Αρχεία Ιστολογίου

Μια βόλτα

(Κείμενο που δημοσιεύτηκε στην Bibliotheque στις 11 Μαρτίου 2018)

Ξέρεις τι ονειρεύομαι;
Μια βόλτα στο Ντιτρόιτ. Νύχτα. Ανάμεσα σε έρημα κτίρια και άδειους δρόμους.
Μια βόλτα ανατριχιαστική.

Εκεί που τα φανάρια αναβοσβήνουν ακόμα από μόνα τους, μιας και φεύγοντας δεν σκέφτηκε να τα σβήσει κανένας.
Και που στις γωνίες των τετραγώνων εμφανίζονται απρόβλεπτα κάτι άγρια πουλιά.

Να κοιτάζω μέσα σε σκοτεινά παράθυρα και να βλέπω σκονισμένα έπιπλα, πατώματα με ρωγμές, αράχνες στα ταβάνια.
Παλιές φωτογραφίες στους τοίχους και κουζινικά σκεύη πεσμένα στο πάτωμα, κάτω από την επιμονή μιας γάτας ή ενός ποντικού που έψαχνε πώς να τραφεί.
Μπορεί και κάποιο ρουχαλάκι παιδικό ή μια σχισμένη αρβύλα.
Κάτι με αναμνήσεις, τέλος πάντων, που να καταφέρει να με κάνει να συγκινηθώ.

Να μπαίνω σε εγκαταλελειμμένα εργοστάσια ζάχαρης και να τρίζουν οι σόλες των παπουτσιών μου.
Να απολαμβάνω το κριτς! της πατούσας σε ολόκληρο το σώμα μου και να εισπνέω τη μούχλα της κλεισούρας και μιας παλιάς γλυκύτητας που έμεινε εκκρεμής.
Να νιώθω ευγνωμοσύνη.

Θα μου άρεσε να περπατάω μπροστά σε βικτωριανά σπίτια με δαντελωτά κουρτινάκια και ξύλινα κατώφλια. Κάπως τρομακτικά.
Και σε χωράφια άσπαρτα, γεμάτα ζώα που δεν ζητάνε και πολλά για να επιβιώσουν.
Να καπνίζω με την πλάτη κολλημένη σε μια κολώνα ηλεκτροδότησης και να διαβάζω τα σχισμένα αποκόμματα των εφημερίδων που κάποτε κόλλησαν κατά λάθος στην πίσσα του κορμού της.
Που περιγράφουν τα νέα μιας πολύ παλιάς εποχής. Που προειδοποιούν για κάτι που έχει ήδη παρέλθει

.
Θα μου άρεσε να διακρίνω τα φώτα μιας διπλανής πόλης πιο μακριά, και στο σημείο όπου ο μαύρος ορίζοντας θα βάφεται πορτοκαλί.
Να βάλω σημάδι για να ξέρω πως κάπου εκεί η μοναξιά έχει κατά προσέγγιση υποστεί τα όριά της.

Κλείσε τα γιαπωνέζικα μάτια σου τώρα, και δες τι εννοούσα.

 

Ένα γδαρμένο γόνατο

-Συνταγές μαγειρικής για πορτοκαλόπιτα, κόκορα κρασάτο, μουχαλεμπί, χταποδάκι στιφάδο, κιουνεφέ, μουσταλευριά, σάντουιτς. Συνταγές επιτυχίας στον έρωτα, στις φιλίες, στα επαγγελματικά, στα οικονομικά ζητήματα. Συνταγές ευτυχίας. Συνταγές τυφλοσούρτες. Λάθος ή σωστές. Κι ο καιρός περνά, κι εμείς μεγαλώνουμε ζώντας τη ζωή που ξέρουμε – ή μαθαίνουμε – να ζούμε.

-Πριν κάτι μέρες άκουσα το αγαπημένο μου κομμάτι του John Cale, το «Dying on the vine», και ο νους μου ξαναγύρισε σε μια παλιά εποχή που πλέον θητεύει στο σούρουπο ενός τρυφερού τοπίου μεγάλων προσδοκιών που έμειναν από λάστιχο. Η μουσική τιμά το μεγαλείο της νοσταλγίας. Ουαί κι αλίμονο – η μουσική ξέρει.

-Η αφοσίωση που επιλέγουν να μας αφιερώσουν οι άνθρωποι είναι ανάλογη της αδιαφορίας με την οποία είναι ικανοί να μας αντιμετωπίσουν εάν κάποιο κοινό πάθος σταματήσει να λειτουργεί ως όχημα για έναν προορισμό όπως τον σχεδίαζαν. Εμείς, επίσης. Δόξα και τιμή στην ισορροπία της ανταποδοτικότητας.

-Ελάχιστα πράγματα είναι πιο ευχάριστα από το να μαγειρεύεις μαζί με αγαπημένους σου ανθρώπους.

-Θα ήθελα να γυρίζει ταινίες ο Λάνθιμος κάθε μήνα. Και να βγάζει δίσκο η Λένα Πλάτωνος. Και βιβλίο ο Ευγένιος Αρανίτσης. Χρόνια το λέω αυτό, και γνώμη δεν αλλάζω. Και μετά μου λένε πως είμαι κυκλοθυμική.

-Κέρκυρά μου, λατρεμένη μου, φέρε μια καταιγίδα. Γονάτισέ μας ξανά με τα χαρτιά που κρύβεις στο μανίκι σου.

-I guess that I miss you, I guess I forgive you, I’m glad you stood in my way. Τι ωραίοι στίχοι.

-Ο έρωτας με έρωτα περνάει, λέει η λαϊκή σοφία. Οι φοβίες, άραγε, ομοίως;

-Χθες βράδυ ονειρεύτηκα πως παντρευόμουν ένα φίλο μου, που στην πραγματικότητα ουδέποτε με συγκίνησε ερωτικά, κι ενώ τον παντρεύτηκα άλλαξα γνώμη και κατέληξα να ξαναπαντρεύομαι την ίδια μέρα κάποιον άλλον, χρησιμοποιώντας την ίδια ασημένια βέρα. Όταν την έβγαλα από το δάχτυλό μου για να δω τι έλεγε μέσα, διαπίστωσα πως έγραφε το όνομα ενός αγνώστου, που είχε πουλήσει τη βέρα του επειδή δεν την χρειαζόταν πια. Αναρωτήθηκα τι είδος ανθρώπου πουλάει τη βέρα του επειδή δεν την θέλει άλλο. Μετά, έτρεξα να φωτογραφηθώ ανάμεσα σε δύο Γιαπωνέζες νύφες που παντρεύονταν ταυτοχρόνως σε ένα πάρκο. Αυτές φορούσαν ολόλευκα νυφικά, εγώ τα γνωστά μαύρα ρούχα μου. Είχα το δεξί μου γόνατο γδαρμένο, και μια γραμμή αίμα κυλούσε ως το χώμα. Ωραίο κόκκινο χρώμα.

 

-Πότε ξαναρχίζουμε;

-Μετά από αυτό που πάθαμε;

-Μετά από αυτό που πάθαμε.

 

-Στο κουρείο ενός απομακρυσμένου ορεινού χωριού ένας κουρέας έπινε βερμούτ και άκουγε Περικλή Περράκη. Την ίδια στιγμή, σε ένα αρχαίο μπαρ σε μια υποβαθμισμένη περιοχή της πρωτεύουσας, ο γηραιός ιδιοκτήτης έπινε ουίσκι σε ποτήρι σωλήνα και άκουγε το ίδιο συγκλονιστικό τραγούδι. Αγνοούσαν ο ένας την ύπαρξη του άλλου και αυτό ήταν ένα τραγικό, μοιραίο λάθος, που όμως δεν κατάφερε ποτέ να διορθωθεί.

Ο έρωτας είναι σαν την ιλαρά. Σου αφήνει σημάδια, αλλά περνάει

https://www.youtube.com/watch?v=giUfgHcN0oQ

(Κείμενο που δημοσιεύτηκε στην http://www.bibliotheque.gr/article/63516 στις 7 Απριλίου 2017)

Οι ανθρώπινες σχέσεις είναι ένα μεγάλο παζλ. Ενώνεις κομματάκια, συνδυάζεις καμπύλες και γωνίες, υπολογίζεις φόρμες και προχωράς. Στήνεις ένα τελικό αποτέλεσμα στο μυαλό σου, γίνεσαι αρχιτέκτονας και χτίστης μαζί. Δοκιμάζεις συνεχώς ταιριάσματα, που άλλα πετυχαίνουν και άλλα πέφτουν στο κενό. Ο σκοπός είναι να προχωράει το έργο, να σε πείθει για το μέλλον του, να σε τροφοδοτεί με ικανοποίηση και χαρά βλέποντάς το να προοδεύει.

