Daily Archives: 3 Μαρτίου, 2008

Αν μου πεις σ’αγαπώ, μπορεί να σε σκοτώσω, είμαι το τέρας, όλα τα μπορώ.

«Οποιος δεν φοβάται το πρόσωπο του τέρατος, πάει να πει οτι του μοιάζει. Και η πιθανή προέκταση του αξιώματος είναι να συνηθίσουμε τη φρίκη, να μας τρομάζει η ομορφιά.

Ο Frankenstein έγινε πόστερ και στολίζει το δωμάτιο ενός όμορφου αγοριού. Το αγόρι ονομάζεται Πινοσέτ ή Βιντέλλα, κι ολομόναχο χορεύει με πάθος ένα tango ελλειπτικό. Δεν υπάρχει μουσική, ούτε τραγουδιστής από κοντά. Μονάχα ένας ρυθμός ατέλειωτος και αριθμοί. Χίλιοι, πεντακόσιοι, πέντε χιλιάδες, δέκα, εκατό χιλιάδες, αριθμοί όχι εντελώς αποσαφηνισμένοι των εξαφανισθέντων, βασανισθέντων και νεκρών. Και το tango να συνεχίζεται, το δε ποδόσφαιρο στις φάσεις του, να κόβει την αναπνοή εκατομμυρίων θεατών επί της γης. Εκατομμύρια περισσότεροι απ’ όσους εννοούνε ν’ αντιδράσουνε στο τέρας, καί εξαφανίζονται μες σε χαντάκια, σε ρεματιές ή στις αγροτικές ερημιές.

 Από την ώρα που ο Φράνκενστάιν γίνεται στόλισμα νεανικού δωματίου, ο κόσμος προχωράει μαθηματικά στην εκμηδένισή του.  Γιατί δεν είναι που σταμάτησε να φοβάται αλλά γιατί συνήθισε να φοβάται. Κι εγώ με τη σειρά μου δεν φοβάμαι τίποτα περισσότερο απ’το μυαλό της κότας. Απ’το να υποχρεωθώ να συνομιλήσω με μια κότα ή μ’ένα σκύλο ή, τέλος πάντων, μ’ένα ζώο δυνατό που βρυχάται.

Τί να τους πω και πώς να τους το πω; Και μήπως δεν είναι εξευτελισμός αν επιχειρήσω να μεταφράσω ή να καλύψω τις σκέψεις μου, κάτω από φράσεις απλοϊκές και ηλίθια νοήματα για να καθησυχάσω τη φιλυποψία μιας κότας, που όμως έχει τοποθετηθεί για να μας ελέγχει  και να μας καθοδηγεί;

Η υποταγή ή ο εθισμός σε μια τέτοια συνύπαρξη, ή συνδιαλλαγή, δεν προκαλεί τον κίνδυνο της αφομοίωσης ή της λήθης, του πώς πρέπει, του πώς οφείλουμε να σκεφτόμαστε, να πράττουμε καί να μιλάμε; Αναμφισβήτητα αρχίσαμε να το ανεχόμαστε. Και η ανοχή, πολλαπλασιάζει τα ζώα στη δημόσια ζωή, τα ισχυροποιεί καί τα βοήθα να συνθέσουν με ακρίβεια τη μορφή του τέρατος, που προΐσταται, ελέγχει καί μας κυβερνά.

411.jpg

 Το τέρας σχηματίζεται από τα ζώα κι απ’ τους εχθρούς. Κι ο εχθρός γεννιέται, δεν γίνεται. Μας παρακολουθεί απ’ το σχολείο, σαν ήμασταν παιδιά, κι επιζητεί τον εξαφανισμό μας.

 Θα σας θυμίσω μια συνομιλία τότε, μέσα στη τάξη του σχολείου. Με πλησιάζει ένας ψηλός συμμαθητής, μ’ ένα δυσάρεστο έκζεμα στο δέρμα του προσώπου του, στραβή τη μύτη και ξεθωριασμένα τα μαλλιά του, ακατάστατα. Ήταν η πρώτη μέρα της σχολικής χρονιάς.

 – Πώς λέγεσαι, ρωτάει, ενώ πλάι του είχαν σταθεί αμίλητοι δυο άλλοι, δικοί του φίλοι.  

-Βασίλης, του απαντώ.

-Και που μένεις, εκείνος εξακολουθεί.

