Monthly Archives: Οκτώβριος 2011

The ghosts I draw on your back

Τα πρωινά θα κάνω βόλτες στον ήλιο. Ή στη βροχή, κάτω από μια πράσινη ομπρέλα. Τις νύχτες όμως θα είμαι κάπου εκεί. Ολόγυρά σας. Θα ζωγραφίζω μικρά φαντάσματα λέξεων στην πλάτη σας, με ένα κόκκινο φτερό που θα βρω κάποιο απόγευμα στο Μοναστηράκι. Έτσι, δεν θα λείπω εντελώς από την εικόνα. Προς το παρόν, σας αποχαιρετώ για λίγες μέρες, δίνοντάς σας ένα μεγάλο, ωραίο φιλί.

Εις το επανειδείν, θηριάκια.

.

This mess we’ re in

.

-Υπάρχει πιο παράξενο ζώο από τον άνθρωπο στη φύση; Όχι πες μου, υπάρχει;…

-Come swim with me, baby, into the dark blue seas.

-Κι επίσης, υπάρχει πιο ερωτικό βιντεοκλίπ από αυτό; Όχι, πες μου, υπάρχει;…

-Come sing with me, baby, with voice and hands, and everything.

-Εσύ υπάρχεις; Όχι, πες μου, υπάρχεις;…

– Guess, baby, just guess. The answer is yours for a while, so come on and guess. Do I exist?…

.

[αφιερωμένο σε όσους απορούν διαρκώς και βασανίζονται απέναντι στις (α)βεβαιότητες…]

Wild heartbeat, almost death

Κάποιος της είπε: «Διάβασα τις ιστορίες σου. Πιάνεις όμορφα ένα θέμα, το χαϊδεύεις τρυφερά αλλά δεν τολμάς να το φτάσεις ως το κόκκαλο. Να χτυπήσεις πιο βαθιά, να εξαντλήσεις την υπομονή και τις αντοχές του αναγνώστη, να τον κλονίσεις».

Σκέφτηκε όλους εκείνους τους καλλιτέχνες που τόλμησαν να σοκάρουν, να αγγίξουν τα άκρα, να απογειωθούν και να υπερβούν την αισθητική, τα ήθη και τα έθιμα τoυ περίγυρου προβάλλοντας μέσα από το έργο τους τις πιο μυστικές και άγριες πλευρές της ανθρώπινης φύσης.

Αναρωτήθηκε ποιος και γιατί της άρεσε πιο πολύ. Κυρίως όμως αναρωτήθηκε αν θα κατάφερνε ποτέ να αγγίξει εκείνα τα όρια που εννοούσε ο σχολιαστής της.  Αν θα άντεχε να πιάσει ένα θέμα, να το χαϊδέψει γλυκά, κι ύστερα να το αρπάξει από το λαιμό και να το κάνει να φωνάξει «βοήθεια!». «Αυτός θα πρέπει να είναι ο στόχος», σκέφτηκε. «Ο στραγγαλισμός της νομιμοφροσύνης. Αλλιώς οι ιστορίες μου θα παραμείνουν απλώς συμπαθητικά κομματάκια στο μεγάλο παζλ των πολυάριθμων αδιάφορων, ευχάριστων περιγραφών που θωπεύουν μα δεν καταφέρνουν να συγκλονίσουν πραγματικά κανέναν».

Law of desire

– Επιστροφή στις παλιές καλές έμμονες ιδέες, βλέπω. Black clothes, Derek Jarman, Tilda Swinton, Coil, Pasolini, gay lovers, tequila sunrises.

– Δεν είναι επιστροφή. Ποτέ δεν τους ξέφυγα. Ποτέ δεν θέλησα να τους ξεφύγω. Οι έμμονες ιδέες μου είμαι εγώ.

– I see… Γιατί δεν γράφεις τελευταία; Ξέμεινες από έμπνευση;

– Αντιθέτως. Έχω τόσο έντονη έμπνευση που σκέφτομαι πως θα ήταν καλύτερα να μην γράψω τίποτα.

– Γιατί;…

– Επειδή όσο περνά ο καιρός φοβάμαι όλο και λιγότερο τη σιωπή.

