Τον άντρα μου εγώ κορώνα στο κεφάλι

pictures-069

Η Λίτσα ήταν τριζάτη γκόμενα, θύμιζε ώριμο φρούτο. Εδώ και καιρό καβατζαρισμένα τα σαράντα της κι όμως εκείνη εκεί, με βυζί που κοίταζε το Θεό και καπούλια στρογγυλά σα ζουμερά καρπούζια. Τρία χρόνια τώρα που νταραβεριζότανε με το Μάρκο, άνθιζε σαν το λουλούδι μέρα με τη μέρα, ασταμάτητα, με λαιμαργία. Φεράρι που έτρεχε στην εθνική η Λίτσα, έλαμπε με καμάρι μέσα στα ανάλαφρα τσιτάκια και στις τιραντούλες της τριγυρνώντας στην αγορά. Φύσαγε αεράκι και το ξιγκάκι από το μπούτι της έβαζε φωτιά στη γειτονιά, το δε μαλλί κατακόκκινο και μπουκλωτό αμαρτία σκέτη και μόνο που το κοίταζες –πόσο μάλλον να το μυρίσεις.

 

Το Μάρκο το συνάντησε μια μέρα στο κομμωτήριο, όταν είχε έρθει με τη Honda να παραλάβει τη δικιά του που έκανε μιζανπλί. Από το πρωί στο σεσουάρ το αναιμικό γκομενάκι, λαλάκιασε στο κάψιμο και στα χημικά. Η μπούκλα πέτυχε, μιας κι από τα χέρια της Λίτσας μουντζαλιές δεν βγαίνανε, μα η κοπελιά βγήκε ζαλισμένη και θρονιάστηκε στη μηχανή του γκόμενου χωρίς να βλέπει πού πατάει. Ορμάει η Λίτσα να της δώσει το τσαντικό που έχασκε ξεχασμένο στο καναπεδάκι του μαγαζιού, κάνει να το πιάσει η μικρή, δίνει μία και τρώει μια κατραπακιά μέσα στην άσφαλτο που ήταν όλη δική της. Τη μαζέψανε μαζί με το Μάρκο, την καθίσανε στον καναπέ, την ποτίσανε κρύο νερό, γυάλισε το μάτι της αλληνής πεταρίζοντας ανάμεσα στα δικά του. Αυτό ήταν, η Λίτσα τον λιγουρεύτηκε. Κυμπάρης και λεβεντόπαιδο, ευωδίαζε αντρίλα. Αυτός δεν πήγε πίσω, αμέσως τσάκωσε τη σπίθα. Σε μια βδομάδα βγαίνανε μαζί, σχόλασε το γκομενάκι με απολυτήριο οριστικό, πάπαλα μια κι έξω.

 

Πάνω στις φουσκοδεντριές της η Λίτσα, τον ξεζούμιζε κανονικά κάθε βράδυ στο ημίδιπλο. Η ζωή του κόλαση και παράδεισος μαζί. Καλύτερο κρεβάτι δεν είχε ματαδεί στη ζήση του, τέτοια γκόμενα καύτρα πρώτη φορά του καθόταν. Ήξερε από κόλπα η Λίτσα, μπιχλιμπιδάτο θηλυκό, φλογίτσα μέσα κι έξω. Τον έρωτα τον ήθελε περιποιημένο, ξέχειλο,  τσιγκουνιές δεν έκανε ποτέ. Το στόμα της μαγική σπηλιά, βελούδινο γλυκάκι, έμπαινε μέσα ο Μάρκος μουδιασμένος και ξέχναγε να βγει. Το κορμί της απαλό και μυρωδάτο, όλη την άνοιξη είχε μαζέψει εκεί μέσα ο Δημιουργός, απλόχερα και με ανείπωτη χάρη. Λόφοι και κοιλάδες, κρυψώνες και λιμνούλες, χάρτης κορμί, κορμί ταξίδι. Μουρλάθηκε αυτός, μόνο για κείνη ζούσε. Του’ δινε και καταλάβαινε η Λίτσα, του τα’ κανε όλα όπως και όπου γούσταρε, κάτι τέτοια όταν σου τυχαίνουν μόνο αβασάνιστα δεν τα περνάς.

