Αρχεία Ιστολογίου

Μια βόλτα

(Κείμενο που δημοσιεύτηκε στην Bibliotheque στις 11 Μαρτίου 2018)

Ξέρεις τι ονειρεύομαι;
Μια βόλτα στο Ντιτρόιτ. Νύχτα. Ανάμεσα σε έρημα κτίρια και άδειους δρόμους.
Μια βόλτα ανατριχιαστική.

Εκεί που τα φανάρια αναβοσβήνουν ακόμα από μόνα τους, μιας και φεύγοντας δεν σκέφτηκε να τα σβήσει κανένας.
Και που στις γωνίες των τετραγώνων εμφανίζονται απρόβλεπτα κάτι άγρια πουλιά.

Να κοιτάζω μέσα σε σκοτεινά παράθυρα και να βλέπω σκονισμένα έπιπλα, πατώματα με ρωγμές, αράχνες στα ταβάνια.
Παλιές φωτογραφίες στους τοίχους και κουζινικά σκεύη πεσμένα στο πάτωμα, κάτω από την επιμονή μιας γάτας ή ενός ποντικού που έψαχνε πώς να τραφεί.
Μπορεί και κάποιο ρουχαλάκι παιδικό ή μια σχισμένη αρβύλα.
Κάτι με αναμνήσεις, τέλος πάντων, που να καταφέρει να με κάνει να συγκινηθώ.

Να μπαίνω σε εγκαταλελειμμένα εργοστάσια ζάχαρης και να τρίζουν οι σόλες των παπουτσιών μου.
Να απολαμβάνω το κριτς! της πατούσας σε ολόκληρο το σώμα μου και να εισπνέω τη μούχλα της κλεισούρας και μιας παλιάς γλυκύτητας που έμεινε εκκρεμής.
Να νιώθω ευγνωμοσύνη.

Θα μου άρεσε να περπατάω μπροστά σε βικτωριανά σπίτια με δαντελωτά κουρτινάκια και ξύλινα κατώφλια. Κάπως τρομακτικά.
Και σε χωράφια άσπαρτα, γεμάτα ζώα που δεν ζητάνε και πολλά για να επιβιώσουν.
Να καπνίζω με την πλάτη κολλημένη σε μια κολώνα ηλεκτροδότησης και να διαβάζω τα σχισμένα αποκόμματα των εφημερίδων που κάποτε κόλλησαν κατά λάθος στην πίσσα του κορμού της.
Που περιγράφουν τα νέα μιας πολύ παλιάς εποχής. Που προειδοποιούν για κάτι που έχει ήδη παρέλθει

.
Θα μου άρεσε να διακρίνω τα φώτα μιας διπλανής πόλης πιο μακριά, και στο σημείο όπου ο μαύρος ορίζοντας θα βάφεται πορτοκαλί.
Να βάλω σημάδι για να ξέρω πως κάπου εκεί η μοναξιά έχει κατά προσέγγιση υποστεί τα όριά της.

Κλείσε τα γιαπωνέζικα μάτια σου τώρα, και δες τι εννοούσα.

 

Η υψηλή τέχνη του φλερτ

bibliotheque31

(Κείμενο που δημοσιεύτηκε στην Bibliotheque στις 13 Νοεμβρίου 2016)

Το φλερτ είναι η ζάχαρη άχνη της libido. Ένας ακαριαίος μυστικός έρωτας – κεραυνοβόλος, ευχάριστος και ημιτελής, άρα κάπως παιδαριώδης θα έλεγαν λανθασμένα οι πιο πρακτικοί – με σαφές σημείο εκκίνησης και συγκεκριμένο τερματικό σημείο. Είναι ένας στιγμιαίος εντυπωσιασμός και η έκφρασή του που καλλωπίζει το χρόνο. Στην πιο σωστή μορφή του μπορεί να διαρκέσει από μερικά δευτερόλεπτα έως και λίγα λεπτά. Σπανίως κάπως πάρα πάνω. Δεν αποσκοπεί απαραιτήτως σε κάποια ερωτική έξαψη διαρκείας σε συνέχειες, με συνέχεια, για τη συνέχεια. Αντιθέτως, συνήθως υμνεί την κομψή ασυνέχεια μιας διαδικασίας που σε άλλη περίπτωση θα οδηγούσε πιθανώς σε χειροπιαστές αποδείξεις του πάθους.

Το φλερτ είναι το αισθησιακό πυροτέχνημα του μινιμαλισμού της ερωτικής επικοινωνίας. Φίλοι του είναι η ευγένεια, η λεπτότητα, το χιούμορ. Είναι το μέσον για να διανύσει κανείς τη μυστική απόσταση που συνδέει την κωμική πλευρά του χαρακτήρα του με την αντίπερα όχθη της, που είναι η σοβαρότατη διάθεση για το θελκτικό ερωτικό κάλεσμα που επιτάσσει κατά καιρούς η Φύση. Το φλερτ είναι η έκφραση της ανάγκης για αισθησιακή επικοινωνία, και μια απόδειξη της ανθρώπινης πίστης στην πρώτη εντύπωση που ακινητοποιεί και μαγεύει. Είναι η ωραία διέξοδος ενός ερωτικού καλέσματος που, για οποιονδήποτε λόγο, επιλέγει αυτό τον τρόπο για να εκδηλωθεί.

