεπα στο παρεκκλήσι του ναού Yakasa, κι έτσι την έκανα να μην πονά πολύ. Έπειτα, έγινα μια μπάλα πλυσίματος που διαχέει παντού τη μπογιά και κάνει να βάφονται ομοιόμορφα τα ρούχα.
—
Yoko
Yoko με βάφτισαν τυχαία. Δεν ήξεραν τι όνομα να μου δώσουν εφόσον γεννήθηκα την ώρα 00:00 και, όπως συμβαίνει πάντα, με βάφτισαν με το όνομα της εκπαιδευόμενης νοσοκόμας που εμφανίστηκε μπροστά στη μητέρα μου όταν με παρέδωσε σαν συστημένο δέμα. Θα ήθελα να με είχαν βαφτίσει «μαργαριτάρι» ή «πριγκίπισσα κύλισης», χαίρομαι όμως που αισθάνθηκαν ελεύθεροι να εφαρμόσουν το έθιμο και να τονώσουν το ηθικό της μαθητευόμενης που, απ’ ό, τι έμαθα, πνίγηκε μέσα στη μπανιέρα της λίγους μήνες αργότερα, όταν ένα από τα χρυσόψαρα που κολυμπούσαν γύρω της μπήκε στο στόμα της και κύλισε αμάσητο στον οισοφάγο.
Η μνήμη μου είναι φορτωμένη με εικόνες σιωπηλής νύχτας. Γυναίκες και κορίτσια που κρέμονται από μια σκάλα ή κυλιούνται στο πάτωμα με τα χέρια δεμένα πισθάγκωνα. Άλλες φιμωμένες με δερμάτινα μαντήλια και γύρω από το λαιμό τους δαντελένιοι γιακάδες, πολύ ρομαντικοί, και ίχνη από βάναυσα φιλιά ή χαστούκια. Μερικές φορές γίνομαι ένα τρομαγμένο ευρωπαϊκό περιστέρι που αργοπεθαίνει από ενοχές και άλλοτε μια αλάνα που μέσα της κλωτσάνε μια μπάλα από κουρέλια κάτι αγόρια με πληγωμένα γόνατα και εγωισμό. Τις νύχτες με βροχή, όταν το καλοκαίρι στο Τόκυο βρυχάται, τυλίγομαι στο άθικτο, λευκό σεντόνι μιας ξεχασμένης παρθενιάς και γύρω μου δένω ιστούς από ανθεκτικά φυτά και ύπερους από άνθη. Τις ορχιδέες δεν τις συμπάθησα ποτέ. Στα γενέθλιά μου ο πατέρας μου μού χάριζε μόνο γιασεμιά – και μόνο αυτά θυμάμαι.
Τη μέρα που γεννήθηκα, στο διπλανό καλάθι είχαν ένα ασουλούπωτο μωρό. Άσχημο, κατάχλωμο, πρόχειρο σαν αντίγραφο ενός πίνακα που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ του. Ή σαν εφιάλτης. Ήταν σαν να φώναζε «παρακαλώ χρησιμοποιείστε με το συντομότερο δυνατόν», επειδή ήξερε πως σε λίγο επρόκειτο να πεθάνει. Μη με ρωτάτε πώς το θυμάμαι αυτό. Πολλά πράγματα συμβαίνουν ανεξήγητα στη ζωή μου. Η μνήμη μου είναι μια χειριστή συλλογή γεγονότων της ζωής και η καθημερινότητά μου μια περίληψη που καταγράφεται αυτομάτως στο εξώφυλλο του άλμπουμ. Ιχνηλατώντας τα γεγονότα της αναδρομής βλέπω το κακομούτσουνο μωρό να μου χαμογελάει. «Yoko, Yoko», μου φωνάζει με βιασύνη σκαθαριού που έπιασε φωτιά, και συνεχίζει να τραγουδά το όνομά μου με μια φωνή σαν βολή, που για λίγο με τρομάζει. Μετά, μου ζητά συγγνώμη για την αναστάτωση και με αποχαιρετά με μια χορευτική κίνηση έκτακτης ομορφιάς, που στην ουσία ξέρω καλά πως δεν έχει να κάνει τίποτε με το βαθύτερο ποιόν του.
