80 νύχτες αιώρησης

Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις bibliotheque σε όλα τα καλά βιβλιοπωλεία 

cover 80 nyxtes

The Three Wishes

threewishes1

 

Όλες οι ιστορίες από τις  staxtes

Όλες οι ιστορίες από την Bibliotheque

 

 

 

 

 

 

Μια βόλτα

(Κείμενο που δημοσιεύτηκε στην Bibliotheque στις 11 Μαρτίου 2018)

Ξέρεις τι ονειρεύομαι;
Μια βόλτα στο Ντιτρόιτ. Νύχτα. Ανάμεσα σε έρημα κτίρια και άδειους δρόμους.
Μια βόλτα ανατριχιαστική.

Εκεί που τα φανάρια αναβοσβήνουν ακόμα από μόνα τους, μιας και φεύγοντας δεν σκέφτηκε να τα σβήσει κανένας.
Και που στις γωνίες των τετραγώνων εμφανίζονται απρόβλεπτα κάτι άγρια πουλιά.

Να κοιτάζω μέσα σε σκοτεινά παράθυρα και να βλέπω σκονισμένα έπιπλα, πατώματα με ρωγμές, αράχνες στα ταβάνια.
Παλιές φωτογραφίες στους τοίχους και κουζινικά σκεύη πεσμένα στο πάτωμα, κάτω από την επιμονή μιας γάτας ή ενός ποντικού που έψαχνε πώς να τραφεί.
Μπορεί και κάποιο ρουχαλάκι παιδικό ή μια σχισμένη αρβύλα.
Κάτι με αναμνήσεις, τέλος πάντων, που να καταφέρει να με κάνει να συγκινηθώ.

Να μπαίνω σε εγκαταλελειμμένα εργοστάσια ζάχαρης και να τρίζουν οι σόλες των παπουτσιών μου.
Να απολαμβάνω το κριτς! της πατούσας σε ολόκληρο το σώμα μου και να εισπνέω τη μούχλα της κλεισούρας και μιας παλιάς γλυκύτητας που έμεινε εκκρεμής.
Να νιώθω ευγνωμοσύνη.

Θα μου άρεσε να περπατάω μπροστά σε βικτωριανά σπίτια με δαντελωτά κουρτινάκια και ξύλινα κατώφλια. Κάπως τρομακτικά.
Και σε χωράφια άσπαρτα, γεμάτα ζώα που δεν ζητάνε και πολλά για να επιβιώσουν.
Να καπνίζω με την πλάτη κολλημένη σε μια κολώνα ηλεκτροδότησης και να διαβάζω τα σχισμένα αποκόμματα των εφημερίδων που κάποτε κόλλησαν κατά λάθος στην πίσσα του κορμού της.
Που περιγράφουν τα νέα μιας πολύ παλιάς εποχής. Που προειδοποιούν για κάτι που έχει ήδη παρέλθει

.
Θα μου άρεσε να διακρίνω τα φώτα μιας διπλανής πόλης πιο μακριά, και στο σημείο όπου ο μαύρος ορίζοντας θα βάφεται πορτοκαλί.
Να βάλω σημάδι για να ξέρω πως κάπου εκεί η μοναξιά έχει κατά προσέγγιση υποστεί τα όριά της.

Κλείσε τα γιαπωνέζικα μάτια σου τώρα, και δες τι εννοούσα.

 

Όνειρο που φεύγει είν’ η ζωή

 

(Κείμενο που δημοσιεύτηκε στις staxtes στις 22 Μαρτίου 2018)

Εκείνη την ημέρα, καθώς ανέβαινε τις σκάλες του μετρό, διαπίστωσε πως έβγαινε σε μια άδεια πόλη. Ήταν μόνη της. Στο χέρι της κρατούσε ένα μαύρο τηλέφωνο, από κείνα τα παλιά με το στρογγυλό καντράν και τα λευκά νούμερα. Χωρίς καλώδιο.

Το άφησε στο πεζοδρόμιο και άρχισε να περπατά στην άσφαλτο – γύρω της η πόλη έμοιαζε με σταματημένο καρέ. Καμία κίνηση, κανένας ήχος. Ούτε καν τα σύννεφα δεν πετούσαν στον ουρανό. Έκανε λίγα βήματα και τότε είδε μπροστά στα πόδια της μια διάφανη πλαστική σακούλα με νερό. Στο πάνω μέρος ήταν δεμένος ένας χοντρός κόμπος. Μέσα κολυμπούσαν δύο ψάρια. Της φάνηκαν κάπως υπερτροφικά για να προέρχονται ή να προορίζονται για κάποια γυάλα, δεν ήταν καν χρυσόψαρα. Τα άφησε εκεί και περπάτησε κι άλλο.

Συνέχισε να προχωρά μέχρι που είδε το κτίριο του Σιδηροδρομικού Σταθμού.

Σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε το μεγάλο ρολόι. Ήταν σταματημένο στις 3. Παρατήρησε πως στα πλάγια του, δεξιά κι αριστερά, υπήρχαν δύο μεγάλα φτερά. Της ήρθαν στο νου τα Φτερά του Έρωτα, αλλά πέρα από αυτή τη σκέψη τίποτε περισσότερο δεν παρέπεμπε στην ταινία. Στον ουρανό τα σύννεφα είχαν ζωντανέψει και τώρα έτρεχαν σε γρήγορη κίνηση προς το βορρά. Μπήκε στο σταθμό και κατευθύνθηκε προς το βάθος.

Στο τέλος του διαδρόμου, εκεί που ήταν η καφετέρια, είδε τον Tom Waits και τον τον Iggy Pop που έπιναν burbon και καφέ. Κάπνιζαν στριφτά τσιγάρα, στο τραπέζι έχασκε ανοιχτός ένας καπνός Drum κι ένας zippo, και γύρω τους κανείς.