Αυτό που λέμε πρόοδος δεν είναι απαραίτητα ο σχηματισμός μιας ευχάριστης εικόνας. Μπορεί αυτό που απεικονίζεται να είναι από θεσπέσιο μέχρι δυσάρεστο ή ενοχλητικό στην όψη. Δεν είναι όλα για όλους, και παρότι ένα παζλ συνήθως ψυχαγωγεί, ενδέχεται υπό συγκεκριμένες περιστάσεις ο στόχος να είναι απλώς η ολοκλήρωσή του και όχι η τελική τέρψη μπροστά στην εικόνα του.
Αν λείπει κάποιο κομμάτι, αν παράπεσε στο πάτωμα, στο ντουλάπι ή στο κουτί, το παζλ μένει ανολοκλήρωτο. Σε αυτή την περίπτωση είτε ψάχνεις το χαμένο ταίριασμα, είτε εγκαταλείπεις το έργο. Εξαρτάται πόσο θέλεις να ολοκληρώσεις το παζλ ή αν τελικά σου είναι αδιάφορο, ως άλλο ένα παιχνίδι κατασκευής που εύκολα το παρατάς για να ξεκινήσεις κάτι άλλο.

Οι ανθρώπινες σχέσεις, και δη οι ερωτικές, κινούνται πάνω κάτω στο ίδιο μοτίβο.
Όσο το αγαπώμενο πρόσωπο σε τροφοδοτεί με εικόνες, ιδέες, σκέψεις και συναισθήματα, όσο σε συναρπάζει, σε κινητοποιεί να επιχειρήσεις την επόμενη κίνηση, να πας το έργο λίγο πιο πέρα. Σε κάνει να θέλεις να επιδιώξεις και να δεις την πρόοδο, σου κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον και σε τροφοδοτεί ψυχικά για το επόμενο βήμα. Κι αυτό, επειδή η ψυχολογική προετοιμασία των παικτών είναι μια αλληλένδετη με τις κινήσεις τους διαδικασία, που έχει ως καύσιμο την ανταπόκριση, τον συναισθηματικό ανεφοδιασμό, την τέρψη μπροστά σε κάτι που συνεχίζει να αναπτύσσεται και να σημαίνει κάτι σπουδαίο.

Ο εραστής που αισθάνεται αγαπημένος, κατέχει τα εφόδια για να κάνει την επόμενη κίνηση αγάπης. Αυτά τα εφόδια είναι ανίκητα, τίποτε δεν μπορεί να τα υπερβεί, όσο δύσκολες και αν είναι οι συνθήκες. Έχει σύμμαχο, συμπαίκτη που τον κάνει να νιώθει ισχυρός, αήττητος, και χίλιους λόγους για να συνεχίσει να επιδιώκει το μέλλον. Άρα είναι και ο ίδιος μάχιμος και δυναμικός, και συμμετέχει ενεργά σε αυτό τον ωραίο αγώνα.

Συνήθως δεν έχουν σημασία οι δηλώσεις, σε περιπτώσεις σαν αυτές. Οι ερωτευμένοι λένε πολλά. Σημασία έχουν οι πράξεις. Η έμπρακτη απόδειξη πως η όποια σχέση περπατάει προς τα μπρος, ακόμη και να κάποιες φορές συμβαίνουν πισωγυρίσματα. Τι είναι αυτό που ακολουθεί ανεξάντλητα και απρόσκοπτα ανοδική πορεία, εξάλλου; Στη Φύση όλα συμβαίνουν κυκλικά, παράλληλα, ταυτόχρονα, αλλά και ετεροχρονισμένα ή και αντίθετα. Η Φύση είναι το βασίλειο και η δόξα της εντροπίας.

Το ερωτικό παζλ πρέπει να κινείται, να ζει, να ανασαίνει. Να πείθει πως έχει λόγο να συνεχιστεί. Ο ασφαλέστερος τρόπος για να μείνει στη μέση είναι ένας από τους δύο, ή και οι δύο, να νιώσουν και να δείξουν πως το έργο δεν έχει μέλλον και ζωή. Όχι να το πουν ή απλώς να το αισθανθούν: να το αποδείξουν.

Ο ερώμενος που τυχόν αποφασίσει να επιμείνει στην πάλη της διαδικασίας για κάποια πρόοδο δεν θα πειστεί ποτέ πως οφείλει να τα παρατήσει, εάν ο ερών δεν του αποδείξει πως η αγάπη και η όρεξή του έχει πια στερέψει, και άρα δεν είναι πλέον ερώμενος. Τότε δεν χρειάζεται άλλου είδους αποδείξεις – τις αποδείξεις τις ζει στο πετσί και στο είναι του. Σε κάθε βλέμμα που ακουμπά στον κόσμο. Επειδή μένει ακάλυπτος, στερημένος. Το εσωτερικό καύσιμό του λιγοστεύει και κάποια στιγμή δεν έχει παρά να το αναγνωρίσει και να συμμορφωθεί, μιας και δεν έχει πια τα εφόδια ή τη δύναμη να κάνει βήμα. Αναγκάζεται τότε να προσγειωθεί σε μια νέα πραγματικότητα, στεγνή και απογυμνωμένη από τα στολίδια των αισθημάτων που ζεσταίνουν την ψυχή, κενή από το ωραίο και δυσεύρετο εκείνο νόημα που άλλοτε έθρεφε σαν μωρό που θεριεύει το αίσθημα που έδενε τους δυο ανθρώπους.

Το ζωοποιό γάλα μιας ερωτικής σχέσης είναι η διάχυτη αγάπη, η εικόνα και η ιδέα της συναισθηματικής εγγύτητας και τη ανάγκης που κάνει τους εραστές ανίκητους και θεϊκούς. Και, κυρίως, ενωμένους. Η ανταλλαγή άυλων κυρίως υλικών, δηλαδή, που μόνο αυτά καταφέρνουν να κάνουν έναν άνθρωπο να αισθάνεται αθάνατος μπροστά στο θάνατο της αγάπης.

«Προειδοποιήθηκε, έλαβε εξηγήσεις, κι όμως επιμένει». Είναι μια διαδικασία άμυνας, ή έστω της ιδέας της, για κείνον που δεν θέλει να παραδεχτεί την πραγματικότητα της μοναξιάς που ακολουθεί μια σχέση χωρίς αίσιο τέλος. Δεν διαρκεί πολύ η διαδικασία αυτή, και αυτό είναι επιβεβαιωμένο. Ο καιρός θεραπεύει τις πληγές, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που θεραπεύει και τις ελπίδες.
Εδώ δικαιώνεται η γνωστή κινηματογραφική ρήση εκλογίκευσης: «Ο έρωτας είναι σαν την ιλαρά. Σου αφήνει σημάδια, αλλά περνάει».

Εκείνος που αναγκάζεται να υποστεί μια εξέλιξη της πραγματικότητας που τον κάνει και πονάει, που αρχικά την αρνείται και βάζει στόχο να την ανατρέψει προς το καλύτερο, κάποτε καταλαβαίνει το άτοπο των προσπαθειών του. Και συμμορφώνεται. Θωρακίζεται. Βλέπει καθαρά. Καταλαβαίνει. Κι έτσι μπαίνει σε λειτουργία αυτοάμυνας, παύει να επιμένει, το πείσμα του ξεθωριάζει, φθίνει, γίνεται μαλθακό. Μέχρι που σταματάει οριστικά να υπάρχει.

Το σημάδι που αφήνει ο έρωτας πάνω του λειαίνεται σιγά σιγά, σαν βοτσαλάκι στην παραλία. Παραμένει εκεί μόνο και μόνο για να του υπενθυμίζει απλώς πως και οι χειρότερες πληγές κλείνουν κάποτε, και πως ο πόνος λήγει.

Τότε, και μόνο τότε τελειώνουν και οι ανθρώπινες σχέσεις. Όταν η ελπίδα της ύπαρξης του ζωοποιού συναισθήματος στα έγκατα της ψυχής του άλλου αρχίσει να καταρρέει. Μόνο έτσι παύει να ζει και στην ψυχή του έτερου εραστή.

Έτσι, ο έρωτας καταλήγει να συμμορφώνεται με τους κανόνες του παζλ. Αν οι παίκτες δεν επιδιώξουν να ξαναβρούν τα χαμένα κομμάτια, αν η ανάγκη και η επιθυμία τους για ολοκλήρωση της εικόνας αποδειχθούν ανίσχυρες και περιορισμένες, τότε το παζλ μένει ημιτελές. Κλείνεται στο κουτί του διαλυμένο και τη θέση του καταλαμβάνει ένα καινούριο παιχνίδι. Ή και κανένα.
Στους έρωτες συμβαίνει το ίδιο: αν οι συνοδοιπόροι πάψουν να νιώθουν και να πείθουν για την ανάγκη τους να εξελιχτεί η όποια σχέση, αν δείξουν πως η ένωσή τους δεν τους είναι πια ακριβή, τότε εκείνη κλείνεται σε ένα κουτί, χάνει τη δομή και τη δύναμή της, και γίνεται ανάμνηση ή και λησμονημένος χρόνος, κηλίδα στα έγκατα μιας αποξενωμένης από τον άλλον ψυχικής κατασκευής. Ολόιδια με ένα παλιό σημάδι ιλαράς πάνω σε ένα μάγουλο ή σε ένα χέρι.