– Πες μου κάτι καλό που διάβασες πρόσφατα…

– «Θέλεις να με δεις να πεθαίνω;», «Ναι, κι εσύ να δεις εμένα να πεθαίνω», «Κοίτα με να πεθαίνω…», «Κοίταξέ με…».

– Δεν εννοούσα αυτό.

– Ούτε γω. Αλλά δεν πειράζει.

– Kάνουμε ένα τσιγάρο;

– Ένα μαζί ή ο καθένας το δικό του;

– Ένα μαζί.

– Θέλω απ΄το στόμα σου τον καπνό.

– Πάρτον.

– Θέλεις να με δεις να πεθαίνω;

– Κι εσύ να δεις εμένα να πεθαίνω.

– Εντάξει.

– Εντάξει…

Επαναπατρισμός

Τις νύχτες περιπλανιέται σε κοριτσίστικους λευκούς διαδρόμους ολομόναχη. Οι πατούσες της γυμνές, πάνλευκες, εξαιρετικά ωραίες. Στο τέλος της διαδρομής βλέπει ένα γαλάζιο φως – απόκοσμο σχεδόν – να φωτίζει υπέρλαμπρα το χώρο. Από τις μισάνοιχτες πόρτες ακούγονται παιδικά νανουρίσματα. Κατά τ’ άλλα ησυχία. Αναζητά παρελθόντα βήματα στο δάπεδο, ίχνη μιας άλλης ζωής. Τίποτε. Είναι ολομόναχη στο διάδρομο, και κατευθύνεται προς το ωραίο φως. Κάθε βράδυ το ίδιο όνειρο, κάθε βράδυ η ίδια μαγική μοναξιά. Κάθε βράδυ το ίδιο παραμυθένιο ταξίδι.

Μια μέρα, σε φιλικό σπίτι, στις Τέσσερις ακριβώς, έβγαλε τα παπούτσια της και αφέθηκε να βηματίζει στο χώρο γυμνή. Γυμνή από τον αστράγαλο και κάτω – τι πιο θελκτικό για μια γυναίκα. Κάποιος της πρόσφερε ένα ποτήρι ρακή. Την ήπιε μονορούφι, έτσι όπως πίνουν τα αποφασισμένα κορίτσια τα αντρικά ποτά. Τα δάχτυλά της αντήχησαν στο λεκιασμένο μωσαϊκό. Η φτέρνα της γδάρθηκε απαλά στις παλιές αμυχές του πατώματος. Ευτυχισμένη φαγούρα, σαν συζήτηση με την κορυφή του Ολύμπου.

Αφέθηκε στο ρυθμό του τραγουδιού και πλατάγιασε τις πατούσες της στην κρύα επιφάνεια. Άνοιξε στο πλάι τα χέρια γύρω της, φάνηκαν σαν φτερά άγριου πουλιού. Ή πουλιού που πονάει, και παλεύει να σωθεί – κανείς δεν κατάφερε να δει τη διαφορά, μπορεί καν να μην υπήρξε. Ήταν όμορφη και μπορούσε να πετάξει. Χόρεψε αγέρωχα, ολομόναχη, αυτή και ο καημός της. Κανείς δεν ήξερε ποιος καημός την παίδευε, κάτι τέτοιο όμως πρέπει να ήταν, κάτι παρεμφερές. Μόνο ένας εσώτερος καημός μπορεί να κάνει μια γυναίκα να απλώνει τα χέρια σαν φτερά και να πίνει τα αντρικά ποτά σαν λάλον ύδωρ.

Ο κόσμος γονάτισε γύρω της και άρχισε να χτυπά τις παλάμες ρυθμικά. Εκείνη περιδινιζόταν στο ρυθμό της μουσικής σαν να ήταν ο κόσμος ολάκερος δικός της. Γιατί δικός της ήταν, και το ήξερε. Αφέθηκε να λικνίζεται όπως αφήνονται οι άγγελοι στο φύσημα του ανέμου, ανάλαφρα, μοιραία, παραδομένη σε κάτι μυστικό. Ο χορός της συναρπαστικός, αέρινος, απών και συνάμα λαίμαργος για παρουσία. Αφόρητα διεγερτικός. Καταλυτικά ωραίος.