—
Tsukasa
Τις νύχτες διαβάζω ιστορίες για δυτικά καλαμποκοχώραφα και βιογραφίες Αμερικανών αλκοολικών συγγραφέων. Τα απογεύματα αποστηθίζω χαϊκού του Σίκι και του Μπασό πίνοντας νερό χρωματισμένο με λίγη ροζ τέμπερα – παρότι μετά μου γαργαλάει το στομάχι και μου στερεί κάθε όρεξη ή ευθυμία. Όπως όλα τα κορίτσια της γενιάς μου, μπορώ να γίνω νευρωτική ή αισθησιακή, φοράω ψεύτικους φακούς επαφής με γεύση βανίλια και φροντίζω να κάνω μια ευχή μπροστά από τη γέφυρα Hama Hiroyuki-San τις Τετάρτες.
Εκτός από την παραδοσιακή ιαπωνική μουσική, προτιμώ τη ζωντανή τοπική σαμισέν, τα κουδούνια και τα τύμπανα που μοιάζουν με θρόισμα φύλλων σε έναν έρημο δρόμο. Τότε, όποια συμπεριφορά είναι ελεύθερη την προσκαλώ να έρθει και να με νικήσει. Στην ήττα είμαι πάρα πολύ καλή. Είναι η μικρή, προσωπική μου νίκη.
Φοβάμαι το δίσεκτο έτος των Ιχθύων, τα εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος δίπλα στο ποτάμι με τα χέλια, και τις συναντήσεις με συγγενείς από την πλευρά της μητέρας μου την εποχή των βροχών. Το Τόκυο είναι για μένα μια τραγανή πόλη που τα καλοκαίρια κινδυνεύει να ξεραθεί από την ανυδρία. Γι’ αυτό και φροντίζω να ποτίζω τα πεζοδρόμια και τις κενές θέσεις πάρκινγκ με το ευωδιαστό σάλιο μου, όταν έχω τελειώσει πια μια ολόκληρη γρανίτα κεράσι και με το ζεστό μου κάτουρο, όταν γυρνώ μισομεθυσμένη σπίτι μου τα βράδια.
Αγαπώ τα yukata, κάτι όμορφα λουλούδια που ανθίζουν νωρίς το απόγευμα, και την άλλη μέρα ξεψυχάνε. Δεν ξεχνώ ποτέ να λιβανίζω με θυμίαμα τις Κυριακές στις 10:35 – ώρα ιερή – και να ράβω στα ρούχα μου από ένα καινούριο θηλυκό κουμπί μία βδομάδα πριν από τα γενέθλιά μου. Κάποτε θα παντρευτώ έναν κατασκευαστή ποταμών αρκετά μεγαλύτερο από μένα, που όμως θα με ανακουφίσει τρομερά, εφόσον θα είναι αυτός που, για πρώτη φορά, είτε θα απομακρύνει τα εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος από τις γύρω περιοχές είτε θα σώσει τα χέλια από τις ηλεκτρικές εκκενώσεις που προκαλούν οι ατέλειες των απρόσεκτων ανθρώπων.
Έχω πάντοτε όρεξη για ερωτικούς αναστεναγμούς, νωπά κεράσια και στίχους από το χαϊκού του βατράχου.
Με λένε Tsukasa. Μου αρέσουν τα γαλάζια κιμονό και η ιδέα πως μπορώ να στολίζω την κάθε μέρα σας με την πρακτική χαλάρωσης που τη λένε «διαταγή φίλτρου σε Shii-» στο σαλόνι.
Ξέρω να φτιάχνω μάσκες αργίλου που αναζωογονούν την επιδερμίδα, ξέρω να χορεύω το χορό του φωτός.
Δεν παύω στιγμή να σκέφτομαι τα καρβουνιασμένα χέλια στο ποτάμι.