Δεν είναι, φίλε, όλες ίδιες οι καρδιές

bibliotheque31

(Κείμενο που δημοσιεύτηκε στην Bibliotheque στις 22 Σεπτεμβρίου 2016)

 

Είναι κάτι μέρες παράξενες. Που σου ξεφεύγουν, σε μπερδεύουνε, δεν μπορείς να τις εξηγήσεις. Μοιάζουν με μαδημένα γαρύφαλλα στο πάτωμα βρωμερού σκυλάδικου στο τέρμα μιας εθνικής οδού χαράματα Δευτέρας. Μυρίζουν μελαγχολικά και άσχημα, σαν άπλυτα σεντόνια γεμάτα ακάρεα και ληγμένο DNA. Έχουν το χρώμα ενός ενοχλητικού κυριακάτικου απογεύματος στην επαρχία, που δεν σηκώνει κεφάλι με τίποτα. Και μοιάζουν να υποφέρουν.

Ηχούν σαν φθαρμένος αμανές πρώην φερέλπιδος λαϊκού τραγουδιστή που όμως χάθηκε σταδιακά από τις πίστες, γιατί δεν έπραξε τα δέοντα ώστε να κάνει λαμπρή καριέρα όπως οι μεγαλόσχημοι συνάδελφοί του. Έχουν το χρώμα των ματιών μιας γλυκιάς κοπέλας δίχως όνομα στην άκρη μιας παρέας επωνύμων, σε μια φωτογραφία του ’86, ανάμεσα σε κοψίδια και λιωμένα σαλατικά που αργότερα θα αποτελέσουν υλικό για την τέχνη. Διστάζουν να εκδηλωθούν ισότιμα στην εβδομάδα, σαν παιδιά που ντρέπονται και φοβούνται για κάτι που ετοιμάζεται να τα μαλώσει ένας μεγάλος, αυστηρός. Αν μπορούσαν, οι μέρες αυτές θα σκίζονταν μόνες τους απ’ το ημερολόγιο, αφήνοντας τη θέση τους στο χαρτάκι της επόμενης μέρας, με τα ανέκδοτα, τις γιορτές και τις συνταγές μαγειρικής για αρχάριους και προχωρημένους.

Κάτι τέτοιες μέρες οι άνθρωποι νιώθουν ανήμποροι, μόλις κατά το ένα τοις εκατό ιδιοκτήτες της ζωής τους. Οι σκέψεις και τα αισθήματά τους δεν έχουν καμία σχέση με τις σκέψεις και τα αισθήματα κάποιου που μόλις έλαβε ένα ακριβό δώρο, ένα απρόσμενο μήνυμα, κάποια καλά μαντάτα ή έστω ένα δροσερό μπουκέτο λουλούδια. Τότε οι άνθρωποι είναι ευάλωτοι, κι οι στιγμές τους θραυσματάκια αναμνήσεων και νοσταλγίας για σαφή ή και απροσδιόριστα πράγματα που ματαίως έπραξαν, σκέφτηκαν ή ήλπισαν πως θα ζήσουν. Δεν είναι αμέριμνοι, ούτε καν αδιάφοροι για αυτά που συμβαίνουν μέσα τους και γύρω. Δεν πάνε για καφέ στη Μαβίλη ή στο Λιστόν, δεν τηλεφωνούν σε μια μακρινή θεία, δεν καταστρώνουν σχέδια διακοπών ούτε κάνουν όνειρα για το μέλλον. Πάσχουν από την ακινησία εκείνου που δεν του απέμεινε τίποτε να πει. Εκείνου που νιώθει πως του λιγοστεύουν οι αισθήσεις. Γίνονται ένα με τη σιωπή του υπνωτισμένου, με την ακαμψία του σώματος ενός άδικα σκοτωμένου από παρεξήγηση στη μέση μιας κακόγουστης πλατείας.

Αυτές οι μέρες που υποσκάπτουν έτσι τη ζωή των κατοίκων τους, είναι απρόβλεπτες και πολύ χολωμένες. Πατάνε πάνω σε πτώματα υποσχέσεων και πλάνων που ματαιώθηκαν χωρίς καν έναν σοβαρό και άξιο λόγο. Θέλουν τους ανθρώπους τους νικημένους και παραιτημένους εξαρχής, με το πρώτο κιόλας φως του ήλιου. Είναι απόπειρες αποφυγής της όποιας πραγματικότητας, κάτι σαν προθάλαμοι σοβαρού χειρουργείου όπου ο γιατρός σου λέει πως όλα θα γίνουν όπως πρέπει κι ο ασθενής μάλλον θα επιβιώσει. Θυμίζουν πόρτες που κλείνουν πριν καν ολοκληρωθεί η ξενάγηση, ξερά χωράφια που λιμοκτονούν και ζέχνουν ψοφιμίλα, άδεια μπουκάλια μπίρας μετά από μια νύχτα απ’ την οποία δεν έμεινε τίποτα, κι ας συνέβησαν πολλά και διάφορα σπουδαία.

Αυτές οι μέρες οι παράξενες μοιάζουν με παλλόμενες καρδιές που παρότι δείχνουν πανομοιότυπες, δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους. Κολλάνε σαν υγρασία σε ανοχύρωτα δέρματα και πονάνε σαν τσιμπήματα από άρρωστα κουνούπια. Έρχονται αιφνίδια, μετά από τις μικρές ή μεγάλες καταστροφές που χτυπούν σαν πραγματικοί ή νοεροί κεραυνοί τις ζωές των ανθρώπων. Φορούν πάνω τους στάχτες από ένα τελευταίο μισοκαπνισμένο Μάρλμπορο, ιδρώτα που δεν σαπουνίστηκε εγκαίρως, κουρελάκια από λαϊκά τραγούδια μιας προδοσίας, μιας καψούρας, ενός ντεραπαρίσματος που κόστισε τη ζωή σε αθώους και ενόχους. Στις γωνίες τους βλέπει κανείς ένα παλιό μαξιλάρι-αιρ κοντίσιον που κάποτε δρόσιζε τον αγκώνα κάποιου που αγαπήθηκε πολύ μα δεν το πίστεψε ποτέ του, ένα φορεμένο φανελάκι που μυρίζει ένα οποιοδήποτε «εσύ», ένα ξεχασμένο πι κι ένα ξύλινο μπαστούνι κάποιου που μάλλον δεν είναι πια εδώ, γι’ αυτό και οι οικείοι του αποφάσισαν να του βγάλουν στο σφυρί το σπίτι.

Αυτές οι μονόφθαλμες, κουτσές και φιμωμένες μέρες συμβαίνουν πανομοιότυπα και τρομακτικά σε όσους, καθότι αναποφάσιστοι, έχουν ανάγκη να αναβάλλουν γι’ άλλη ώρα κάτι σημαντικό. Σε όσους δεν αντέχουν τον πόλεμο, τις διαπραγματεύσεις, την ίδια την πραγματικότητα που τους έλαχε σαν λοταρία μια Δευτέρα πρωί, κι έτσι τσακίζονται να αποφύγουν τα σημεία των καιρών μπας και γλιτώσουν. Κι ενώ ξέρουν πως κάτι τέτοια δεν γλιτώνονται, εκείνοι επιμένουν να διατηρούν την ψευδαίσθηση πως μπορούν για λίγο ακόμα, έστω, να τα καθυστερήσουν.

Το βραβείο

bibliotheque31

(Κείμενο που δημοσιεύτηκε στην Bibliotheque στις 14 Σεπτεμβρίου 2016)

 

Όπως μου συμβαίνει συχνά, άλλα ήθελα να κάνω κι άλλα κάνω σήμερα. Όμως η βροχή και το τρένο που αργοπορεί  μου άλλαξαν τα σχέδια. Ήθελα να σε δω, να σου τρίψω την πλάτη και τα δάχτυλα των ποδιών. Να σου διηγηθώ μια ιστορία με άγρια ζώα και άγνωστους πλανήτες μέχρι να κοιμηθείς, και να σε περιμένω να ξυπνήσεις με καφέ και μπισκότα βουτύρου. Και να μείνουμε μαζί στο κρεβάτι μέχρι να σουρουπώσει, να βλέπουμε τι χρώμα γίνεται ο ουρανός.

Ήθελα να μου πεις τι όνειρο είδες, τι φαγητό έχεις όρεξη να φας και αν είχες ποτέ σου γάτα. Είναι παράξενο, γνωρίζεις κάποιον όλο και καλύτερα, και παρόλα αυτά αγνοείς σημαντικά στοιχεία της ζωής του. Θα ήθελα να μου πεις σε ποια στάση σου άρεσε να κοιμάσαι όταν ήσουν μικρός, τι απαντούσες στους μεγάλους όταν σου έλεγαν «όχι», και την πρώτη πρώτη σου ανάμνηση, όταν ακόμη δεν υπήρχαν αναμνήσεις.

Τώρα που κάθομαι και στα λέω όλα αυτά μου λείπει το άρωμά σου και η αίσθηση του χεριού μου πάνω στο μάγουλό σου. Σου έχω ξαναπεί πως έχεις τον πιο όμορφο λαιμό που έχω δει. Μοιάζει με λαιμό μικρού παιδιού. Όταν σε φιλάω εκεί, όταν σε αγγίζω, σε ξαναβρίσκω ξαφνικά σε δύο ηλικίες. Στη σημερινή και στην αλλοτινή σου. Λατρεύω τη σκέψη πως μέσα από ένα κομμάτι του σώματός σου μπορώ και περιφέρομαι ανάμεσα στις ηλικίες σου. Εσύ δεν το ξέρεις όταν συμβαίνει, όμως είναι εξαιρετικό.