Ήξερε πως η σκηνή ήταν από την ταινία του Jarmusch, Coffee & Cigarettes. Η μόνη διαφορά ήταν πως η εικόνα τους ήταν παραμορφωμένη, έτσι όπως παραμορφώνεται καμιά φορά στο σινεμά η κόπια και τη βλέπεις να βγάζει όξινες μπουρμπουλήθρες στην οθόνη, και να τρυπάει, να καίγεται, να λιώνει.

Έμπορος παραμυθιών

(Κείμενο που δημοσιεύτηκε στην  Bibliotheque  στις 10 Ιανουαρίου 2018)

Σκέφτηκα ένα καινούριο επάγγελμα. Έμπορος παραμυθιών. Είναι αυτός που κατασκευάζει παραμύθια στα μέτρα πελατών που γνωρίζει πως θα τα αγοράσουν επειδή τα χρειάζονται, όπως χρειαζόμαστε κάθε προϊόν που φροντίζουμε να αποκτήσουμε.
Είναι συστηματικός και εφευρετικός. Έχει συγκεκριμένο προφίλ πελατείας που επιλέγει προσεκτικά, και του εξασφαλίζει επιτυχία και εγγυημένη κατανάλωση.
Φτιάχνει λοιπόν ο έμπορος sur mesure τα παραμύθια των επίλεκτων πελατών του, τους τα πουλάει, εκείνοι τα πληρώνουν πάντα ακριβά (είναι δύσκολη και χρονοβόρα δουλειά η κατασκευή προσωπικών παραμυθιών) και τα ευχαριστιούνται μέχρι να φτάσουν στην ημερομηνία λήξης τους (όπως κάθε εμπορικό προϊόν που σέβεται τον εαυτό του και τον καταναλωτή του).
Τα παραμύθια αυτά είναι εφήμερα σαν όνειρα, αλλά λιγάκι πιο ζωντανά και αληθοφανή, θα έλεγε κάποιος που χρυσοπλήρωσε και απόλαυσε τη συγκίνηση μιας τέτοιας εμπειρίας.

There is no Santa Claus

(Κείμενο που δημοσιεύτηκε στις Staxtes στις 30 Νοεμβρίου 2017)

Υπάρχει ένας αλάθητος τρόπος να καυτηριάζεις μια πληγή, ένα συναίσθημα, μια έξη.

Στη διαδικασία αυτή, η δυσφορία είναι φυσικά αναμενόμενη: καμία χειρουργική επέμβαση δεν έχει πλάκα.

Όταν όμως πρόκειται για θέμα ζωής ή θανάτου, σαφώς προτιμάς να διασχίσεις έναν κάμπο με αγκάθια παρά να περιμένεις να βγουν τα φίδια να σε φάνε.

Ο τρόπος αυτός είναι μάλλον απλός ως προς τη σύλληψή του.

Το άρρωστο «κάτι» συνήθως χτυπιέται καλύτερα με τα δικά του μέσα.

Η πληγή χτυπιέται με νυστέρι που την σκάβει λίγο περισσότερο για να την καθαρίσει.

Το συναίσθημα παλεύεται με τα τραγούδια/μέρη/λόγια/εικόνες που το έχτισαν και το συνόδευαν όσο διαρκούσε αμφίπλευρα το πάθος (τόσο ώστε να γίνεις αναίσθητος σε αυτά).

Και η έξη χρειάζεται μια νέα έξη για να αποδομηθεί, και σιγά σιγά να σβήσει.

Είναι σκληρό να πρέπει κάποιες φορές να αποχωρίζεσαι αιφνιδίως πράγματα, καταστάσεις και ανθρώπους που έχεις αγαπήσει βαθιά.

Οι ανθρώπινες σχέσεις όμως, ενέχουν πάντοτε τον κίνδυνο της ανατροπής. Της διάψευσής τους.

Κανένας βέβαια δεν το σκέφτεται αυτό όταν τις εγκαινιάζει.

Όπως οι έφηβοι και οι νεαροί, έτσι και οι ερωτευμένοι οικειοποιούνται το αίσθημα – ή έστω την εντύπωση – της αθανασίας.

Οι νέοι έχουν την ωραία ψευδαίσθηση πως είναι αθάνατοι σωματικά και ψυχικά, και οι ερωτευμένοι πως η σχέση τους είναι μοναδική, και ποτέ δεν θα λήξει.

Είναι όμορφοι οι θιασώτες του ανέφικτου, ακριβώς επειδή προσδίδουν – έστω και προσωρινά – ένα ανθρώπινο πρόσωπο στις κατεξοχήν απάνθρωπες καταστάσεις: στο χρόνο που περνά και στην φθορά των πάντων.

Διασκεδάζουν τις εντυπώσεις όσων σοφότερων πέρασαν ήδη από εκεί και γνωρίζουν όσα αυτοί αρνούνται να πιστέψουν.

Ενίοτε, τους βοηθούν να παραβλέψουν, ή έστω να λησμονήσουν για λίγο την ματαιότητα της ύπαρξης και να τοποθετηθούν μέσα σε ένα δανεικό ιδανικό πλαίσιο, που ναι μεν δεν τους ανήκει οριστικά, από την άλλη όμως επιδρά ανακουφιστικά, και τους ανανεώνει.

