Η ταβέρνα και ο δολοφόνος

 taverna

(αφιερωμένο εξαιρετικά σε έναν φίλο που κάνει αναπάντητες ερωτήσεις, ανήμερα)

Χτες τη νύχτα έπαιρνα συνέντευξη από έναν μπάτσο-δολοφόνο. Θυμάμαι πως τον μισούσα και πως ήθελα να τον δω να πεθαίνει εκεί μπροστά μου, ξαφνικά. «Οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου» να έλεγαν μετά, κι επιτέλους για μια φορά να γέλαγα στο άκουσμα της λέξης. Πιο πολύ σιχαινόμουν τη γυναίκα του. Μια επινοημένη καστανή με δρακόντειο βλέμμα, που σε άλλη περίπτωση θα της ταίριαζε να ήταν γυναίκα κατασκόπου. Την σιχαινόμουν επειδή με πλήγωνε η ιδέα πως ήταν το άλλο του μισό και πως η Φύση μου είχε δώσει κοινά στοιχεία με κείνη. Μήτρα για να γεννήσει, στήθος για να θηλάσει, απαλή φωνή για να νανουρίσει, αγκαλιά για να αγαπηθεί θηλυκά. Κι ένα όνομα που μπορεί να τελείωνε σε άλφα.
Μετά ήρθε ένας φίλος μου, ένας άγνωστος με ωραία μάτια και χορευτική δεινότητα στο βάδισμά του, που τον ξέρω από παλιά χωρίς ποτέ να τον έχω γνωρίσει. Του μίλησα για κείνη την ταβέρνα που θα ανοίξω σε κάποιο νησί και τα βράδια θα παίζω όπερες και ρεμπέτικα. Με ρώτησε τι θα μαγειρεύω και του απαρίθμησα κάμποσες συνταγές που μου αρέσουν. Κρέας με ούζο και ανατολίτικα μπαχαρικά, μουσταλευριά, ρεβυθοκεφτέδες, χταπόδι κρασάτο και άλλα τέτοια φαγητά. Του είπα πως το σούρουπο από την ταβέρνα θα ακούγονται τα βαπόρια που θα μπαίνουν στο λιμάνι και ο αέρας που θα κάνει τα κεραμίδια να τρίζουν στη σκεπή και τα κοράκια να σαλεύουν. Με ρώτησε αν θέλω να μου χαρίσει ένα ζαγάρι, αλλά δεν ήξερα πώς τα καλεί κανείς και ήταν κρίμα. Μιμήθηκε τότε τις φωνές των βοσκών και έτσι σκέφτηκα πως πράγματι, ήταν καλή ιδέα. Μετά καθίσαμε αμίλητοι στην άκρη της φαντασίωσης και πίναμε τσίπουρο με τυρί και σαρδέλες. Λίγο σκυμμένοι.
Στην άκρη του ορίζοντα, χαμηλά στα μαύρα νερά, διέκρινα τον Παντοκράτορα με την μπλε καρίνα και το ψηλό φουγάρο του να φεύγει από το νησί αφήνοντας ξωπίσω του μια άδεια κορυφογραμμή που ουδόλως με παρηγορούσε.

Η επανάσταση που σχεδίαζα θα αργούσε να φανεί.

 

About Theorema

Είμαι η Άντζελα Ανακόντα aka @FearOfFireflies

Posted on 6 Δεκεμβρίου, 2012, in Χωρίς κατηγορία and tagged , , . Bookmark the permalink. 12 Σχόλια.

  1. Μα τι καλός άνθρωπος που είσαι. Σκέφτηκες τον πιο ανώδυνο κι αμέτοχο θάνατο.

    • Σατανικός άνθρωπος είμαι.
      Ήθελα να του ραγίσει η καρδιά.
      Με το ίδιο νόμισμα, δηλαδή.

      • Μα έχουν καρδιά οι σαν κι αυτόν;

      • Αυτός -και το σινάφι του- έχουν μύες.
        Η καρδιά του είναι απλώς και μόνο ένας μυς που, υπό τις κατάλληλες συνθήκες, στο όνειρό μου ευχήθηκα να δυσλειτουργήσει.
        Άλλες καρδιές τις ράγισε με πόνο.
        Η δική του θα ήθελα, ως τέτοια, να αποσυνδεθεί μηχανικά από το σύστημά του.

        Τα σύκα σύκα και η σκάφη σκάφη.

  2. αχ, βρε κορίτσι… τσίπουρο και σαρδέλες. και ρεμπέτικα.
    μίλησες στην καρδιά μου τώρα 🙂

    • Μικρό μου, αν ποτέ συμβεί η πολυπόθητη επανάσταση (όλοι μας μια επανάσταση ονειρεύομαστε, ο καθένας τη δική του), θα έχεις τραπέζι μπορστά μπροστά, εκεί στη τζαμαρία με τη θέα στα βαπόρια και τα αποδημητικά πουλιά…

  3. Ας πιούμε άλλο ένα σκυμμένοι,ακούγοντας τη θάλασσα ή ίσως τον αέρα να λυσσομανά.Οι άδειες κορυφογραμμές δεν μας αφορούν.Έχουμε στραμμένο το βλέμμα στον ορίζοντα.Κι η επανάσταση είναι η πιο βασανιστική ερωμένη.Αργεί πάντα για να μας κάνει να την ποθούμε περισσότερο.

  4. Επιτέλους! Φάνηκε ο φίλος μου και, όπως πάντα, τα λέει καλά, γαμώτο!

  5. Η ευχαρίστηση ολάκερη δική μου, και δεν το λέω για να το πω. Αν εμπνέετε έτσι, θα σας πληρώνω (σε μεζέδες και τσίπουρα, κάτι άλλο άξιο δεν έχω…) για να μην σταματήσετε ποτέ να μου μιλάτε. Ποτέ.

  6. πέρα από κάποιο ακρότατο σημείο συμπίεσης, και το λιγότερο εύφλεκτο υλικό γίνεται εκρκτικό πελώριας δύναμης…
    το ανόργανο και το άψυχο!
    όχι ο άνθρωπος,,,
    για την επανάσταση… λέω 🙂
    εγώ μιλάω για μένα στον Κιαμήλ, τσαγκάρης είναι απ’ την Ξάνθη μού πε, δεν τον πιστεύω αλλά μαρέσει με κάνει αθόρυβη…να μ’ έκανε κι αόρατη…
    την καλημέρα μου στον κύριο που δεν τον αφορούν οι κορυφογραμμές…
    ορίζω ως ορίζοντα τις αντιστάσεις μου στην πραγματικότητα, δηλαδή τα ατέρμονα όνειρα…

    χχχ

Σχολιάστε