Μου αρέσει να σε κοιτάζω όταν μιλάς, ακόμα κι αν εσύ μονολογείς ή χαζεύεις τον τοίχο απέναντί σου. Μερικές φορές, στις συζητήσεις μας, έχω παρατηρήσει πως αφαιρείσαι, το βλέμμα σου πετάει αλλού, και τότε πιστεύω απόλυτα όσα μου λες, επειδή ξέρω πως είναι αλήθεια. Όταν μου λες την αλήθεια άλλοτε σε μισώ κι άλλοτε χώνομαι ακόμα πιο βαθιά στον συναρπασμό μου για σένα. Όταν μου λες ψέματα θέλω να καταφέρω να σε σιχαθώ και να μην σε ξαναδώ ποτέ. Να μη με νοιάζεις, να είναι σαν να μην σε γνώρισα, σαν να μην υπήρξες.

Μερικές φορές σκέφτομαι σαν κανίβαλος. Όπως σήμερα, για παράδειγμα, που ήθελα να κάνω άλλα πράγματα κι όμως η βροχή και το τρένο που αργεί μου άλλαξαν τα σχέδια. Έχω ονειρευτεί πολλές φορές πως σε ξαπλώνω και αρχίζω να σε τρώω σιγά σιγά. Εσύ δεν πονάς, και αυτό κάνει το έργο μου ευκολότερο. Τελικά σε τρώω σχεδόν ολόκληρο, και γίνομαι ένα Εμείς που δεν έχεις ξαναδεί ποτέ σου. Σε έχω μέσα μου, αφομοιωμένο, και με ποτίζεις σιγά σιγά με τα θρεπτικά συστατικά σου, την ομάδα αίματός σου, τα υγρά και τις σκέψεις σου, τα βιώματά σου. Έπειτα καταλαβαίνω πως αυτό είναι κάπως βίαιο – όπως όλες οι ανθρώπινες ενώσεις – και αλλάζω φαντασίωση.

Μας βάζω να βρισκόμαστε σε ένα ύποπτο ξενοδοχείο στο Τόκιο, σε μια υπόγεια τουαλέτα στις Βρυξέλλες, πίσω από μια σκάλα σε ένα σταθμό του μετρό στη Μαδρίτη, στην είσοδο μιας πολυκατοικίας στην Αθήνα, σε μια ακτή στο πουθενά. Στα όνειρά μου μας βάζω δίπλα δίπλα, λες και πρόκειται για έναν αγώνα άνευ αντιπάλου, όπου για λίγο βρίσκονται και οι δύο παίκτες στην ίδια πλευρά και παλεύουν για τον ίδιο στόχο.

Άλλες φορές, όταν σε σκέφτομαι, οι εικόνες μέσα μου λοξοδρομούν. Δεν είμαι σίγουρη πως θα καταφέρω μετά να τις ξαναβάλω στη θέση τους. Τότε εύχομαι να έπαυα να ήμουν άνθρωπος με χέρια, πόδια και σκέψεις, και να γινόμουν το σφουγγάρι σου. Ένα σφουγγάρι που το πιάνεις με το χέρι σου και τρίβεις την κοιλιά σου, το στήθος σου, τις μασχάλες και το πίσω μέρος των ποδιών σου. Να με πιάνεις σφιχτά και να με βάζεις στη σωστή γωνία ή στη σωστή κοιλότητα που θέλεις να καθαρίσεις. Και μετά να με ξαναγεμίζεις με αφρόλουτρο και να με αφήνεις να σέρνομαι πάνω σου σαν σιροπιαστό γλυκό.

Θα έδινα το παν για να βγαίναμε μαζί μια νύχτα στο ποτάμι, να κοιτάζαμε τα πλοία να περνούν και να μυρίζαμε το κρύο και τα Χριστούγεννα που σε λίγο θα πλησιάζουν. Κάθε εποχή έχει τη δική της μυρωδιά. Μόλις η εποχή έρθει, χάνεται αυτή η οσμή και τη θέση της παίρνουν σελίδες στο ημερολόγιο, νοερές σημειώσεις, αισθήματα που αμβλύνονται με τον καιρό και στο τέλος γίνονται άλλα από αυτά που ήταν. Μαζί σου θα ήθελα να ζω στο κατώφλι όλων των εποχών. Και ο κόσμος να μυρίζει πάντα το ίδιο.

Αυτό κι αν είναι το υπέρτατο βραβείο.

Καινούρια άφιξη

(Κείμενο που δημοσιεύτηκε στην Bibliotheque στις 27 Νοεμβρίου 2015)

Πήγε δώδεκα. Δεν νυστάζω. Μπαίνω στην κουζίνα, ανάβω το φως, ξαναγεμίζω για τρίτη φορά το νεροπότηρο με κρασί, δυναμώνω τους Rolling Stones και γυρνάω στο μπαλκόνι. Ρουφάω μια γερή και ανάβω τσιγάρο. Δεν φέρνω έξω το μπουκάλι επειδή το προτιμώ παγωμένο. Το ζεστό κρασί μου φέρνει αναγούλα και μεταμεσονύκτιες ενοχές. Ξυπνάω τα χαράματα με ταχυκαρδία. Το κρύο περιορίζεται στο να με μεθάει, είναι καλύτερα.
 
Σταυρώνω τα πόδια στο κάγκελο του μπαλκονιού και κοιτάζω απέναντι. Στο βάθος διακρίνω τα φώτα στην άκρη της πόλης. Μπροστά μου αναμμένα καντήλια. Φυσάει λίγο και τα κυπαρίσσια θροΐζουν και αμολάνε τη γνωστή μυρωδιά κλανιάς που κάποιος ψέκασε γύρω της άρωμα φρεσκάδας για να την κρύψει. Τα μισώ τα κυπαρίσσια και τη βρωμομυρωδιά τους. Ζέχνουν θάνατο και παγωμάρα. Τα σιχαίνομαι.
 
Δεν έχουν ανάψει όλα τα καντήλια απόψε – μπορεί κάποια να έσβησαν λόγω αέρα. Συνήθως τα Σάββατα περνάνε το πρωί οι συγγενείς και τα ανάβουν να κρατήσουν ως τη Δευτέρα. Τα περισσότερα δεν είναι με λάδι και φυτίλι, είναι με άλλο υγρό, δεν ξέρω τι, και διαρκούν μέρες. Μέχρι το μεσημέρι η περιοχή πνίγεται στο λιβάνι και στην μπαγιάτικη λουλουδίλα. Έπειτα καθαρίζει κάπως η ατμόσφαιρα και μυρίζουν καλαμαράκια και πατάτες τηγανητές ή απλωμένα ρούχα.
Από τότε που σταμάτησα να δουλεύω εκτός και κάνω ό, τι μπορώ απ’ το σπίτι έχει τύχει να δω κηδείες από το άλφα ως το ωμέγα. Σαν να παρακολουθώ τηλεοπτική σειρά σε συνέχειες.
Έρχονται πρώτα οι συγγενείς και μετά καταφθάνει η νεκροφόρα. Βάζουν το φέρετρο στο παρεκκλήσι και πάει κόσμος να χαιρετίσει το νεκρό. Μετά τον παίρνουν στα χέρια τα κοράκια και ξωπίσω ψέλνει ο παπάς. Ακολουθούν οι άλλοι. Μόλις φτάσουν στο μνήμα ψέλνει άλλα πέντε λεπτά, ο κόσμος πετάει λουλούδια στον νεκρό, κλαίει και αποχαιρετάει όπως μπορεί κι έπειτα απομακρύνονται ως το παρεκκλήσι για κονιάκ και καφέ. Πίσω μένει ένας που γεμίζει τον τάφο με χώμα. Είναι πάντα ο ίδιος. Τον σκέφτομαι να δουλεύει απαθής, ή και με διαρκή ανατριχίλα. Τα φτυάρι κάνει χρατς χρατς και με πιάνει στο λαιμό. Πολύ ξερός ήχος – σαν βήχας. Όταν έχει ήλιο μου έχει τύχει να δω στάλες από τον ιδρώτα του εργάτη να πέφτουν πάνω στον κοστουμαρισμένο τεθνεώτα. Όταν έχει βροχερή μέρα γεμίζει ο τάφος και ο τόπος λάσπες.
 
Είναι συγκλονιστικό να βλέπεις τους ανθρώπους να θάβουν τους συγγενείς ή τους φίλους τους. Θα έλεγα πως ξεπερνούν τα όρια του εαυτού τους. Πετάνε τα λουλούδια και λένε αυτά που θέλουν να πουν, κι ύστερα απομακρύνονται με χαμηλωμένο κεφάλι. Τα σκυμμένα κεφάλια σπανίως σημαίνουν κάτι τόσο ειλικρινές και απόλυτο όσο αυτές τις στιγμές. Είναι οι στιγμές που οι ζώντες έχουν απομείνει μόνοι με τον εαυτό τους και οι τεθνεώτες είναι πια γι’ αυτούς υπόβαθρο σε μελλοντικά παρτέρια, ή σκέτα ονόματα σε επιμνημόσυνες δεήσεις.
 