—
Tosa Geiko
Θέλω να πάω 1,5 βήμα μπροστά, αλλά όλο χάνω το τέμπο μου, κάτι στις ώρες με αποσταθεροποιεί συνεχώς, με αποσυντονίζει. Με λένε Tosa Geiko. Από παλιά ήμουν αυτή που δεν αθετούσε ποτέ τις υποσχέσεις της κι έκανε συνεχώς το λάθος να πιστεύει πως το ίδιο συμβαίνει και με τους άλλους (πράγμα που με πληγώνει βαθιά, όπως το μαύρισμα χωρίς αστεία).
Θέλω να πάω 1,5 βήμα μπροστά αλλά όλο κάτι γίνεται και μου χαλάει το πλάνο. Μετά, το κεφάλι μου γεμίζει με γέλια, κλάματα, γελοίες σκέψεις, σάλια. Αναρωτιέμαι πότε και από ποιον θα κληθούν να αποφανθούν οι άνθρωποι της λατρείας και άλλοι σοφοί αν η συμπεριφορά μου μοιάζει με κέικ ρυζιού ή με μια κόκκινη ομπρέλα στο Τόκυο ένα απόγευμα που βρέχει. Θέλω να μάθω αν είμαι αναλώσιμη, ανακυκλώσιμη, ή απλή ρεζέρβα σε όχημα πλανόδιου εστιατορίου. Θα είναι μια τελεσίδικη απόφαση, δίπλα σε μια εικονική πραγματικότητα που όλο πέφτει.
Η φωνή της θερμότητας, η επικάλυψη ενός λωτού με τανίνη, ένα παιδί που το βάφτισαν «γδούπο»: αυτά θα έπρεπε να σκέφτομαι και να ονειροπολώ. Μα αντί να αρέσκομαι απλώς στην ευχαρίστηση, όπως οι δυτικές τουλάχιστον γυναίκες, οι ποθητές, που ερεθίζουν και κατακτούν χειροπιαστά εκείνον που τους αρέσει, κι έπειτα τις αναπολεί δια παντός κοιτάζοντας παλιές φωτογραφίες, εγώ κάθομαι και μαγειρεύω αινίγματα (με σόγια, αλεύρι ρυζιού και έναν βαθύ οργασμικό βρυχηθμό από ένα πρώην έφηβο λιοντάρι), που την εποχή των βροχών – η εποχή μας, αλίμονο! – κανένας δεν δύναται να λύσει.
Παρακαλώ, παρακαλώ, απολαύστε ελεύθερα, όμως μην ξανα υποσχεθείτε.
—
Tokyo anyway/Aretsou
[…]
Εκείνη η εποχή ήταν παράξενη. Μετρούσα τις μέρες λες και είχα χάσει το μέτρημα. Τις βάφτιζα με χρώματα, όχι με ονόματα. Ημέρα μωβ, ημέρα λουλακί, ημέρα χαλκοπράσινη. Έβγαινα στο δρόμο και έπιανα φιλίες με τα αδέσποτα και τους περιπτεράδες. Χάιδευα τα κεφάλια των σκυλιών και ανατρίχιαζα στην ιδέα πως το βράδυ είχα φάει την ξαδέρφη τους σουβλάκι απ’ την καντίνα στο λιμάνι. Μιλούσα μετά με τους ξενύχτηδες στα κουβούκλια, με κερνούσαν τσιγάρο και σακέ, καθόμουν κι εγώ και άκουγα τις θλιβερές τους ιστορίες. Κοίταζα τα μάτια τους, τις μικρές σχισμές της όρασής τους απ΄ όπου δεν ανέτειλλε ο ήλιος αλλά μόνο κουρασμένες εικόνες σπασμένες στα δυο. Απομνημόνευα τις θολές τους φωνές και έφτιαχνα παιδικά τραγούδια. Πριν προλάβουν να στηθούν, τα είχα κιόλας ξεχάσει.