Το φλερτ είναι το παραδείσιο παζλ των αισθήσεων. Ένα διανοητικό σταυρόλεξο για ικανούς παίκτες. Μια ερωτική δαντέλα που υφαίνεται λέξη λέξη, βλέμμα βλέμμα, σιωπή σιωπή. Είναι ένας τρόπος επικοινωνίας που υμνεί την διακριτική επαφή ανάμεσα σε δύο ανθρώπους οι οποίοι ξεχώρισαν ο ένας τον άλλον και αλληλοδιαλέχτηκαν, συνήθως μέσα σε πλήθος άλλων, για να διανύσουν από κοινού μια σύντομη απολαυστική διαδρομή εγρήγορσης και συγκίνησης. Το φλερτ είναι μια χαρούμενη αντίληψη της ζωής, ένα παιχνίδι. Απέχει πολύ από την έλλειψη σθένους των απαισιόδοξων και από την συμπλεγματική περιφρόνηση των κυνικών. Όταν ασκείται ως η καλή τέχνη που είναι, το φλερτ είναι πράξη θαρραλέα, συγκροτημένη, ευγενής.

«Δεν βγαίνω, πια, τα βράδια γιατί δεν φλερτάρουν οι άνθρωποι. Τι νόημα έχει να βγεις αν δεν φλερτάρεις;», έλεγε η Μελίνα Μερκούρη. Το φλερτ είναι μια κίνηση φιλική, αβρή, εκλεπτυσμένη. Δίνει ουσία σε μια νυχτερινή έξοδο, απαλύνει μια δύσκολη μέρα, μουδιάζει μια αρνητική διάθεση, εξευμενίζει μια διάθεση θλιμμένη. Σαγηνεύει με τη γλυκύτητά του και ευεργετεί με την αίσθηση που αφήνει πίσω του ακόμα και όταν έχει πια τελειώσει. Είναι το αθώο στολίδι μιας ανθρώπινης επαφής που ασκείται με κομψό και έξυπνο τρόπο, κλείνοντας υπαινικτικά το μάτι στους αποφασισμένους και χαϊδεύοντας απαλά τους αναποφάσιστους.

Ουδείς δικαιούται να κακοχαρακτηρίσει ή να δυσαρεστηθεί από κάποιον που χρωματίζει την ατμόσφαιρα μιας συνάντησης φλερτάροντας διακριτικά, ασκώντας την σκανταλιάρικη διπλωματία μιας ερωτοτροπίας που ξεκινά και καταλήγει στο λόγο περνώντας μέσα από τις κοιλάδες και τις χαράδρες της αναστάτωσης του υπογαστρίου, του στομαχιού, του οισοφάγου, των ματιών, της άκρης των δακτύλων.

Το φλερτ είναι απαλλαγμένο από την ενοχή. Θυμίζει παιδικό όνειρο που αφήνει την πραγματικότητα ανέπαφη, αρωματίζοντάς την απλώς με μια φευγαλέα, αόρατη μυρωδιά κάποιων παράδοξων συνδυασμών που αναστατώνουν χωρίς να εξηγούνται. Είναι δαιμόνιο, σκλαβωτικό, συναρπάζει. Αναζωογονεί με την εφευρετικότητα και την ηδονική του ευωδία που καμία σχέση δεν είχε ποτέ με την σαφή προστυχιά ή τα συνώνυμά της. Το φλερτ υπενθυμίζει και επικυρώνει την ιδέα της αγνότητας της φαντασίας και του πάθους. Τα πρώιμα στάδια της ερωτικής επαφής. Τις καλές πλευρές του εαυτού μας.

Το φλερτ, παρότι μάλλον σημειολογικό άθλημα, δεν περιφρονεί τις σαρκικές ηδονές. Αντιθέτως, όταν ασκείται με ταλέντο και ανεμελιά, τις υπονοεί και ενδεχομένως τις προετοιμάζει. Η μυστική μαγεία του κρύβεται στη σαφή, λεπτεπίλεπτη γραμμή που το διαχωρίζει από το αμιγές ερωτικό κάλεσμα. Το φλερτ είναι το χαμογελαστό χερουβείμ που φτερουγίζει γύρω απ΄ τη φωτιά ενός πάθους που δεν έχει ανάψει ακόμα. Δεν είναι όμως μια άγονη απόλαυση, είναι ο πυρήνας της ερωτικής επικοινωνίας στην πιο αγνή μορφή της. Από αυτό ενδέχεται να προκύψουν όλα ή τίποτα, και τούτο είναι άλλο ένα ευγενές χαρακτηριστικό της ύπαρξής του. Το φλερτ είναι ένα αριστοκρατικό, υψηλό, ανυπόμονο κάλεσμα ζωής. Ένα ρομαντικό και κάπως θεατρικό άπλωμα του χεριού, μια σεμνή υπόκλιση, ένα όσο χρειάζεται τολμηρό νεύμα προς κάποιον που κοιτάζει.

Τρίπτυχο

bibliotheque31

(Κείμενο που δημοσιεύτηκε στην Bibliotheque την 1η Οκτωβρίου 2015)

Είσαι πούστης;
 Ηγουμενίτσα, Σεπτέμβριος, βράδυ Παρασκευής. Τρεις νταλίκες αραγμένες στη σειρά στο λιμάνι, περιμένουν το φέρι για Ανκόνα. Οι φορτηγατζήδες καπνίζουν μαύρο στην αποβάθρα, κάθονται δίπλα μας στο τσιμέντο και βγάζουν σέλφι δύο δύο. Ρωτάνε γελώντας τον πιο ασουλούπωτο της παρέας αν είναι “πούστης” και αν ναι, του προτείνουν να πάνε τον “γαμήσουν μέσα με τη σειρά”. Εκείνος φτύνει το σάλιο του ανάμεσα στα μπούτια του, δεν δείχνει να ενοχλείται ή να προσβάλλεται, τους απαντάει “τι κι αν είμαι πούστης;” και αδιαφορεί.
Μετά σηκώνεται, “έχετε τα Καγκέλια;” τους ρωτάει και μπαίνει στη μεσαία νταλίκα. Ολόλευκη και κάπως τρομακτική. Ανάβει τους προβολείς και βάζει το τραγούδι στη διαπασών. Μετά αρχίζει να αναβοσβήνει ρυθμικά τα φώτα και να τραγουδάει. Η φωνή του είναι άγαρμπη και στο ρεφραίν βάζει δύναμη και σολάρει πωπωπωπωπωπω ακόμα και αφού τελειώσει ο στίχος.
Από την ανοιχτή πόρτα μισοφαίνεται που κουνάει τα χέρια στον αέρα έτσι όπως κάνουν στα μαγαζιά. Σε λίγο πηδάει έξω από το φορτηγό με την πόρτα ανοιχτή και κάθεται στον προφυλακτήρα. Τα Καγκέλια συνεχίζονται, εκείνος τώρα κουνάει χέρια και πόδια, και η σκηνή έχει αποκτήσει αίφνης κάτι ανεξήγητα εφιαλτικό.
 Οι άλλοι δίπλα μας λένε κάτι για το ΠΡΟΠΟ ή το ΛΟΤΤΟ και μετά απομακρύνονται πετώντας ξωπίσω τους γόπες που συνεχίζουν να καίνε για λίγο ακόμα.
 —
Βρωμιά
 Πρωί Σαββάτου στο κέντρο της πόλης. Το πλυντήριο αυτοκινήτων Car Wash International, μπλε γράμματα σε λευκό πλαστικό φόντο και η ταμπέλα γεμάτη κουτσουλιές, ανοιχτό. Απέναντι η λαϊκή όλο καφάσια με λαχανικά, κρεμάστρες με ρούχα και αντικείμενα ό, τι-πάρεις-ένα-ευρώ μέσα σε πανέρια. Απόνερα και αφροί στο πεζοδρόμιο, δυο Πακιστανοί τρίβουν τις ζάντες ενός Peugeot με κάτι μεγάλα κίτρινα σφουγγάρια που σύντομα γίνονται καφέ απ’ την πολλή βρωμιά.
 Ένας μουστακαλής με μαυριδερό δέρμα, μούσι και καρό πουκάμισο καπνίζει σε μια καρέκλα κινηματογράφου, λίγο πιο κει. Τους κοιτάζει αμίλητος και τινάζει δίπλα του τη στάχτη. Από μέσα ακούγεται ένα τραγούδι που δίνει βάρος στο κλαρίνο και η φωνή του τραγουδιστή, που σε άλλη περίπτωση θα ξεγελούσε τους πάντες πως κλαίει απαρηγόρητος. Οι Πακιστανοί τρίβουν και μετά βυθίζουν τα μεγάλα κίτρινα σφουγγάρια σε έναν κουβά με σαπουνόνερο. Έπειτα ξαναρχίζουν το καθάρισμα σε άλλο σημείο του οχήματος. Ένα λευκό Audi βγαίνει από τη βούρτσα και διασχίζει τη ράμπα του πεζοδρομίου φρεσκοπλυμένο. Κατεβαίνει στο ρελαντί στο δρόμο και φρενάρει στο κόκκινο φανάρι. Τα λάστιχα στάζουν νερό και στο πίσω κάθισμα διακρίνεται το κεφάλι ενός σκυλιού. Οι Πακιστανοί σφυρίζουν ταυτόχρονα προς το μέρος του και από το μπροστινό παράθυρο ξεπροβάλλει το χέρι του οδηγού που τους χαιρετάει. Χαιρετάνε κι αυτοί κι έπειτα σκύβουν πάλι στον κουβά με το σαπουνόνερο. Ξαναρχίζουν δουλειά χωρίς να δίνουν σημασία στις φωνές των μανάβηδων από απέναντι, ενώ από το ραδιόφωνο ακούγεται τώρα μια διαφήμιση για ασφαλιστικές εταιρείες και συμβόλαια ζωής με πολύ ευνοϊκούς όρους για τον πελάτη.
Τσβετάν Τοντόροφ
Ήρθε από τη Βουλγαρία στα τέλη του ’90 και έπιασε αμέσως δουλειά στο ψιλικατζίδικο για τριακόσια εξήντα ευρώ το μήνα. Ασφάλιση δεν είχε, αλλά δεν αρρώσταινε και ποτέ. Το Πεδίον του Άρεως του άρεσε πολύ, είχε κίνηση, συμπατριώτες και πολλά πεύκα. Τα χαράματα, πριν ανοίξει το μαγαζί, πήγαινε βόλτα το σκύλο του στο δάσος, δίπλα στην είσοδο των Δικαστηρίων, εκεί που περιμένει ο φρουρός να περάσουν οι πελάτες από το μηχάνημα που ελέγχει τις τσάντες. Μιλούσε λίγο με τους άλλους σκυλοκράτορες και άφηνε το ζωντανό ελεύθερο να αφοδεύσει με την ησυχία του και να αλληλομυριστεί με άλλα ζώα. Τα βράδια μελετούσε τον στρουκτουραλισμό και την ιστορία της λογοτεχνίας και των ιδεών, και μαγείρευε ροδόπικο κατμά και σαλάτα σόπσκα. Έτρωγε πάντα μόνος, φυσικά, πίνοντας ένα μεγάλο ποτήρι κρασί. Συνήθως κόκκινο. Κατά τη διάρκεια της ημέρας, όταν δεν πουλούσε σοκολάτες, περιοδικά, φουρκέτες για τα μαλλιά και σερβιέτες για τις δύσκολες μέρες, μιλούσε στο τηλέφωνο με άγνωστα κορίτσια που διασκέδαζαν την πλήξη του σε ροζ γραμμές ή διάβαζε Τοντόροφ. Το σκύλο του τον έλεγαν Τσβετάν και οιαδήποτε ομοιότης με πρόσωπα ή καταστάσεις κάθε άλλο παρά συμπτωματική ήταν.
 