Αυτή την κίνηση, με την ίδια σημασία, την έχω συναντήσει αρκετές φορές και στο κέντρο της Αθήνας. Κι εκεί έχει πολλή αθλιότητα και μοναξιά, και οι άνθρωποι μοιάζουν να πενθούν κάτι οριστικά χαμένο. Είναι μια μοναξιά βάθους τριών τουλάχιστον μέτρων. Δεν μιλάμε για κρίση, δηλαδή, μιλάμε για ολική καταστροφή. Για ένα άλλο είδος θανάτου.
 
Οι φίλοι μου κορόιδευαν όταν τους ανακοίνωσα πως νοίκιασα διαμέρισμα με θέα σε νεκροταφείο. Τους είπα πως δεν πιστεύω στα φαντάσματα ή στην μετά θάνατον ζωή και πως οι τάφοι δεν με τρομάζουν επειδή δεν έχουν τίποτα μέσα πέρα από μύκητες και λιωμένες γραβάτες. Μετά τους κάλεσα στο πάρτι μου. Ήρθαν ντυμένοι ζόμπι. Δεν με προσέβαλλε αυτό, ούτε εξεπλάγην. Τόσο γελοίους κι αξιολάτρευτους φίλους έχω.
 
Τα απογεύματα το τοπίο είναι πολύ γαλήνιο. Σχεδόν κατανυκτικό. Κοιτάζω τους σταυρούς και τα μάρμαρα, τα χρώματα των λουλουδιών, τα πλαστικά στεφάνια. Ονόματα δεν διακρίνω από δω, έχω μπει όμως στο νεκροταφείο και ξέρω ποιοι είναι οι κοντινοί γείτονές μου. Ένας ογδονταεννιάχρονος θαμμένος πάνω στη μάνα του, ένας εξηντάρης με φθαρμένη φωτογραφία, μια νεαρή με ωραία μάτια και μακριά μαύρα μαλλιά και κάμποσα ζευγάρια. Δεν έχουν όλοι φωτογραφίες, βέβαια, θυμάμαι όμως τις θέσεις τους. Ξέρω ποιος ακριβώς βρίσκεται πού αλλά αποφεύγω να το πω μπροστά σε τρίτους. Μόνο όταν τους χαιρετάω εξ αποστάσεως, απ’ το μπαλκόνι δηλαδή, τους λέω με τα ονόματά τους. Μερικοί έχουν σπασμένα τα τζαμάκια στο προσκεφάλι τους, άλλοι έχουν μέσα σουβενίρ από την παλιά τους ζωή. Όλοι κάτι έχουν.
 
Η ώρα πήγε δύο. Ο χρόνος περνάει αλλόκοτα όταν είναι νύχτα. Ξεγλιστρά. Η μουσική παίζει δυνατά σε λούπα. Τριγύρω ερημιά και αναμμένα καντήλια. Κανείς δεν ενοχλείται από το θόρυβο, περιέργως. Από δίπλα εννοώ, μιας και από απέναντι ποτέ δεν δέχτηκα παρατηρήσεις για κάτι. Νιώθω μια ωραία εξάντληση να μου παραλύει το κορμί. Το μυαλό μου είναι άδειο. Είμαι μια ανθρώπινη μάζα που δεν θέλει να αλλάξει θέση, που δεν χρειάζεται τίποτα, που ξέρει πως κάποτε θα καταλήξει στο απέναντι μαρμάρινο ξενοδοχείο και κάποιος από κάποιο μπαλκόνι θα την κοιτάζει πίνοντας κρασί.
 
Σήμερα είχαμε καινούρια άφιξη στο νεκροταφείο. Μια κοπελιά με πολύ μεγάλο σόι και κατάξανθα μαλλιά. Την είχαν ντύσει στα μαύρα.
Εύχομαι να έχει βολευτεί στη θέση της, και κυρίως να της αρέσουν οι Rolling Stones.

Δεκάλογος

bibliotheque31(Κείμενο που δημοσιεύτηκε στην Bibliotheque στις 6 Οκτωβρίου 2015)

1.
 Χτες τη νύχτα, γύρω στις τρεις παρά, δεν είχα ύπνο. Πήγα και βρήκα το Γιώργο που ήταν κι αυτός ξύπνιος και με μετέφερε σε μια σκηνή όπου ήταν μεσημέρι. Αρχίσαμε να κάνουμε αεροπλανάκι κατεβαίνοντας την πλευρά ενός λόφου που κατέληγε σε μια λίμνη. Απόρησα με την ελαφρότητα των σωμάτων μας. Παρόλο που τρέχαμε ήταν σαν να πετάμε. Μετά ανακαλύψαμε μια συναυλία του Νίκου Παπάζογλου, στην οποία μπήκαμε συνεχίζοντας το αεροπλανάκι. Ήταν ωραία, μόνο που ο Νίκος έλεγε όλα τα τραγούδια μισά. Μετά φύγαμε από την εικόνα που έκανε μεσημέρι και γυρίσαμε σπίτι, όπου άρχισα να τρώω κάτι πίτσες που είχε ψωνίσει η Βού στα παιδιά τους για βραδινό.
 2.
 Σε όλο το παιχνίδι ο Γιώργος μου τραγουδούσε ένα παιδικό τραγουδάκι που κατέληγε σε έναν αταίριαστο στίχο: «είμαστε οι Διχασμένοι Αυτόνομοι Τραγουδιστές».
3.
 Κατά τις τρεις και, αφού τελείωσε η βόλτα, με θέρισε η πείνα. Σκέφτηκα να σηκωθώ και να πάω να φάω μακαρόνια με κιμά. Για αντιπερισπασμό με έβαλα να σκεφτώ πώς φτιάχνεται ο κιμάς βήμα προς βήμα κι έτσι δεν σηκώθηκα. Ο αυτοεκβιασμός είναι πολύ μεγάλο πράγμα.
 4.
 Έκανα ένα τυπογραφικό. Αντί για βήμα έγραψα βλήμα. Το διόρθωσα με βαριά καρδιά.
5.
 Ένα καλοκαίρι, Αύγουστος μάλλον, βρισκόμουν στο σπίτι των γονιών μου. Εκείνοι ήταν στην αυλή και συζητούσαν με κάτι θείους μου. Ήταν η εποχή που δεν είχαν χτυπήσει ακόμα οι συμφορές και όλα ήταν ωραία. Μια ξαφνική ημικρανία με έκανε να διπλωθώ στα δύο. Η μάνα μου έλεγε πως ήταν μάτι και μου έκανε βουντού. Εγώ είχα μεταμορφωθεί σε Τζακ Νίκολσον με το τσεκούρι, μέχρι που στο τέλος το τσεκούρι προσγειώθηκε στο κεφάλι μου και έγινα ο τσακισμένος Τσακ. Τίποτα καλύτερο για τις ημικρανίες από έναν βαθύ, κενό ύπνο.
 6.
 Βρίσκω πως οι φωτογραφίες του Araki είναι ό, τι πιο εκλεπτυσμένο υπάρχει στο χώρο της ερωτικής φωτογραφίας παγκοσμίως. Κορίτσια με σκοινιά, αγόρια εν στύσει, αγοροκόριτσα εν εξάρσει. Λουλούδια και μισοφαγωμένα μενού.
7.
 Το τέλος του κόσμου θα έρθει όταν θα αρχίσει να μετατοπίζεται η Αυστραλία στο χάρτη. Εκείνη την ώρα θα κάνει κρύο, οι φίλοι μου θα κάνουν πάρτι στην ταράτσα, κι εγώ θα βρίσκομαι σε ένα ζαχαροπλαστείο και θα ψωνίζω αμυγδαλωτά. Η νεαρή πωλήτρια θα μου λέει πόσο συμπαθητική με βρίσκει ενώ κάτω από τα πόδια μας θα έχουν ήδη αρχίσει να κυλάνε τα νερά του Ινδικού ωκεανού.
 8.
«Έχω ξεμείνει από φαντασιώσεις», είπε η κοπέλα στην τσατσά κι εκείνη βάλθηκε να την συνετίσει. «Υπάρχει κάτι πιο διεγερτικό από το να πηδιέσαι σε μπουρδέλο;», την ρώτησε αυστηρά και της έριξε μια ξυλιά στον κώλο.
9.
 Η Μπλανς Επιφανί χαμογέλασε από εκεί που τις παρακολουθούσε. Παρθένος και γυμνή, ως συνήθως, πηδιόταν με έναν πύραυλο βανίλια-σοκολάτα. «Είναι αυτό που λέμε λιώσε«, σκέφτηκε μουρμουρίζοντας μια μουσική του Μάνου Χατζιδάκι.
  10.
 Τι νόημα έχουν όλα αυτά κανείς δεν ξέρει. 
 