Μετά ξανάπαιρνα το δρόμο και χάζευα τις ταμπέλες που δείχνουν την κατεύθυνση. Σκεφτόμουν πόσα μάτια τις είχαν συμβουλευτεί, πόσα χέρια στο τιμόνι είχαν καθοδηγήσει. Μέρη που δεν θα επισκεφτώ ποτέ. Βλέμματα που δεν θα εντοπίσω. Δεν ένιωθα κανένα συναίσθημα, όλα ήταν αδιάφορα, γλυκά και οικεία. Περαστικά, σαν παραίσθηση. Ακόμα και όσα έβλεπα για πρώτη μου φορά, τα ένιωθα λίγο δικά μου. Με κείνο τον τρόπο τον ευχάριστο, τον αφηρημένο, που θεωρεί κάποιος δικά του όσα δεν τον παραξενεύουν, όσα αν δεν υπήρχαν καν μπορεί και να μην τον ένοιαζε επειδή δεν θα το παρατηρούσε.
Τον σκεφτόμουν διαρκώς, ακόμα κι όταν νόμιζα πως δεν τον σκεφτόμουν. Έβρισκε τρόπο να ενσωματώνεται παντού. Στο γαμψό κάγκελο ενός σπιτιού, στο βρεγμένο πηλό μιας γλάστρας, στο κορνάρισμα ενός φορτηγού, στο ξεβαμμένο νύχι μιας κοπέλας στη στάση του μετρό, στο πέταγμα ενός πουλιού κάπου πολύ μακριά μου. Με λένε Aretsou και ήμουν βέβαιη πως θυμόταν το όνομά μου. Ήξερα όμως πως ακόμα κι αν συναντιόμασταν πρόσωπο με πρόσωπο δεν θα με αναγνώριζε πια. Αυτό ναι, το είχα φροντίσει. Δεν θα έβλεπε πάνω μου τίποτε από όσα είχα πασχίσει να του δείξω παλιότερα, όταν ο σκοπός της ζωής μου ήταν η δική του αποδοχή όπως η καραμέλα που δίνει ο αφέντης στο σκυλάκι. Τίποτε δεν θα διέκρινε. Ούτε τις υπερβολές, ούτε την προθυμία, ούτε την βαθιά ανάγκη μου για το σκοτεινό του χάος. Μια περιπλανώμενη εικόνα θα έβλεπε, που θα την προσπέρναγε το δίχως άλλο αδιάφορα, μπορεί και με λίγη ανεκτικότητα, και αυτό είν’ όλο. Έτσι όπως αντιλαμβανόμαστε κι έπειτα αδιαφορούμε ευγενικά για κάποιον που μας σκούντηξε κατά λάθος με τον αγκώνα του και ζήτησε συγγνώμη σε μια ξένη γλώσσα, την ώρα που διασχίζουμε την διάβαση μιας κεντρικής οδού στη μέση του Τόκυο, της Νίκαιας, της Καβάλας.
[…]
—
Ο άντρας και ο Μέρφυ
.
(Φωτογραφία Yayoi Kusama, Japan)
.
Ο σπάνιος και μυστήριος άντρας είχε ταλέντα. Πολλά ταλέντα, που τα έπαιζε στα δάχτυλα σαν τα ζάρια ή σαν τις χάντρες ενός κομπολογιού. Στο παρελθόν μπορεί και να είχε υπάρξει τζογαδόρος, να έβαζε στοιχήματα, να πόνταρε σε δυνατά άλογα, να σημάδευε την τράπουλα, να κέρδιζε συνεχώς. Μπορεί να σάδιζε γυναίκες, να προστάτευε παιδιά και γατιά, να περνούσε απέναντι γέρους. Να έγραφε ωραία ποιήματα, να σήκωνε κόκκινα πανό, να έσωζε με τον τρόπο τους τους ανθρώπους. Μπορεί βέβαια και τίποτε απ’ όλα αυτά: μπορεί να είχε απλώς υπερανεπτυγμένη φαντασία και τεράστια αποθέματα οργής και ζήλου, που τον έκαναν να προβάλλει όσα οι άλλοι ήθελαν να δουν πάνω στο προσωπικό, επεξεργασμένο είδωλό του.