Με την ίδια λαχτάρα και θαυμασμό που ένας γέροντας κρατά στα πόδια του και χαίρεται με ένα μωρό παιδί που του χαμογελά και του μεταδίδει κύματα ζωής και διάρκειας που στην ουσία ο ίδιος δεν έχει , οι ενήλικες επωφελούνται από την έξαψη των νεαρών που θεωρούν πως είναι μοναδικοί και άτρωτοι σε αυτό τον κόσμο. Και αυτό, όχι μόνον όσον αφορά στις ανύπαρκτες ακόμη ρυτίδες τους ή τα ακόμη δροσερά τους χείλη, αλλά και στο εύρος και στην ισχύ των αισθημάτων τους, που τα χειρίζονται και τα επιδεικνύουν ως αναλλοίωτα και μοναδικά στην πλάση.

Τα παραμύθια είναι όμορφα, ποτίζουν τις ψυχές και διευκολύνουν τον ύπνο των δικαίων.

Όσο μεγαλώνουμε και χάνουμε αναγκαστικά και εκ των πραγμάτων την πίστη μας σε αυτά,

τόσο θεριεύει μέσα και γύρω μας ο κίνδυνος της αναπόφευκτης ξηρασίας.

Όμως σε περιστάσεις σαν αυτήν τα λόγια είναι μάταια, περιττά, και λίγα.

Και τούτο εδώ το κείμενο γράφτηκε ένα φθινοπωρινό απόγευμα σε μια βόρεια πόλη με βροχή, μόνο και μόνο για να επιχειρήσει να παραπονεθεί διακριτικά, να βγάλει λίγη πίκρα απέναντι στις προτετελεσμένες διαδρομές που υποχρεούνται να διανύουν όλα τα πράγματα του κόσμου.

*

©Μαρία Πετρίτση

Paradise Circus

(Κείμενο που δημοσιεύτηκε στην Bibliotheque στις 30 Νοεμβρίου 2017)

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα φαγοπωλείο που έμοιαζε με τσίρκο. Οι σερβιτόροι φορούσαν στολές θηριοδαμαστών και οι σερβιτόρες έμοιαζαν με ακροβάτριες. Στην κουζίνα οι κατσαρόλες ήταν μαγικά καπέλα και στα ράφια τα κρασιά ήταν φυλαγμένα σε δοκιμαστικούς σωλήνες. Οι πελάτες φορούσαν εντυπωσιακά ρούχα και φανταχτερά κοσμήματα, που έβρισκαν στο βεστιάριο της εισόδου δωρεάν.

Παντού υπήρχαν καθρέφτες, πολύχρωμα φωτάκια, κεριά, βελούδινα μαξιλάρια, σημαιάκια, τροχοί της τύχης, καρουσέλ και κρυστάλλινες σφαίρες. Οι μουσικοί κυκλοφορούσαν σαν σαλτιμπάγκοι ανάμεσα στα τραπέζια χορεύοντας και παίζοντας φλογέρα, ντέφι και βιολί. Η τραγουδίστρια, μια όμορφη κοπέλα με αφόρητα γλυκό βλέμμα και λαχταριστό κορμί, τους ακολουθούσε ημίγυμνη, χαρίζοντας λουλούδια στους πιο γοητευτικούς πελάτες. Πότε πότε έκανε ακροβατικά παίζοντας με τις κλωστές που έδενε σφιχτά στα χέρια της, και δίπλωνε το σώμα της σαν λάστιχο αποφεύγοντας με κομψούς ελιγμούς τις μύτες των μαχαιριών που οι μουσικοί εκτόξευαν επιτήδεια προς το μέρος της.

Στην ξύλινη σκάλα έπεφτε ένα διάφανο πέπλο που χώριζε τη σάλα από τα καμαρίνια των ζογκλέρ, που έμοιαζαν με κλόουν, και ήταν κοντοί σαν νάνοι. Όταν το φαγοπωλείο γέμιζε κόσμο, οι ζογκλέρ έβγαιναν όλοι μαζί και αντάλλασσαν μεταξύ τους καθαρά και βρώμικα πιάτα και ποτήρια, χωρίς κανείς να καταλαβαίνει για πότε βρίσκονταν από το τραπέζι στην κουζίνα και τούμπαλιν.

Στο μενού υπήρχαν πιάτα σπάνιων γεύσεων, φτιαγμένα με μυρωδικά και εξωτικά μπαχάρια, και τα ποτήρια εκτός από ζεστό ρουμπινί κρασί γέμιζαν και με πολύχρωμα μεθυστικά κοκτέηλ. Στο φαγοπωλείο δεν σερβίρονταν ποτέ πιάτα με κρέας, και αυτό ήταν το μοναδικό σημείο όπου η ιδιοκτήτρια, που υπεραγαπούσε τα ζώα, διαχώριζε τη θέση της από το κλασικό σαρκοβόρο τσίρκο έτσι όπως το ξέρουμε ή το έχουμε ακούσει.

Η μαγεία και η παραξενιά του τσίρκου-φαγοπωλείου έφερνε ευφορία και χαλάρωση στους πελάτες, που αργά τη νύχτα μεταμορφώνονταν στους αγαπημένους τους ήρωες και ζούσαν δικές τους στιγμές. Άλλοι προτιμούσαν τις παιδικές σκηνές και άλλοι έβρισκαν την ευκαιρία να πραγματοποιήσουν τις πιο ενήλικες φαντασιώσεις τους. Όλοι έφευγαν λίγο πριν χαράξει, ευχαριστημένοι και απαλλαγμένοι, έστω και προσωρινά, από το άγχος της καθημερινής τους ταυτότητας.