Στο τέλος υποκλίθηκε σεμνά, χωρίς να θελήσει να κοιτάξει κάποιον στα μάτια. Όσα είχε κάνει ήταν αρκετά. Είχε επίγνωση της υπεροχής της. Τα κορίτσια συνέχισαν ενοχλημένα τις συζητήσεις τους. Σε λίγο θα έκαναν πως δεν την γνώρισαν ποτέ, πως ποτέ δεν την ξαναείδαν. Τα αγόρια έπιασαν τα ποτήρια τους αλαφιασμένα. Και κάπως νευρικά. Σε κάθε περίπτωση, την είχαν γνωρίσει.

Η μουσική άλλαξε ρυθμό – οποιαδήποτε συνέχεια στο ίδιο μοτίβο θα ακουγόταν το λιγότερο αταίριαστη εκείνη την ώρα.

Το επόμενο πρωί, ο Ισπανός – ή μήπως Γάλλος, ποτέ δεν κατάλαβα καλά, πρέπει να την ξαναρωτήσω – μήλος της Έριδος άφησε σε μια φίλη της το τηλέφωνό του -της ζήτησε να το παραδώσει ικετευτικά. Κοινότοπη αντίδραση, κι όμως αντρίκεια. Είχε καμφθεί οριστικά από την γυμνή της γοητεία. Και από εκείνο το εσώτερο κάτι της, που τον έκαψε χειρότερα κι από την παγωμένη ρακή. Έπρεπε να την ξαναδεί. Η αξιοπρέπειά του διπλωμένο χαρτάκι στην τσέπη του πουκαμίσου του. Ετοιμοπαράδοτο. Μαχαίρι τυλιγμένο σε λευκό πανί. Συνθηκολογημένο.

Την ξαναείδε λίγες μέρες μετά.

Τυχαία.

Του φάνηκε ακόμα ωραιότερη.

Ο επαναπατρισμός του σε μια ξένη χώρα, σε μια ξένη γλώσσα, σε ένα ξένο κορμί, του φάνηκε η μόνη Μνήμη.

.

.

(αφιερωμένο εξαιρετικά στο κορίτσι που χορεύει και πίνει ρακή χωρίς να λογαριάζει τίποτα και στο αγόρι που κρατάει κρυμμένα μυστικά και ντοκουμέντα )

Μερικές φορές ονειρεύομαι πως σε πληγώνω

«Θέλω να ξαπλώσω πάνω στη φωνή σου. Κάνε μου χώρο», του είπε και τράβηξε την κουρτίνα.

Έπειτα κάθισε στο σκαμπό και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Εκείνος έβηξε σιγανά και ακούμπησε τους αγκώνες του στα γόνατα. Έτριψε το πρόσωπό του. Ανακάτεψε τα μαλλιά. Κούραση που έμοιαζε με νύστα. Παλάμες ζεστές. Στους κροτάφους του χτυπούσαν μικροί σεισμοί εκνευρισμού.

«Δεν θα νιώθεις λιγάκι άβολα ξαπλωμένη στην ουτοπία;», την ρώτησε μετά και έπεσε με τα χέρια ανοιχτά πάνω στο κρεβάτι.

«Οποιοδήποτε άλλο μέρος στη γη με κουράζει», απάντησε εκείνη και συνέχισε να χτενίζεται μπροστά στο γυαλί.

«Δεν είμαι ερωτευμένος μαζί σου. Ένα πρωί θα ξυπνήσεις και δεν θα είμαι εδώ», δήλωσε κοιτώντας προς το παράθυρο.

Μέσα από τις τρύπες της κουρτίνας ένα κόκκινο φως έφτιαχνε αστέρια στον τοίχο. Ίσως ήταν η επιγραφή νέον που αναβόσβηνε από το απέναντι ξενοδοχείο. Μπορεί και τα αυτοκίνητα του δρόμου. Μπορεί και τίποτε απ’ τα δύο.

«Ναι», απάντησε και έπιασε τα μαλλιά της με ένα χτενάκι στο πίσω μέρος του κεφαλιού. «Δεν είσαι μόνος, ξέρεις. Κι εγώ ονειρεύομαι μερικές φορές πως σε πληγώνω…».