Το ερωτικό μονόπρακτο της σύμπτωσης

bibliotheque31

(Κείμενο που δημοσιεύτηκε στην Bibliothèque στις 16 Μαΐου 2015)

(Το ζευγάρι είναι ξαπλωμένο στο ξύλινο ανάκλιντρο κάτω από το μοναδικό παράθυρο του δωματίου. Στα πόδια τους είναι ριγμένο ένα μπλε σεντόνι και από τα μισόκλειστα πατζούρια μπαίνει ήλιος. Δίπλα τους, στο πάτωμα, υπάρχουν δύο ποτήρια κρασί πάνω σε μια στοίβα βιβλία .Είναι μεσημέρι και κάνει ζέστη)
Εκείνος: Θα ήθελα να μπορούσα να βαδίζω κάθε στιγμή στο πλάι σου. Να μου αρκεί το παράλληλο βήμα μας πάνω στις πλάκες του πάρκου. Να νιώθω ξεγνοιασιά κρατώντας το χέρι σου όταν περνάμε το δρόμο. Να είσαι το αγαπημένο μου ατύχημα και να είμαι το δικό σου.
Εκείνη: (γελώντας) Ατύχημα. Ωραία λέξη. Είμαστε δυο μικρά ατυχήματα που συνέπεσαν και δημιούργησαν ένα μεγάλο. «Συμβαίνειν», «συμβεβηκός» κατονομάζουν συχνά για τον Αριστοτέλη αυτό που συνέβη να πηγαίνει μαζί. Αυτό που εξωτερικά συνέπεσε.
Εκείνος: Μάλλον εννοείς το τυχαίο. Τη σύμπτωση. Το ξαφνικό.
Εκείνη: Ναι, μάλλον. Όπως επίσης και το άκρως αντίθετό τους. Αυτό δηλαδή που ουσιωδώς ή αναγκαία συμπορεύεται με κάτι άλλο.
Εκείνος: Είσαι ένα από εκείνα τα ουσιώδη ατυχήματα που πάντοτε ονειρευόμουν να μου συμβούν.
Εκείνη: Θα έλεγα μάλλον πως καραδοκούσες για τυχηματικά συμβεβηκότα.
Εκείνος: Το αποτέλεσμα παραμένει το ίδιο. Σε συνάντησα τελικά.
(Την αγκαλιάζει και της χαϊδεύει το κεφάλι. Εκείνη γέρνει στον ώμο του και τον φιλάει στο λαιμό. Γυρνάει προς το μέρος της και αρχίζουν να χαϊδεύονται. Σε λίγο μετακινούνται πάνω στο ανάκλιντρο σα να παλεύουν. Το μπλε σεντόνι πέφτει στο πάτωμα σηκώνοντας ένα σύννεφο σκόνης. Ένα από τα δυο ποτήρια γλιστρά και το κόκκινο κρασί χύνεται)
Εκείνη: Μερικά πράγματα συμβαίνουν αναγκαστικά. Βαδίζουν αναπόδραστα μαζί.
Εκείνος: Αναρωτιέμαι. Όσα συμπορεύονται με τον τρόπο που λες είναι άραγε μέρη του ίδιου πράγματος ή αποτελούν το ένα μέρος του άλλου;
Εκείνη: Τα χέρια μας κινούνται συντονισμένα επειδή ανήκουν στο σώμα μας. Έτσι παίζουμε πιάνο, για παράδειγμα.
Εκείνος: Τα χέρια μας είναι χωμένα το δικό σου μέσα στο δικό μου και κινούνται σε ένα αρμονικό χάδι. Δεν ανήκουν όμως στο ίδιο σώμα. Κι όμως οι κινήσεις μας είναι συντονισμένες.
Εκείνη: Είναι λοιπόν μια σχέση διαδοχής. Στην περίπτωσή μας αυτή η διαδοχή αφορά το πέρασμα από την κατάσταση δυο χεριών που ανήκουν στο ίδιο σώμα στην επαφή δυο χεριών που ανήκουν σε διαφορετικά σώματα μα καταφέρνουν να συντονιστούν μεταξύ τους.
Εκείνος: Μεταξύ των χεριών μας υπάρχει μια ιδανική τάξη συνύπαρξης.
Εκείνη: Όπως και μεταξύ πολλών άλλων σημείων των σωμάτων μας.
Εκείνος: Ναι, όπως και μεταξύ πολλών άλλων σημείων των σωμάτων μας.
(Είναι αγκαλιασμένοι. Σκύβει και την φιλά στο στόμα. Του ανταποδίδει το φιλί με κάπως περισσότερη θέρμη. Μετά αρχίζει να τον φιλά στο λαιμό, στο στέρνο, στην κοιλιά. Εκείνος αναστενάζει και πιάνει το κεφάλι της με τα χέρια του. Το καθοδηγεί στο κέντρο των μηρών του. Το μπλε σεντόνι παραμένει ξεχασμένο στο πάτωμα)
 Εκείνος: Μέσα στον άχρονο αιώνιο χρόνο μπορεί μόνο να υπάρξει διάταξη των συνυπάρξεων. Είμαστε μέρη ενός Όλου. Κι επίσης, κάτι διαδέχεται πάντα κάποιο άλλο κάτι. Και οι συμβάσεις που συνάπτονται ανάμεσα στα ενίοτε «κάτι» αποτελούν τα διάφορα σχήματα συνύπαρξης. Στοιχειοθετούν την Ιστορία, κατά κάποιο τρόπο. Αυτή τη στιγμή, εμείς οι δυο συναρμολογούμε την ιστορία μας.
Εκείνη: Μέσα από την  Ιστορία μάς παρέχεται η ανάδυση μιας ριζικής ετερότητας, ενός νεωτερισμού. Η σύμπτωση που μας ένωσε διαγράφει μια πορεία, άγνωστη εκ των προτέρων.
Εκείνος: Η ιστορία δίδεται άμεσα ως διαδοχή. Κι εγώ σε είχα ανάγκη να μου τύχεις. Είσαι το αποτέλεσμα της ανάγκης μου.
Εκείνη: Οι αιτίες βαίνουν μαζί με τα αποτελέσματα, τα μέσα μαζί με τον σκοπό. Στα λατινικά accidens σημαίνει αυτό που «συν-βαίνει».
Εκείνος: Συμπορευόμαστε  λοιπόν στα μονοπάτια μιας ιστορίας με άγνωστο τέλος και συμβαδίζουμε επειδή τα σημεία-κλειδιά γι’ αυτή τη συμπόρευση ταιριάζουν εντυπωσιακά καλά. Και αυτό είναι όλο.
(Της πιάνει το χέρι και φιλάει μία μία τις άκρες των δαχτύλων της. Του ψιθυρίζει στο αυτί διάφορα, μα το μόνο που ακούγεται προς τα έξω είναι σκόρπιες λέξεις -«comitans», «αντίθετο άκρο μιας σύγχυσης…», «εξ ανάγκης…», «γνωστή ψυχολογική αυταπάτη».)
 