Οι γείτονες αγνοούσαν την ύπαρξη του μαγικού φαγοπωλείου, στο οποίο μπορούσε κανείς να βρεθεί περνώντας μέσα από μια μυστική πόρτα, χτισμένη στο πίσω μέρος ενός μπακάλικου. Μόνο οι ιδιοκτήτες του μαγαζιού γνώριζαν την ύπαρξη του μυστικού περάσματος, και οι αφοσιωμένοι πελάτες που, κυρίως τα Σάββατα, αφού πρώτα ψώνιζαν τα τσιγάρα και την τεκίλα τους από τον γλυκομίλητο μπακάλη, κατέβαιναν τα σκαλιά του μαγικού φαγοπωλείου, με τον ίδιο τρόπο που η Αλίκη είχε γλιστρήσει παλιότερα στην είσοδο της Χώρας των Θαυμάτων.

Το φαγοπωλείο αυτό λειτουργούσε επί χρόνια στην ίδια γειτονιά, και ήταν μοναδικό στο είδος του. Ακούγονται ιστορίες πολλές για όλα αυτά τα χρόνια που χάρισε στους πελάτες του χαρά και μαγεία, αλλά αυτές τις ανακαλύπτει κανείς τυχαία, κρυφακούγοντας από το διπλανό τραπεζάκι σε ένα αδιάφορο συνοικιακό καφέ. Έτσι μαθαίνει πολλά, μέσα από διηγήσεις τρίτων που σύχναζαν κάποτε εκεί, και σήμερα το αναπολούν με την τρυφερή νοσταλγία θεατή περιπλανώμενου τσίρκου που μέσα σε λίγες μέρες μάζεψε τις σκηνές και τα καμαρίνια του κι έφυγε για άλλη πόλη.

 

Ένα γδαρμένο γόνατο

-Συνταγές μαγειρικής για πορτοκαλόπιτα, κόκορα κρασάτο, μουχαλεμπί, χταποδάκι στιφάδο, κιουνεφέ, μουσταλευριά, σάντουιτς. Συνταγές επιτυχίας στον έρωτα, στις φιλίες, στα επαγγελματικά, στα οικονομικά ζητήματα. Συνταγές ευτυχίας. Συνταγές τυφλοσούρτες. Λάθος ή σωστές. Κι ο καιρός περνά, κι εμείς μεγαλώνουμε ζώντας τη ζωή που ξέρουμε – ή μαθαίνουμε – να ζούμε.

-Πριν κάτι μέρες άκουσα το αγαπημένο μου κομμάτι του John Cale, το «Dying on the vine», και ο νους μου ξαναγύρισε σε μια παλιά εποχή που πλέον θητεύει στο σούρουπο ενός τρυφερού τοπίου μεγάλων προσδοκιών που έμειναν από λάστιχο. Η μουσική τιμά το μεγαλείο της νοσταλγίας. Ουαί κι αλίμονο – η μουσική ξέρει.

-Η αφοσίωση που επιλέγουν να μας αφιερώσουν οι άνθρωποι είναι ανάλογη της αδιαφορίας με την οποία είναι ικανοί να μας αντιμετωπίσουν εάν κάποιο κοινό πάθος σταματήσει να λειτουργεί ως όχημα για έναν προορισμό όπως τον σχεδίαζαν. Εμείς, επίσης. Δόξα και τιμή στην ισορροπία της ανταποδοτικότητας.

-Ελάχιστα πράγματα είναι πιο ευχάριστα από το να μαγειρεύεις μαζί με αγαπημένους σου ανθρώπους.

-Θα ήθελα να γυρίζει ταινίες ο Λάνθιμος κάθε μήνα. Και να βγάζει δίσκο η Λένα Πλάτωνος. Και βιβλίο ο Ευγένιος Αρανίτσης. Χρόνια το λέω αυτό, και γνώμη δεν αλλάζω. Και μετά μου λένε πως είμαι κυκλοθυμική.

-Κέρκυρά μου, λατρεμένη μου, φέρε μια καταιγίδα. Γονάτισέ μας ξανά με τα χαρτιά που κρύβεις στο μανίκι σου.

-I guess that I miss you, I guess I forgive you, I’m glad you stood in my way. Τι ωραίοι στίχοι.

-Ο έρωτας με έρωτα περνάει, λέει η λαϊκή σοφία. Οι φοβίες, άραγε, ομοίως;

-Χθες βράδυ ονειρεύτηκα πως παντρευόμουν ένα φίλο μου, που στην πραγματικότητα ουδέποτε με συγκίνησε ερωτικά, κι ενώ τον παντρεύτηκα άλλαξα γνώμη και κατέληξα να ξαναπαντρεύομαι την ίδια μέρα κάποιον άλλον, χρησιμοποιώντας την ίδια ασημένια βέρα. Όταν την έβγαλα από το δάχτυλό μου για να δω τι έλεγε μέσα, διαπίστωσα πως έγραφε το όνομα ενός αγνώστου, που είχε πουλήσει τη βέρα του επειδή δεν την χρειαζόταν πια. Αναρωτήθηκα τι είδος ανθρώπου πουλάει τη βέρα του επειδή δεν την θέλει άλλο. Μετά, έτρεξα να φωτογραφηθώ ανάμεσα σε δύο Γιαπωνέζες νύφες που παντρεύονταν ταυτοχρόνως σε ένα πάρκο. Αυτές φορούσαν ολόλευκα νυφικά, εγώ τα γνωστά μαύρα ρούχα μου. Είχα το δεξί μου γόνατο γδαρμένο, και μια γραμμή αίμα κυλούσε ως το χώμα. Ωραίο κόκκινο χρώμα.

 

-Πότε ξαναρχίζουμε;

-Μετά από αυτό που πάθαμε;

-Μετά από αυτό που πάθαμε.

