Naoko

Wams

Όταν γέμισε τα βανάκι  με τα παιδιά μας, ήταν πρωί. Αφήσαμε τα μεγαλύτερα στο σχολείο, παρότι αρχικά δίσταζαν να βγουν επειδή ήθελαν να γλιτώσουν κάποιες συναντήσεις. Ήταν όλα αγόρια. Το πιο μικρό, ένα κορίτσι περίπου δύο χρονών που το ίδιο πρωί χτυπούσε με μανία την κούκλα του, έμεινε στο όχημα. Είχα φοβηθεί βλέποντάς την να χτυπά στο πάτωμα το μωρό, που αρχικά νόμιζα πως ήταν ένα άλλο μου παιδί, καινούριο, τελικά όμως κατάλαβα πως η μικρή είχε στα χέρια της και χτυπούσε τον εαυτό της, σε νεώτερη ηλικία.

Ρωτούσα πώς την λένε παρότι είναι παράξενο για μια μητέρα να μην γνωρίζει τα ονόματα των παιδιών της. Τελικά μου απάντησε η ίδια. «Λελέ», είπε, παραφράζοντας κάτι που εκείνη την ώρα δεν άντεχα να αποκρυπτογραφήσω. Ήθελα να μείνουμε μαζί επειδή την αγαπούσα – και η αγάπη εκφράζεται όμορφα όταν περνάς χρόνο με τον άλλον.

Ξαφνικά έξω είχε σκοτεινιάσει. Από την ανοιχτή πόρτα του οχήματος διέκρινα πως στον αέρα πετούσαν σαπουνόφουσκες και κάτι μικρά χρωματιστά διάφανα καλαμαράκια. Φαινόταν μόνο το περίγραμμά τους. Ήταν όμορφα και λίγο ενοχλητικά. Τα θαύμασα χωρίς να θέλω να με ακουμπήσουν.

Μετά βρέθηκα σε ένα άγνωστο μέρος. Στον ουρανό πηγαινοερχόταν ένα γιγάντιο πράσινο καλαμάρι με μαύρα πλοκάμια. Όταν περνούσε γέμιζε το οπτικό μου πεδίο. Κολυμπούσε σε μια θάλασσα που χωριζόταν από τον ουρανό με ένα τζάμι. Σκέφτηκα πως αν οι δύο διαστάσεις ενώνονταν μεταξύ τους ή η μία διαπερνούσε την άλλη, το γιγάντιο τέρας θα έπεφτε πάνω μας και θα μας σκότωνε. Το κοίταζα να στροβιλίζεται ανάμεσα σε σύννεφα, που περνούσαν σε πρώτο πλάνο μπροστά από τα μάτια μου. Ο ουρανός δεν είχε κάτι το αφύσικο. Απλώς πίσω από τα σύννεφά του, σε μια θάλασσα συγκρατημένη από ένα τζάμι, σε μια άλλη διάσταση, κολυμπούσε σαν σύννεφο το καλαμάρι.

Στο χωράφι που βρισκόταν προς τα αριστερά μου, ένα επίπεδο πιο χαμηλά από εκείνο που στεκόμουν, διέκρινα μια τυρκουάζ λίμνη. Μέσα της υπήρχαν δύο βάρκες και ένα καράβι. Παιχνίδια ήταν, αλλά σε φυσικό μέγεθος βάρκας και καραβιού. Λίγο πιο κει, παραταγμένοι σαν σπιρτόξυλα, κείτονταν τρεις πανομοιότυποι άντρες με γκρι κοστούμια. Δύο άλλοι, ολόιδιοι,  στέκονταν με τα πόδια ανοιχτά πάνω τους και έλεγαν «Για να δούμε ποιος σκοτώθηκε σήμερα».

Σήκωσα το κεφάλι προς τον ουρανό, είδα ξανά το γιγάντιο καλαμάρι και μετά ο λαιμός μου έκανε στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών. Ρώτησα τον εραστή μου αν ήταν αλήθεια πως με απατούσε με τους δύο άντρες που εκείνη τη στιγμή είχαν ενώσει τα χείλη τους μαζί του, σαν να παρίσταναν τα αγάλματα ή κάτι τέτοιο. Μου είπε πως όχι, και συνέχισε να φεύγει.

Με λένε Ναόκο, και τα όνειρά μου κάνουν το Τόκυο να μοιάζει με άγριο κήπο. Μερικές φορές τα διηγούμαι σε κάποιον το πρωί αλλά δυστυχώς έχω την αίσθηση πως δεν με πιστεύει. Τότε, για να τιμωρηθώ που βλέπω τόσο εξωπραγματικά όνειρα που δεν με φέρνουν κοντά στους ανθρώπους, τον αναγκάζω να με ακινητοποιήσει και να με βάλει να τα αρνηθώ. Την επόμενη νύχτα ξαναβλέπω τα ίδια.

About Theorema

Είμαι η Άντζελα Ανακόντα aka @FearOfFireflies

Posted on 12 Ιουνίου, 2014, in Χωρίς κατηγορία and tagged . Bookmark the permalink. Σχολιάστε.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Αρέσει σε %d bloggers: