Η Ωραία Ρεμέδιος έπινε τεκίλα

Χτες τη νύχτα γέννησα ένα κορίτσι. Μόλις το πήρα στην αγκαλιά μου παρατήρησα το μικροσκοπικό της κεφάλι. Ένιωσα πως αυτό το πρόσωπο το είχα ξαναδεί. Ήταν ολόιδια εγώ. Αφαίρεσα την αυτοκόλλητη ταινία που της σκέπαζε το μισό πρόσωπο και χάζεψα τα χείλια, τα μάτια, τα μάγουλά της. Έσφιξα πάνω μου τρυφερά το κορμί της και σκέφτηκα πως ήταν πολύ παράξενη αυτή η ομοιότητά μας.

Το κορίτσι μεγάλωνε πολύ γρήγορα. Οι ώρες που περνούσαν πάνω της μετρούσαν για χρόνια. Μέσα σε μία μέρα, χωρίς καν να το καταλάβω έγινε παιδί, κι έπειτα έφηβη. Ήταν δύσκολη, πολύ γκρινιάρα, βασανιστική. Αναβλητική, κυκλοθυμική, εχθρική με όλους. Δεν ήμουν πια ευτυχισμένη, αυτό το καινούριο μου παιδί με έκανε να νιώθω αγωνία.

Το βράδυ που βγήκαμε μαζί, ζήτησε να πιει τεκίλα. Της είπα πως τα παιδιά δεν πίνουν τεκίλα και την είδα να εκνευρίζεται πολύ. Επέμενε, κι ο σερβιτόρος ήθελε να της κάνει το χατήρι – όλους τους μάγευε γύρω της, όλους όσους δεν την ήξεραν πραγματικά. Του είπα πως αν της έδινε τεκίλα θα φώναζα την αστυνομία, και τότε είδα πως πάνω από το κεφάλι μας είχαν αρχίσει να μαζεύονται σμήνη γκρίζων περιστεριών που είχαν έρθει να την υποστηρίξουν. Κατάλαβα πως αυτό το κορίτσι το προστάτευαν κακές δυνάμεις, αυτή ήταν η πρώτη σκέψη που μου ήρθε στο νου. Κοίταξα τον ουρανό, τα γκρίζα πουλιά που έκαναν κύκλους από πάνω μας και ένιωσα μια βαθιά απελπισία.

Λίγο μετά, το κορίτσι πήγε σε ένα διπλανό τραπέζι και κάθισε δίπλα σε έναν άντρα. Κατάλαβα πως αυτός ήταν ο γάμος τους και πως όλα θα τελειώναν πριν πέσει εντελώς η νύχτα. Τους κοίταζα καθισμένους δίπλα δίπλα, κι έμοιαζαν με φωτεινή αφίσα των 70’s. Δυο αλλόκοτες φιγούρες, που την ώρα του γάμου τους φαίνονταν κάπως δυσαρεστημένοι ο ένας με τον άλλον. Ήξερα όμως πως ο γάμος δεν επρόκειτο να ματαιωθεί, αδιευκρίνιστο για ποιο λόγο.

Ήμουν σαστισμένη και ανήμπορη. Μέσα σε μία μέρα είχα γεννήσει, αναθρέψει, ακολουθήσει το πιο περίεργο πλάσμα του κόσμου. Και τώρα ετοιμαζόμουν ήδη να το αποχαιρετίσω. Η εικόνα τελείωσε τη στιγμή που το νεαρό ζευγάρι βυθίστηκε σε ένα κίτρινο σύννεφο και άρχισε να ανεβαίνει στον ουρανό. Θυμήθηκα τα εκατό χρόνια μοναξιά και αναρωτήθηκα αν την κόρη μου την έλεγαν Ωραία Ρεμέδιος και τον άντρα της Αουρελιάνο. Δεν είχα μάθει ποτέ το όνομά της.

Όταν αναλήφθηκε στους ουρανούς και χάθηκε εντελώς από τα μάτια μου σκέφτηκα «Ευτυχώς που έφυγε!…» – και μετά από την μοναδική αυτή ημέρα ολόκληρης της ζωής της ξανάρχισα επιτέλους να ανασαίνω κανονικά.