Σηκώθηκε, πλησίασε και ξάπλωσε δίπλα του στο κρεβάτι. Μύριζε Opium, το αγαπημένο της άρωμα εδώ και χρόνια. Τον εξαντλούσε αυτό το άρωμα. Τον παρέλυε. Άπλωσε τα χέρια και την τράβηξε απότομα πάνω του. Το δέρμα της λευκό, αφύσικα απαλό. Έσμιξαν οργισμένα, με απληστία, σαν να ήθελαν να ξεκάνουν ο ένας τον άλλο με τη γλώσσα. Και με δακτυλικά αποτυπώματα, μελανιές και ίχνη πάνω στο άλλο σώμα.

Στο τέλος ούρλιαξαν μαζί κι έπειτα έγλυψαν  ο ένας το αυτί του άλλου χορτασμένοι. Σαν δυο απλά, συνηθισμένα ζώα. Που μερικές φορές ονειρεύονται πως πληγώνουν το ένα τ’ άλλο.

.

Αφηρημάδα μικρού μήκους

«Στη Βαρσοβία οι δρόμοι ήταν λασπωμένοι, οι άνθρωποι φτωχοί. Κυκλοφορούσαν στο κέντρο και πουλούσαν σακούλες από γνωστά καταστήματα ή σούπερ μάρκετ – ναι, σακούλες με λογότυπα πάνω τους, πάντα υπήρχε πελατεία. Οι γυναίκες ήταν στιβαρές και λιγάκι χοντροκομμένες. Οι άντρες είχαν χέρια τραχιά. Τρώγαμε καλά, θυμάμαι, παχιές σούπες και λουκάνικα, παράξενα γλυκά. Η πόλη θύμιζε σοσιαλιστικό ρεαλισμό και ταυτόχρονα σκηνικό του Παζολίνι. Η γλώσσα τους όμορφη, άγρια, επιθετική. Έκανε πάντα κρύο…».

Της μιλούσε για το ταξίδι του στην Πολωνία, εκείνο το βροχερό απόγευμα στο Low Profile. Αυτά της έλεγε, και μερικά ακόμα που μετά από λίγο τα ξεχνούσε. Την απασχολούσαν περισσότερο τα δάχτυλά του που έστριβαν τσιγάρο, το δέρμα της παλάμης του όπως την άνοιγε για να μαζέψει τα τρίμματα, το πάνω μέρος του καρπού του που άφηνε να φανούν λίγες λεπτές τρίχες μέσα από το μανίκι. Την απασχολούσαν επίσης οι αντικατοπτρισμοί της οδού Λυκαβηττού στα μάτια του, την ώρα που φωτιζόταν από τα περαστικά μηχανάκια. Ο ήχος της φωνής του, το ελαφρύ ελάττωμα στο σίγμα, το ωραίο λάμδα του, το σωστό συντακτικό και οι αναπνοές που αναδύονταν από το σημείο όπου παλλόταν το λοφάκι του λαιμού του.

Κατάλαβε την αφηρημάδα της. Καθώς και την πηγή της. Δεν είπε τίποτα -ποτέ δεν αντιδρούσε άμεσα σε ό, τι συνέβαινε, ειδικά σε τέτοιου είδους συμβάντα. Απλώς σταμάτησε για λίγο να μιλά, και κοίταξε τον δείκτη της, που εκείνη τη στιγμή χάιδευε μηχανικά την άκρη του Old Holborn, πάνω στον πάγκο. Μετά άπλωσε το χέρι του, τράβηξε απαλά το πακέτο και την ρώτησε αν ήθελε κάτι ακόμα να πιει. Ζήτησε μια Μαργαρίτα και τον κοίταξε αινιγματικά.

Το ίδιο βράδυ, στο κρεβάτι, της πρότεινε: «Θέλεις να παντρευτούμε;».

Αυτή χαμογέλασε, ψιθύρισε «ναι…» κι αμέσως μετά αναρωτήθηκε πώς να ήταν αυτή η λέξη στα Πολωνικά.

.

(στους μικρομηκάδες εραστές του Low που αρέσκονται στα διπλά μηνύματα)

Silverslide

Η ώρα του ραντεβού πλησίαζε. Ανηφόρισε στο λόφο βιαστικά, παραμερίζοντας  όπως όπως τα καλάμια και τα ξερόχορτα που φύονταν τριγύρω. Διέκρινε το φωτισμένο σπίτι της από μακριά. Μόνο του, σαν παγόδα. Με βάση στηριγμένη σε κορμούς δέντρων, γραφικό, σαν τα εξοχικά των εκδρομέων που γέμιζαν τον τόπο τα καλοκαίρια, όπως κι αυτή.