 

Τα μεσημέρια γύριζε από το συνεργείο και τον περίμενε ζεστό φαγί. Τα κεμπάπ κι οι μουσακάδες πηγαίνανε όρκος. Μασούλαγε ο πασάς ρουφώντας τα κοκκινέλια, σαν το πουλάκι τσίμπαγε δίπλα του η Λίτσα –μην της χαλάσουν κι οι γραμμές και ξεχειλώσει. Ζαλιζότανε αυτός απ’ τους μεζέδες και τις τσαχπινιές της. Τέτοια κουζίνα μόνο η μάνα του μπορούσε να προκάμει, αλλά κάπως της Λίτσας οι μπουκιές ήταν χορταστικότερες, πιο άτιμα γλυκιές, με πιο σπιρτάδα. Κάτι σα να’ χανε  οι κουταλιές της, παράξενα γλυκό, που τον ξελίγωνε και τον γονάτιζε μέσα στα πιάτα και στις συνταγές της, όμηρο κανονικό. Επιπροσθέτως, ετύγχανε και καλή νοικοκυρά η Λίτσα, πάστρα λαμπίκο μες στο σπίτι, επαγγελματικές οι φασίνες, πουκάμισα στην τρίχα, σεντόνι ατσαλάκωτο κι οι γραβατιές κοκαλωμένες απ’ το Merito και το επιδέξιο χέρι. Βασιλιάς ο Μάρκος, δούλα και κυρά η Λίτσα, το χαιρόντουσαν αβέρτα από κοινού.

 

Μια μέρα, καλοκαιράκι και νταλαμεσήμερο, κοπιάζει στο ξεκούδουνο πελάτισσα φρεσκοφερμένη απ’ τα Παρίσια, για περμανάντ και τουρισμό διαρκείας. Παραλιακό το χωριό, τράβαγε λίγο κόσμο τα καλοκαίρια, ερήμωνε κανονικά με τα πρώτα κρύα. Τα μαγαζιά κουτσοδουλεύανε, τα ενοικιαζόμενα παίρνανε ανάσα από τη μούχλα του χειμώνα, το κομμωτήριο έβγαζε τα μεροκάματα του θέρους. Τύλιξε τις ξένες μπούκλες στα ρόλεϊ η Λίτσα κι έπιασε ψιλή κουβέντα με την τουρίστρια. Ελληνίς ξενομεγαλωμένη αυτή, Ναταλί στο όνομα, από ντόπιους γονείς, μετανάστες στην ξένη χώρα. Κάτι της έλεγε το όνομα αλλά πού μυαλό να θυμηθεί. Κληρονόμησε το πατρικό, είπε, κι ήρθε να δει το τι και πώς. Ξανθούλα η μικρή, με προσωπάκι φεγγαρένιο, ήταν δεν ήταν καμιά εικοσαριά. Δοντάκια ρυζάκια, χείλη για ρούφηγμα και δαγκωνιές, κορμάκι μίσχος από κυκλάμινο. Φαρμακώθηκε η Λίτσα, τέτοια ομορφιά απαρατήρητη δεν θα περνούσε. Δεν είπε τίποτα, δε μίλησε, μόνο ξεροκατάπιε.

 