Le Μaître est servi

bibliotheque31

(Κείμενο που δημοσιεύτηκε στην Bibliotheque στις 24 Σεπτεμβρίου 2015)

Ήξερε πως στην Κίνα λάτρευαν τα αυγά τους βρασμένα μέσα σε ούρα έφηβου αγοριού και πως στην αγροτική Γαλλία -κανείς δεν ρώτησε ποτέ πού ακριβώς- σέρβιραν στις ηλικιωμένες κυρίες τον καφέ μαζί με τέσσερα μεγάλα κρουασάν βουτύρου που όμως δεν τρώγονταν: πλέκονταν, εφόσον ήταν φτιαγμένα από αγνό παρθένο μαλλί προβάτου και παρασκευάζονταν γι’ αυτόν ακριβώς το σκοπό. Στα ταχυφαγεία όλων των πολιτισμένων χωρών σέρβιραν ωμό εγκέφαλο συνοδεία προτηγανισμένης πατάτας – εδώ ο συμβολισμός ήταν αυτονόητος άρα δεν είχε χρειαστεί ποτέ της να ψάξει την αιτία. Ήξερε πως στην Ταϊλάνδη οι γυναίκες έκαναν μάσκα ομορφιάς με τα υπολείμματα πράσινων βραστών λαχανικών και σπέρματος που παρακρατούσαν από τους χορτασμένους σεξουαλικούς τουρίστες των δυτικών χωρών. Στην Ιαπωνία τα κορίτσια μάθαιναν από μικρά να φτιάχνουν τσάι με φύλλα κερασιάς και μικρά αποκόμματα από παλιά χαϊκού που τα είχαν προηγουμένως ζαχαρώσει προσεκτικά μέσα σε πήλινα πιάτα.

«Αναρωτιέμαι τι θα γινόταν αν σου ζητούσα απλώς γιουβαρλάκια, ή πράσινα σαλιγκάρια από τις ακτές νησιού του Ειρηνικού βυθισμένα σε σάλτσα φρέσκου μύρτιλου με χλωρό σκόρδο και λεβάντα από την ιταλική εξοχή, και φουα γκρα παρθένας χήνας πάνω σε μοναστηριακό ψωμί από το Βατικανό καπνισμένο στον λευκό καπνό μιας επιτυχούς συμφωνίας. Ή κίτρινες καραβίδες από την πισίνα μιας Αιγύπτιας αυτοκράτειρας με αφρό μαύρου αλατιού και εσάνς ώριμου ξινόμηλου από τον αμαρτωλό της κήπο» της είχε πει κάποτε ένας άντρας που αγαπούσε και τάιζε με απερίγραπτη ερωτική μανία.

Ήταν εκείνος που ένα μεσημέρι της είχε πει πως δεν θα χωρίσουν ποτέ και αυτή ήταν η μόνη σωστή απάντηση στην ερώτησή της. Ήταν εκείνος που ονειρευόταν να ζήσει μαζί του σε μια χαμένη αγροικία στα σύνορα της Ιταλίας με την Ελβετία, ανάμεσα σε γρασίδια, ογκώδη τσοπανόσκυλα, καλοθρεμμένα άλογα και ζουμερές αγελάδες. Ήταν ο μόνος που είχε καταλάβει πως πάνω στην άσπιλη κι αμόλυντη ομορφιά ενός τέτοιου ανυποψίαστου τοπίου θα μπορούσαν να γεννηθούν οι πιο βέβηλες και βαθιές απολαύσεις της ανθρώπινης φύσης και πως ο θηλασμός είναι το σπουδαιότερο διατροφικό στάδιο του ανθρώπου, κάτι που ελάχιστοι συνειδητοποιούν την κατάλληλη στιγμή – και αυτό την είχε καθηλώσει σχεδόν όσο και η γεύση της λιωμένης σοκολάτας πάνω στις βάφλες Βρυξελλών που έτρωγε μικρή, όταν για όλα ήταν νωρίς ακόμα.

Πήρε τα ορτύκια από το χειροποίητο βιετναμέζικο καλάθι που ήξερε πως δίνει μια ιδιαίτερη μυρωδιά στην ωμή σάρκα με το πρώτο κιόλας άγγιγμα. Μερικές ίνες μπαμπού είχαν κολλήσει ανάμεσα στα φτερά κι έμοιαζαν με μικροσκοπικές σούβλες. Σκέφτηκε τον Γκιούλιβερ και χαμογέλασε βιαστικά. Οι φουσκωτές κοιλιές των πουλιών ευωδίαζαν φρεσκοχωνεμένο ρύζι και αγωνία σχιστομάτη κυνηγού των ελών δίπλα στη σπηλιά Χανκ Σον Ντονγκ. Αυτή ήταν η καλύτερη τοποθεσία της περιοχής για τα τερψιλάγνα στρουθία της ημερήσιας εισαγωγής, εξάλλου. Και πιο η υπέροχη μυρωδιά του καλοταϊσμένου έκπληκτου θηράματος που ετοιμαζόταν για ταξίδι.

Ακούμπησε τα στρουθία στον ξύλινο πάγκο από μασίφ Μεράντι – άλλο ένα είδος ξυλείας που προσδίδει απαράμιλλη μυρωδιά και υφή στο κρέας, κάτι σαν διεγερτικό ή παραισθησιογόνο – τα έτριψε ζωηρά και άρχισε να τραβάει ένα ένα τα χρωματιστά φτερά τους. Άκουγε τον κοφτό, συμπαγή ήχο του δέρματος τη στιγμή που ξεριζώνονταν τα σκληρά φτερά και ανατρίχιαζε. Όχι από οίκτο ή αηδία: από καθαρή ηδονή και κάτι που έμοιαζε με ειλικρινή, αγνό πόθο – μπορεί κι ευγνωμοσύνη.

Έπειτα βύθισε τα απογυμνωμένα κρέατα σε μια μαρμάρινη γούρνα γεμάτη παρθένο ελαιόλαδο αρωματισμένο με σπόρους κόκκινου γλυκού πιπεριού, πρώιμο λάιμ, φρέσκα φύλλα εστραγκόν και αποξηραμένο ισπανικό ρόζμαρι.

Τελειώνοντας το μαρινάρισμα, ξέπλυνε με λευκό γαλλικό κρασί – ημιαφρώδες προτιμούσε πάντα, από τους αμπελώνες της Βουργουνδίας ή του Λουξεμβούργου– άπλωσε τα μικροσκοπικά ορτύκια στο πήλινο σκεύος και πρόσθεσε τον αιματηρό χυμό των αγριομύρτιλλων νάνων που είχε μαζέψει από το δάσος της περιοχής εκείνο το μεσημέρι. Έβαλε το έδεσμα να μαγειρευτεί στον ξυλόφουρνο, που φρόντισε αμέσως να σκεπάσει με φύλλα τζαϊπουριανού μάνγκο και μπανανιάς από φυτά μετρίου μεγέθους, και σκούπισε τα χέρια της στην ολόλευκη ποδιά της.

Μπροστά της, στην μαντεμένια κατσαρόλα – είχε αδυναμία στα brut υλικά – των 45 εκατοστών, έβραζαν ήδη τρεις μικρές αστακοκαραβίδες. Ανασήκωσε το καπάκι και εισέπνευσε την τελευταία τους πνοή καθώς το νερό είχε μόλις αρχίσει να κοχλάζει. Παρατήρησε τα λεπτά ποδαράκια που αν είχαν φωνή θα τσίριζαν από πανικό και τις αλλόφρονες κεραίες που αδυνατούσαν να συλλάβουν τον φρικτό τους θάνατο. Χαμογέλασε τρυφερά στα θαλασσινά που ψυχορραγούσαν και ανακίνησε διακριτικά το μαγειρικό σκεύος. Δίπλα ακριβώς, περίμενε ο χωριάτικος τραχανάς από κάποιο ορεινό χωριό της Ελλάδας – Πέρα Γυναικόκαστρο λεγόταν, νομίζω, και ο χάρτης δεν το είχε καν – που με την τραχιά γεύση του θα αναδείκνυε εξαίσια τη γλύκα των τεθνεώτων θαλασσινών.

Άνοιξε το τσόχινο σακουλάκι και εισέπνευσε την υπόξινη μυρωδιά. Της θύμισε άρωμα στήθους λεχώνας. Πήρε μια χούφτα και την άπλωσε στον πάγκο από Μεράντι. Μούλιασε τα χέρια της σε ένα φλιτζάνι χλιαρό τσάι περγαμόντο και πατίκωσε ηδυπαθώς το υλικό μαζί με λίγο ψιλοαλεσμένο κιμά χοιρινού νούμπουλου, αρωματισμένου με δεκαεπτά διαφορετικά αφρικανικά μπαχάρια. Μετά έπλασε μια μικρή μπάλα και ακούμπησε το κατάπλασμα στο δεξί της μάγουλο.

Ένιωσε τη δροσιά της εύπλαστης μάζας να θεριεύει πάνω στο δέρμα της. Έκλεισε τα μάτια και απόλαυσε την επαφή. Η χούφτα της είχε άγγιγμα αιθέρων. Κάτι από την βελουτέ επιφάνεια της επιδερμίδας της μεταγγίστηκε στο υλικό και το έκανε να ανατριχιάσει, έτσι όπως ανατριχιάζει και αναδεύεται από μόνο του ένα μείγμα που ποτίζεται με μαγειρική σόδα ή ένα ανθρώπινο κορμί που αφήνεται στην ευχαρίστησή του.