 

-Στο κουρείο ενός απομακρυσμένου ορεινού χωριού ένας κουρέας έπινε βερμούτ και άκουγε Περικλή Περράκη. Την ίδια στιγμή, σε ένα αρχαίο μπαρ σε μια υποβαθμισμένη περιοχή της πρωτεύουσας, ο γηραιός ιδιοκτήτης έπινε ουίσκι σε ποτήρι σωλήνα και άκουγε το ίδιο συγκλονιστικό τραγούδι. Αγνοούσαν ο ένας την ύπαρξη του άλλου και αυτό ήταν ένα τραγικό, μοιραίο λάθος, που όμως δεν κατάφερε ποτέ να διορθωθεί.

Η τρίχα

(Κείμενο που δημοσιεύτηκε στην http://www.bibliotheque.gr/article/63823 στις 23 Απριλίου 2017)

Είναι οδυνηρή η στιγμή που διαπιστώνεις πως κάποιος που μέχρι πρότινος σε αγαπούσε, ή νόμιζες πως σε αγαπούσε, πλέον εύχεται το θάνατό σου. Έναν θάνατο που μπορεί να μην αφορά άμεσα την υλική σου υπόσταση, αλλά την ύπαρξή σου εντός κι εκτός του κόσμου του. Στέκεσαι τότε λυπημένος μπροστά σε εκείνο που ήταν και δεν είναι πια, και αναρωτιέσαι πώς είναι δυνατόν οι άνθρωποι και τα αισθήματά τους να είναι τόσο ευμετάβλητα και ασταθή. Απάντηση δεν βρίσκεις συχνά, μόνο εικασίες μπορείς να κάνεις και αυτές χωρίς την παραμικρή βεβαιότητα πως αντικατοπτρίζουν κάτι αληθινό.

Εκείνο το πρωί ξύπνησα με έναν βαρύ και πολύ συγκεκριμένο πόνο στο κεφάλι. Όπως όταν χτυπάμε κάπου και φουσκώνει καρούμπαλο ή κάτι παρόμοιο τέλος πάντων.

Άγγιξα με το χέρι το πονεμένο σημείο και διαπίστωσα πως πάνω από το μέτωπο, βαθιά στο τριχωτό της κεφαλής είχε φυτρώσει μια ατσαλένια τρίχα. Ήταν λεπτή και έμοιαζε με τα υπόλοιπα μαλλιά μου. Έφτανε ως τη μέση της πλάτης μου, ολόισια και στιλπνή. Η μεταλλική ρίζα της με πονούσε, και όταν προσπάθησα να την τραβήξω διαπίστωσα πως ήταν αδύνατον να μετακινηθεί από το κεφάλι μου. Έτρεξα στο μπάνιο και κοιτάχτηκα στον καθρέφτη. Η ατσαλένια τρίχα ήταν εκεί – αμετακίνητη, γυαλιστερή και σκληρή. Και ήταν όντως τρίχα!

Την ανασήκωσα και την κοίταξα καλά. Ήταν πράγματι ένα συνηθισμένο κομμάτι σύρμα που είχε ριζώσει στο κεφάλι μου. Η εικόνα μου φάνηκε απίστευτη και εντελώς εφιαλτική, παρόλα αυτά παρέμεινα ψύχραιμη. Αναρωτήθηκα πώς είχε συμβεί αυτό και αν όσα ζούσα ήταν όνειρο ή πραγματικότητα. Δεν μου έχει συμβεί να δω ποτέ ανθρώπους με μεταλλικά μαλλιά, ούτε καν σε ταινίες επιστημονικής φαντασίας. Πόσω δε μάλλον στην καθημερινή ζωή.

Έπιασα τη βάση της και προσπάθησα να την στρίψω μπρος πίσω, έτσι όπως λυγίζουμε ένα σύρμα όταν θέλουμε να το τσακίσουμε σε ένα σημείο και να κοπεί. Ήταν αδύνατον. Η τρίχα παρέμενε γερά ριζωμένη στο κεφάλι μου. Κατάλαβα πως έπρεπε να βρω άλλο τρόπο. Τότε το μάτι μου έπεσε στο ψαλίδι ραπτικής που χρησιμοποιούσε η μητέρα μου για να κόβει ρούχα. Δεν ξέρω γιατί βρισκόταν στο μπάνιο, πάντως ήταν εκεί. Το άρπαξα και προσπάθησα να κόψω την τρίχα λίγα εκατοστά πάνω από τα υπόλοιπα μαλλιά μου. Να την κουρέψω. Και πάλι αδύνατον. Ήταν τόσο σκληρή που ένιωσα πως αν επέμενα, σε λίγο θα έσπαγα το ψαλίδι.

Εκείνη τη στιγμή άκουσα ένα χτύπημα στην πόρτα. Παράτησα το ψαλίδι στο νιπτήρα και έτρεξα ν΄ ανοίξω. Ένας από μηχανής θεός στεκόταν στο κατώφλι. Ήταν ένας άντρας γύρω στα πενήντα, με στολή πού θύμιζε κάτι ανάμεσα σε τραυματιοφορέα και πυροσβέστη. Χωρίς πολλά πολλά, κατάλαβα πως είχε έρθει για να με βοηθήσει. Δεν τον ρώτησα πώς είχε μάθει τι συμβαίνει ούτε ποιος τον έστειλε να με γλιτώσει από το μαρτύριο της σιδερένιας τρίχας. Δεν μπήκε καν στον κόπο να μου εξηγήσει.

Μου ζήτησε να καθίσω σε μια καρέκλα και να μείνω ακίνητη. Υπάκουσα χωρίς να σχολιάσω. Όλα συνέβαιναν με έναν απολύτως φυσικό τρόπο που δεν μου δημιουργούσε καμία αγωνία. Ο άντρας στάθηκε μπροστά μου, και ψηλάφισε την άκρη της μύτης μου. Είπε «θα την κόψω από δω». Διαμαρτυρήθηκα πως η τρίχα μου βρισκόταν στο κεφάλι και όχι στη μύτη μου, και πως το βαρύ σιδερένιο εργαλείο που κρατούσε στο χέρι του ήταν άσχετο με αυτό που έπρεπε να γίνει. Έμοιαζε με κλειδί συνεργείου, ή γιγάντιο κατσαβίδι, και πρέπει να ζύγιζε τουλάχιστον τρία κιλά. Αν έπεφτε στη μύτη μου θα μου την έσπαγε σε χίλια κομμάτια.