Περάσαν μήνες, αλλάξαν κάμποσες εποχές, κάποτε η κοιλιά της Λίτσας πήρε να φουσκώνει σαν καρβέλι που αφρατεύει ζεστό και ορεξάτο. Περιχαρής ο Μάρκος που επέτυχε το γιο, βασιλική η σπορά του, μα για στεφάνι ούτε κουβέντα. Το έθιγε η Λίτσα απέξω απέξω, όλο και τον ετσίγκλαγε μπας και πάρει μπρος –πού αυτός, κουβέντα. Ρεντίκολο μετά από λίγο στο χωριό, δίναν και παίρναν τα ψουψουδίσματα της κάθε κυρά Κατίνας. Ξεσπάθωσε μια μέρα η Λίτσα, πάτησε ποδάρι να στεφανωθούν πριν σκάσει μύτη το μωρό. Εκείνος τον Κινέζο, άσε που η μάνα του ούτε που να την δει, τη χαλασμένη. Σα να μην έφτανε αυτό, φτάναν στ’ αυτιά της και τα διάφορα για δήθεν νταραβέρια του καλού της με τη Γαλλοπούλα τη Ναταλί, δεν πίστευε λέξη για καιρό εκείνη, μέχρι που τελικώς εννόησε.

 

Η Λίτσα ήταν μανούλα σε πολλά. Ένα από αυτά ήταν το πώς να εξολοθρεύει δια παντός τον ανταγωνισμό και τις αντίζηλες της δικιάς της ευτυχίας σχεδόν χωρίς να κουνήσει το δαχτυλάκι της. Με το που έσκασε μύτη το παιδί, σερνικό και νταβρατωμένο από τα γεννοφάσκια του, το βούτηξε η μάνα και πριν καν το χορτάσει ο πατέρας στην αγκαλιά βιάστηκε να του ανακοινώσει τα μαντάτα.  Θα έφευγαν, του είπε, μανούλα και γιος, για λίγους μήνες. Αστεφάνωτη και λεχώνα, ο τόπος δεν την χώραγε, ζήταγε την κατανόησή του και πίεσις καμιά. Θα πήγαινε στην πρωτεύουσα, στης αδερφής της. Εκεί τα πράματα ήτανε πιο εύκολα, η κοινωνία πιο ανεκτική με τις περιστάσεις. Για κείνον δεν την πείραζε. Να πήγαινε να τους βλέπει όποτε ήθελε, του πέταξε, πρόβλημα δεν υπήρχε. Λεφτά δε ζήτησε επ’ ουδενί, κυρία η Λίτσα. Το κομπόδεμά της το είχε για αρχή, για τα υπόλοιπα θα βλέπανε. Το ίδιο βράδυ τα είχε μαζέψει και ροβόλαγε περήφανα προς την Αθήνα. Η Λίτσα ήξερε τι έκανε και, όπως όλα τ’ άλλα, το έκανε και αυτό καλά.

 

Ξέμεινε ανεμπόδιστος ο Μάρκος με την ομορφονιά, την έμπασε στο σπίτι. Καινούριο κοσκινάκι μου και πού να σε κρεμάσω. Νοικιάσανε το πατρικό της για εισόδημα, κουβάλησε αυτή τα μπογαλάκια της στο ισόγειο μαζί με το νταλκά της κι ανέλαβε καθήκοντα. Μαθημένος αυτός στα κόλπα της Λίτσας, ήθελε τα σέα και τα μέα του κομπλέ και χωρίς διαπραγματεύσεις. Το γούσταρε για τα καλά το κοπελούδι, το χειριζότανε σα μάστορας που δουλεύει το πιο καλό του εργαλείο με τέχνη μερακλίδικη κι επισταμένα. Λαλάκιαζε τις νύχτες η μικρή χωρίς ανάσα, την έστυβε ολοένα αυτός για να χορτάσει και να ησυχαστεί. Απόκαμε απ’ το ξενύχτι. Το πρωί πού κουράγιο για σιδερώστρες και κατσαρολικά. Κοιμότανε ως το μεσημέρι η καλομαθημένη, γύρναγε αυτός και το τραπέζι άδειο. Στο σπίτι μπίχλα και τσαπατσουλιά.  Έψαχνε τα απαραίτητα, ούτε σώβρακο στο συρτάρι ούτε κάλτσα ατρύπητη. «Να πάρεις βοηθό», του πέταξε μια μέρα η Ευρωπαία, χορτασμένη από το μέσα του. Γαμοσταύρισε αυτός αντρίκια και βάρεσε γροθιά στο μαχαίρι. Την ξαπόστειλε την ίδια εβδομάδα. Η ακαμάτρα γυναίκα δεν αντέχεται, μονολόγησε ο νταής, δεν πα να κρύβει στα σκέλια της και το μάννα εξ ουρανού και να πεινάω σα λύκος. Σκέφτηκε τη Λίτσα. Θυμήθηκε το γιό. Θα το κανόνιζε.