Κατόπιν αποχωρίστηκε το κατάπλασμα και το κοίταξε να αλλάζει χρώμα μέσα στη χούφτα της. Έστυψε με βία το ωχρό ζουμί μέσα σε μια καινούρια μαντεμένια κατσαρόλα και το άφησε να σιγοβράσει μαζί με δέκα φύλλα μαυροδάφνης και μια μεγάλη κουταλιά μαύρο μέλι αραιωμένο σε απόσταγμα μαροκινού πορτοκαλιού. Κοιτώντας το μείγμα της σκέφτηκε πως η τρυφερότητα είναι ένα ένστικτο πολύ βαθύτερο από την λαγνεία και αυτός είναι ο λόγος που καταντά τόσο δύσκολο να βρεθούν ικανές μαγείρισσες – όπως και ερωμένες της προκοπής – στις μέρες μας.

Καθάρισε το πράσινο μήλο με τον κυνηγετικό σουγιά που της είχε χαρίσει παλιά ένας κάπως άξεστος εραστής απ’ το Παρίσι – ένα βουκολικό touch το ήθελε πάντα, ακόμα και στις πιο gourmet συνταγές της – και πέταξε τη λευκή σάρκα στα σκουπίδια χωρίς να την λυπηθεί. Πήρε στα χέρια της τις φλούδες και θαύμασε την ψιλοκομμένη μεμβράνη που αναριγούσε απαλά σαν να φοβόταν. Μάζεψε προσεκτικά με την άκρη του σουγιά τις δροσοσταλίδες που ανέβλυσαν στην επιφάνεια της φλούδας και πρόσθεσε το υλικό στο υγρό του τραχανά που σιγόβραζε δίπλα. Τρεις πρέζες μαύρης ζάχαρης και ένα κουταλάκι ινδικού κάρι με άρωμα γιασεμί προστέθηκαν στο μείγμα και έδωσαν το χρυσοκόκκινο χρώμα που σχεδίαζε από την αρχή της διαδικασίας.

Μία ώρα αργότερα, πάνω στο λευκοντυμένο ρουστίκ τραπέζι του σαλονιού, ανάμεσα σε μασίφ ασημένια μαχαιροπίρουνα, λευκά κεριά και φρεσκοκομμένα λουλούδια, σερβίρονταν ένας μακρόστενος μεταλλικός δίσκος φορτωμένος μέχρις εσχάτων. Στο κέντρο τα ορτύκια έμοιαζαν με λεπτομέρεια από πίνακα αχόρταγου ζωγράφου που αγαπούσε την Αμάλθεια. Ολόγυρά τους δέσποζαν χοντροκομμένα φρούτα ξηροί καρποί, λόγχες άγριας φτέρης και μερικές ατάσθαλες ίνες μπαμπού, πνιγμένες στην βαθυκόκκινη σάλτσα από τα μύρτιλα και πιο κει το γλυκασμένο πουλίσιο λίπος που έμοιαζε με παχύρρευστη κομπόστα. Στα αριστερά μια άλλη πιατέλα με τις τρεις αστακοκαραβίδες λουσμένες στο σιρόπι του μήλου και του χαϊδεμένου τραχανά ευωδίαζαν τρυφερότητα και αλλοφροσύνη. Η μελωμένη σάλτσα, σαν σιρόπι καραμέλας αλλά σαφώς πιο υπαινικτική, έγλυφε τα μαλακά κελύφη. Στις κρυστάλλινες κανάτες τα κρασιά περίμεναν τη σειρά τους στη σωστή θερμοκρασία. Το ψωμί που προοριζόταν να συνοδέψει το συμπόσιο άχνιζε κατάμαυρο μέσα σε ένα βαθύ χωριάτικο πανέρι.

Ο συνδυασμός εκλεπτυσμένων σκευών με τραχιά υλικά, φαινομενικά αταίριαστης αισθητικής, ήταν το μυστικό της γούστο. Κοίταξε το τραπέζι μια τελευταία φορά και αναστέναξε ικανοποιημένη.

Κοίταξε έξω από το παράθυρο. Τα φώτα της Μεδίνας είχαν ανάψει. Στο βάθος το τέμενος του Προφήτη διακρίνονταν σαν γιγάντια σκιά. Οι ελάχιστοι περαστικοί μουσουλμάνοι έμοιαζαν με κουρδισμένα παιχνίδια. Πάντα τους έβρισκε αστείους, χωρίς να καταλαβαίνει γιατί. Μια αύρα παλιάς όασης διαπέρασε τη γάζα της κουρτίνας και γέμισε το δωμάτιο σαν αναπνοή.

«Είναι μέγα προνόμιο να έχεις κάποιον που να του σερβίρεις το φαγητό που μαγείρεψες απλώς και μόνο επειδή είχες όρεξη να μαγειρέψεις. Ειδικά αν μαγειρεύεις καλά και αν πεινάει αρκούντως», σκέφτηκε εισπνέοντας τη φρεσκάδα της νύχτας.

«Le Maître est servi», μονολόγησε, και χώθηκε στον πέτρινο διάδρομο με τις δάδες λαδιού αφήνοντας το σαλόνι άδειο, με το τζάκι αναμμένο και το φαγητό να αχνίζει μαλακά μέχρι να έρθει η ώρα.

Αόρατη Ομορφιά

d4277-staxtes-bottom_b(Κείμενο που δημοσιεύτηκε στις Στάχτες στις 23 Σεπτεμβρίου 2015)

Γνωριστήκαμε ένα απόγευμα που ήρθε στο κομμωτήριο που δουλεύω να αφήσει ένα πακέτο. Εκείνη τη στιγμή κατέβαζα ρολά, δεν περίμενα κόσμο. Υπέγραψα την απόδειξη της μεταφορικής και παρέλαβα τα νέα δείγματα χρωμοσαμπουάν και τις χτένες. Με ρώτησε τι σήμαινε το όνομα του μαγαζιού: Κομμωτήριο η Αόρατη Ομορφιά. Του εξήγησα πως ονομάστηκε έτσι επειδή οι γυναίκες που χτενίζονταν σε μας ανακάλυπταν για πρώτη φορά την κρυφή ομορφιά τους. Μια ομορφιά που δεν ήξεραν καν πως υπήρχε πάνω τους, εμείς όμως είχαμε τον τρόπο να την αναδείξουμε και να τους αλλάξουμε τη ζωή. Φάνηκε να διασκεδάζει με την απάντησή μου και με ρώτησε αν ήθελα να με συνοδέψει ως το σπίτι μου. Δέχτηκα επειδή τον βρήκα συμπαθητικό και επειδή ήμουν τρομερά κουρασμένη.
Παρόλο που περίμενα ένα βαν με λογότυπο κούριερ, το αυτοκίνητό του ήταν μια συλλεκτική Κάντιλακ. Βγήκαμε στην παραλιακή. Οδηγούσε γρήγορα. Δίπλα μας ένα ακίνητο ηλιοβασίλεμα έστεκε κολλημένο σαν διαφημιστική αφίσα. Τον ρώτησα πώς γινόταν να τρέχουμε με εκατό και η σκηνή του ηλιοβασιλέματος να μην κινείται. Γέλασε και επιτάχυνε. Το ηλιοβασίλεμα δίπλα στην ακρογυαλιά δεν μετακινήθηκε ούτε χιλιοστό κι ας μετρούσαν τα χιλιόμετρα. Ταξιδεύαμε μέσα σε ένα πόστερ. Στον ουρανό δεν πετούσαν καν πουλιά. Σκέφτηκα πως αν κάναμε πρόβα για διαφήμιση ταξιδιωτικού γραφείου με σπέσιαλ πακέτα τουριστικών προορισμών το ντεκόρ θα ήταν σίγουρα κάτι τέτοιο.

«Σε πειράζει να κάνουμε μια στάση στο καθαριστήριο;», με ρώτησε κάτω από ένα ακίνητο μωβ σύννεφο.

Δεν με πείραζε και του το είπα. Εξάλλου στο σπίτι δεν με περίμενε κανείς. Σταματήσαμε μπροστά από ένα κατάστημα με μια ασπρόμαυρη επιγραφή: Στεγνοκαθαριστήριο Το Πεπρωμένο. Το ηλιοβασίλεμα διαδέχτηκε στο οπτικό μας πεδίο μια πλαγιά γεμάτη κέδρους και κυπαρίσσια. Πάλι σε στυλ αφίσας. Ο ουρανός είχε σκοτεινιάσει κάπως, αλλά και πάλι η ορατότητα ήταν ικανοποιητική. Ο αέρας μύριζε λακ και λουλάκι. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο μου ήρθε όρεξη για γρανίτα φράουλα – ίσως επειδή στο στόμα μου είχα μια γλυκόπικρη γεύση, αλλά δεν μίλησα. Έκρινα πως δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή.
Κατέβηκε, μου άνοιξε την πόρτα και με περίμενε να βγω. Μπήκαμε μέσα και καλησπέρισε τον χοντρό Μεξικάνο πίσω από το ταμείο. Ζήτησε τα ρούχα μιας κυρίας Τζουν και του έδωσε την απόδειξη. Ο Μεξικάνος πάτησε ένα κουμπί και οι κρεμάστρες με τα καθαρά άρχισαν να στροβιλίζονται πάνω από το κεφάλι του. Όταν έφτασε στον σωστό αριθμό ξεκρέμασε ένα ταγιέρ στο χρώμα που έχει το τσόφλι του αυγού και το έτεινε στον συνοδό μου.
Παρατήρησα πως ενώ όλα τα ρούχα ήταν καλυμμένα με πλαστικό, σε μια κρεμάστρα υπήρχε ένα κόκκινο φόρεμα χωρίς περίβλημα. Γυμνό ύφασμα. Ο Μεξικάνος έπιασε το βλέμμα μου και με ρώτησε αν μου αρέσει. Είπα πως ναι και αναρωτήθηκα γιατί ήταν ξεσκέπαστο.