Έφτασε στο κατώφλι, κοίταξε από το παράθυρο, το δωμάτιο άδειο. Χτύπησε απαλά την εξώπορτα – ήξερε πως δεν θα απαντούσε κανείς. Αυτή ήταν η συμφωνία. Έσπρωξε την πόρτα – σαν τραπουλόχαρτο παραμέρισε – και μπήκε στο καθιστικό.

Εκείνη έλειπε. Πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού είδε μια άδεια μποτίλια κι ένα ποτήρι πεσμένο λίγο πιο κει. Πλησίασε και παρατήρησε τον χώρο. Δίπλα στο τραπέζι, στο πάτωμα, ένα τσαλακωμένο χαρτί. Το πήρε και το άνοιξε. Διάβασε στα βουβά: «Βρισκόμεθα στη δυσάρεστη θέση να σας ενημερώσουμε πως σήμερα, στις 14.35′ ώρα Γαλλίας, ο σύζυγός σας έπεσε στο πεδίον της μάχης αμυνόμενος περί πάτρης». Και κάτι άλλα, ακατανόητα μετά. Το νόημα παρέμενε το ίδιο.

Την είδε που βγήκε από την κουζίνα ακροπατώντας, σαν να μην άγγιζε το έδαφος. Οι πατούσες της δυο μικρές μύγες έντρομες, που πάλευαν για ζωή. Την κοίταξε και κατάλαβε πως έκλαιγε. Δεν μίλησε. Δεν περίμενε τίποτε από αυτήν εκείνη τη στιγμή. Ούτε καν τα αυτονόητα.

Στάθηκε ακίνητος στη μέση του δωματίου. Τον πλησίασε και τον άφησε να δει τα δάκρυά της. «Είμαι άσχημη απόψε, ε;», τον ρώτησε και ακούμπησε το κεφάλι στον ώμο του. «Ποτέ δεν είσαι άσχημη», μουρμούρισε και την αγκάλιασε μαλακά.

Στο πικάπ έπαιζε ένας δίσκος του Keith Jarrett. The  Köln Concert. Την κόλλησε πάνω του και την άφησε να κλάψει. Του αφέθηκε κι αυτή. Έκλαιγε αθόρυβα, σχεδόν κομψά. «Λυπάμαι», της είπε και μετά σιωπή. Εκείνη χώθηκε στον ώμο του και δεν είπε τίποτε. Απλώς κινούσε τα πόδια στο ρυθμό της μουσικής.

Χόρεψαν για λίγο χωρίς να μιλάνε. Τα βήματά τους σχεδόν ανύπαρκτα. Όπως και η ώρα αυτή. Ο δίσκος έφτασε στο τέλος του. Το μόνο που ακουγόταν τώρα στο δωμάτιο ήταν το σκρατς της βελόνας πάνω στο λάστιχο και η θάλασσα που λυσσομανούσε στην ακτή.

Τον πήρε από το χέρι και τον οδήγησε στο δωμάτιο. Έκαναν έρωτα σεμνά, σχεδόν σαν να ντρέπονταν. Σκεπασμένοι. Δεν τον κοίταξε στα μάτια. Εκείνος προσπάθησε να της χαμογελάσει κάμποσες φορές. Δεν τον είδε, το βλέμμα της ήταν κάπως θολό. Έβλεπε κάτι άλλο.

Σηκώθηκε μετά από λίγο και έριξε πάνω της μια λευκή ρόμπα που του φάνηκε υπερβολική. Η ομορφιά και η θλίψη της τον καθήλωναν. Κατέβηκε αθόρυβα στο ισόγειο, χωρίς να τον κοιτάξει, και βγήκε στο κατώφλι. Λίγο μετά, την βρήκε να καπνίζει στη σιωπή, κοιτώντας το σκοτάδι.

Γύρισε σαν κουρδισμένος και ξανάβαλε το Köln Concert να παίζει. Την άγγιξε στη μέση κι εκείνη αφέθηκε σαν όμηρος στο αγκάλιασμά του. Χόρεψαν για λίγο ακούγοντας τις σανίδες της βεράντας να τρίζουν κάτω από τα πόδια τους. Κατάλαβε πως έκλαιγε ξανά. Την έσφιξε τρυφερά και της άφησε ένα φιλί στον ώμο.

«Μην κλαίς», μουρμούρισε άσκοπα, και την ίδια στιγμή ήξερε πως στεκόταν στο χείλος της αβύσσου.

Εκείνη δεν απάντησε. Το χέρι του ακουμπούσε στη μέση της, το κεφάλι του στο λαιμό της.

Κοίταξε τις σκιές τους πάνω στον τοίχο του σπιτιού.

Δεν ήταν παρά δυο καλοκαιρινοί, λυπημένοι εραστές που χόρευαν ένα τραγούδι.

Παρέμεναν ζωντανοί, κι αυτό ήταν μια πράξη αντίστασης.

.

Η φαντασία μου τα φταίει

«Ποιο είναι το ίδιον του ανθρώπου; Τι είναι αυτό που μας διαφοροποιεί από τα ζώα; Επαναλαμβάνουν, εδώ και αιώνες, ότι είναι ο ορθός λόγος. Αρκεί όμως να προσέξουμε τη συμπεριφορά των άλλων γύρω μας αλλά και τη δική μας, για να αντιληφθούμε ότι αυτό δεν αληθεύει. Οι ατομικές και οι συλλογικές συμπεριφορές πολύ συχνά είναι παράλογες. Τα ζώα είναι πιο «λογικά» από εμάςδεν σκοντάφτουν, δεν τρώνε δηλητηριώδη μανιτάρια, κάνουν αυτό που πρέπει, για να συντηρηθούν και να αναπαραχθούν.

Ποιο είναι το ίδιον του ανθρώπου; Είναι το πάθος και οι επιθυμίες; Ναι, πράγματι (τα ζώα από ό,τι μπορούμε να ξέρουμε δεν έχουν πάθη ούτε πραγματικές επιθυμίεςτα ζώα έχουν ένστικτα.).Τι όμως συνιστά την ιδιαιτερότητα του πάθους και των επιθυμιών; Είναι ακριβώς το γεγονός ότι το πάθος και οι επιθυμίες ο έρωτας, η δόξα, το κάλλος, η εξουσία, ο πλούτος δεν είναι «φυσικά» αλλά φαντασιακά αντικείμενα. Η φαντασία, λοιπόν, είναι το ίδιον του ανθρώπου. Η φαντασία μάς διαφοροποιεί από τα ζώα.

Η φαντασία, ακόμη και εάν κλείσουμε τα μάτια και τα αυτιά, δεν αναχαιτίζεται. Υπάρχει πάντα μια εσωτερική ροή από εικόνες, ιδέες, αναμνήσεις, επιθυμίες, αισθήματα. Μια ροή που δεν μπορούμε να σταματήσουμε. Δεν μπορούμε καν να την ελέγξουμε, τουλάχιστον όχι πάντα. Κάποιες φορές το κατορθώνουμε, λίγο ώς πολύ, προκειμένου να σκεφτούμε λογικά και συστηματικά. Αλλά ακόμη και σαυτές τις περιπτώσεις, αναπάντεχες αναμνήσεις και επιθυμίες διακόπτουν τον στοχασμό μας. Η φαντασία μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο στην παραφροσύνη, στη διαστροφή, στην τερατωδία αλλά, επίσης, στην αυταπάρνηση και σε κάθε μεγαλειώδη δημιουργία….»