 

Πέντε χρονώ το παλικαράκι ο Αλέκος, πρώτη δημοτικού, έλεγε το ποίημα του στη σχολική γιορτή με χωρίστρα ξυράφι και ντυμένος στην πένα. Καμάρωνε αφράτη η Λίτσα μέσα στο πράσινο μπροκάρ ταγιέρ, κάργα η βέρα η χρυσή στο φουσκωμένο δάχτυλο, έσκαγε από περηφάνια κι ο Μάρκος μες το ταμπά κοστούμι το αθηναϊκό. Το πεθερείον τους κόζαρε από το βάθος της αίθουσας  μα κουβέντα κιχ. Πού να μιλήσουνε οι γέροι, με τη σκύλα που γκαστρώθηκε και τους το τύλιξε σε μια κόλα χαρτί, το μοναχοπαίδι τους. Και τι να πούνε, που τον κρατούσε σε απόσταση κι ούτε μια Κυριακή δεν τρώγανε γύρω από το ίδιο το τραπέζι. Χάθηκε να είχε φτουρήσει το κρυφοπροξενιό με κείνη τη Γαλλίδα, την κόρη του Ζερβού, με τόση προίκα, νεαρή και του χεριού τους; Χάθηκε, που το κανονίσαν τα γερόντια μεταξύ τους χωρίς να μάθει τίποτα κανείς και το πασάρανε μια χαρά σαν ταξίδι για την κληρονομιά και έτσι; Κι άλλο που δεν της έλεγε η μάνα της κι εκεινής της άχρηστης: «Εδώ δεν είναι Παρίσι μωρή, οι άντρες θέλουν περιποίηση και νταχτιρντίσματα! Φέρσου με τρόπο πρέποντα, αλλιώς γάμο στην πατρίδα δε βλέπεις». Λυσσάξανε να πάρει η θυγατέρα τους συγχωριανό, βρέθηκε ο καλύτερος, χάθηκε να την είχαν στρώσει και λιγάκι από πριν οι ευλογημένοι, να κόλαγε η περίπτωση;…

 

(Στον Nomad που παγήγγειλε την 31η ευχή)

About Theorema

Είμαι η Άντζελα Ανακόντα aka @FearOfFireflies

Posted on 15 Ιανουαρίου, 2009, in Χωρίς κατηγορία and tagged . Bookmark the permalink. 12 Σχόλια.

  1. Ut sementem feceris,ita metes pou tha elege kai i giagia mou…xixi! kala na pathoun oi apantaxou tis Esperias ksenerwtes pou nomizoun oti edw einai eukola ta pragmata…edw einai Ellada,oxi eurwpaiki soupa!

  2. Ως γνωστόν οι σαραντάρες ίσον με 2 εικοσάρες. Οι τριαντάρες με τι ίσον όμως…?

  3. αλοθρησκος λαικατζης

    βυζι στο θεο?
    και καπουλια σαν καρπουζια?

    το καλο που σου θελω ,
    μη σηκωνεις τον πηχη ψηλα
    κανει το πηδημα δυσκολο

  4. @nitens_lux
    Έτσι, έτσι… 🙂

    @papapete
    Οι τριαντάρες ίσον με τα 3/4 μιας σαραντάρας 😉

    @αλοθρησκος λαικατζης
    Εδώ σε θέλω, μάστορα!

  5. …εγώ πάντως, ούτε Λίτσα, ούτε Ναταλί θα πάρω..
    Θα πάρω… Ρίτα απ΄τη Νορβηγία..
    Λίγο χαζούλα, λίγο ονειροπόλα, λίγο κρυο-Cola©
    (το ξέρεις εσύ κουμbarα ,έχω ήδη ..μία)..