Ο άντρας μου είπε να μην μιλάω και να κρατήσω την αναπνοή μου για πέντε δευτερόλεπτα, ενόσω εκείνος θα στόχευε το σημείο όπου θα χτυπούσε με το εργαλείο του. Τον άκουσα να μετράει αντίστροφα από το πέντε μέχρι το ένα. Ψιθυριστά. Στο μηδέν πήρε βαθιά ανάσα και κατέβασε με φόρα το εργαλείο μπροστά στο πρόσωπό μου. Δεν ένιωσα τίποτα.

«Τελειώσαμε», μου είπε και μου έτεινε τη σιδερένια τρίχα μου.

Πήρα το σύρμα και το κοίταξα. Μετά άγγιξα την άκρη της μύτης μου και ένιωσα μια ιδέα μεταλλικής ρίζας που βαθούλωνε κάπως από το υπόλοιπο δέρμα. Έτρεξα στο μπάνιο και κοιτάχτηκα στον καθρέφτη. Ο σωτήρας μου είχε δίκιο. Η μύτη μου είχε απλώς ένα μικρό μεταλλικό στίγμα και το κεφάλι μου ήταν καθαρό. Έφυγε χωρίς να με χαιρετήσει και όλο αυτό το ανεξήγητο σκηνικό ήταν σαν να μην συνέβη ποτέ.

Το σαλόνι του σπιτιού μου ήταν τώρα γεμάτο κόσμο. Κάθισα στον καναπέ και περιεργάστηκα τα άγνωστα πρόσωπα που όμως δεν μου δημιουργούσαν την παραμικρή ανασφάλεια ή περιέργεια. Κάποιος με πλησίασε και άρχισε να με φιλάει στα χείλη. Με φιλούσε γλυκά, πολύ απαλά και όμορφα. Μου άρεσε πολύ. Κάποια στιγμή απομάκρυνε το πρόσωπό του, με κοίταξε και μου είπε:

«Σ’ αγαπώ μόνο για σήμερα. Αύριο θα θέλω να είσαι κάτι άλλο, που όμως δεν θα είσαι κι ούτε θα αντέχεις να γίνεις. Τότε θα σε απαρνηθώ και θα ευχηθώ το θάνατό σου».

Στο χέρι του κρατούσε τη μεταλλική τρίχα μου και έπαιζε μαζί της. Την τύλιγε γύρω από τα δάχτυλά του και την έκανε να μοιάζει με ταλαιπωρημένο ελατήριο. Με κοιτούσε ήσυχα και έδειχνε ήρεμος και σίγουρος για τον εαυτό του. Κατάλαβα πως ήταν δική του.

Σηκώθηκα από τον καναπέ και τότε ένιωσα πως κατά μήκος των μηρών μου, εσωτερικά, κυλούσε κάτι ζεστό. Έσκυψα και είδα μια γραμμή αίμα να στάζει στους αστραγάλους μου, και μετά στο πάτωμα. Κάλυψα όπως όπως το σώμα μου με ένα μαξιλάρι από τον καναπέ και έτρεξα στο μπάνιο. Δεν πονούσα ούτε ένιωθα πανικό. Μόνο μια βαθιά λύπη. Έμεινα αρκετή ώρα εκεί, προσπαθώντας να θυμηθώ απ’ την αρχή και να εξηγήσω όλα όσα είχαν γίνει.

Απάντηση δεν βρήκα, ομολογώ. Μόνο εικασίες έκανα, και αυτές χωρίς την παραμικρή βεβαιότητα πως αντικατόπτριζαν κάτι αληθινό.

 

Γάλα απ’ το στήθος

(Ένα εικονογραφημένο με ζωγραφιές του Mark Ryden παραμύθι)

Η Σοφία είναι ένα εννιάχρονο αγγελικό νυμφίδιο, άσπιλο κι αμόλυντο από ανθρώπου χέρι. Έχει ροζ καραμελένια χείλη, διάφανα γαλάζια μάτια και κατάξανθα, σχεδόν λευκά, μαλλιά. Ακριβώς ίδια με το αλαβάστρινο δέρμα της. Ο αφαλός της είναι ένας τοσοδά κρατήρας όπου θα μπορούσαν να καλλιεργούνται όστρακα με τα σπανιότερα μαργαριτάρια του  κόσμου.

Τα στήθη της είναι στρογγυλά και γεμάτα γάλα. Οι θηλές της μοιάζουν με ολόφρεσκα ζαχαρωτά έτοιμα να πιπιλιστούν και να λιγώσουν τον ουρανίσκο κάθε ζωντανού οργανισμού του πλανήτη. Ανάμεσα στα ολομέταξα μπούτια της το παρθένο αιδοίο της θυμίζει μωρουδιακό στόμα που κάθε τόσο ανοιγοκλείνει αχόρταγα αναζητώντας την παραδείσια τροφή του: λίγο ευωδιαστό γάλα τριαντάφυλλο ή μερικές σταγόνες υπόλευκου θρεπτικού νέκταρ.