Απόσπασμα από το βιβλίο «Οι τέσσερις λέξεις», του Κορνήλιου Καστοριάδη

Παράξενες μέρες. Στην Καζαμπλάνκα στάζει σκουριασμένη βροχή. Κι από την Αγία Πετρούπολη νεώτερον ουδέν, παρόλες τις παραινέσεις. Στο Φες η κόκκινη άμμος στροβιλίζεται ανάμεσα στα πήλινα τούβλα των οχυρών. Στο Τζαϊπούρ οι έμποροι υφασμάτων πουλάνε τα σάρι μισοτιμής πάνω στους πάγκους. Η Τσάινα Τάουν γέμισε νεοϋορκέζικες ακρίδες και ξεδιάντροπες πόρνες των τριών δολλαρίων που κλαίνε πνιχτά. Τα ηφαίστεια της Αγίας Λουκίας κοχλάζουν. Η βασίλισσα του Σαβά συνεχίζει να θρηνεί τον χαμένο εραστή της που την αποκαλούσε «πριγκίπισσα» και της χάιδευε τους αστραγάλους και την κοιλιά. Ο κόλπος των Καρχαριών γέμισε τυφλά χρυσόψαρα. Στο Γαλάζιο Όρος οι μοναχοί εξορύσσουν κρυστάλλους αλατιού που μοιάζουν με καλειδοσκόπια. Στην Γκραν Πλας οι έφηβοι μαθητές ενός σχολείου κάθονται καταγής. Στο Ράιντορφ ένας άντρας πίνει ουίσκι με πάγο και παρόλο που βρέχει παραμένει στεγνός.  Η Κέρκυρα δεν μάθαμε ποτέ σε ποιον ανήκει.

Μέσα στους τέσσερις τοίχους της φαντασίας μου συνεχίζουμε να κολλάμε ο ένας πάνω στον άλλον γυμνοί, αδιαφορώντας για τα σημεία των καιρών και τις καιρικές συνθήκες. Οι δυο μας. Ολομόναχοι. Εσύ κι εγώ. Δυο τρελά μωρά που χάθηκαν στο Κόκκινο Δάσος μια παλιά Κυριακή και από τότε ζουν εγκλωβισμένα στο ανήλιαγο παρελθόν ενός σπαρακτικού προαναγγελθέντος θανάτου.

Δεν φταίω εγώ για την παραφορά των ημερών. Η φαντασία μου τα φταίει, και στο είπα.