(Η ωραία Ρεμέδιος περιπλανιόταν στην έρημο της μοναξιάς, χωρίς να χρειάζεται να κουβαλάει το σταυρό της, ωριμάζοντας μέσα σε όνειρα χωρίς εφιάλτες, με τ’ ατέλειωτα μπάνια της, τα ακανόνιστα γεύματά της, τις βαθιές και παρατεταμένες σιωπές της χωρίς αναμνήσεις, ώς ένα απόγευμα του Μάρτη που η Φερνάντα θέλησε να διπλώσει τα λινά της σεντόνια και ζήτησε βοήθεια απ’ τις γυναίκες του σπιτιού. Είχαν μόλις αρχίσει, όταν η Αμαράντα πρόσεξε πως η ωραία Ρεμέδιος είχε γίνει διάφανη απο μιά έντονη χλωμάδα..

-Δεν αισθάνεσαι καλά; τη ρώτησε.

Η ωραία Ρεμέδιος που κρατούσε το σεντόνι από  την άλλη άκρη, της χαμογέλασε συμπονετικά.

-Αντίθετα, είπε, ποτέ δεν αισθάνθηκα καλύτερα.

Δε πρόλαβε να το πεί κι’ η Φερνάντα ένιωσε ένα ελαφρό αεράκι να της παίρνει τα σεντόνια απ’ τα χέρια και να τα ξεδιπλώνει ολότελα. Η Αμαράντα ένιωσε ένα μυστηριώδες τρέμουλο στις δαντέλες των μισοφοριών της και προσπάθησε να πιαστεί απ’ το σεντόνι για να μη πέσει, τη στιγμή που η ωραία Ρεμέδιος άρχισε ν’ ανυψώνεται.

Η Ούρσουλα, σχεδόν τυφλή πιά, ήταν η μόνη που είχε τη ψυχραιμία ν’ αναγνωρίσει τη φύση εκείνου του ανεπανόρθωτου ανέμου κι’ άφησε τα σεντόνια στο έλεος του φωτός, κοιτάζοντας την ωραία Ρεμέδιος, που την αποχαιρετούσε κουνώντας το χέρι της, μες στο εκθαμβωτικό φτερούγισμα των σεντονιών που υψώνονταν μαζί της, που εγκατέλειπαν μαζί της τα σκαθάρια και τις ντάλιες και διέσχιζαν μαζί της τον αέρα όταν ήταν πιά τέσσερεις τ’ απόγευμα, και χάθηκαν μαζί της για πάντα ψηλά στην ατμόσφαιρα, εκεί που δεν μπορούσαν να τη φτάσουν ούτε τα πιό υψιπετή πουλιά της μνήμης….)

About Theorema

Είμαι η Άντζελα Ανακόντα aka @FearOfFireflies

Posted on 20 Σεπτεμβρίου, 2011, in Χωρίς κατηγορία and tagged , . Bookmark the permalink. 31 Σχόλια.

  1. Oso pio treli ginesai, toso pio poly synarpazeis tous allous.

  2. Τρελή εγώ; Δεν σας καταλαβαίνω.
    Θέλετε να σας κεράσω μια τεκίλα;…

  3. Αχ αυτός ο οίκος των Μπουενδίας τι γεννάει – αλλά γιατί είναι κίτρινο το σύννεφο;

    (εγώ εκεί κόλλησα…)

  4. Τα όνειρά σου μην τα λες,
    Γιατί μια νύχτα κρύα,
    Μπορεί και οι Φροϋδιστές,
    Να’ρθούν στην εξουσία…

  5. Εκείνη μπορεί να ήταν η ωραία Ρεμέδιος, εσείς όμως δεν είσαστε Φερνάντα. Θα έλεγα ότι είσαστε μάλλον η Φερμίνα Δάσα. Αλλά και πάλι μπορεί να κάνω λάθος. Άλλωστε ίσως όλοι δεν είμαστε παρά ανεμοσκορπίσματα.

  6. Εξωτικό πουλάκι μου, εγώ είμαι απλώς ο αγγελιοφόρος… 🙂
    Και η απορημένη θεατής του σκηνικού του παραλόγου που εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια μου τις νύχτες…

    Καλημέρες θηριάκια 🙂

  7. Πολύ καλό…
    Φοβερή και τραγική η φράση «Ευτυχώς που έφυγε!»…

  8. Σε φιλώ γλυκά και σε ευχαριστώ, γλυκύτατό μου κοριτσάκι.
    Κι εμένα έτσι μου φάνηκε η φράση, αν ήξερες όμως τι ανακούφιση έκρυβε…
    Σχιζοφρένεια σκέτη όλα αυτά, γμτ.