Τα πρωινά και τα μεσημέρια η Σοφία ζει όπως όλα τα παιδιά της ηλικίας της, η ζωή της δεν παρουσιάζει κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Τα βράδια όμως, αφού κάνει με θρησκευτική ευλάβεια επανάληψη στα παλιά ποιήματα του Ευγένιου Αρανίτση, εκείνα που εξυμνούν τους αφόρητους παιδικούς έρωτες και τον βαθύ καημό τους, περιμένει την ώρα που οι φίλοι του μπαμπά της τελειώνουν το πούρο τους και τις φιλοσοφικές τους συζητήσεις, και τότε κατεβαίνει στο σαλόνι φορώντας τα πιο παράδοξα κοριτσίστικα φορέματα που σχεδιάστηκαν ποτέ από ανθρώπου χέρι.

Έχει φρεσκάρει τις ολομέταξες μπούκλες της με τη χτένα της και έχει πουδράρει απαλά το μπούστο της με τη μαργαριταρένια πούδρα της μαμάς της. Κινείται με χάρη και σεμνότητα ανάμεσα στους ιδρωμένους μεσήλικες, που στη θέα της γεμίζουν γι’ άλλη μια φορά με λικέρ κεράσι τα κρυστάλλινα ποτήρια τους και παίρνουν βαθιές εισπνοές καθαρίζοντας τη φωνή τους. Τους λέει καλησπέρα και τους χαμογελά.

Είναι τόσο όμορφη κι αγνή που όλοι σεμνύνονται στο πέρασμά της. Χαμηλώνουν το βλέμμα τους και αφήνουν να αρχίσει να ξεκουράζεται χαλαρά η στάση του σώματός τους. Βήχουν και την ρωτούν πώς πήγε στο σχολείο σήμερα και τι καινούριο της έμαθε η δασκάλα. Η ανάσα της, καθώς γέρνει το κεφάλι και τους απαντά ψιθυριστά, ευωδιάζει ροδόνερο και παιδική πείνα.

Κάθεται για λίγο στον μεγάλο καναπέ με τα βελούδινα μπροκάρ, αυτόν που τσιμπάει και γδέρνει ευχάριστα τα γυμνά της μπράτσα, και κάνει πως βαριέται. Οι αναστατωμένοι κύριοι σπεύδουν όπως μπορούν να την κάνουν να μείνει στην αίθουσα μερικά λεπτά πάρα πάνω. Γελούν και την παροτρύνουν να μην φύγει τόσο νωρίς απ’ την παρέα τους, «κρίμα θα’ ναι!». Άλλος της λέει άνοστα αστεία για τον καιρό, άλλος ενδιαφέρεται για την πρόοδό της στη μουσική  και άλλος την ρωτά τι θέλει να γίνει όταν μεγαλώσει.

Η Σοφία απαντά σε όλους ευγενικά, με το τακτ και τη γαλήνη που προκύπτουν από την εξαίρετη ανατροφή της. Η φωνή της θυμίζει κελάιδισμα πουλιού και η πάναγνη μα και ανεξήγητα θελκτική εμφάνισή της κάνει τους κυρίους να πείθονται πως μπροστά τους δεν βρίσκεται ένα εννιάχρονο παιδί αλλά ένα παραδείσιο ανεξήγητο πλάσμα βγαλμένο από το πιο κρυφό και ένοχο όνειρό τους.

Ο μπαμπάς και η μαμά της είναι πολύ περήφανοι για την εκλεκτή θυγατέρα τους, το φως της ζωής τους, και δεν της χαλάνε ποτέ χατίρι. Της αγοράζουν δαντελένιους γιακάδες για τα χειροποίητα φουστάνια της, μεταξωτά κοκαλάκια και πολύχρωμες κορδέλες για τα στιλπνά μαλλιά της, ροζ μαξιλάρια για το κρεβάτι της και πολλά, πάμπολλα χνουδωτά ζωάκια για να κοιμάται μαζί τους τις νύχτες.

Μερικές φορές, όταν η Σοφία αρχίσει να χασμουριέται μισοκρύβοντας το στόμα της με το χέρι, κάποιος από τους φίλους του μπαμπά της προσφέρεται να την συνοδεύσει στο δωμάτιό της και να την βοηθήσει να σκεπαστεί με το λουλουδάτο πάπλωμά της. Ανεβαίνουν χέρι χέρι τα ξύλινα σκαλιά και διασχίζουν τον ημιφωτισμένο διάδρομο που οδηγεί στην κάμαρά της.

Λίγο πριν φτάσουν στο κατώφλι της, η Σοφία αφήνει το χέρι του συνοδού της και προπορεύεται. Η αύρα της την ακολουθεί σαν αέρινο μονοπάτι και μεθά λίγο πιο πολύ τον ευγενικό ακόλουθό της. Ο αέρας μυρίζει λιβάνι, γυναικεία ανάγκη και παιδική πονηριά. Ο σκοτεινός διάδρομος φωτίζεται από τη λάμψη της αγγελικής της παρουσίας. Ο ζαλισμένος κύριος την ακολουθεί σιωπηλά χωρίς να ορίζει εκατό τοις εκατό τις πέντε του αισθήσεις.

Όταν η Σοφία μπει στο δωμάτιο, του ζητά να καλύψει με το χέρι του τα μάτια του και να την αφήσει να γδυθεί για να ετοιμαστεί να ξαπλώσει. Εκείνος υπακούει πρόθυμα και καλύπτει τα μάτια του με τα μισάνοιχτα δάχτυλά του. Η Σοφία κατεβάζει τα ρούχα και τα στολίδια της αφήνει τις μεταξωτές κάλτσες της στο πάτωμα, δίπλα στα βαμβακερά εσώρουχά της. Τεντώνει το πάναγνο και αμόλυντο σώμα της προς όλες τις κατευθύνσεις, σκύβει και αναδιπλώνεται, και όταν βεβαιωθεί πως ο ευγενικός φίλος του μπαμπά της έχει θαυμάσει όλες τις γωνίες και όλα τα κοιλώματα του παιδικού της βασιλείου, ξαπλώνει στο πουπουλένιο κρεβάτι της και αγκαλιάζει στοργικά τα χνουδωτά της ζωάκια.