Beam me up, Scotty


Ωραίο Σάββατο///Ξαγρύπνησα και πάλι///Με ομορφιά///Στη βόρεια Ευρώπη κάνει κρύο, οι νύχτες μυρίζουν νερό και κενά αέρος από περιπετειώδεις πτήσεις από και προς άγνωστα μέρη – τρέχα γύρευε ποια///Λέω να βάλω κάλτσες, κασκόλ και τη γκρι τη φόρμα και να διακτινιστώ για καμιά βέλγικη – άντε και γερμανική – μπίρα μέχρι το Cafe Central///Αυτό το μαγαζί το αγαπάω///Έχει ξύλινους πάγκους, ψηλά σκαμπό που αφήνουν τα πόδια που δεν φτάνουν να σκαλώσουν στο στήριγμα να κρέμονται πέρα δώθε σαν λεπτοδείκτες της ώρας 7, μυστήριες φάτσες και καλή μουσική///Οι μοναχικοί ρεμβάζουν, το σπλαχνικό οινόπνευμα ρέει σε χαμηλά ποτήρια, οι σκιές των σκέψεων πηγαινοέρχονται αθόρυβα σαν πεταλούδες της νύχτας///Όσοι στέκουν όρθιοι δίπλα στις κουρτίνες ή στη μπάρα, όσοι παραπαίουν ελαφρά, με κείνη τη γλυκύτητα που παρασέρνει το μεθυσμένο σώμα σε μια τρυφερή παλινδρομική κίνηση, όσοι έχουν βλέμμα λιγάκι θολό, γεμίζουν το χώρο με την αύρα της μνήμης ή και της λήθης ανείπωτων ιστοριών///Αυτές οι δυο έχουν συνθηκολογήσει μεταξύ τους σε μιαν ανίερη συμμαχία και εναλλάσσονται άναρχα, όπου και όποτε τους καπνίσει///Ο μπάρμαν με τα γκρίζα μαλλιά και τα μαύρα ροκαμπίλι γυαλιά, εκείνος ο γνωστός, που έχει αδυναμία στους Coil, ξετυλίγει την ιεροτελεστία του σερβιρίσματος μπροστά στα διψασμένα μάτια///Είναι έξοχη εικόνα το χέρι που τυλίγει το μπουκάλι, πλησιάζει το ποτήρι, ακουμπάει ελάχιστα το στόμιο στο χείλος – μια ιδέα αγγίγματος είναι περισσότερο, παρά πραγματικό άγγιγμα, αλλά πόσο άσχημα μπορούν να μας σφάξουν οι ιδέες, ε;…- κι έπειτα αφήνει το κίτρινο υγρό να κυλήσει///Παρατηρώ την τελευταία σταγόνα, λίγο πριν απομακρύνει το μπουκάλι///Πώς την αφήνει να στάξει κατά μήκος του λαιμού ή πώς την τινάζει στον πάγκο///Ερωτική κίνηση, παραλυτική, μου κόβει τα πόδια///Ακούω τα παγάκια να τρέμουν, βλέπω τα καλαμάκια να στάζουν, τα λεμόνια με το αλάτι έτοιμα στο πιατάκι για τη γνωστή ένωση ανάμεσα στον αντίχειρα και τη γλώσσα///Κλείνω τα μάτια και καταπίνω την πρώτη γουλιά σαν να λέμε μυστικά μεταξύ μας///Αφόρητη ομορφιά///Με συνταράσσει///Το Cafe Central δεν θυμίζει θεατρικό σκηνικό ούτε χυδαία εγγλέζικη παμπ///Έχει την ομορφιά του καλοδουλεμένου ξύλου, που το λάξευσαν έμπειρα χέρια, που του έδωσαν μορφή με το κεφάλι του τεχνίτη σκυμμένο πάνω του σε απόσταση αναπνοής///Είναι βαθύ και χαμηλοτάβανο///Σαν κρησφύγετο///Σαν φωλιά γεμάτη θαλπωρή και εμπιστοσύνη///Γεμάτη αισθήματα και ψιθύρους///Γεμάτη απ’ όλα///Πολλές φορές έγινα κομμάτια εκεί μέσα///Για λόγους λάθος ή σωστούς, κανείς δεν νοιάζεται///Ούτε καν εγώ, δεν έχει σημασία, εκείνες τις στιγμές παύω να ακούω τον εαυτό μου///Κάποιες ελάχιστες φορές, πολύ ή λίγο μεθυσμένη, αφέθηκα να χορέψω με άλλες σεληνιασμένες φιγούρες δίχως πρόσωπα///Εκεί μέσα, την ώρα της μουσικής, υπάρχουν μόνο σώματα – σπανίως αφήνομαι να περιπλανηθώ σε μάτια///Είναι κάτι κορμιά που παλεύουν με τους αόρατους εχθρούς τους///Ή αγκαλιάζονται με τους νοερούς ή και παρόντες φίλους τους///Σωματικά πράγματα///Ποιος είπε όμως πως το σώμα δεν τινάζεται από τον ηλεκτρισμό του ενστίκτου όταν τα φεγγάρια γεμίζουν παράξενα ή όταν τα Σύννεφα συνωμοτήσουν στον ουρανό;///Όλα αυτά τα θαυμαστά πράγματα που συμβαίνουν εκεί μέσα με αφήνουν άναυδη///Απόψε όμως είναι αλλιώτικη βραδιά///Διαφορετικά φορτισμένη///Κάνει κρύο, η πόλη μυρίζει ανθρωπίλα και νερό, η γκρι φόρμα μου κλείνει το μάτι, το μαύρο κασκόλ αδημονεί, το φεγγάρι δεν το βλέπω///Λέω να διακτινιστώ στην άκρη του πάγκου του Central και να τσουγκρίσω γενναία το ποτήρι μου με έναν νοερό φίλο///Κι αν τύχει και ζαλιστώ λίγο πάρα πάνω, τι έγινε;///Γι’ αυτό είναι οι φίλοι///Θα του πω Just take my hand και  ξέρω πως θα το πάρει///Θα αφήσουμε πίσω μας τα συντριπτικά νοήματα του κόσμου, τα χαμηλά ποτήρια και τις όμορφες σκιές///Θα κλείσουμε την πόρτα και θα περπατήσουμε στην πόλη, προστατευμένοι πίσω από τις ανάσες μας που θα κάνουν μικρά αστεία σύννεφα μπροστά στα πρόσωπά μας///Θα αναπνεύσουμε το σκοτάδι///Ανέμελα, σχεδόν παιδικά///Απλά πράγματα///Κι όμως τόσο σπάνια και εξαιρετικά, που κάνουν την καρδιά μου να χαμογελάει///Γι’ αυτά είναι άλλωστε οι φίλοι, και τους ευχαριστώ///Τα σέβη μου.

.