Ο σπάνιος και μυστήριος άντρας ήταν άλλοτε σοβαρός και έγκυρος, και άλλοτε φευγάτος, εξαγριωμένος και επιθετικός. Ήξερε να γίνεται συναρπαστικός και μεγαλειώδης. Δεν μάσαγε τα λόγια του όταν ο κόμπος έφτανε στο χτένι της γοητείας ή της πλήξης του, και ένιωθε πως έπρεπε να αφήσει στο κατώφλι την προσωπικότητα που εκδήλωνε στους πολλούς και να φορέσει την άλλη, την παράξενη και εξόχως θελκτική, που προόριζε για λίγους. Κουβέντες προβαρισμένες πολλάκις, και άρα στατιστικά επιτυχείς, ιστορικό πλούσιο σαν το θησαυροφυλάκιο του Σκρουτζ Μακ Ντακ, εξαίσιο και σπάνιας αισθητικής ύφος, προφίλ περιπετειώδες και σχεδόν μυστικιστικό. Είχε μια ικανότητα επικοινωνίας που άγγιζε τα όρια της παράκρουσης όταν, τις μεταμεσονύκτιες κυρίως ώρες, αλλά όχι αποκλειστικά, υπερέβαινε σε ποικιλία εικόνων και σκέψεων ακόμα και σκηνοθέτες όπως ο Λαρς φον Τρίερ ή ο Πήτερ Γκρηναγουέη στα καλύτερά του.
Ο σπάνιος και μυστήριος άντρας ήξερε να πλάθει ταυτότητες, να σκηνοθετεί ζωές, θεατρικές παραστάσεις, ονειρώξεις και έμμονες ιδέες. Ήξερε να γίνεται ο ίδιος έμμονη ιδέα όταν ένα παιχνίδι τον ενδιέφερε πολύ. Είχε ταλέντο και στο σενάριο. Άφηνε να εννοείται πως οι συμπαίκτες του είναι συναρπαστικοί, σπάνιοι, άξιοι και σπουδαίοι. Οι καλύτεροι πρωταγωνιστές για ιστορίες μικρού και μεγάλου μήκους. Μαγείρευε τα μυστικά του υλικά και έκανε πιο νόστιμη τη ζωή τους. Ήξερε να κολακεύει την ενδόμυχη εκείνη ματαιοδοξία που έχουν οι άνθρωποι οι οποίοι, για κάποιον ευκρινή ή αδιευκρίνιστο λόγο, νιώθουν ιδιαίτεροι, εξαιρετικοί. Και παραγνωρισμένοι. Ή προσπαθούν να αισθανθούν έτσι, για λόγους προσωπικούς, που αφορούν μονάχα τους ίδιους. Τους έκανε λοιπόν να νιώθουν τιμημένοι με την προτίμηση, ή και την αδυναμία που έδειχνε να τρέφει στο πρόσωπό τους και σύντομα τους ανάγκαζε να τον χρειάζονται πολύ. Τους έδενε με νοερές αλυσίδες που τις γυάλιζε με ωραίο λεξιλόγιο, υφολογικές πατέντες και μια υπόνοια μυστηρίου και αβεβαιότητας για το μέλλον, που όπως είναι αναμενόμενο λειτουργούσε πάντα διεγερτικά στη συνείδηση των ανυποψίαστων διψασμένων.