(Αυλαία)

Ο άνθρωπος που ήθελε να γίνει Ευγένιος στη θέση του Αρανίτση (εκδ. Bibliothèque)

ARANITSIS_cover

Ένας άντρας ζει απομονωμένος στο διαμέρισμά του. Μιλά με αποφθέγματα ανθρώπων που θαυμάζει και κάποια μέρα ονειρεύεται να γίνει ο Ευγένιος Αρανίτσης. Πιστεύει πως η αγάπη πρέπει να εφευρεθεί ξανά και πως η μνήμη είναι το μοναδικό όπλο της δικαιοσύνης. Βλέπει ψυχεδελικά όνειρα και είναι ερωτευμένος με μιαν άγνωστη από το απέναντι μπαλκόνι με την οποία έχει τις πιο παράξενες φαντασιώσεις.
Τρία αδέσποτα σκυλιά θα του αλλάξουν με τον πιο απρόσμενο τρόπο τη ζωή.

Το βιβλίο κυκλοφορεί κανονικά από σήμερα. Το βρίσκετε στην Πρωτοπορία, στην Πολιτεία, στο Εναλλακτικό Βιβλιοπωλείο (Θεμιστοκλέους 37, Εξάρχεια) και κατόπιν παραγγελίας, στο σπίτι σας.

Στις 9 Μαΐου θα παρουσιαστεί στη Θεσσαλονίκη, στο πλαίσιο της έκθεσης βιβλίου, ενδιάμεσα θα κάνει μια βόλτα στη Κέρκυρα, όπου θα παρουσιαστεί στο βιβλιοπωλείο Πλους, και θα καταλήξει στην Αθήνα, όπου θα παρουσιαστεί στη Βιβλιοθήκη Βολανάκη, στις 16 Μαΐου.

Η έκδοση είναι συλλεκτική.

Let’s get totally, totally, fucked

Μονοκατοικια

Τα βράδια γίνομαι ένα κομμάτι από παιχνίδι. Πλαστικό, ξύλινο ή πλαστελίνη. Αγκαλιάζω τη γάτα μου, τη Μονοκατοικία, αυτή την αθυρόστομη που λέει συνεχώς «fuck» και μοιάζει με έφηβο κορίτσι, και της δίνω κρυφά τζούρες απ’ το τσιγάρο μου. Η Μονοκατοικία είναι η γάτα των εθισμών και λατρεύει τις βρισιές, γι΄αυτό την αγαπάω.

Κοιταζόμαστε επί ώρες ακίνητες στο σκοτάδι και προσπαθούμε να φανταστούμε πώς θα ήταν ένας αιφνίδιος ίλιγγος για καλό σκοπό, το επόμενο πρωί ή αργά το απόγευμα. Μέχρι τις τρεις χακάρουμε μανιωδώς τις διαβαθμίσεις των συναισθημάτων μας, κι έτσι, μόνο έτσι τη βγάζουμε καθαρή. Η Μονοκατοικία κι εγώ. Που στις πέντε παριστάνουμε τις Γιαπωνέζες ηθοποιούς και αντιμετωπίζουμε τα ηλιόλουστα πρωινά των οκτώ παρά δέκα με την ψυχραιμία πλημμύρας ξέφωτου ανάμεσα σε δυο σε βραχώδη όρη.

(μετά βάζουμε η μία στην άλλη πρόστιμο και λέμε let’s get totally, totally fucked)

….

Καθαρά Δευτέρα

Καθαρη Δευτεραc

Στο χτήμα είχαν στρώσει τραπέζια στη σειρά, με άσπρα, χάρτινα τραπεζομάντηλα, κανάτες με κρασί, πιάτα και ποτήρια.

Η νύχτα ήταν σαν αραχνιασμένο δωμάτιο.

Οι γυναίκες έφερναν απ’ την κουζίνα πιάτα με καλαμάρια, σαλάτες και χταπόδια.

Θυμάμαι τις γάμπες τους κάτω απ’ τα τσίτια, τι όμορφα που άλλαζαν στο βηματισμό.

Οι άντρες έπιναν καθισμένοι στη σειρά κι έκαναν αστεία και θόρυβο. Με τις κοιλιές τούρλα.

Εμείς τα παιδιά προσπαθούσαμε να πετύχουμε τους γλόμπους πάνω απ’ τα κεφάλια μας με κάτι κλαριά δέντρων που κατέβαιναν ως χαμηλά.

‘Η πετάγαμε πέτρες και σβώλους ψωμί στη γάτα που ξερογλειφόταν.

