Daily Archives: 14 Σεπτεμβρίου, 2011

Λίγο σάλιο στην άκρη των χειλιών της

(Το απόσπασμα της Ρόζας)

………………………………………………………………………………………………………………………………………..

Το επόμενο πρωί ξυπνήσαμε μαζί στο ξενοδοχείο της. Έμενε κοντά στο Λευκό Πύργο, σε μια λαϊκή γειτονιά, σχετικά φθηνή και ήσυχη. Το μεθύσι της προηγούμενης νύχτας μου είχε αφήσει στο στόμα μια γεύση στάχτης. Το κεφάλι μου πονούσε κάπως, όμως δεν ήταν η πρώτη φορά που το πάθαινα αυτό, ήξερα πως σε μερικές ώρες θα συνερχόμουν τελείως. Από τότε που είχαμε χωρίσει με τη Μιράντα οι νυχτερινές μου περιπέτειες περιλάμβαναν αρκετό ποτό και μπόλικο ξενύχτι.

Γύρισα και την κοίταξα στο πλάι μου. Κοιμόταν με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος και το σεντόνι ανεβασμένο ως τις μασχάλες. Έπιανε πάντα την δεξιά πλευρά του κρεβατιού, αλλιώς δεν ησύχαζε, μου είχε πει την προηγούμενη νύχτα. Φαινόταν γυναίκα γεμάτη μανίες. Σαν να την άγγιξε το βλέμμα μου, μισάνοιξε τα μάτια και με κοίταξε. Δεν είχε ξεβαφτεί το προηγούμενο βράδυ. Τα μάτια της ήταν πασαλειμμένα με ρίμελ και γαλάζια σκιά. Τα μαλλιά της ανάκατα. Υπολόγισα πως έπρεπε να ήταν τουλάχιστον δέκα χρόνια μεγαλύτερή μου, και όχι ιδιαίτερα καλοδιατηρημένη.

Αναρωτήθηκα τι ακριβώς με ήλκυε σε αυτή την αλλοπρόσαλλη γυναίκα, που δεν είχε τίποτα κοινό με τις κοπέλες που με τραβούσαν ως τότε. Παρατήρησα το ασύμμετρο πρόσωπο, τις μικρές ρυτίδες, τις ρίζες των μαλλιών της. Τα χείλη της ήταν σαρκώδη και υγρά. Κάτω από το σαγόνι της μια μικρή λωρίδα σάρκας σχημάτιζε ένα προστατευτικό στρώμα ανάμεσα στο πρόσωπο και το λαιμό της. Τα μπράτσα της, έτσι όπως ξεπρόβαλλαν μέσα από το σεντόνι, μου θύμισαν χέρια μικρού παιδιού. Οι ώμοι της ήταν διάστικτοι από ελιές. Δεν είχε τίποτε το αντικειμενικά όμορφο πάνω της αυτή η γυναίκα, ήταν όμως ό, τι πιο ερεθιστικό είχα συναντήσει εδώ και χρόνια. Την ήθελα πολύ, διαρκώς, και δεν δίστασα να της το δείξω.

Στράφηκε προς το μέρος μου αφήνοντας την φουσκωτή κοιλιά της να με αγγίξει. Έσφιξε τα χέρια γύρω μου και άρχισε να με φιλάει με μια γλυκύτητα τρομερή, σχεδόν απάνθρωπη. Ανατρίχιασα. Για μια στιγμή ένιωσα πως τα φιλιά της με πονούσαν. Η επαφή με το δέρμα της ήταν οδυνηρή. Τα πόδια της τυλίχτηκαν γύρω μου σαν μικρά χταπόδια. Ήταν ιδιαίτερα ευέλικτη, παρόλα τα κιλά της. Το σανταλόξυλο που ανέδιναν τα μαλλιά της με ζάλισε – για μια στιγμή ένιωσα να παραπαίω ανάμεσα στη λιποθυμία και την έκσταση. Έπεσα πάνω της βιαστικά, σαν να βουτούσα στη θάλασσα, βαθιά και με απίστευτη ανάγκη.

Το μεσημέρι σηκωθήκαμε με το ζόρι από το κρεβάτι, κυρίως επειδή μια αιχμηρή πείνα μας έσκιζε τα σωθικά. Κατεβήκαμε με τα πόδια στο κέντρο της Θεσσαλονίκης και καθίσαμε σε ένα απόκεντρο ουζερί με τρία τέσσερα τραπέζια όλα κι όλα. Σε ολόκληρη τη διαδρομή μου κρατούσε το χέρι και περπατούσε δίπλα μου σιωπηλή. Όποτε της έριχνα καμιά πλάγια ματιά παρατηρούσα πως κοιτούσε συνεχώς ευθεία μπροστά της. Σαν υπνωτισμένη, αποσυνδεδεμένη με το περιβάλλον γύρω της. Στο ουζερί καθίσαμε αντικριστά, παραγγείλαμε φαγητό και πιάσαμε την κουβέντα. Από μέσα ακουγόταν μια παλιά επιτυχία του Μητροπάνου.

Όλη αυτή την ώρα δεν σκέφτηκα ούτε για μια στιγμή τη δουλειά, τους συνεργάτες, τις υποχρεώσεις μου. Το μόνο που υπήρχε μπροστά μου ήταν η Ρόζα. Οι δαίμονές μου με είχαν χάσει για μια στιγμή, το κυνηγητό είχε σταματήσει. Άγγιξα το χέρι της και προσπάθησα να τραβήξω κάτι από την ενέργειά της. Με κοίταξε προσεκτικά και με προειδοποίησε:

«Δεν θα είναι εύκολα, να το ξέρεις».

Μια νταλίκα που πέρασε από το δρόμο έπεσε στα απόνερα της βουλωμένης υδρορροής δίπλα στο πεζοδρόμιο και μας εκτόξευσε μερικές σταγόνες. Η καλή μου δεν κουνήθηκε. Παρέμεινε ατάραχη με το βλέμμα καρφωμένο πάνω μου. Τα λασπόνερα του δρόμου δεν φάνηκε να τα προσέχει καν. Στην άκρη των χειλιών της έλαμπε λίγο σάλιο. Έβγαλε τη γλώσσα και το έγλυψε με φροντίδα. Σχεδόν σεμνά. Αυτή της και μόνο η κίνηση ήταν αρκετή για να με κάνει χίλια κομμάτια.

…………………………………………………………………………………………………………………………………………