Το σπουδαιότερο όπλο του σπάνιου και μυστήριου άντρα, πέρα από το υφολογικό του κοστούμι και το εξεζητημένο λεξιλόγιο της φαντασίας του όταν έστηνε τα σκηνικά της επικοινωνίας με εξόχως αγέρωχο και θελκτικό τρόπο, ήταν η επιθυμία του να μένουν όλα μυστικά. Κάνοντας την κίνηση της εκμυστήρευσης, όχι μόνο προκαλούσε την έξαψη της φαντασίας των άλλων, αλλά κέρδιζε και την αιώνια αφοσίωσή τους. Η μανία του γινόταν χάρη. Η εκτόνωσή του υπέρτατος σκοπός. Ήξερε να κινεί τα νήματα, τα οποία άλλοτε ήταν καλλιτεχνικά σκοινιά και άλλοτε ιστοί αράχνης. Ο σπάνιος και μυστήριος άντρας ήταν άγριος και αφυπνισμένος, ενίοτε όμως ήξερε να γίνεται τρυφερός και αθώος σαν άβγαλτο σχολιαρόπαιδο ή σαν νεογέννητο μωρό. Τα καρέ του ήταν πάντοτε φωτογραφικά. Καμία λεπτομέρεια δεν ακούγονταν παράταιρη, τίποτε δεν έδειχνε περιττό στις όποιες αναφορές του. Γνώριζε για τις τέχνες, τα γράμματα, την κοινωνία, τις φιλοσοφικές θεωρίες και τα μουσικά ρεύματα. Ήξερε πολλά για τον κόσμο μα και τον υπόκοσμο. Με λίγα λόγια, ο σπάνιος μυστήριος άντρας ήταν ευφυής, ιδανικός και θεόπνευστος. Τόσο ιδανικός που κανένας δεν έβαζε με το νου του πως πίσω από την όλη τελειότητα κρυβόταν απλώς και μόνο μια απάτη. Τόσο θεόπνευστος που κανένας δεν αμφισβητούσε την αγέρωχη και δυσεύρετη εικόνα που νόμιζε πως είχε την τύχει να εξερευνεί. Τόσο ευφυής που ξεγελούσε ακόμη και τον εαυτό του.
Το οικοδόμημα καταρρίφθηκε ξαφνικά, όταν ο τέλειος παίκτης, υπερβολικά σίγουρος για την εύνοια της τύχης προς το πρόσωπό του, άρχισε να γίνεται υπεροπτικά απρόσεκτος. Το φιάσκο αποκαλύφθηκε όταν, αμελής και μάλλον εφησυχασμένος, δεν έλαβε υπόψιν ένα νόμο που θα όφειλε να σέβεται και να υπολογίζει με θρησκευτική προσήλωση και ιερό σεβασμό. Ο Μέρφυ τον εκδικήθηκε κάπως αστεία, ίσως με τον τρόπο που εκδικούνται τα σκανταλιάρικα και χαριτωμένα παιδιά. Λασκάροντας λιγάκι τις βίδες του άρματός του, σχεδόν απροειδοποίητα και μάλλον χαιρέκακα, του χάλασε το αγαπημένο του στημένο παιχνίδι και τον έπαψε από φίλο και ευνοούμενό του. Τον άφησε έκθετο. Γυμνό.
Οι δανεικές ζωές είναι κάτι που δεν μας ανήκει. Αργά ή γρήγορα κάποιος μας τις ζητά πίσω, τις απαιτεί. Σε άλλη περίπτωση απλώς έρχεται μια αποφράδα μέρα που το παραμύθι αποκαλύπτεται, και ο Παράδεισος γίνεται έρημος, και ψυχορραγεί. Με τον ίδιο τρόπο, για παράδειγμα, κι ένα όμορφο μα ξένο ρούχο κάποτε οφείλει να επιστρέφεται. Και αν δεν επιστραφεί, είναι βέβαιο πως, με κάποιο τρόπο, αργά ή γρήγορα, κάτι θα συμβεί και θα μαθευτεί τελικά πως ανήκει σε κάποιον άλλον. Ο σπάνιος και μυστήριος άντρας ήταν ένας πύργος από τραπουλόχαρτα, παρότι άφηνε να εννοηθεί πως ήταν φτιαγμένος από τσιμέντο. Η περσόνα του ήταν πρόχειρη και παροδική. Οι ιστορίες του ήταν αντιγραμμένες. Οι προτάσεις του εικονικές. Ο χαρακτήρας του επινοημένος και φαύλος. Το δόσιμό του ρηχό. Ο πλούτος του κάλπικος. Ο συναρπαστικός εαυτός του ψεύτης και λειψός.