  9. Εσείς τι ήπιατε εκείνο το βράδυ;

  10. έχω να πω μόνο χικ.
    Και ζήτωσαν τα καφτερά υγρά που μας εξυψώνουν 🙂
    οίνος ευφραίνει καρδίαν κλπ κλπ

  11. Συντροφικό «χικ!» back,
    και να τα π(ι)ούμε κι από κοντά μια μέρα, έτσι; 😉

  12. Να τώρα, θυμήθηκα τη δική μου εφηβεία, την ατελείωτη. Έναν γεωλογικό αιώνα βάστηξε και κάτι καλοκαιρινά απομεσήμερα διάβαζα «εκατό χρόνια μοναξιά», νομίζοντας πως το χε γράψει για μένα ο Μαρκές. Ώστε υπήρχαν κι άλλα αλλοπαρμένα, ε; Ουφ! Τι ανακούφιση… 🙂

  13. Όλοι αυτό σκεφτόμαστε. Πως γράφτηκε για μας. Μας ενώνει ‘ένα αόρατο νήμα ανικανοποίητου, με το που αγγίζουμε την τελευταία σελίδα και την επόμενη μέρα ακούμε κάποιον να μας λέει πως αυτό το βιβλίο για κείνον γράφτηκε… 🙂

  14. Υ.Γ. Ο άντρας μου από τώρα περιμένει πότε θα παντρευτεί ο γιος μας να φύγει… (κρυφά, κι εγώ…)

  15. Ναι, καλά. Κι όταν τον δείτε στα 19, θα σκέφτεστε «πω ρε γμτ, να έμενε για πάντα 13…» 😉

  16. Ήδη ο καιρός περνά τραγικά γρήγορα και βασανιστηκά αργά ταυτόχρονα…
    Πραγματική σχιζοφρένεια τα γονεϊκά συναισθήματα…

    (και πού είμαστε ακόμα…)

  17. Τα καλύτερα έρχονται, πίστεψέ με… 😉

  18. Τελικά ήμουν τραγικά άσχημα πληροφορημένος.Μέχρι σήμερα πίστευα ότι οι Βρυξέλλες βρίσκονται στο βόρειο ημισφαίριο και δη στην Ευρώπη!

  19. Ω, μα όχι. Βρισκόμαστε στη Λατινική Αμερική, σε έναν τόπο όπου τα θαύματα απλώς συμβαίνουν καθημερινά, κι έχουν τη δική τους ζωή φτάνει να βρεθεί κάποιος να τα ξυπνήσει.
    Οι Βρυξέλλες κοιμήθηκαν μια νύχτα στο βόρειο ημισφαίριο, στην Ευρώπη, και ξύπνησαν το επόμενο πρωί ανάμεσα σε συναισθήματα, πολέμους και μοναξιές στην άλλη άκρη του κόσμου.

    Με γνωρίζετε πια, monsieur. Παράξενο σας φαίνεται;…

  20. Χαίρομαι απίστευτα που καταλαβαινόμαστε 😉

    (από εσάς ειδικά, το περίμενα, je dois avouer)

  21. (πώς και δεν μου επισημάνατε το τραγικό ορθογραφικό λάθος;;;…)

  22. ‘Εχω μαλακώσει τελευταία…

  23. Vous m’ attendrissez…
    Αλήθεια το λέω.

  24. Σίγουρα Remedios… Όπως η θεραπεία… Όπως κι η κάθαρση κι εξιλέωση…

    Σου χαμογελώ γλυκά 🙂

  25. Ένα κορίτσι που επηρέασε τόσο και μετά τι; αναλήφθηκε στους ουρανούς…. αν τα μπερδέψω λιγάκι στο μυαλό μου – πράγμα καθόλου δύσκολο αυτήν την ώρα, ανατρέχω μηχανικά στο σχεδόν συνονόματό σου Τeorema του Pier Paolo Pasolini ( «Αimilia, Aimilia..»), ακούω Enio Morricone, μα από άλλη ταινία, φαντάζομαι εικόνες από πίνακες του Lucien Froyd κι αφήνω άλλη μια νύχτα να κυλήσει ήρεμα ….σχεδόν….

    • Ανέφερες τη λέξη κλειδί: Παζολίνι.
      Βλέπεις πίνακες του Φρόυντ.
      Ακούς Μορικόνε.
      Ονειρεύεσαι κορίτσια που ανεβαίνουν στους ουρανούς…
      Ψαχουλεύεις τη νύχτα…

      Με κέρδισες για πάντα…

Σχολιάστε