Η γυναίκα του Ανέστη, ξεχνάω πώς τη λέγανε, έβαζε λαϊκά και ρεμπέτικα στο ράδιο και κάπνιζε κρυφά πίσω απ΄την κουρτίνα.

Την έβλεπα μέσα απ’ το πατζούρι της κουζίνας, όπου η μάνα μου και οι θείες έψηναν τηγανόψωμα και μελιτζάνες.

Όταν τέλειωσαν τις δουλειές και κάθισαν μαζί μας, τα μισά πιάτα ήταν κρύα και τα άλλα μισά φαγωμένα.

Ένιωσα κάπως ντροπιασμένος που οι γυναίκες θα έτρωγαν μόνες τους όμως δεν άνοιξα το στόμα να πω λέξη.

Προσπάθησα να ξεχάσω τη γαϊδουριά, επειδή ήξερα πως ο μόνος τρόπος για να μη νιώθεις τύψεις είναι να διαγράψεις από τη μνήμη σου το συμβάν.

Ο παππούς δεν μιλούσε. Έκανε σα να μην ήταν καν εκεί. Ο παππούς μισούσε τα Κούλουμα και την Καθαρά Δευτέρα.

Όταν σηκώθηκε η γυναίκα του Ανέστη και η θεία Ελπίδα να χορέψουν ένα μικρασιατικό, έμεινα μαρμαρωμένος μπροστά στη θέα των χεριών τους.

Μου θύμιζαν φίδια, ή πλοκάμια χταποδιού που μπλέκονταν μεταξύ τους και έκαναν την αραχνιασμένη νύχτα να ευωδιάζει γυναικείο ιδρώτα.

Το στέρνο της θείας Ελπίδας γυάλιζε με μια γυαλάδα ζεστή, και οι γάμπες της μου έφερναν ταραχή και στομαχόπονο.

Δίπλα μου τα ξαδέλφια τρώγανε ταραμάδες και λαγάνες που τα άλειφαν σαν παγωτό.

Εγώ δεν ήθελα να φάω. Πήρα στη ζούλα ένα κρασοπότηρο και το άδειασα μονορούφι.

Μετά από λίγο όλα ήταν λιγότερο βαριά, κι εγώ σε ελεύθερη πτώση.

Εκείνη τη νύχτα ο παππούς χάθηκε στο χτήμα.

Η γυναίκα του Ανέστη δεν βγήκε να τον ψάξει μαζί με τους άλλους.

Έμεινε στο σπίτι και κάπνιζε, κάπνιζε κι έπινε ουίσκι μέχρι το πρωί.

Μαγείρεψα

Mageirepsa1.

Mageirepsa2

.

Mageirepsa3jpg

.

Mageirepsa4

.

Mageirepsa5_n

.

Mageirepsa6n

.

MAgeirepsa7

.

Mageirepsa8

Ο Νίκος Σαραντάκος παρουσιάζει τον Βασιλιά του τρακ στις Βρυξέλλες

VASILIAS_bruxelles

 

[…]

Σε αυτό το κεντρικό μέρος του βιβλίου, η συγγραφέας χρησιμοποιεί μια τεχνική που την είχε εφαρμόσει και στο προηγούμενο βιβλίο της τριλογίας, τη Μιράντα· δηλαδή, σε πολλά από τα κεφάλαια (πάνω από το ένα τρίτο του συνόλου) η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη και όχι τριτοπρόσωπη. Παίρνουν το λόγο πότε ο ένας και πότε ο άλλος από τα εφτά πρωταγωνιστικά πρόσωπα, όπως σε μιαν όπερα οι σολίστες δικαιούνται ο καθένας τουλάχιστον μία δική του άρια εκτός από τη συμμετοχή τους σε ντουέτα, τρίο και κουαρτέτα. Με αυτό τον πολυπρισματικό τρόπο αφήγησης, ο αναγνώστης βλέπει την ιστορία μέσα από τα μάτια όλων των χαρακτήρων του έργου. Στο προηγούμενο βιβλίο της Πετρίτση, τα κεφάλαια που είχαν τριτοπρόσωπη αφήγηση προχωρούσαν τη δράση, ενώ τα κεφάλαια σε πρώτο πρόσωπο έδιναν την ευκαιρία μιας ανάπαυλας, μια και εκείνο το μυθιστόρημα, εννοώ η Μιράντα, κινιόταν σε ρυθμούς σαφώς πιο νωχελικούς από τον Βασιλιά του Τρακ (αλλά και από το Όλα λάθος). Στον Βασιλιά του Τρακ υπάρχει αυτή η διάκριση, αλλά σε μικρότερο βαθμό, αφού και τα πρωτοπρόσωπα κεφάλαια προχωρούν τη δράση, αλλά και σε αρκετά τριτοπρόσωπα κεφάλαια η Πετρίτση δίνει φωνή στους ήρωές της για να μιλήσουν σε πρώτο πρόσωπο, δεδομένου ότι παρεμβάλλει σελίδες από ημερολόγιο, γράμματα του ενός προς τον άλλο, περιγραφές ονείρων· ως προς τα παρένθετα κείμενα, ένα αρκετά πρωτότυπο εύρημα είναι ότι σε δύο ή τρία σημεία η συγγραφέας ενσωματώνει στο βιβλίο άρθρα της που έχουν δημοσιευτεί στην εφημερίδα Δρόμος της αριστεράς, άρθρα που εδώ τα υπογράφει ο Μπίλι, ο οποίος υποθέτω ότι είναι ο ήρωας με τον οποίο ταυτίζεται περισσότερο η συγγραφέας.