Συν τοις άλλοις, ο σπάνιος και μυστήριος άντρας συντηρούσε την πείνα των άλλων σκάρτα υλικά. Καλλιεργούσε εκτάσεις πάνω σε ανθρώπινα μυαλά, κλέβοντας σπόρους από ξένα χωράφια. Τους παρουσίαζε για πρωτότυπη τροφή, ολόδική του, και κατάφερνε να γίνεται πιστευτός. Κατά βάθος όμως, ήταν ολόκληρος μια απελπισία. Ακόμα και τα δώρα που του χάριζαν οι άνθρωποι τα ανακύκλωνε παρουσιάζοντάς τα ως δικές του προσφορές αγάπης. Ποτέ δεν υπολόγισε για παράδειγμα πως κάποιο από αυτά, θα μπορούσε με σκανδαλώδη και εντελώς απρόσμενο τρόπο, να καταλήξει κάποτε στα χέρια του αρχικού του αποστολέα με παραχαραγμένη υπογραφή.
Όμως ο Μέρφυ είναι πολύ άτακτο παιδί, και αγαπά τις φάρσες και τους φαύλους κύκλους. Προηγουμένως, βέβαια, φροντίζει να μας έχει προειδοποιήσει, και είναι δικό μας θέμα να έχουμε ανοιχτά αυτιά. Παίζοντας λοιπόν ένα διπλό παιχνίδι στο σπάνιο και μυστήριο άντρα, κάποια μέρα ο Μέρφυ άφησε την αλήθεια να φανεί και έκανε να πάει στραβά το σχέδιό του. Η δανεισμένη ζωή, οι ξένες εμπειρίες, η κλεμμένη προσωπικότητα και να ανακυκλωμένα δώρα της αφοσίωσης και της πίστης κάποιων αφελών, έσπασε ο διάολος το ποδάρι του και τελικά δεν τον κάλυπταν με την παραμικρή αίγλη. Δεν του χάριζαν γοητεία και μοναδικότητα. Δεν ήταν άσσοι στο μανίκι αλλά αξιολύπητα πειστήρια της άδειας του ζωής. Εξαπατώντας τους άλλους με ξένα προνόμια, ανακυκλώνοντας αρετές και χάρες που από κάπου είχαν κλαπεί, κατάφερνε για κάμποσο καιρό να είναι ο Βασιλιάς του τρακ τους.
Από εκείνο το ηλιόλουστο πρωί που ο Μέρφυ ξύπνησε με κέφια, ο δήθεν σπάνιος και μυστήριος άντρας από πρόσωπο λατρείας και μοναδική ευχή μετατράπηκε απλώς σε ένα τρυφερό, αξιοθρήνητο, βρώμικο κουρέλι.
—
Το πάρτι του Βασιλιά
Το Σάββατο το βράδυ στις εννιά, μετά την εκπομπή όπου θα μιλήσουμε για την αφεντιά του και θα ακούσουμε τα τραγούδια του, ο Βασιλιάς του τρακ κι εγώ θα σας περιμένουμε στο radiobubble, Ιπποκράτους 146, Εξάρχεια, για ένα πολύ εγκάρδιο πάρτι. Σπουδαίες μουσικές, μπόλικο αλκοόλ, εκλεκτά φαγητά, παλιοί και νέοι φίλοι, σας θέλουμε εκεί. Την ιστορία του βιβλίου θα την φτιάξουν οι παρέες του. Τη χαρά του πάρτι θα μου την δώσετε εσείς.
Χεράκι και φύγαμε!
Ο Σελίμ είναι όργιο, μπουνιά και συχώριο
Το αγαπημένο μου Κανάλι αφιέρωσε μια ολόκληρη σελίδα στον Βασιλιά του τρακ.
Για αντίδωρο, ορίστε ένα απόσπασμα από το βιβλίο, με μπόλικους σωματικούς και ψυχικούς μώλωπες, κάποια νυχτερινά μυστικά, ένα ζευγάρι θολά μάτια και ένα κοριτσίστικο μυαλό που στο πίσω μέρος του κρύβει πάντα λίγη λύπη.