«Το άφησε πριν εκατό χρόνια μια πελάτισσα εδώ», είπε, «και δεν πέρασε ποτέ να το πάρει. Σας το χαρίζω».

Κατευθύνθηκα προς το πίσω μέρος της ηλεκτρικής κρεμάστρας που εκτελούσε και χρέη παραβάν σε περιπτώσεις σαν την δική μου. Έβγαλα τη στολή μου και φόρεσα αμέσως το κόκκινο φουστάνι. Κατόπιν κρέμασα τη στολή μου στην κρεμάστρα του φορέματος, βγήκα στο διάδρομο και επιστρέψαμε στο αμάξι του.
Όταν φτάσαμε στο σπίτι μου με ρώτησε αν μπορούσε να ανέβει για έναν καφέ. Δέχτηκα αμέσως παρότι οι νυχτερινές επισκέψεις αγνώστων δεν ήταν ποτέ στις συνήθειές μου. Με αυτόν όμως ένιωθα διαφορετικά. Ήταν σαν να επρόκειτο για το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο.
Μπαίνοντας στο σαλόνι είδα πως οι φίλοι μου, ο Έηπριλ, ο Μαρτς και Όγκουστ είχαν στήσει μια αυτοσχέδια σκηνή όπου έπαιζαν μουσική. Το σαλόνι ήταν αγνώριστο. Από παντού κρέμονταν χάντρινες κουρτίνες. Στο φως των προβολέων τα κρυσταλλάκια τους γυάλιζαν παρανοϊκά. Όλα ήταν παραισθητικά ωραία.
«Τι μουσική! Θέλεις να χορέψουμε;», με ρώτησε ο συνοδός μου.
«Δεν ξέρω να χορεύω τανγκό», παραδέχτηκα.
Σα να μην άκουσε την απάντησή μου δίπλωσε τα δάχτυλά του γύρω από τον αγκώνα μου και με τράβηξε στο κέντρο του δωματίου. Αρχίσαμε να χορεύουμε ένα σπαρακτικό τανγκό και τότε ανακάλυψα πως ήμουν εξαιρετική χορεύτρια. Ήξερα όλα τα βήματα και μάλιστα κινούμουν με αξιοσημείωτο πάθος. Όπως και ο συνοδός μου.
Χορέψαμε μέχρι να τελειώσει το τραγούδι και κλείσαμε τη βραδιά της συνάντησής μας με ένα μακρόσυρτο αργεντίνικο φιλί. Έφυγε με τον ίδιο απλό τρόπο που είχε έρθει και πάλι όλα φάνταζαν απολύτως φυσικά.
Την επόμενη μέρα πήγα στη δουλειά με το καινούριο μου κόκκινο φόρεμα, αποφάσισα να βάψω το κομμωτήριο ροζ και να βάλω στην είσοδο του μαγαζιού ένα μηχάνημα για γρανίτα.

*
©Μαρία Πετρίτση

Fahrenheit

bibliotheque31(Κείμενο που δημοσιεύτηκε στην Bibliotheque στις 14 Ιουλίου 2015)

 
Με στεναχωρούν οι άνθρωποι που αυτοφωτογραφίζονται. Κάτι από τη μοναξιά της κίνησής τους μου ραγίζει το χαμόγελο σαν γυαλάκι, και σκαρφαλώνει στο λαιμό μου από τα τρίσβαθα μιας ανάμνησης που δεν καταφέρνει να αναδυθεί με σαφήνεια και θάρρος. Ούτε σαν απόγνωση ούτε σαν συγκεκριμένο γεγονός εμφανίζεται μπροστά μου η ανάμνηση αυτή. Απλώς με παραλύει καθολικά όταν κάτι από τα πράγματα καταφέρνει και χτυπά μια μυστική, ευαίσθητη χορδή μου που της μοιάζει.
 Μερικές φορές το κάνω κι εγώ – βγάζω φωτογραφίες τον εαυτό μου. Με στεναχωρώ κι εγώ, όπως όλοι οι άλλοι. Οι άνθρωποι δεν διαφέρουν μεταξύ τους στα βασικά, και αυτό είναι τόσο ανακουφιστικό όσο και παράδοξο. Κάτι τέτοιες λεπτομέρειες, όμως, ομολογώ, δεν κατάφεραν ποτέ να ξεσηκώσουν μέσα μου κάτι ισχυρό, διαφωτιστικό ή έστω και ελάχιστα σημαίνον.
 Ένα βράδυ ονειρεύτηκα φωτογραφίες. Πολλές φωτογραφίες, έγχρωμες κι ασπρόμαυρες, στοιβαγμένες μέσα σε ένα λευκό χαρτονένιο κουτί από γλυκά ή γάντια. Δεν ξέρω πώς γίνεται το ίδιο κουτί να μπορεί να φιλοξενήσει δυο πράγματα τόσο ετερόκλητα, νομίζω όμως πως η αίσθηση ενός ζευγαριού γαντιών σε χρώμα ροζ παστέλ ανάμεσα σε πολλούς μικρούς λευκούς κουραμπιέδες, λερωμένα από ζάχαρη άχνη και αρωματισμένα με μυρωδιά ροδόνερου, μου χρωμάτισε το όνειρο με μια εσάνς γλυκιάς, ρομαντικής μελαγχολίας σαν αυτή που νιώθουν τα νεαρά κορίτσια όταν κοιτάζουν περιοδικά μόδας ή νυφικά, που μετά από χρόνια θα προβάρουν μπροστά στον καθρέφτη μιας επιδέξιας μοδίστρας που θα τους διορθώνει με βελόνα και κλωστή το μπούστο, την αναπνοή, το ξεχείλισμα της καρδιάς τους.
 Εκείνη τη νύχτα οι φωτογραφίες μου ξεχείλιζαν αγάπη και μυρωδιά Φαρενάιτ. Και γελούσαν λίγο μεθυσμένες καθώς έπιναν κάπως περισσότερο ροζέ. Δεν είναι ν’ απορεί κανείς για το πώς γίνεται να πίνουν κρασί και να γελούν οι φωτογραφίες των ονείρων του. Αρκεί να σκεφτεί πως μέσα τους είναι φυλακισμένες στιγμές από ζωές, ήχοι από φωνές και χρώματα από βλέμματα που κάποτε συνόψιζαν όλες τις γραμματικές του κόσμου και τίποτε δεν μπορούσε να αμφισβητήσει τα γούστα, τη γεύση και τη διατύπωσή τους.
 Μετά, οι φωτογραφίες μου είπαν «Βάλε μας στη σειρά», κι εγώ τις έβαλα τη μία δίπλα στην άλλη. Η καλύτερή μου, όπως οι κάρτες ποδοσφαιριστών που κάνουν συλλογή τα παιδιά στην Στ’ Δημοτικού, ήταν μια δική σου. Ήταν εκείνη που στεκόσουν πλάτη στο φακό και μου έλεγες, χωρίς να μιλάς, «Μπράβο που σκότωσες το θηρίο, το είχα βάρος στη συνείδησή μου, αλλά τώρα είμαστε καλά».
Αναρωτήθηκα πώς γινόταν και οι φωτογραφίες είχαν συγκεκριμένη φωνή, παρότι λίγο νωρίτερα δεν είχα αναρωτηθεί για τις αλκοολικές τους τάσεις, αλλά μετά κατάλαβα πως στα όνειρα όλα επιτρέπονται και πως μερικά πράγματα συμβαίνουν αναγκαστικά.
 Αν δεν την ακούω ούτε κει τη φωνή σου, κατάλαβα, δεν θα την ακούω πουθενά, και αυτή η ιδέα μου φάνηκε αβάσταχτη, πόνεσε η ψυχή μου – ναι, γίνεται να πονάει μια ψυχή – και τότε ένιωσα μια τεράστια ευγνωμοσύνη για τον ύπνο που μας πλέκει όνειρα κι έτσι μέσα από αυτά μπορώ να κοιτάζω παλιές φωτογραφίες σου με φωνή, γεύση και προτιμήσεις, και να ακούω ξανά ένα μπράβο από το στόμα σου που μιλάει όπως θυμάμαι μόνο εγώ, λατρευτικά κι απόλυτα, και με μια φωνή που μυρίζει Φαρενάιτ.