[…]

Περισσότερα εδώ: http://www.mariapetritsi.gr/nikos-sarantakos-parousiasi/

Τα ξένα σπίτια

staxtes-fassa13_3_13sepia

(Κείμενο που δημοσιεύτηκε στις Στάχτες στις 11 Οκτωβρίου 2013)

Θυμάμαι μια παλιά συνέντευξη του Βασίλη Αλεξάκη που περιέγραφε το σπίτι του στην Αθήνα. Ένα μικρό ισόγειο είναι, έλεγε, που όμως το αγαπά επειδή στην αυλή του υπάρχει μια λεμονιά, και αυτό του φαίνεται σπουδαίο. Και μια άλλη, της Φρανσουάζ Σαγκάν, που μιλούσε για το διαμέρισμά της στο Παρίσι όπου είχε περάσει τα νεανικά της χρόνια. Έλεγε πως ήταν λιλιπούτειο και με εκθαμβωτική θέα. Χωρίς περιττές πολυτέλειες, φυσικά – για να μπουν μέσα πατούσαν ο ένας πάνω στον άλλον, και αυτό το έκανε ακόμη πιο γοητευτικό. Θυμάμαι επίσης το σπίτι της Ζυράννας Ζατέλη, έτσι όπως φαινόταν σε κάτι φωτογραφίες όπου ο δημοσιογράφος που της έπαιρνε συνέντευξη φρόντισε να συμπεριλάβει στο πορτρέτο της συγγραφέως και κάποιες γωνιές του χώρου της. Ένα σπίτι γεμάτο γλάστρες, γάτες και γλυκό απογευματινό φως.

Πολλές φορές σκέφτομαι τα σπίτια των ανθρώπων που επισκέφτηκα και συμπάθησα, και ας ήμουν απλώς περαστική. Και τα αντικείμενά τους. Πράγματα με άγνωστο χαρακτήρα και μια κρυφή, δική τους ζωή. Μια φρουτιέρα γεμάτη ροζ πτι-φουρ αντί για φρούτα πάνω σε ένα τραπέζι. Μια διάφανη κουρτίνα με αστεράκια που άγγιζε τις γλάστρες του μπαλκονιού μέσα από το μισάνοιχτο παράθυρο. Ένα κόκκινο φαναράκι από ανακυκλωμένο χαρτί που κρεμόταν στην άκρη μιας ξύλινης πέργκολας. Ένα παμπάλαιο καρό ριχτάρι στον καναπέ που πάνω του ήταν ξεχασμένο ένα χάρτινο σημείωμα. Ένα ρετρό αρκουδάκι στο κάτω μέρος μιας ντουλάπας. Μια παλιά φωτογραφία ανάμεσα στις σελίδες του Εμίλ Ζολά. Ένας χαλασμένος αναπτήρας με δύο αρχικά κι ένα μαύρο πετράδι μέσα σε ένα άδειο τασάκι. Ένα βινύλιο του Κηθ Τζάρρετ ακουμπισμένο στο πάτωμα, που δεν επιτρεπόταν να το μετακινήσει κανένας. Ένα κλεμμένο κουταλάκι της Lufthansa μέσα σε ένα συρτάρι, τότε που τα σερβίτσια ήταν ακόμη μεταλλικά. Αν όλες αυτές τις λεπτομέρειες συγκεντρώνονταν στον ίδιο χώρο, μπορεί και να σχηματιζόταν το ιδανικό σπίτι. Από την άλλη, μπορεί να έχαναν παντελώς την αύρα τους και πλέον πάνω τους να μην υπήρχε τίποτε το μαγικό.

Δεν ξέρω αν, από καθαρή προκατάληψη, μου αρέσουν συνήθως τα σπίτια των ανθρώπων που θαυμάζω ή αν πράγματι έχουν κάτι ελκυστικό ανεξάρτητα από τον ιδιοκτήτη τους. Έναν δικό τους, σπιτικό χαρακτήρα. Συνήθως σκέφτομαι σπίτια συγγραφέων ή καλλιτεχνών, επειδή είναι γεμάτα βιβλία και προσωπικά αντικείμενα σε κοινή θέα, και έχουν μια αύρα διαφορετική. Πάμπολλες φορές μου έχει τύχει να ζηλέψω και σπίτια αγνώστων, που τα κρυφοκοίταξα περνώντας από το πεζοδρόμιο την ώρα μιας απογευματινής βόλτας. Άλλοτε χαζεύω σπίτια σε περιοδικά διακόσμησης, και αυτή είναι ίσως η μόνη φορά που οι χώροι με αφήνουν παγερά αδιάφορη και χαίρομαι που δεν είναι δικοί μου.

Μερικά χειμωνιάτικα πρωινά έξω από το παράθυρό μου η εικόνα του βορρά είναι παράξενη. Ο ουρανός είναι συννεφιασμένος και μόνο κατά τόπους διακρίνονται μικρές λευκές εστίες φωτός. Τα πυκνά στρώματα του γκρι ουρανού με υπνωτίζουν. Αν βρέχει, η εικόνα συμπληρώνεται ιδανικά και η νοερή μεταφορά μου στο διαμέρισμα της Φρανσουάζ Σαγκάν, στο κέντρο του Παρισιού, ολοκληρώνεται αυτομάτως. Γίνομαι μια Γαλλίδα με γυαλιά και φουντωτά μαλλιά, που περιφέρεται ανάμεσα στο χωλ και στο μπάνιο μετρώντας τέσσερα βήματα με ένα τσιγάρο στο χέρι. Περιμένω να πάει εννιά για να κατέβω στο φούρνο να πάρω μπαγκέτα και ζεστά κρουασάν, που θα τα μουλιάσω στον καφέ μου διαβάζοντας εφημερίδα. Κοιτάζω έξω από το παράθυρο και βλέπω το Παρίσι να ξυπνά. Έπειτα κοιτάζω ξανά το ρολόι μου και κάθομαι βιαστικά μπροστά στη γραφομηχανή μου για να συνεχίσω το βιβλίο μου, που δεν είμαι ακόμη σίγουρη αν θα το ονομάσω Καλημέρα θλίψη ή Περσινή αρραβωνιαστικιά.