[…]
Πριν λίγο καιρό γνώρισα στο διαδίκτυο μια κοπέλα που τη χτυπάει ο γκόμενός της. Foxy_lady το ψευδώνυμό της, τριανταένα η δεδηλωμένη ηλικία της. Μπορεί στην πραγματικότητα να είναι είκοσι ή σαρανταπέντε, το ίδιο κάνει. Στο ίντερνετ τα πάντα είναι σχετικά. Εμένα με γνωρίζει ως Μπίλυ. Ακόμα και εκεί μέσα χρησιμοποιώ το πραγματικό μου όνομα. Χωρίς περαιτέρω στοιχεία, εννοείται.
“Έχω σοβαρό δεσμό με κάποιον, μπορώ όμως να παίξω μαζί σου ένα αθώο παιχνιδάκι ίσα για να περάσει η ώρα” ήταν η πρώτη της κουβέντα με το που την καλησπέρισα.
Την ρώτησα τι και πώς και μου εξήγησε. Ήταν μαζί του τρία χρόνια. Είπε πως τον αγαπούσε πολύ παρόλο που την κακομεταχειριζόταν και ήξερε πως δεν ήταν αυτό που λέμε άντρας για σπίτι – αυτά ήταν τα λόγια της – άρα μαζί του προφανώς δεν υπήρχε μέλλον. Παρόλα αυτά επέμενε να μιλάει για «σοβαρό δεσμό».
«Μπουνιά και συχώριο ο Σελίμ. Πολύ άγριος», μου είπε και γέλασε μόνη της γράφοντας το γέλιο της. «Χαχαχα».
Θυμήθηκα το στίχο της Σύλβια Πλαθ, όπου λέει πως “κάθε γυναίκα λατρεύει έναν φασίστα” και σκέφτηκα πως από κάτι τέτοιες σχιζοφρενικές συμπεριφορές βουλιάζει στην κόλαση ο κόσμος. Όχι πως θεωρούσα εαυτόν άγιο, όμως η άκομψη υπερβολή της γκόμενας και η περήφανη δήλωση της αρρωστημένης αδυναμίας της με χτύπησαν με δυσάρεστο τρόπο.
Παρόλα αυτά συνέχισα. Της ζήτησα να ανοίξει την κάμερα για να δω πώς ήταν.
[…]
Η συνέχεια εδώ
Ο βασιλιάς του τρακ – Προδημοσίευση
Ένα απόσπασμα από τον «Βασιλιά του τρακ» προδημοσιεύεται σήμερα στις Στάχτες
[…]
“Bar Σαύρα”. Έτσι. Μισή αγγλικά και μισή ελληνικά η επιγραφή. Όπως πρέπει. Προκάτ μαγαζί με τοίχους από ενισχυμένο κόντρα πλακέ, μέσα στη λίγδα, σκεπή από ελενίτ και στη μαρκίζα το όνομα της ντίβας διαλαλούσε το πρόγραμμα αναβοσβήνοντας. Κόκκινο-σκοτάδι. Κόκκινο-σκοτάδι. Εναλλάξ. Να φωτίζει παλινδρομικά τη νύχτα με βελούδινα χρώματα.
Είσοδος με χαλάκι από πλαστικό γκαζόν, στα σκαλιά είχαν χέσει περιστέρια. Στην πόρτα κανείς. Μέσα ουίσκι τέσσερα ευρώ και ταξιτζήδες. 46ο χιλιόμετρο μιας ξεχασμένης μισοεθνικής οδού. Κατά το ήμισυ ασφαλτοστρωμένη – “το έργο χρηματοδοτήθηκε το έτος 2001 από την Ε.Ε, μπλα μπλα”– και η υπόλοιπη καρόδρομος. Ευκάλυπτοι και άλλα δέντρα τριγύρω, στον ουρανό θρασύ φεγγάρι.
[…]
Για περισσότερα, κλικ στις πορτοκαλί Στάχτες, πιο πάνω.
Χεράκι και φύγαμε.