Στον τοίχο απέναντι από το κρεβάτι της κρέμεται ένας πεντάμορφος Ιησούς, που τις μοναχικές νύχτες η Σοφία γονατίζει μπροστά του ολόγυμνη σαν σκουλήκι, και με δάκρυα στα μάτια του μιλά και του προσεύχεται.

Μερικές φορές νιώθει πως ο Ιησούς παίρνει τη δική της μορφή – πως γίνονται ένα. Αυτός κρατά στα χέρια του το απολωλός πρόβατο σε βιβλική μορφή και την κοιτά με κατανόηση και απροσμέτρητη αγάπη, συγχωρώντας την μεγαλόψυχα για κάθε της φταίξιμο και πονηρή σκέψη.

Αφού τεντωθεί στο πουπουλένιο κρεβάτι της, για να μπορέσει να κοιμηθεί, η Σοφία ζητά από τον ευγενικό άνθρωπο να καθίσει για λίγο δίπλα της και να της πει ένα παραμύθι. Ποτέ και κανένας δεν αρνήθηκε το χατίρι της, και όλοι συναγωνίζονται μεταξύ τους για την πιο εμπνευσμένη νυχτερινή μυθοπλασία.

Η Σοφία ακούει σιωπηλά μισοκλείνοντας τα βελούδινα βλέφαρά της και χασμουριέται απελευθερώνοντας ευωδιαστά σύννεφα παιδικής νύστας και αόρατες σταγόνες πολύτιμου κοριτσίστικου σάλιου. Στην αγκαλιά της τα πολύχρωμα ζωάκια της απολαμβάνουν απαλά τσιμπήματα και θωπείες. Η φωνή του ανθρώπου ραγίζει, χαμηλώνει και υψώνεται ανεξέλεγκτα, το μέτωπο και οι παλάμες του ιδρώνουν – παρόλα αυτά τα πάντα διατηρούν την αξιοπρέπεια και την μαγευτική γλυκύτητά τους.

Πού και πού, όταν το παραμύθι ενεργοποιεί το μητρικό της ένστικτο, η Σοφία νιώθει την ανάγκη να προσφέρει. Τότε φέρνει το χέρι πάνω στην καραμελένια της θηλή και πιέζει με τα δύο δάχτυλα τη ρώγα της, έτσι όπως έχει δει σε περιοδικά της μητέρας και του πατέρα της να κάνουν οι γυναίκες που έχουν μόλις γεννήσει ή και για άλλους λόγους.

Γαλάζιο νερό, κάπως γαλακτώδες και πολύ αρωματικό ξεπηδά τότε από το μαλακό δέρμα της, σαν λεπτός πίδακας ζεστής ευτυχίας. Το σαν-γάλα ζουμάκι του στήθους της διαγράφει την ημικυκλική του τροχιά και προσγειώνεται στο ανοιχτό στόμα του μικρού ζώου που πεινάει περισσότερο απ’ όλα.

Η Σοφία στύβει λίγο ακόμα και πιέζει με τα δάχτυλα τη ρώγα, να βγει καλά καλά και να στραγγίξει εντελώς το σαν-γάλα νέκταρ της, για να μην στάξει μετά εδώ κι εκεί και λερώσει τα σεντόνια. Ανάμεσα στα ορθάνοιχτα πόδια της, το μικρό της αιδοίο πάλλεται σαν ολοζώντανο μύδι. Ανοιγοκλείνει πυρετικά, αφήνοντας μια θεσπέσια μυρωδιά καμένης ζάχαρης να πλημμυρίσει τον αέρα του δωματίου. Είναι ζουμερό και αφράτο, και πολύ συχνά μπαλίτσες με αέρια ή δυο τρεις μικρές σταγόνες γαλακτώδους υγρού ξεχειλίζουν από τα θερμά χείλη του και ποτίζουν τα σεντόνια.

Τότε η Σοφία κοιτάζει τον ευγενικό κύριο κατάματα, αφήνοντας για χάρη του ένα μικρό, κοφτό γελάκι. Αυτός την παρακολουθεί άναυδος προσπαθώντας να διατηρήσει τη θέση του στην καρέκλα σταθερή και την ίδια του τη ζωή καθώς πρέπει.

Το κορίτσι αρχίζει να ντρέπεται, κλείνει τα πόδια, και γυρίζει μπρούμυτα στο κρεβάτι. Λίγες ανεξήγητες τύψεις της γαργαλούν το στομάχι απαλά μα δεν την αποκαρδιώνουν. Αποκοιμιέται σε λίγη ώρα αμίλητη, με τα ζωάκια της αγκαλιά, και τον τουρλωμένο ποπό της να ανεβοκατεβαίνει ανεπαίσθητα σύμφωνα με την αναπνοή της.

Μικρές ολοστρόγγυλες φυσαλίδες αρχίζουν τότε να αναδύονται σαν δώρο εξ ουρανού από την τρυφερή και νόστιμη τρυπούλα του πρωκτού της, γεμίζοντας το δωμάτιο με καλειδοσκοπικά χρώματα και αγγελικά αρώματα.

Δώρα που θα άξιζε να στολίζουν την επιθανάτια έναστρη νύχτα κάθε ευλογημένου θνητού, ως αποχαιρετιστήριο δώρο και παραδείσιο ξεπροβόδισμα εκείνου του γλυκύτατου χερουβείμ που τον συνοδεύει σιωπηλά προς την τελική εξαΰλωσή του.