Τα καλοκαίρια, όταν δεν ζηλεύω τις νοικοκυρές που κάθονται στα κατώφλια των σπιτιών τους στο νησί και καθαρίζουν φασολάκια πετώντας τα φλούδια στην ποδιά τους και κουβεντιάζοντας, περπατάω στους δρόμους και αλλάζω ταυτότητα. Γίνομαι μια μεσόκοπη οικιακή βοηθός από τη Μπράιλα που μένει στην Κυψέλη και ονειρεύεται τα πλατάνια του Δούναβη μαγειρεύοντας καπνιστά kiełbasa με πατάτες, δαμάσκηνα και σπόρους παπαρούνας για τον γηραιό κλινήρη κύριο που στις τέσσερις πρέπει να πάρει το φάρμακό του. Ή μια νεαρή έφηβη που τη λένε Σοφία , ετοιμάζεται να δώσει εξετάσεις για το Proficiency και κάνει διάλειμμα από το διάβασμα για να βάψει τα νύχια της ροζ ακούγοντας ποπ τραγουδάκια στο ισόγειο δωμάτιό της στην Κόρινθο. Ή μια βιβλιοπώλισσα με κιρσούς και μαύρη φούστα στην οδό Θεμιστοκλέους Κοτάρδου, που αδειάζει τις κούτες με τις νέες παραλαβές και μετά γεμίζει τα ράφια της σκαρφαλωμένη πάνω σε ένα ξύλινο σκαμνάκι που γέρνει.

Γίνομαι ο Βασίλης Αλεξάκης που ποτίζει την αθηναϊκή λεμονιά του μια Κυριακή στις δώδεκα καπνίζοντας μια ευωδιαστή πίπα και βαριέται την Καλαματιανή γειτόνισσά του, που βγάζει το κεφάλι από τον πρώτο όροφο και του φωνάζει «καλημέρα και όλα καλά;», κι έχει βραχνιάσει. Μυρίζω τα φύλλα της λεμονιάς, , ακούω το τρίξιμο του πάγκου όπου ακουμπώ τον τρίτο τούρκικο καφέ της ημέρας, χασμουριέμαι πλατιά και μονολογώ διώχνοντας τα περιστέρια από την αυλή μου με τα χέρια μπροστά στα μάτια για να μη με τυφλώνει ο ήλιος.

Δεν έχω ταξιδέψει ποτέ στο δωμάτιο της Τζέην Έυρ, του Φιλέα Φογκ, του Ρασκόλνικωφ, της Εκάβης και της Νίνας, του Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδίας, του Τσε, της Μαρί Κιουρί ή του Τζων Λέννον, παρότι τους θαυμάζω ολόψυχα. Ενσωματώνομαι σε σπίτια ανθρώπων που, κατά κάποιο τρόπο, μαζί τους θα ήθελα να έχω εκλεκτικές συγγένειες ή νιώθω πως η ζωή τους θα μπορούσε να με αφορά άμεσα. Να ήταν δική μου. Και που, κατά καιρούς, γίνεται όντως.

Σε όλα αυτά, υπάρχει και μια άλλη πλευρά. Όταν βλέπω φωτογραφίες από την κουζίνα του Μιχάλη Μιχαήλ, με πιάνει μια ακατανίκητη ανάγκη να μαγειρέψω. Όποτε πετυχαίνω μια ανακοίνωση του Βαγγέλη Ραπτόπουλου, επείγομαι να ξαναπιάσω τη Λούλα ή να συνεχίσω εκείνο το κεφάλαιο της νουβέλας που έμεινε μισή. Όταν ακούω ένα τραγούδι από το Χαμόγελο της Τζοκόντας προσπαθώ να θυμηθώ τις οκτάβες και τα κλειδιά μου στο πιάνο, και οικτίρω τον εαυτό μου για την τόση έλλειψη εξάσκησης στα πλήκτρα. Αν καμιά φορά δω την αφίσα από μια έκθεση του Ρόρρη, βγάζω από τα συρτάρια τα πινέλα και τις τέμπερές μου και προσπαθώ να θυμηθώ τις οδηγίες του δάσκαλου για τις φωτοσκιάσεις. Χωρίς να το ξέρουν, οι άνθρωποι που δανείζομαι τις ζωές τους λειτουργούν παραδειγματικά και με κάνουν καλύτερο άνθρωπο. Γι΄αυτό και η τηλεπαθητική μεταφορά μου στο περιβάλλον τους είναι ένα σπουδαίο δώρο.

Τα σπίτια των ανθρώπων και οι εικόνες που οικειοποιούμαι νοερά είναι εναλλακτικές μορφές ζωής και μυστικά καταφύγια. Εισιτήρια αποδράσεων. Είναι κρυφά δωμάτια του μυαλού μου που, τόσο αληθινά όσο και φανταστικά, τόσο άδεια όσο και γεμάτα, έχουν τη μαγική ικανότητα να με διακτινίζουν σε μια παράλληλη πραγματικότητα και να μου εμπλουτίζουν τη ζωή ωθώντας με όχι μόνο να ονειρευτώ αλλά και να δράσω. Με επηρεάζουν προς το καλύτερο. Ακούραστα και επίμονα. Κατευναστικά και εμψυχωτικά απέναντι στην καθημερινότητα που, δίχως τέτοιες άμυνες, θα ήταν σίγουρα λιγότερο ωραία.

© Μαρία Πετρίτση

φωτο©Στράτος Φουντούλης, “Rue Salomé, Wol.St.Pierre –Bruxelles”, 2008