    Γράφεις ωραία..
    Κάνεφ

  6. Τρώτε Τσιφόρο πρωί-μεσημέρι-βράδυ με το κουτάλι της σούπας κατευθείαν από το τσουκάλι; Ή απλώς επέβαλε το θέμα το ανάλογο ύφος και … πέτυχε διάνα;

  7. Τη χαλασμενη ε? αχαχαχαχα…
    Ωραιοτατο.

  8. Μέχρι τώρα θαύμαζα το Βυζί του Φ.Ροθ. Από τώρα και στο εξής περιμένω με αγωνία και τα υπόλοιπα όπως περιγράφονται στο παραπάνω σενάριο στην πρεμιέρα του στις σκοτεινές αίθουσες
    Καλή τύχη στην νέα σου εργασία (Να το κοιτάξεις σοβαρά αυτό)
    Ασε που μπορεις να γράφεις και από ελλαδαλαντ.

  9. Τσιφόρο, έχεις δίκιο.
    Και οι κρέμες, Τρεμπλ, με τι λεφτά θα αγοράζονται;

  10. @Κάνεφ

    Καλή χρονιά, monsieur Κάνεφ μου, ευχές και καραμέλες να γλυκαίνουν τις μέρες σας! Η χαρά μου όταν σας βρίσκω στα σκαλοπάτια της αυλής των θαυμάτων είναι απερίγραπτη! Πόσο μάλλον όταν αναφέρεστε στις ηρωίδες μου ονομαστικά! Η Ρίτα σας ταιριάζει πιο πολύ από τις άλλες, ομολογώ.
    Έχετε κάτι κοινό εσείς οι δυο, εξ ου και το συμπεθέριασμα: Όταν στρέφετε το κεφάλι για να παρατηρήσετε κάτι που σας τράβηξε την προσοχή αυτό το κάτι νιώθει ξαφνικά πως φτιάχτηκε για σας και μόνο.
    Τα σέβη μου.

    @maurochali

    Ξέρετε, όταν ήμουν μικρή έπεσα στη μαρμίτα με το μαγικό φίλτρο. Ή έτσι λένε, τουλάχιστον. Έκτοτε δεν μου επιτρέπεται να πιω ούτε γουλίτσα. Μένω με την κουτάλα στο χέρι λοιπόν, δίπλα στο καζάνι, και λιγουρεύομαι τη σούπα του κυρίου Τσιφόρου και των φίλων του. Κάτι μου λέει εντούτοις πως με την όρεξη θα μείνω τελικώς…
    Είμαι σίγουρη πως με εννοείτε, n’est-ce pas?

    @nelly

    Καλωσόρισες, μικρή μου νέλλυ. Σου έχω πει πως λατρεύω το όνομά σου?

    @Treble

    Για σένα, Τρεμπλ μου, θα κάνω ειδικό casting, και το ρόλο του βυζιού θα τον αναθέσω σε αιθέρια ύπαρξη σαν τα κρύα τα νερά, που κατά προτίμηση θα φέρει και το όνομα Λίτσα από το νονό της και ουχί πλαστώς. Φαντάζεσαι ποια κορίτσια ονομάζονται Λίτσες τη σήμερον ημέρα? Νομίζω αυτά που θα ονειρευόταν κάθε υγιής άντρας… Εντός και εκτός οθόνης.

    @Herr K.

    Ο Τρεμπλ δεν τα εννοεί αυτά, κύριε Κάπα μου. Με καλοπιάνει για να του στείλω τις υποψήφιες για πριβέ οντισιόν.
    Κρέμες ξε-κρέμες, για μια μούρη ζούμε. Μη σας πω και για ένα κούτελο!
    Καλημέρεζ.

  11. Ta pragmata telika einai apla…. 🙂

  12. @h poihtria

    Ναι, κι αυτό είναι το ωραίο.
    Καλωσόρισες, κοριτσάκι.

Αφήστε απάντηση στον/στην nitens_lux Ακύρωση απάντησης