– Πάνω στο λόφο, του λέω και τον κοιτώ στα μάτια. Εκείνος χαμογέλασε κι άφησε να φάνουν τα χαλασμένα δόντια του. Μου λέει: – Εγώ μένω στην απέναντι όχθη. Είσαι λοιπόν εχθρός. Και μου δίνει μια στο κεφάλι με το χέρι του, που με πονάει ακόμα τώρα σαν το θυμηθώ. Τον κοιτάζω έτοιμος να κλάψω. Μα συγκρατιέμαι. Αυτός σκάει στα γέλια και χάνεται. Προς το παρόν.

 

 

Γιατί θα τον ξαναδώ: εισπράκτορα, εκπαιδευτή στο στρατό, τηλεγραφητή, κλητήρα στο υπουργείο, αστυνόμο, μουσικό στην ορχήστρα, παπά στην ενορία, συγκάτοικο στην πολυκατοικία, γιατρό σε κρατικό νοσοκομείο καί τέλος νεκροθάφτη, όταν πετύχει να με θάψει. 

Η μορφή του τέρατος είναι πολύχρωμη. Χιλιάδες φωτεινές επιγραφές με αθλια ονόματα καλλιτεχνών, συλλόγων καί εταιριών αυτοκινήτων, στοιβάζονται στην οπτική περιοχή των περαστικών, που επιζητούν να σπάσουν τα πολύχρωμα λαμπιόνια για νά μπουν μέσα να προφυλαχτούν από τις πόρνες, τα νοσοκομειακά αυτοκίνητα και τις για πάντα ασύλληπτες υπερηχητικές μοτοσυκλέτες.

Προχτές, έτσι για κέφι, αναποδογύρισα μια λεωφόρο ασφαλτοστρωμένη, και την είδα πάνω μου, να ξετυλίγεται επικίνδυνα προς την απόλυτη ερημιά της θάλασσας. Ζήτησα να επανέλθω στη ορθία μου στάση, επί της λεωφόρου, αλλά είχε ξημερώσει στο μεταξύ καί η εφαρμογή του Οδικού μας Κώδικα δεν μου επέτρεπε την επαναφορά της λεωφόρου στην αρχική της θέση.

Έτσι, η μεν λεωφόρος παρέμεινε μετέωρος, κι εγώ, επέστρεψα στο σπίτι μου πεζή.» 

 

… 

Πηγή: Τα σχόλια του Τρίτου

Μάνος Χατζιδάκις: Το πρόσωπο του τέρατος (απόσπασμα)

Το βίντεο μου το έστειλε η Τραβηχτή και την ευχαριστώ πολύ γι’αυτό.

Του φιδιού το γάλα

                             xanthoulis.jpg

Απαντώντας ενθουσιωδώς στην πρόσκληση που μας έστειλαν οι φίλοι Chumba Wamba και Indianna, οι τρεις ευχές συνεχίζουν το παιχνίδι των βιβλίων.

1. Πιάσε το βιβλίο που βρίσκεται πιο κοντά σε σένα.

Πιάνω το καινούριο βιβλίο του αγαπημένου μου Γιάννη Ξανθούλη με τίτλο «Του φιδιού το γάλα» από τις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα.

2. Άνοιξε το βιβλίο στη σελίδα 123 (αν το βιβλίο διαθέτει λιγότερες από 123 σελίδες, άφησέ το και πήγαινε στο επόμενο κοντινότερο).

Έχει πολύ περισσότερες, ο Ξανθούλης δεν είναι τεμπέλης.

3. Βρες την πέμπτη περίοδο (=από τελεία σε τελεία, αν θυμάσαι) της σελίδας.

Τη βρήκα. Επίσης, τρίτη δέσμη έβγαλα, κάτι ψιλοθυμάμαι, κι ας περάσανε τα χρόνια (όχι πολλά, αλλά οκ…)…

4. Ανάρτησε τις επόμενες τρεις περιόδους (δηλ. την έκτη, την έβδομη και την όγδοη).

«Μιλούσε ψυθιριστά, εξαντλημένη κι αυτή απ’τις μάχες με την περηφάνεια της. Σε λίγο θα τέλειωναν όλα, θα έχανε τα πάντα και θα έπρεπε να ξαναεφεύρει για πάρτη της μια ιδιωτική, δροσερή κόλαση.
«Το θέμα, αγαπητέ… -είναι αδύνατο να θυμηθώ το όνομά σας, αλλά δεν πειράζει-, το θέμα είναι για πόσο ακόμη; Πόσο ακόμη;»

5. Ζήτα από πέντε ανθρώπους να κάνουν το ίδιο.
A_certain_slant_of_light, filo05, wonder, red&black, περικαλώ λάβετε θέσεις!…